Monday, 20 December 2010
Wednesday, 1 December 2010
[Εκεί]
Χώρα άνυδρη και θερμή σαν καμίνι. Η λευκή αναλαμπή του αιθέρα με τυφλώνει. Μπροστά μου ένα μακρύ όρος φράσσει τον ορίζοντα. Η θάλασσα, πράσινη, ακύμαντη, απλώνεται πίσω μου. Το πλοία μας δεμένα αρόδου· τα δικά τους αγκυροβολημένα στον πιο πέρα κόλπο. Για να φτάσεις σε εκείνην την ακτή πρέπει να περάσεις το ύψωμα στα δυτικά και να κατέβεις το απότομο μονοπάτι που φέρνει γύρο το φρύδι του λόφου. Δε φυσάει καθόλου. Στα ρουθούνια μου μία περίεργη οσμή, βαριά, όχι από αλμύρα· είναι, λέω, αυτά τα μικρά άνθη στους θάμνους που στεφανώνουν τους φαιούς βράχους στην άκρη της αμμουδιάς.
Κλείνω τα μάτια, και αμέσως τα ανοίγω ξανά. Κάθομαι σε ένα λιθάρι θερμασμένο από τις άγριες ακτίνες του ηλίου. Βλέπω το δέρμα μου στα μπράτσα μελανότερο, τις τρίχες μου ξανθές. Ο χιτώνας μου κολλάει στο στήθος, την πλάτη, τους μηρούς, εκεί όπου υπάρχει το σκουρόχρωμο αποτύπωμα μίας ριπής αίματος. Η σκιά μου στα βότσαλα δεν πιάνει ούτε τρία πόδια. Μεσημέρι.
Λίγο μετά τα ξημερώματα ο Βουχέτας, ο Μενεπτόλεμος και οι άλλοι μαζευτήκαμε στο τέμενος στην πλαγιά, γύρω από τον βωμό έστησε ο πρεσβύτης πριν οχτώ φεγγάρια. Η επιφάνεια του θυσιαστηρίου είχε καστανά στίγματα στο πάνω μέρος της. Όταν βύθισα το μικρό σιδερένιο εγχειρίδιο στον τρυφερό λαιμό του ριφιού, το αίμα πετάχτηκε ζεστό και άφρισε μέσα στην αργυρή λεκάνη, που είχα απιθώσει νωρίτερα στο χώμα, μπροστά μου. Μια μεταλλική γεύση πλημμύρισε το στόμα μου. Η φωνή του Βουχέτα μακρινή, προσηλωμένος στα τελευταία τινάγματα του ζωντανού δεν άκουγα καθαρά τι έλεγε. Μετά από ώρα, αφού η φωτιά είχε σβήσει, αθόρυβος ο γέροντας ήρθε κοντά μου και με αγκάλιασε. Πάντα να είσαι, να προσέχεις τα αδέλφια σου και να ευχαριστείς τους θεούς, όποτε ορίζει το έθιμο των προγόνων σου, ευχήθηκε σαρώνοντας την πλαγιά με το βλέμμα. Ανήσυχος, σαν κι εμένα. Μήπως φανούν αυτοί, όπως την άλλη φορά που σκόρπισαν την τέφρα της πυράς από άκρη σε άκρη στον περίβολο και δύο από τους παλικαράδες τους ατίμωσαν το βωμό με τα κάτουρά τους. Δε φάνηκαν όμως.
Ο δρόμος, Cormac McCarthy (2006)
Προχώρησαν παράλληλα μετο ποτάμι πάνω στην ξεβρασμένη λάσπη της παλίρροιας και βρήκαν μια βάρκα μισοθαμμένη και στάθηκαν και την περιεργάστηκαν. Ήταν ερείπιο σκέτο. Ο άνεμος έφερνε βροχή. Βγήκαν παραπατώντας στην παραλία με τα μπαγκάζια τους ψάχνοντας καταφύγιο μα δεν βρήκαν. Μάζεψε εκεί ένα σωρό ξύλα άσπρα σαν κόκαλα που κείτονταν σκόρπια στην άμμο κι άναψε φωτιά και κάθισαν στους αμμόλοφους με το μουσαμά πάνω απ' τα κεφάλια τους κι είδαν την παγερή βροχή να κατεβαίνει απ' το Βορρά. Τώρα έπεφτε με δύναμη κατσιάζοντας την άμμο. Η φωτιά άχνιζε και ο καπνός τιναζόταν χωρισμένος σε αργοκίνητους έλικες και το αγόρι κουλουριάστηκε κάτω από το κροτάλισμα του μουσαμά και σε λίγο είχε αποκοιμηθεί. Ο άντρας τράβηξε σαν κουκούλα το πλαστικό γύρω απ' το κεφάλι του και κοίταξε την γκρίζα θάλασσα σαβανωμένη πέρα στο βάθος στη βροχή κι είδε τα κύματα να σκάνε στην ακτή και να τραβιούνται πάλι πίσω αφήνωντας την άμμο μαύρη κι αυλακωμένη.
Cormac McCarthy, Ο Δρόμος (2006),
μτφρ. Α. Κορτώ για τις εκδόσεις Καστανιώτη (2007)
Wednesday, 17 November 2010
[Οσμή μουσκεμένων φύλλων καστανιάς]
Ο αέρας στο δωμάτιο μυρίζει νωπό γρασίδι. Που και που ακούγεται ο μακρόσυρτος θόρυβος που κάνουν τα αυτοκίνητα όταν διασχίζουν με ταχύτητα μικρές λίμνες νερού. Σβήνεις τη λάμπα και το δωμάτιο βυθίζεται σε ένα μισοσκόταδο που ξανοίγει από τα κιτρινωπά φώτα του δρόμου. Θες να ξαπλώσεις για λίγο, μόνο για πέντε λεπτά. Ίσως και περισσότερο. Το κρεβάτι πίσω σου είναι τακτικά στρωμένο. Μένεις καθισμένη στην καρέκλα. Το πράσινο φωτάκι του υπολογιστή αναβοσβήνει. Ρυθμικά, ασταμάτητα. Σκέφτεσαι ότι πρέπει να ξεκινήσεις το δείπνο. Γνωρίζεις, βέβαια, ότι δεν έρχεται για να τον περιποιηθείς, αλλά για να συζητήσετε. Σοβαρά. Θα γίνει σοβαρή κουβέντα. Τελικά σηκώνεσαι.
Ανοίγεις το διακόπτη του καλοριφέρ.
Στην κουζίνα. Μαγνητισμένη από την γαλάζια φλόγα του πετρογκάζ, γεμίζεις μία κατσαρόλα με νερό. Δεν ξέρεις τι να μαγειρέψεις. Ό, τι κι αν είναι, αυτός θα πει ότι του άρεσε. Έτσι λέει πάντα. Τον πιστεύεις. Βλέπεις την ώρα που έχει περάσει και διαλέγεις στα γρήγορα μακαρόνια.
Το λάδι που ζεσταίνεται στο τηγάνι κάνει έναν ανεπαίσθητο θόρυβο. Καθαρίζοντας ένα τεράστιο μωβ κρεμμύδι, αποφασίζεις ότι αν προσφερθεί να πλύνει τα πιάτα θα τον αφήσεις. Έχεις βαρεθεί να καις τα χέρια σου στην χωρίς μείκτη νερού βρύση της κουζίνας. Και όσο εκείνος θα είναι σκυμμένος πάνω από το νεροχύτη με την πλάτη στραμμένη προς εσένα, θα του ανακοινώσεις ότι αποφάσισες να σκοτωθείς πέφτοντας από την ταράτσα της οκταώροφης βιβλιοθήκης. Την ανακοίνωση αυτή θα την κάνεις με σταθερή φωνή μέτριας έντασης.
Θα αφήσει με προσοχή το πιάτο που θα κρατάει γεμάτο σαπουνάδες στον πάγκο και θα γυρίσει να σε κοιτάξει. Θα ρωτήσει αν υπάρχει κάποιο πρόβλημα, αν προέκυψε κάποια απρόσμενη δυσκολία στην έρευνά σου, αν έμαθες κάτι για εκείνη την υποτροφία που είχες ζητήσει πριν δύο μήνες. Τα μανίκια του πουκαμίσου του θα είναι ανεβασμένα ως τον αγκώνα, στραβογυρισμένα. Εσύ θα κοιτάζεις το μισοπλυμμένο πιάτο χωρίς να μιλάς.
Θα κάνει δύο βήματα προς εσένα. Σταγόνες νερό θα στάζουν από τα δάχτυλά του στο πλαστικό δάπεδο. Θα ρωτήσει ξανά. Με τις ίδιες ακριβώς λέξεις. Δεν έγινε τίποτα, θα πεις. Με την πετσέτα που κρέμεται δίπλα στο ψυγείο θα σκουπίσεις τα νερά από τα χέρια του. Όταν σε ρωτήσει για τρίτη φορά τι τρέχει, το μόνο που θα ακούσεις θα είναι ένας ανατριχιαστικός ψίθυρος. Θα ξέρεις ότι ξέρει.
Και πριν από ένα μήνα ήξερε. Τότε που έκανες το φλιτζανάκι του καφέ χίλια κομμάτια πετώντας το στον τοίχο, έτσι όπως ήταν με το κατακάθι. Εκείνο το απομεσήμερο που, χαζεύοντας τα κεραμιδί και λευκά σχέδια στην επιφάνεια του, σου είχε πει αφηρημένα πόσο πολύ του άρεσε και είχε ζητήσει να του το αφήσεις όταν θα γύριζες στην Ελλάδα. Μάζεψε τα σπασμένα κομματάκια ένα προς ένα. Όσο καθάριζε τα παχύρευστα ίχνη του καφέ με ένα βρεγμένο πανί, σε ρώτησε γιατί τα κάνεις όλα πιο δύσκολα, γιατί σπαταλούσες έτσι το λίγο χρόνο που σας είχε απομείνει. Αφού ήξερες ότι κάποια πράγματα δεν αλλάζουν.
Ήταν ένα φλιτζανάκι που σου είχε φέρει η Ελένη πρόπερσι. Το είχε αγοράσει από ένα μαγαζί στην Αλεξανδρούπολη, η διακόσμησή του της θύμιζε τις αντικριστές σπείρες στους σκύφους που είχαν κουβαλήσει οι Μυκηναίοι στην Κύπρο. Τώρα έχει απομείνει μόνο το πιατάκι του. Η βαριά οσμή των μουσκεμένων φύλλων της καστανιάς που μπαίνει ορμητική από το μισάνοιχτο παράθυρο σε παραπλανά κι έτσι δεν μυρίζεις το κρεμμύδι που μαυρίζει στο τηγάνι. Ούτε τον καπνό βλέπεις, αφού τα μάτια σου είναι κλειστά. Μέχρι να ενεργοποιηθεί ο συναγερμός.
[Προχωρημένος Σεπτέμβριος]
Τυφλωμένος από την λάμψη του κιτρινόλευκου χώματος, άκουγε τα βήματα του να τρίζουν πάνω στα ψιλά χαλίκια. Περπάταγε αργά, σχεδόν νωχελικά, σα να μη βιαζόταν καθόλου. Ένιωθε τα πόδια του υγρά μέσα στα χοντροφτιαγμένα παπούτσια. Προχωρημένος Σεπτέμβριος και η ζέστη δεν έλεγε να υποχωρήσει. Η χλιαρή, σχεδόν ακίνητη ατμόσφαιρα έκανε τα ρούχα να κολλάνε επάνω τους με τρόπο ανυπόφορο. Το χώμα, όμως, στεγνό και αφράτο, σαν κοσκινισμένο, κύλαγε αστραφτερό στα πλάγια του φτυαριού, κάθε φορά που ο Πάμπος το σήκωνε από το έδαφος για να το αδειάσει δίπλα, στο σιδερένιο καροτσάκι. Το φτυάρι διέγραφε μία μικρή, αλλά ανοιχτή καμπύλη. Κάπου-κάπου χτυπούσε στο κακοβαμμένο με πράσινη λαδομπογιά τοίχωμα του καροτσιού αφήνοντας ένα διαπεραστικό μεταλλικό ήχο. Το χώμα έπεφτε στο μισογεμάτο δοχείο με ένα υπόκωφο, θαμπό θόρυβο. Ό, τι έβγαινε από τη γη ήταν καλυμμένο από μία λεπτότατη σκόνη, που αρκούσε ένα απαλό πέρασμα του πινέλου, ακόμη και μία πνοή του αέρα για να την απομακρύνει.
Πήγαινε πολύς καιρός που παρακολουθούσε τις θερμές ημέρες του φθινοπώρου να φεύγουν δίχως να φέρνουν τίποτα άλλο από δάπεδα αποψιλωμένα, στόμια κατεστραμμένα να χάσκουν μισάνοιχτα, οστά ανάκατα μαζεμένα σε σωρούς, τάφους αδειασμένους από αδίστακτους τυμβωρύχους εδώ και αιώνες. Και ο ήλιος έκαιγε ως αργά το απόγευμα· πιο πολύ, όμως, μετά τη μεσημεριανή διακοπή, αφού οι εργάτες του είχαν προσφέρει κομμάτια από εκείνο το τυρί με τη λαστιχένια υφή και κατσικίσιο κρέας μαγειρεμένο σε βαριά σάλτσα ντομάτας που έκανε το στομάχι του να παίρνει φωτιά. Όσες φορές είχε προσπαθήσει να αρνηθεί τα κεράσματά τους, εκείνοι άρχιζαν να φωνάζουν, να τον χτυπάνε στον ώμο, να μην ησυχάζουν μέχρι να δεχτεί τους σπιτικούς μεζέδες. Αυτός προτιμούσε να γευματίζει ελαφρά με φρούτα και ωμά λαχανικά, για να μπορεί να συνεχίζει την εργασία του αμέσως μετά το φαγητό. Παρόλα αυτά τις περισσότερες φορές ενέδιδε στις προσφορές του Πάμπου και των άλλων, γιατί του ήταν πιο εύκολο να αντιμετωπίσει την υπνηλία, παρά τα τραβολογήματα και τις δυνατές φωνές τους.
Επέστρεφε στην ανασκαφή του, ανεβαίνοντας αργά την απότομη ανηφόρα του λόφου με το στομάχι βαρύ. Για να ξεχάσει την ζέστη και την κούραση, άρχισε να υπολογίζει πόσες ώρες είχε περάσει από τα τέλη της άνοιξης καθισμένος στην άκρη ενός σκάμματος, με ένα σημειωματάριο ακουμπισμένο ανοιχτό στα γόνατα, μαγνητισμένος από την κανονική κίνηση του φτυαριού. Ο χρόνος στην Κύπρο κυλούσε με ρυθμό ακανόνιστο, τις περισσότερες φορές αργόσυρτο. Τα μεσημέρια, όταν όλοι αποσύρονταν για να ξεκουραστούν, έμοιαζαν να διαρκούν για πάντα, όσο εκείνος πάσχιζε ιδρωμένος συναρμολογώντας σπασμένα αγγεία· και οι μέρες που περνούσε με την διεκπεραίωση της γραφειοκρατίας και τη σύνθεση λεπτομερών αναφορών για το πανεπιστήμιο ή αναμένοντας το καθυστερημένο γράμμα της Ίλκε· και οι ώρες που περίμενε κάτω από τον ήλιο τον Άλφρεντ να τον πάρει με το τζιπ ή που αναγκαζόταν να περάσει μέσα στον καπνό από τα βαριά τσιγάρα των εργατών. Όμως, εκείνη την βραδιά, κάπου πριν από ένα μήνα, που κατέβηκαν στην Λεμεσό για το πανηγύρι της Παναγίας με τα βιολιά και τους χορούς, του είχε φανεί ότι ο χρόνος πέταγε μαζί με τις πλεξίδες της Άντρης· όπως και τότε, που για έξι μέρες ήταν χωμένος στο βαθύ λάκκο που είχαν ανοίξει στην Αγία Ειρήνη, καθαρίζοντας με το ψάθινο σκουπάκι, χαϊδεύοντας σχεδόν τα υπέροχα πήλινα αγάλματα με τους μακριούς χιτώνες και τα στεφάνια στα μαλλιά.
Τώρα, πολλά χιλιόμετρα μακριά, οι πήλινοι κούροι κείτονταν προφυλαγμένοι μέσα σε ξύλινα κιβώτια, σε ένα δροσερό υπόγειο στη Λάρνακα, κι αυτός προσπαθούσε να δώσει παλμό στο βάδισμά του μετρώντας, με τον ουρανό να απλώνεται πάνω από το κεφάλι ανέφελος και ακτινοβόλος. Στα μισά του δρόμου τον κατέλαβε η ψευδαίσθηση ότι μύριζε βρεγμένο χώμα.
Wednesday, 13 October 2010
Πρώιμα βάσανα, Danilo Kis (1970)
Σας λέει τίποτα αυτό το όνομα κύριε; Μπεμ, οδός Μπεμ; Α, ναι, ζητώ συγνώμη, φυσικά και δεν μπορεί να το θυμάστε εφόσον δε ζούσατε εδώ πριν τον πόλεμο, αλλά τουλάχιστον θα μπορούσατε να ξέρετε αν υπάρχει κάπου εδώ κοντά ένας δρόμος με αγριοκαστανιές δεξιά και αριστερά του. Κάθε άνοιξη οι καστανιές άνθιζαν κι όλος ο κόσμος μύριζε κάπως γλυκά και βαριά, εκτός από τις μέρες που έβρεχε. Τότε το άρωμα του άγριου κάστανου ανακατευόταν με τη μυρωδιά του όζοντος και αιωρούνταν παντού τριγύρω.
Danilo Kis, Πρώιμα Βάσανα (1970),
μτφρ. Γκ. Ρόσιτς για τις εκδόσεις Κέδρος (2004)
Monday, 6 September 2010
Sunday, 25 July 2010
Στιγμές (2), καύσωνας
Το μόνο που ακούγεται είναι το βουητό του ανεμιστήρα και ο μακρινός αχός της πόλης, τρεις η ώρα, ξημερώματα Σαββάτου. Σεντόνια τσαλακωμένα και υγρά. Οι τοίχοι εκπέμπουν τη θερμότητα που ρούφηξαν όλη μέρα. Στην ατμόσφαιρα αιωρούνται τα απομεινάρια της φρέσκιας μυρωδιάς του κομμένου καρπουζιού ανακατεμένα με την διαπεραστική, αν και ξεθωριασμένη πια, οσμή του κατσαριδοκτόνου. Πόσα χρόνια πέρασαν πάνω σ'αυτό το κρεβάτι;
Αισθάνομαι μια περίεργη ευδαιμονία που μποιάζει με εκείνη τη χαρά που είχα σαν παιδί, να πέφτω για πρώτη φορά στο κρεβάτι μου, μετά την επιστροφή από τις διακοπές, κουρασμένη από το ταξίδι με το καράβι και με το υφασμάτινο νυχτικό να μυρίζει το καρπούζι που είχα φάει για βραδινό. Η μόνη διαφορά που μπορώ να βρω είναι ότι όταν ήμουν οκτώ, δεν λαχταρούσα τη βροχή με τόση επιμονή. Την αποζητούσα όμως.
Οι αρραβώνες του κυρίου Ιρ, Georges Simenon (1933)
Ήταν ένα ασυνήθιστο απόγευμα. Η βροχή έπεφτε με το τουλούμι. Οι άνθρωποι φοβόντουσαν να διασχίσουν τους δρόμους που είχαν μετατραπεί σε χειμάρρους. Τα ταξί πήγαιναν αργά, μην τυχόν και ντεραπάρουν. Στα περίπτερα οι εφημερίδες έλιωναν σιγά σιγά απ'τη βροχή.
Και ενώ όλο το Παρίσι λύγιζε από την καταιγίδα και ο κόσμος κατσούφιαζε, και μέχρι και δέκα μαζί στριμώχνονταν στις εισόδους των πολυκατοικιών ή μέσα σε καφενεία μέχρι να κοπάσει λίγο η μπόρα, ο κύριος Ιρ είχε μεταμορφωθεί από χαρά.
Κρατώντας γερά την ομπρέλα του, πηγαινοερχόταν ανάλογα με τα κέφια του, χωρίς να νοιάζεται αν θα λασπωθεί ή θα φτάσει κάπου καθυστερημένα. Χάζευε τις βιτρίνες. Από ένα ζαχαροπλαστείο αγόρασε σοκολατάκια και έβαλε το σακουλάκι στην τσέπη του, απ' όπου έβγαζε πότε πότε ένα και το άφηνε να λιώνει αργά στο στόμα του.
Georges Simenon, Οι αρραβώνες του κυρίου Ιρ (1933),
μτφρ. Α. Μακαρώφ για τις εκδόσεις Άγρα (2008)
Friday, 30 April 2010
Saturday, 23 January 2010
Στρώσε μου να κοιμηθώ, Βασίλης Τσιτσάνης (1950)
Πήρα τη στράτα κι έρχομαι
μες τη βροχή και βρέχομαιστα σκαλοπάτια σου εγώ σφυρίζω
άνοιξε μέσα για να μπω
και στρώσε μου να κοιμηθώ
Να με στεγνώσεις με φιλιά
μες τη θερμή σου αγκαλιά
και μη μ' αφήσεις πια να ξαναφύγω
κοντά σου βάλε με να ζω
και στρώσε μου να κοιμηθώ
Από τον Πρόδρομο Τσαουσάκη και την Ρένα Ντάλια
Thursday, 14 January 2010
Tuesday, 5 January 2010
Monday, 4 January 2010
Στιγμές (1)
Η ώρα δύο μετά τα μεσάνυχτα, ξημέρωμα Δευτέρας. Η Πέτρου Ράλλη σχεδόν έρημη. Σταγόνες βροχής πυκνές στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου. Κόκκινο φανάρι στο ύψος του Ρουφ. Οι υαλοκαθαριστήρες τρίζουν ρυθμικά. Το πίσω κάθισμα, εκεί που ακουμπάει το χέρι μου είναι υγρό. Στο ράδιο ένας άντρας με βραχνή φωνή σχολιάζει κάποιον ποδοσφαιρικό αγώνα. Τεντώνω τα πόδια και βγάζω το δεξί παπούτσι. Πιο αργά, θέλω να πω στον ταξιτζή. Τα ρούχα μου μυρίζουν τσιγάρο. Πιο αργά, μένω σιωπηλή. Θολά, τα λευκά φωτάκια στα δέντρα μπροστά στο εργοστάσιο του Παπαδόπουλου αναβοσβήνουν. Πιο αργά.
Monday, 28 December 2009
Saturday, 26 December 2009
[Αναβολή]
10 Ιουνίου 1924
Βρέχει. Βροχή. Βροχή χωρίς σύννεφα. Βρέχει.
12 Ιουνίου 1924
Σήμερα έφαγα στης Αννίκας. Ψητό χοιρινό και για γλυκό ρυζόγαλο. Αννίκα, κοριτσάκι μου. Αννίκα. Έκανε τόσο κόπο να ετοιμάσει το τραπέζι. Είχε και κόκκινο κρασί από την Ιταλία. Με μυρωδιά κανέλας. Δυνατό. Πήγαινε κάτω σα νεράκι. Μετά το φαγητό κουβεντιάσαμε πολύ ώρα. Είχε ανάψει και το τζάκι. Όμορφη Αννίκα. Δεν θύμωσε, όταν της είπα πως ανέβαλε το ταξίδι. Για να μη με ερεθίσει. Μάλλον. Να έχω υπομονή πρέπει λέει. Να πάω να τον βρω εγώ. Πρέπει. Να είμαι δυνατή. Γλυκιά Αννίκα. Δε φάνηκε να ενοχλείται, όταν έκανα εμετό στο καινούριο χαλί της. Μου κράτησε το κεφάλι. Με ξάπλωσε με κρύα κομπρέσα στο μέτωπο. Με συνέφερε με το ζόρι. Της είπα πως αν ξαναπάω εκεί, θα πεθάνω. Από υπερβολική εφίδρωση. Και τσιμπήματα κουνουπιών. Πριν μία ώρα άνοιξε με τα κλειδιά μου την εξώπορτα κατάκοπη. Είπε πως περιμένει μωρό. Το είπε ψιθυριστά. Σα να ντρεπόταν.
13 Ιουνίου 1924
Απόφαση που δεν πρόκειται να πάρω πίσω: δεν πηγαίνω ξανά. Εκεί. Ποτέ. Εκεί. Ναι. Θα πάω. Διάβασα ξανά το γράμμα του.
«Βουνί, 7 Μαΐου 1924
Γλυκιά μου Ίλκε
Ελπίζω η επιστολή μου να σε βρίσκει υγιή και ευδιάθετη. Αυτό το δεύτερο είναι πολύ σημαντικό, αγάπη μου, γιατί τα νέα μου δεν είναι διόλου ευχάριστα. Λατρεμένη μου, φοβάμαι πως πρέπει να αναβάλω το ταξίδι που είχα προγραμματίσει για τον επόμενο μήνα.
Ίλκε, συμπάθα με για τη στενοχώρια που σου φέρνει αυτό το γράμμα. Ξέρω πως δεν είναι εύκολο για σένα. Κι εσύ πιστεύω πως ξέρεις πόσο με στεναχωρεί να είμαι μακριά σου, πόσο μου λείπουν τα μάτια σου, το απαλό σου δέρμα. Πάνε κιόλας πέντε μήνες από τη μέρα που έφυγες. Πόσο γρήγορα πέρασαν. Ο καιρός που ζήσαμε μαζί στο Κούριο είναι ο παράδεισος μου, τον φέρνω στο μυαλό μου κάθε φορά που οι περιστάσεις γίνονται πιο απαιτητικές.
Όπως τώρα, που οι ανασκαφές μας είναι πολύ αποδοτικές, ο συντριπτικός αριθμός των ευρημάτων δε μου επιτρέπει να λείψω ούτε μία ημέρα. Ίλκε, το Βουνί, το μαγικό, ονειρεμένο βουνό που σου έλεγα στο προηγούμενο γράμμα, ήταν μία θαυμαστή αποκάλυψη. Αφού μας βασάνισε τρεις εβδομάδες, αινιγματικό σαν τη Σφίγγα, αποφάσισε να αποκαλύψει τα μυστικά του και να φανερώσει το πολυτελές ανάκτορο που έκρυβε στα σπλάχνα του όλες αυτές τις εκατοντάδες χρόνια. Ίλκε, αγάπη μου, φαντάσου, ένα ολόκληρο αρχαϊκό ανάκτορο!
Η δουλειά μοιάζει να μην έχει τελειωμό. Ο χρόνος μας πιέζει αφόρητα και η χρηματοδότηση δεν μπορεί, όπως καταλαβαίνεις, να διαρκέσει επ’ άπειρον. Μας περιμένουν τουλάχιστον ακόμα έξι θέσεις, -σημειώνω πως τουλάχιστον οι τρεις έχουν μυκηναϊκή φάση- αλλά δεν μπορούμε να αφήσουμε την ανασκαφή εδώ στο Βουνί στη μέση. Έτσι, πήρα την απόφαση να μεταθέσω αυτό το ταξίδι.
Μη με μισήσεις, Ίλκε μου, φοβάμαι πως δεν είμαι σε θέση να πω πότε θα μπορέσω να πετάξω στην αγκαλιά σου. Γιατί δεν έρχεσαι ξανά εσύ, έλα εσύ αντί για εμένα. Έχω να σου δείξω τόσα πράγματα, καινούρια ευρήματα, μέρη και ανθρώπους.
Να με σκέφτεσαι. Σε περιμένω. Έλα.
Σου στέλνω χίλια φιλιά, Έιναρ»
Σταμάτησαν για μεσημέρι λίγο πιο αργά από το συνηθισμένο, κατά τις τρεις. Τα ευρήματα ήταν αμέτρητα, η δουλειά ατελείωτη, δεν γινόταν να διακοπεί, όμως ο ήλιος έκαιγε. Τα τζιτζίκια λυσσομανούσαν πάνω στη χαρουπιά που έστεκε με τα φύλλα ακίνητα. Παρόλη τη ζέστη, στο γεύμα ήπιε δύο ποτηράκια κρασί μαζί με τους άλλους. Γελούσε. Τσούγκριζαν τα ποτήρια με δύναμη και φώναζαν «καλά τελειώματα». Σαράντα λεπτά αργότερα, ζαλισμένος, σύρθηκε στην σκηνή του με το ανασκαφικό ημερολόγιο κάτω από τη μασχάλη. Ξάπλωσε στο αριστερό του πλευρό πάνω στο ράντζο και καθώς ετοιμαζόταν να ανοίξει το σημειωματάριο του, ήρθε εκείνη η νάρκη, στην οποία είχε πάψει τα αντιστέκεται εδώ και μερικές εβδομάδες. Το σκληρό τετράδιο κύλησε κάτω και τα επιστολόχαρτα σκορπίστηκαν στο χώμα.
Το βράδυ κατέβηκε μαζί με τον Έρικ, τον Άλφρεντ και τον Πάμπο στο χωριό για το πανηγύρι της Αγίας Ειρήνης. Είχαν στήσει μεγάλα τραπέζια γύρω-γύρω, στην αυλή της εκκλησίας. Σέρβιραν αρνί ψημένο στη σούβλα και κρασί από τα αμπέλια της Μόρφου. Στο κέντρο της αυλής δύο μουσικοί, ο ένας με βιολί και ο άλλος με λαούτο, έπαιζαν σκοπούς, άλλοτε αργόσυρτους και άλλοτε πιο γρήγορους. Νέοι άντρες και γυναίκες λικνίζονταν με χάρη, μαζί κι η αδελφή του Πάμπου με τα μαύρα της μαλλιά αλογοουρά να τινάζονται στους ώμους της. Ο αέρας ήταν δροσερός, μύριζε γιασεμί και θάλασσα. Καθώς έγειρε πίσω το κεφάλι να στραγγίξει το ποτήρι του, είδε τον ουρανό χαμηλωμένο, τα αστέρια να κρέμονται πάνω από το κεφάλι του. Όσο η τελευταία γουλιά κυλούσε στον φάρυγγά του, υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι δε θα το ανέβαλλε άλλο. Το πρώτο πράγμα που θα έκανε το επόμενο πρωί, θα ήταν να γράψει το γράμμα. Αύριο το δίχως άλλο.
Εργαστήρι τέχνης του λόγου (νουβέλα)
ΕΚΕΒΙ, Δεκέμβριος 2009
Βρέχει. Βροχή. Βροχή χωρίς σύννεφα. Βρέχει.
12 Ιουνίου 1924
Σήμερα έφαγα στης Αννίκας. Ψητό χοιρινό και για γλυκό ρυζόγαλο. Αννίκα, κοριτσάκι μου. Αννίκα. Έκανε τόσο κόπο να ετοιμάσει το τραπέζι. Είχε και κόκκινο κρασί από την Ιταλία. Με μυρωδιά κανέλας. Δυνατό. Πήγαινε κάτω σα νεράκι. Μετά το φαγητό κουβεντιάσαμε πολύ ώρα. Είχε ανάψει και το τζάκι. Όμορφη Αννίκα. Δεν θύμωσε, όταν της είπα πως ανέβαλε το ταξίδι. Για να μη με ερεθίσει. Μάλλον. Να έχω υπομονή πρέπει λέει. Να πάω να τον βρω εγώ. Πρέπει. Να είμαι δυνατή. Γλυκιά Αννίκα. Δε φάνηκε να ενοχλείται, όταν έκανα εμετό στο καινούριο χαλί της. Μου κράτησε το κεφάλι. Με ξάπλωσε με κρύα κομπρέσα στο μέτωπο. Με συνέφερε με το ζόρι. Της είπα πως αν ξαναπάω εκεί, θα πεθάνω. Από υπερβολική εφίδρωση. Και τσιμπήματα κουνουπιών. Πριν μία ώρα άνοιξε με τα κλειδιά μου την εξώπορτα κατάκοπη. Είπε πως περιμένει μωρό. Το είπε ψιθυριστά. Σα να ντρεπόταν.
13 Ιουνίου 1924
Απόφαση που δεν πρόκειται να πάρω πίσω: δεν πηγαίνω ξανά. Εκεί. Ποτέ. Εκεί. Ναι. Θα πάω. Διάβασα ξανά το γράμμα του.
«Βουνί, 7 Μαΐου 1924
Γλυκιά μου Ίλκε
Ελπίζω η επιστολή μου να σε βρίσκει υγιή και ευδιάθετη. Αυτό το δεύτερο είναι πολύ σημαντικό, αγάπη μου, γιατί τα νέα μου δεν είναι διόλου ευχάριστα. Λατρεμένη μου, φοβάμαι πως πρέπει να αναβάλω το ταξίδι που είχα προγραμματίσει για τον επόμενο μήνα.
Ίλκε, συμπάθα με για τη στενοχώρια που σου φέρνει αυτό το γράμμα. Ξέρω πως δεν είναι εύκολο για σένα. Κι εσύ πιστεύω πως ξέρεις πόσο με στεναχωρεί να είμαι μακριά σου, πόσο μου λείπουν τα μάτια σου, το απαλό σου δέρμα. Πάνε κιόλας πέντε μήνες από τη μέρα που έφυγες. Πόσο γρήγορα πέρασαν. Ο καιρός που ζήσαμε μαζί στο Κούριο είναι ο παράδεισος μου, τον φέρνω στο μυαλό μου κάθε φορά που οι περιστάσεις γίνονται πιο απαιτητικές.
Όπως τώρα, που οι ανασκαφές μας είναι πολύ αποδοτικές, ο συντριπτικός αριθμός των ευρημάτων δε μου επιτρέπει να λείψω ούτε μία ημέρα. Ίλκε, το Βουνί, το μαγικό, ονειρεμένο βουνό που σου έλεγα στο προηγούμενο γράμμα, ήταν μία θαυμαστή αποκάλυψη. Αφού μας βασάνισε τρεις εβδομάδες, αινιγματικό σαν τη Σφίγγα, αποφάσισε να αποκαλύψει τα μυστικά του και να φανερώσει το πολυτελές ανάκτορο που έκρυβε στα σπλάχνα του όλες αυτές τις εκατοντάδες χρόνια. Ίλκε, αγάπη μου, φαντάσου, ένα ολόκληρο αρχαϊκό ανάκτορο!
Η δουλειά μοιάζει να μην έχει τελειωμό. Ο χρόνος μας πιέζει αφόρητα και η χρηματοδότηση δεν μπορεί, όπως καταλαβαίνεις, να διαρκέσει επ’ άπειρον. Μας περιμένουν τουλάχιστον ακόμα έξι θέσεις, -σημειώνω πως τουλάχιστον οι τρεις έχουν μυκηναϊκή φάση- αλλά δεν μπορούμε να αφήσουμε την ανασκαφή εδώ στο Βουνί στη μέση. Έτσι, πήρα την απόφαση να μεταθέσω αυτό το ταξίδι.
Μη με μισήσεις, Ίλκε μου, φοβάμαι πως δεν είμαι σε θέση να πω πότε θα μπορέσω να πετάξω στην αγκαλιά σου. Γιατί δεν έρχεσαι ξανά εσύ, έλα εσύ αντί για εμένα. Έχω να σου δείξω τόσα πράγματα, καινούρια ευρήματα, μέρη και ανθρώπους.
Να με σκέφτεσαι. Σε περιμένω. Έλα.
Σου στέλνω χίλια φιλιά, Έιναρ»
Σταμάτησαν για μεσημέρι λίγο πιο αργά από το συνηθισμένο, κατά τις τρεις. Τα ευρήματα ήταν αμέτρητα, η δουλειά ατελείωτη, δεν γινόταν να διακοπεί, όμως ο ήλιος έκαιγε. Τα τζιτζίκια λυσσομανούσαν πάνω στη χαρουπιά που έστεκε με τα φύλλα ακίνητα. Παρόλη τη ζέστη, στο γεύμα ήπιε δύο ποτηράκια κρασί μαζί με τους άλλους. Γελούσε. Τσούγκριζαν τα ποτήρια με δύναμη και φώναζαν «καλά τελειώματα». Σαράντα λεπτά αργότερα, ζαλισμένος, σύρθηκε στην σκηνή του με το ανασκαφικό ημερολόγιο κάτω από τη μασχάλη. Ξάπλωσε στο αριστερό του πλευρό πάνω στο ράντζο και καθώς ετοιμαζόταν να ανοίξει το σημειωματάριο του, ήρθε εκείνη η νάρκη, στην οποία είχε πάψει τα αντιστέκεται εδώ και μερικές εβδομάδες. Το σκληρό τετράδιο κύλησε κάτω και τα επιστολόχαρτα σκορπίστηκαν στο χώμα.
Το βράδυ κατέβηκε μαζί με τον Έρικ, τον Άλφρεντ και τον Πάμπο στο χωριό για το πανηγύρι της Αγίας Ειρήνης. Είχαν στήσει μεγάλα τραπέζια γύρω-γύρω, στην αυλή της εκκλησίας. Σέρβιραν αρνί ψημένο στη σούβλα και κρασί από τα αμπέλια της Μόρφου. Στο κέντρο της αυλής δύο μουσικοί, ο ένας με βιολί και ο άλλος με λαούτο, έπαιζαν σκοπούς, άλλοτε αργόσυρτους και άλλοτε πιο γρήγορους. Νέοι άντρες και γυναίκες λικνίζονταν με χάρη, μαζί κι η αδελφή του Πάμπου με τα μαύρα της μαλλιά αλογοουρά να τινάζονται στους ώμους της. Ο αέρας ήταν δροσερός, μύριζε γιασεμί και θάλασσα. Καθώς έγειρε πίσω το κεφάλι να στραγγίξει το ποτήρι του, είδε τον ουρανό χαμηλωμένο, τα αστέρια να κρέμονται πάνω από το κεφάλι του. Όσο η τελευταία γουλιά κυλούσε στον φάρυγγά του, υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι δε θα το ανέβαλλε άλλο. Το πρώτο πράγμα που θα έκανε το επόμενο πρωί, θα ήταν να γράψει το γράμμα. Αύριο το δίχως άλλο.
Εργαστήρι τέχνης του λόγου (νουβέλα)
ΕΚΕΒΙ, Δεκέμβριος 2009
[Βραδιάζει]
Είχε πάρει να σκοτεινιάζει, όταν έστριψες δεξιά στην Αρσινόης και μπήκες στη Λαϊκή Γειτονιά από την λεωφόρο Λήδρας. Πολύχρωμες ταμπέλες και μουσική από στερεοφωνικό. Οι ταβέρνες είχαν ανάψει τα φώτα τους και οι σερβιτόροι στέκονταν με λευκά πουκάμισα στα κατώφλια. Ηλικιωμένοι τουρίστες με κοκκινισμένα πρόσωπα έπιναν μπύρες γελώντας δυνατά. Ο αέρας μύριζε καμένο λίπος. Τάχυνες το βήμα. Μόλις κατάφερες να βγεις από την τουριστική περιοχή, ερημιά. Οι πόρτες των σπιτιών κλειστές και τα παράθυρα σκοτεινά. Περπατούσες προς την πλατεία Τηλλυρίας, ο φορητός υπολογιστής ένα βαρίδι στον ώμο σου. Χτυπώντας το πλακόστρωτο, τα παπούτσια σου έβγαζαν έναν καθαρό, κοφτό ήχο. Με ρυθμό που βοηθούσε να μπουν σε τάξη νέα δεδομένα και σκέψεις. Ο μιναρές του Ομεριέ φάνηκε στον συννεφιασμένο ορίζοντα ακριβώς την στιγμή που ο μουεζίνης καλούσε τους πιστούς για την βραδινή προσευχή. Ζεσταμένος, ο πόνος του πόθου ξεδιπλώθηκε αργά και άρχισε να κόβει κομμάτια από τα σπλάχνα σου. Ακούμπησες με τον ώμο σε μία τσιμεντένια κολώνα. Βιαστικοί και χωρίς να σε κοιτάξουν, προσπέρασαν δύο μελαμψοί άντρες με φαρδιά παντελόνια και σαγιονάρες.
Είχαν περάσει περισσότερα από είκοσι λεπτά από τη στιγμή που άνοιξε το ανασκαφικό ημερολόγιο. Γερμένος στο αριστερό πλευρό, χάζευε τη λευκή σελίδα του τετραδίου. Ένιωθε τα ρούχα να κολλάνε και το στομάχι του ακόμα βαρύ από το μεσημεριανό φαγητό. Το χέρι που κράταγε την πένα, ακουμπισμένο αφηρημένα πάνω στο χαρτί, είχε αφήσει υγρό αποτύπωμα. Γύρισε σελίδα κι έπιασε να φτιάχνει ένα μικρό σχέδιο στο κάτω μέρος της. Η Άντρη, με τα μαλλιά πλεγμένα και ένα πλατύγυρο ψάθινο καπέλο, όπως ακριβώς ήταν σήμερα, όταν ήρθε στο σκάμμα να του φέρει φρεσκοψημένο ψωμί.
Φορούσε γαλάζιο πουκάμισο με ένα κόκκινο τριανταφυλλάκι κεντημένο πάνω από το αριστερό στήθος. Καθώς έσκυψε δίπλα του να αφήσει το καλάθι, του ήρθε μυρωδιά από πράσινο σαπούνι. Για μία ακόμα φορά ένιωσε, δυνατή, εκείνη την επιθυμία να ξεπλέξει τη μακριά κοτσίδα και να χώσει τα δάχτυλά του μέσα στα γυαλιστερά μαλλιά, να αγκαλιάσουν το στρογγυλό κρανίο της. Να την αναγκάσει να σηκώσει τα μάτια από το χώμα, να τα στρέψει σε αυτόν.
Όσο αναζητούσε ένα μαντήλι να σκουπίσει τον ιδρώτα από το μέτωπο, ένιωσε το πέος του να σκληραίνει μέσα στο λεπτό βαμβακερό παντελόνι. Να τον κοίταζε στα μάτια και αυτό που θα αντίκριζε να την κάνει να κοκκινίσει, αλλά να συνεχίσει να κοιτάει. Να ακουμπήσει τις παλάμες της στους ώμους του και να τον φιλήσει στο στόμα, πολλή ώρα. Άγρια. Νιώθοντας τις ρόγες της να αφήνουν μικρές στρογγυλές στάμπες στο στήθος του, έπιασε το όργανό του με το δεξί χέρι και αφέθηκε στην παλινδρομική κίνηση της λεκάνης της, κολλημένης πάνω στη δική του. Εκείνη, αθόρυβη, γαντζώθηκε πάνω του ανοίγοντας κι άλλο τα πόδια. Ο ρυθμός έγινε πιο γρήγορος. Δεν φορούσε τίποτα κάτω από τη φαρδιά φούστα. Ένιωσε το αιδοίο της τριχωτό, να τον ρουφάει σε μία ηλεκτρισμένη δίνη. Ακόμα πιο γρήγορα τώρα, με το πρόσωπο χωμένο στο λαιμό της και τα δάχτυλα βαθιά μπηγμένα στην σφριγηλή σάρκα, ακόμα πιο γρήγορα, με το ρυθμικό ήχο να τραντάζει συθέμελα το σιωπηλό δωμάτιο. Πράσινο σαπούνι, ιδρώτας και η μεταλλική γεύση του αίματος. Ακόμα πιο γρήγορα. Και δυνατά. Είχε τα μάτια κλειστά και δεν είδε το σπέρμα να τινάζεται ψηλά, για να προσγειωθεί στην λευκή κοιλιά του και δίπλα, στην άγραφη σελίδα, λίγο πάνω από το σκίτσο της. Μερικά λεπτά πριν χτυπήσει την πόρτα ο Άλφρεντ.
Πέρασε μπροστά μου με την πλάτη ολόισια και το κεφάλι γυρισμένο από την άλλη μεριά. Την άφησα να προχωρήσει μερικά βήματα και έτρεξα πίσω της. Στη σκιά και αθόρυβα, χωρίς να με καταλάβει. Με το δεξί μου χέρι άρπαξα την χοντρή πλεξούδα, νοτισμένη από τις στάλες της βροχής, και με το αριστερό χούφτωσα το στήθος της και την τράβηξα με δύναμη προς το μέρος μου. Η σκύλα άρχισε να φωνάζει. Όταν γύρισε και είδε ποιος ήμουν, με έφτυσε κατά πρόσωπο. Η φτυσιά με βρήκε στο μάγουλο, κοντά στο στόμα. Τα μάτια της πέταγαν φωτιές. Έβγαλα τη γλώσσα και έγλυψα τα σάλια. Ούρλιαζε. Δεν καταλάβαινα τι έλεγε. Την έπιασα από τους αγκώνες και την έσυρα στην αποθήκη. Κόλλησα πάνω της. Τιναζόταν ολόκληρη, αγωνιζόταν να ξεφύγει, με χτυπούσε με τις μικρές της γροθιές. Έβαλα το στόμα μου πάνω στο δικό της, τη δάγκωσα. Προσπάθησε να με κλωτσήσει. Είχε ιδρώσει, οι παλάμες μου γλιστρούσαν. Τελικά, την ακινητοποίησα ανάμεσα στον τοίχο και το κορμί μου. Τράβηξα το πουκάμισό της, ένα κομμάτι έμεινε στο χέρι μου. Το στήθος της πετάχτηκε ελεύθερο. Ένιωσα το καυλί μου να σκληραίνει κάτω από το μανδύα. Το ένιωσε κι αυτή· άρχισε να χτυπιέται φρενιασμένα. Μπήκα μέσα της την στιγμή που τα νύχια της χάραζαν αυλάκια στον αριστερό μου ώμο . Άκουγα το αίμα να χτυπάει στα μηνίγγια μου. Έσφιξα τα χέρια μου γύρω από τη μέση της και οι κραυγές μας έσμιξαν. Τέλειωσα δυνατά κι αυτή ακίνητη βουβάθηκε. Έσκυψα να μυρίσω τον σταρένιο της λαιμό, με κλώτσησε δυνατά ανάμεσα στα πόδια, έφτιαξε όπως-όπως τα ρούχα της κι έφυγε δίχως να ρίξει καμία ματιά πίσω της.
Εργαστήρι τέχνης του λόγου (νουβέλα)
ΕΚΕΒΙ, Δεκέμβριος 2009
[Το βουνό των ονείρων μας]
Όπως κάθε πρωί, η δουλειά ξεκίνησε στις εφτά. Το χώμα ήταν υγρό και κολλούσε στα φτυάρια. Έπρεπε να κοσκινίζουν τα χώματα που έβγαζαν. Η διαδικασία αυτή επιβράδυνε αισθητά το ρυθμό τους. Ήταν ήδη δύο εβδομάδες πίσω από το αρχικό πρόγραμμα.
Γύρω στις δώδεκα το μεσημέρι ο Άλφρεντ σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του με ένα βαμβακερό μαντήλι και πέταξε με δύναμη το κασμαδάκι που κρατούσε. Το εργαλείο προσγειώθηκε πάνω στον πλίνθινο τοίχο παρασύροντας δύο μισοτριμμένα τούβλα. Οι εργάτες κοκάλωσαν. Με δύο δρασκελιές βρέθηκε πάνω από την τομή του Άλφρεντ. Ο Πάμπος του χαμογέλασε συγκρατημένα. Ο αέρας ανάμεσα τους ήταν ζεστός και υγρός. «Έλα να πιούμε ένα τσάι» είπε. Ο άλλος βγήκε από το σκάμμα με το κεφάλι κατεβασμένο και τον ακολούθησε μέχρι την τέντα που είχαν στήσει δίπλα στη χαρουπιά.
Σταμάτησαν για το μεσημεριανό γεύμα στις δύο. Ο μάγειρας είχε ετοιμάσει μουτζέντρα, φακές μαγειρεμένες με κρεμμύδια και ρύζι, που έμοιαζε πολύ με ένα βαρύ αραβικό πιάτο που το λέγανε «mujaddara». Μετά το φαγητό ζήτησε να του φτιάξουν ένα κυπριακό καφέ και απομονώθηκε στη σκηνή του με το ημερολόγιο της ανασκαφής. Οι υπόλοιποι αποσύρθηκαν και αυτοί. Στην Κύπρο κανείς δεν εργαζόταν ανάμεσα δύο και πέντε. Κανόνας απαράβατος. «’Ετσι κάνουν και στη Συρία» είχε πει ο Έρικ.
Δύο ώρες αργότερα, με μία μετροταινία στο χέρι και το ημερολόγιο κάτω από τη μασχάλη, βγήκε από τη σκηνή. Κατηφόρισε προς τον χώρο της ανασκαφής με αργό βήμα. Άρχισε να μετράει τους ερειπωμένους τοίχους, σωζόμενο ύψος, μήκος και πλάτος. Με ένα μολύβι σημείωνε τα νούμερα σε ένα πρόχειρο σκαρίφημα. Το ψιλό ασπροκίτρινο χώμα, στεγνό πια, χωνόταν ανάμεσα στις σελίδες του τετραδίου. Είχε σηκώσει αέρα, αλλά ο ήλιος έκαιγε. Δεν ακουγόταν σχεδόν τίποτα. Μόνο το θρόισμα των φύλλων της μεγάλης χαρουπιάς και το απόμακρο μουγκρητό των κυμάτων, που έσκαγαν στην ακτή, στους πρόποδες του Βουνιού.
Στις πέντε ακριβώς εμφανίστηκαν οι εργάτες ακολουθούμενοι από τον Έρικ και τον Άλφρεντ, που ζήτησε την άδεια να ανοίξει μία νέα τομή στα νοτιοανατολικά. Άργησε να του απαντήσει. Ο Έρικ του έγνεψε διαβεβαιώνοντας τον ότι θα ολοκλήρωνε εκείνος την ανασκαφή της τομής που παράταγε στη μέση ο Άλφρεντ.
Πενήντα λεπτά αργότερα το μάτι του πήρε τον νεαρό συνάδελφό του να καπνίζει καθισμένος στο χώμα, στη σκιά της χαρουπιάς, με κλειστά μάτια. Οι εργάτες του είχαν στήσει ψιλοκουβέντα και δεν έβλεπαν τα νοήματα που τους έκανε να ξαναπιάσουν το σκάψιμο. Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί του, από την κορυφή του κεφαλιού μέχρι τα πέλματα.
Συνέχισαν την δουλειά όσο είχε φως. Ο Άλφρεντ με διαλείμματα για κάπνισμα κάθε μισή ώρα. Δυναμωμένος, ο άνεμος μύριζε αρμύρα. Κι άλλα ρίγη.
Κατά τη διάρκεια του δείπνου που σερβιρίστηκε στις οκτώ και μισή, αναγκάστηκε να παίξει ρόλο διαιτητή μεταξύ των δύο συμπατριωτών του. Παρόλο που δεν ήταν ιδιαίτερα ομιλητικός. Ο Άλφρεντ μίλαγε δυνατά. Έλεγε πως ήθελε να επιστρέψουν για συμπληρωματικές ανασκαφές στους Σόλους, όπου «τα ευρήματα θα αντάμοιβαν πλουσιοπάροχα τους κόπους και τον ίδρωτα που χύνουμε σε αυτήν την καταραμένη έρημο». Ήθελε να κατέβουν από το Βουνί. Άμεσα. «Μέχρι πότε θα κοροϊδευόμαστε;». Ο Έρικ, όμως, επιθυμούσε να συνεχίσει και κατηγορούσε τον μικρό για έλλειψη επαγγελματικής συνείδησης και, ακόμα πιο σημαντικό, υπομονής, που είναι μία από τις πιο αναγκαίες αρετές για έναν αρχαιολόγο. Και έναν άνδρα. Προσπάθησε να αποφύγει τον τσακωμό υπενθυμίζοντας τους ότι την απόφαση θα την έπαιρνε ο ίδιος. Όμως, δεν είχε καταλήξει κάπου. Ακόμα. Τα μάτια του, ελαφρώς κόκκινα, είχαν μία πυρετική λάμψη. Ήπιε ένα ποτηράκι ζιβανία και θύμισε στον Άλφρεντ ότι θα έπρεπε να ταξιδέψει στη Λευκωσία την μεθεπόμενη ημέρα, για να φέρει την αλληλογραφία τους. Ο Άλφρεντ μουρμούρισε «κάτι είναι κι αυτό».
Στις έντεκα παρά τέταρτο βρισκόταν ξαπλωμένος στο στενό ράντζο. Τυλιγμένος σε μία ολόμαλλη κουβέρτα, που τον έγδερνε όπου ακουμπούσε το δέρμα του γυμνό. Μακριά από τους συνεργάτες του, έμοιαζε να έχει εγκαταλείψει την προσπάθεια να συγκαλύψει τα δυνατά ρίγη που τον διαπερνούσαν. Τα μακριά άκρα του τινάζονταν ανεξέλεγκτα. Το πρόσωπό του καιγόταν. Με τις αισθήσεις τεταμένες, όσο οι εξωτερικοί θόρυβοι και τα φώτα στις διπλανές σκηνές έσβηναν. Έμεινε να αφουγκράζεται τον ήχο του αέρα ανάμεσα στα φύλλα της χαρουπιάς. Τα μάτια, καρφωμένα στην οροφή, είχαν θολώσει. Μετά από πολλή ώρα, έκλεισε αργά τα βλέφαρα.
Τον ξύπνησε ο ήχος που έκαναν οι βαριές σταγόνες της βροχής πέφτοντας πάνω στο καναβάτσο. Από τα μικρά σκισίματα και τα ανοίγματα στις ραφές του αντίσκηνου έμπαινε ένα αχνό φως. Ξημέρωνε. Πρέπει να ήταν γύρω στις πέντε. Ο πυρετός είχε υποχωρήσει. Το μέτωπο του ήταν δροσερό και το κορμί του γαληνεμένο. Ο αέρας είχε πέσει και η χαρουπιά στεκόταν βουβή. Κανένας χρησμός, καμιά προφητεία, τίποτα. Σιωπή. Γύρισε στο αριστερό πλευρό και προσπάθησε να βολευτεί καλύτερα. Αποφάσισε ότι σήμερα, αν ο καιρός δεν χειροτέρευε, θα έβαζε τον Άλφρεντ να συνεχίσει την επέκταση της ανασκαφής προς τα νοτιοανατολικά. Θα πήγαινε και αυτός μαζί.
«Υπάρχει ένα όρος στην Κύπρο, το όνομά του είναι Βουνί, το βουνό των βουνών, το οποίο συχνά ατενίζαμε με λαχτάρα κατά τη διάρκεια των ανασκαφών στους Σόλους. Σαν σκέψη περήφανη και όμορφη, το βουνό υψώνεται κατευθείαν από τα βάθη της θάλασσας, αδάμαστο και απόμακρο, ένας μοναχικός βράχος δίπλα στην άγρια θάλασσα.
Είχαμε ανέβει στο βουνό θαυμάζοντας το μεγαλείο του, είχαμε δει το αρχαϊκό άγαλμα, που μας είχε αναφέρει ο Πρόδρομος, απρόσεχτα τοποθετημένο σε ένα τοίχο από ξερολιθιά και πιστεύαμε ότι στην κορυφή αυτού του βουνού υπήρχαν τα ερείπια ενός αρχαϊκού οχυρού. Έτσι, αποφασίσαμε να πραγματοποιήσουμε μία ανασκαφή εκεί και αρχίσαμε τις ετοιμασίες για το ταξίδι.
Το ελληνικό Πάσχα είχε περάσει και ξεκινήσαμε, ανηφόρα την ανηφόρα. Υπήρχαν ακόμα σημεία με ανοιξιάτικα ζωηρόχρωμα λουλούδια στις σχισμές των βράχων στο Βουνί. Οι ψιθυριστοί ήχοι από τους πευκώνες της Πάφου και το μουρμουρητό των κυμάτων αντάμωναν στις βραχώδεις σπηλιές του Βουνιού, δημιουργώντας μία φωτεινή νότα ελπίδας.
Στο χώρο της ανασκαφής υψωνόταν επιδεικνύοντας περήφανα το πλούσιο στέμμα της μία χαρουπιά. Στεκόταν φρουρός των μυστικών της «επικράτειάς» της, με της φυλλωσιά της να παίζει στην αέρα, σαν μαντικό δέντρο. «Η χαρουπιά θα μας φέρει τύχη» είπαν οι εργάτες. Όμως, η τύχη αργούσε να έρθει. Σκάψαμε μία εβδομάδα, σκάψαμε δύο εβδομάδες, αποτέλεσμα μηδέν. Οι τομές αποκάλυπταν διάφορα τμήματα τοίχων χωρίς προφανή σύνδεση μεταξύ τους, ούτε ενδιαφέρον.
Δε συνέβαινε τίποτα. Ο άνεμος έπαιζε με τα φύλλα της χαρουπιάς και η θάλασσα μούγκριζε στα πόδια του βουνού.
Πήγα να ξαπλώσω στη σκηνή μας. Η ελονοσία είναι μια αρρώστια που δεν ικανοποιείται τιμωρώντας το σώμα σου· προχωρά πιο βαθιά και καταπιέζει το μυαλό σου. Εκείνο το βράδυ μου επιτέθηκε και οι σκέψεις μου σκορπίστηκαν. Μήπως μας κορόιδευε το βουνό; Μήπως το όνειρο μας, ήταν απλά ένα όνειρο; Μήπως το ψιθύρισμα της χαρουπιάς ήταν μία απάτη;
Όχι, το βουνό δε μας κορόιδευε. Μια μέρα, ήρθε η ώρα που το όνειρό μας έγινε πραγματικότητα, η μεγάλη ώρα που προφήτευσε η ψιθυρίζουσα χαρουπιά.»
(Einar Gjerstad, Ages and days in Cyprus, Göteborg 1980, σελ. 86-87)
Εργαστήρι τέχνης του λόγου (νουβέλα)
ΕΚΕΒΙ, Δεκέμβριος 2009
Γύρω στις δώδεκα το μεσημέρι ο Άλφρεντ σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του με ένα βαμβακερό μαντήλι και πέταξε με δύναμη το κασμαδάκι που κρατούσε. Το εργαλείο προσγειώθηκε πάνω στον πλίνθινο τοίχο παρασύροντας δύο μισοτριμμένα τούβλα. Οι εργάτες κοκάλωσαν. Με δύο δρασκελιές βρέθηκε πάνω από την τομή του Άλφρεντ. Ο Πάμπος του χαμογέλασε συγκρατημένα. Ο αέρας ανάμεσα τους ήταν ζεστός και υγρός. «Έλα να πιούμε ένα τσάι» είπε. Ο άλλος βγήκε από το σκάμμα με το κεφάλι κατεβασμένο και τον ακολούθησε μέχρι την τέντα που είχαν στήσει δίπλα στη χαρουπιά.
Σταμάτησαν για το μεσημεριανό γεύμα στις δύο. Ο μάγειρας είχε ετοιμάσει μουτζέντρα, φακές μαγειρεμένες με κρεμμύδια και ρύζι, που έμοιαζε πολύ με ένα βαρύ αραβικό πιάτο που το λέγανε «mujaddara». Μετά το φαγητό ζήτησε να του φτιάξουν ένα κυπριακό καφέ και απομονώθηκε στη σκηνή του με το ημερολόγιο της ανασκαφής. Οι υπόλοιποι αποσύρθηκαν και αυτοί. Στην Κύπρο κανείς δεν εργαζόταν ανάμεσα δύο και πέντε. Κανόνας απαράβατος. «’Ετσι κάνουν και στη Συρία» είχε πει ο Έρικ.
Δύο ώρες αργότερα, με μία μετροταινία στο χέρι και το ημερολόγιο κάτω από τη μασχάλη, βγήκε από τη σκηνή. Κατηφόρισε προς τον χώρο της ανασκαφής με αργό βήμα. Άρχισε να μετράει τους ερειπωμένους τοίχους, σωζόμενο ύψος, μήκος και πλάτος. Με ένα μολύβι σημείωνε τα νούμερα σε ένα πρόχειρο σκαρίφημα. Το ψιλό ασπροκίτρινο χώμα, στεγνό πια, χωνόταν ανάμεσα στις σελίδες του τετραδίου. Είχε σηκώσει αέρα, αλλά ο ήλιος έκαιγε. Δεν ακουγόταν σχεδόν τίποτα. Μόνο το θρόισμα των φύλλων της μεγάλης χαρουπιάς και το απόμακρο μουγκρητό των κυμάτων, που έσκαγαν στην ακτή, στους πρόποδες του Βουνιού.
Στις πέντε ακριβώς εμφανίστηκαν οι εργάτες ακολουθούμενοι από τον Έρικ και τον Άλφρεντ, που ζήτησε την άδεια να ανοίξει μία νέα τομή στα νοτιοανατολικά. Άργησε να του απαντήσει. Ο Έρικ του έγνεψε διαβεβαιώνοντας τον ότι θα ολοκλήρωνε εκείνος την ανασκαφή της τομής που παράταγε στη μέση ο Άλφρεντ.
Πενήντα λεπτά αργότερα το μάτι του πήρε τον νεαρό συνάδελφό του να καπνίζει καθισμένος στο χώμα, στη σκιά της χαρουπιάς, με κλειστά μάτια. Οι εργάτες του είχαν στήσει ψιλοκουβέντα και δεν έβλεπαν τα νοήματα που τους έκανε να ξαναπιάσουν το σκάψιμο. Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί του, από την κορυφή του κεφαλιού μέχρι τα πέλματα.
Συνέχισαν την δουλειά όσο είχε φως. Ο Άλφρεντ με διαλείμματα για κάπνισμα κάθε μισή ώρα. Δυναμωμένος, ο άνεμος μύριζε αρμύρα. Κι άλλα ρίγη.
Κατά τη διάρκεια του δείπνου που σερβιρίστηκε στις οκτώ και μισή, αναγκάστηκε να παίξει ρόλο διαιτητή μεταξύ των δύο συμπατριωτών του. Παρόλο που δεν ήταν ιδιαίτερα ομιλητικός. Ο Άλφρεντ μίλαγε δυνατά. Έλεγε πως ήθελε να επιστρέψουν για συμπληρωματικές ανασκαφές στους Σόλους, όπου «τα ευρήματα θα αντάμοιβαν πλουσιοπάροχα τους κόπους και τον ίδρωτα που χύνουμε σε αυτήν την καταραμένη έρημο». Ήθελε να κατέβουν από το Βουνί. Άμεσα. «Μέχρι πότε θα κοροϊδευόμαστε;». Ο Έρικ, όμως, επιθυμούσε να συνεχίσει και κατηγορούσε τον μικρό για έλλειψη επαγγελματικής συνείδησης και, ακόμα πιο σημαντικό, υπομονής, που είναι μία από τις πιο αναγκαίες αρετές για έναν αρχαιολόγο. Και έναν άνδρα. Προσπάθησε να αποφύγει τον τσακωμό υπενθυμίζοντας τους ότι την απόφαση θα την έπαιρνε ο ίδιος. Όμως, δεν είχε καταλήξει κάπου. Ακόμα. Τα μάτια του, ελαφρώς κόκκινα, είχαν μία πυρετική λάμψη. Ήπιε ένα ποτηράκι ζιβανία και θύμισε στον Άλφρεντ ότι θα έπρεπε να ταξιδέψει στη Λευκωσία την μεθεπόμενη ημέρα, για να φέρει την αλληλογραφία τους. Ο Άλφρεντ μουρμούρισε «κάτι είναι κι αυτό».
Στις έντεκα παρά τέταρτο βρισκόταν ξαπλωμένος στο στενό ράντζο. Τυλιγμένος σε μία ολόμαλλη κουβέρτα, που τον έγδερνε όπου ακουμπούσε το δέρμα του γυμνό. Μακριά από τους συνεργάτες του, έμοιαζε να έχει εγκαταλείψει την προσπάθεια να συγκαλύψει τα δυνατά ρίγη που τον διαπερνούσαν. Τα μακριά άκρα του τινάζονταν ανεξέλεγκτα. Το πρόσωπό του καιγόταν. Με τις αισθήσεις τεταμένες, όσο οι εξωτερικοί θόρυβοι και τα φώτα στις διπλανές σκηνές έσβηναν. Έμεινε να αφουγκράζεται τον ήχο του αέρα ανάμεσα στα φύλλα της χαρουπιάς. Τα μάτια, καρφωμένα στην οροφή, είχαν θολώσει. Μετά από πολλή ώρα, έκλεισε αργά τα βλέφαρα.
Τον ξύπνησε ο ήχος που έκαναν οι βαριές σταγόνες της βροχής πέφτοντας πάνω στο καναβάτσο. Από τα μικρά σκισίματα και τα ανοίγματα στις ραφές του αντίσκηνου έμπαινε ένα αχνό φως. Ξημέρωνε. Πρέπει να ήταν γύρω στις πέντε. Ο πυρετός είχε υποχωρήσει. Το μέτωπο του ήταν δροσερό και το κορμί του γαληνεμένο. Ο αέρας είχε πέσει και η χαρουπιά στεκόταν βουβή. Κανένας χρησμός, καμιά προφητεία, τίποτα. Σιωπή. Γύρισε στο αριστερό πλευρό και προσπάθησε να βολευτεί καλύτερα. Αποφάσισε ότι σήμερα, αν ο καιρός δεν χειροτέρευε, θα έβαζε τον Άλφρεντ να συνεχίσει την επέκταση της ανασκαφής προς τα νοτιοανατολικά. Θα πήγαινε και αυτός μαζί.
«Υπάρχει ένα όρος στην Κύπρο, το όνομά του είναι Βουνί, το βουνό των βουνών, το οποίο συχνά ατενίζαμε με λαχτάρα κατά τη διάρκεια των ανασκαφών στους Σόλους. Σαν σκέψη περήφανη και όμορφη, το βουνό υψώνεται κατευθείαν από τα βάθη της θάλασσας, αδάμαστο και απόμακρο, ένας μοναχικός βράχος δίπλα στην άγρια θάλασσα.
Είχαμε ανέβει στο βουνό θαυμάζοντας το μεγαλείο του, είχαμε δει το αρχαϊκό άγαλμα, που μας είχε αναφέρει ο Πρόδρομος, απρόσεχτα τοποθετημένο σε ένα τοίχο από ξερολιθιά και πιστεύαμε ότι στην κορυφή αυτού του βουνού υπήρχαν τα ερείπια ενός αρχαϊκού οχυρού. Έτσι, αποφασίσαμε να πραγματοποιήσουμε μία ανασκαφή εκεί και αρχίσαμε τις ετοιμασίες για το ταξίδι.
Το ελληνικό Πάσχα είχε περάσει και ξεκινήσαμε, ανηφόρα την ανηφόρα. Υπήρχαν ακόμα σημεία με ανοιξιάτικα ζωηρόχρωμα λουλούδια στις σχισμές των βράχων στο Βουνί. Οι ψιθυριστοί ήχοι από τους πευκώνες της Πάφου και το μουρμουρητό των κυμάτων αντάμωναν στις βραχώδεις σπηλιές του Βουνιού, δημιουργώντας μία φωτεινή νότα ελπίδας.
Στο χώρο της ανασκαφής υψωνόταν επιδεικνύοντας περήφανα το πλούσιο στέμμα της μία χαρουπιά. Στεκόταν φρουρός των μυστικών της «επικράτειάς» της, με της φυλλωσιά της να παίζει στην αέρα, σαν μαντικό δέντρο. «Η χαρουπιά θα μας φέρει τύχη» είπαν οι εργάτες. Όμως, η τύχη αργούσε να έρθει. Σκάψαμε μία εβδομάδα, σκάψαμε δύο εβδομάδες, αποτέλεσμα μηδέν. Οι τομές αποκάλυπταν διάφορα τμήματα τοίχων χωρίς προφανή σύνδεση μεταξύ τους, ούτε ενδιαφέρον.
Δε συνέβαινε τίποτα. Ο άνεμος έπαιζε με τα φύλλα της χαρουπιάς και η θάλασσα μούγκριζε στα πόδια του βουνού.
Πήγα να ξαπλώσω στη σκηνή μας. Η ελονοσία είναι μια αρρώστια που δεν ικανοποιείται τιμωρώντας το σώμα σου· προχωρά πιο βαθιά και καταπιέζει το μυαλό σου. Εκείνο το βράδυ μου επιτέθηκε και οι σκέψεις μου σκορπίστηκαν. Μήπως μας κορόιδευε το βουνό; Μήπως το όνειρο μας, ήταν απλά ένα όνειρο; Μήπως το ψιθύρισμα της χαρουπιάς ήταν μία απάτη;
Όχι, το βουνό δε μας κορόιδευε. Μια μέρα, ήρθε η ώρα που το όνειρό μας έγινε πραγματικότητα, η μεγάλη ώρα που προφήτευσε η ψιθυρίζουσα χαρουπιά.»
(Einar Gjerstad, Ages and days in Cyprus, Göteborg 1980, σελ. 86-87)
Εργαστήρι τέχνης του λόγου (νουβέλα)
ΕΚΕΒΙ, Δεκέμβριος 2009
Monday, 14 December 2009
Thursday, 3 December 2009
[Medelhavsmuseet, Στοκχόλμη]
Βιαστικό δεκάλεπτο περπάτημα μέσα στο κρύο. Ανεβαίνεις τα σκαλιά. Ψιχαλίζει. Βγάζεις τα γάντια σου και γλιστράς το δεξί χέρι στην τσέπη. Στο βάθος της βρίσκεις το κινητό τηλέφωνο. Δεν υπάρχει κανένα μήνυμα. Πατάς το πλήκτρο της αθόρυβης λειτουργίας. Ισιώνεις το παλτό σου και ακουμπάς τα δάχτυλά στο παγωμένο μεταλλικό πόμολο. Σπρώχνοντας με όλο σου το βάρος ανοίγεις την τεράστια πόρτα. Η ζεστή και υγρή ατμόσφαιρα της αίθουσας σε αρπάζει από το λαιμό. Ο υπάλληλος της υποδοχής με τα ανοιχτογάλανα, σχεδόν διάφανα μάτια σε στέλνει στον δεύτερο όροφο.
Ανεβαίνεις με τα πόδια. Θες να ρίξεις μία ακόμα ματιά στην έκθεση του πρώτου ορόφου. Η αίθουσα είναι άδεια, εκτός από έναν φύλακα που στέκεται στην αριστερή παραστάδα της εισόδου. Ο χώρος είναι φωτισμένος με κρυφούς προβολείς, σκιερός κατά τόπους. Περπατάς αργά ανάμεσα στις γυάλινες προθήκες. Αφήνεις τα μάτια σου να αγκαλιάσουν τα αντικείμενα, χωρίς να δίνεις ιδιαίτερη προσοχή σε κανένα από αυτά. Οι μόνοι θόρυβοι που ακούγονται είναι τα βήματα σου και ο ήχος από τα βλέφαρα του φύλακα που ανοιγοκλείνουν. Ο διάδρομος σε οδηγεί σε μία μεγάλη βιτρίνα, πίσω από την οποία στέκονται αμέτρητα πήλινα αγάλματα· μικρά και μεγάλα· πολεμιστές με κράνη, ιππείς σε χοντροπόδαρα άλογα, ιερείς με μακριούς χιτώνες και περίπλοκα περιδέραια, βοσκοί με μοσχαράκια περασμένα στους ώμους, προσκυνητές με φρούτα και λουλούδια στα χέρια. Το ηλεκτρικό φως τινάζεται σαν φίδι πάνω στις πορτοκαλοκόκκινες κοκκώδεις επιφάνειες. Σε μαγνητίζει. Το κεφάλι σου αδειάζει.
Στο πλάι της προθήκης υπάρχει ένα μακροσκελές κείμενο. Ασπρόμαυρες φωτογραφίες σε μεγάλο μέγεθος, τα στάδια της αποκάλυψης του μοναδικού συνόλου. Ο αρχηγός της αποστολής, γονατισμένος στο έδαφος, καθαρίζει με ένα σκουπάκι το χώμα από ένα μικρό κένταυρο. Είναι ξανθωπός, λίγο πιο ανοιχτόχρωμος από σένα. Φοράει φαρδιά βερμούδα, λευκό πουκάμισο, κάλτσες μέχρι το γόνατο, χαμηλά μποτάκια και κάσκα, σαν κι αυτήν που φόραγαν οι εξερευνητές στην Αφρική. Μοιάζει σαραντάρης, μπορεί και νεότερος. Προσηλωμένος στη δουλειά του, φαίνεται πως δεν πήρε είδηση αυτόν που τράβηξε τη φωτογραφία. Δεν τον αγγίζει η ζέστη, ούτε η κούραση. Τα ρούχα του ατσαλάκωτα. Το πρόσωπο προφίλ, η γραμμή της μύτης ολόισια και στο στόμα ένα μικρό χαμόγελο.
Φέρνεις στο μυαλό σου το πορτραίτο του ηλικιωμένου με τα μικρά, ευγενικά μάτια στο εσώφυλλο των απομνημονευμάτων του κι αφήνεις τις δεκαετίες να περάσουν από πάνω σου σαν παλιρροϊκό κύμα. «Η Κύπρος είναι το άλφα και το ωμέγα» κι εσύ διάβασες το βιβλίο τρεις φορές, για να βρεις πόσο μακριά από την πατρίδα βρισκόταν αυτά τα τέσσερα χρόνια. Και είναι αλήθεια πως τα ημερολόγια του, αυτά που σε περιμένουν δερματόδετα στον επάνω όροφο, τα ψάχνεις όχι μόνο για να βρεις πράγματα που δεν δημοσίευσε για τον αποικισμό των Μυκηναίων. Τελικά, το ξέρεις, έτσι είναι.
Ξεθωριασμένο μπλε μελάνι σε λευκό χαρτί που τρίζει από τα χρόνια. Μυρωδιά καφέ από την κούπα του βιβλιοθηκάριου. Κοιτάζεις τα μικρά στρογγυλά γράμματα, τοποθετημένα σε ολόισιες αράδες, σελίδα τη σελίδα. Διαβάζεις. Κρατάς σημειώσεις. Τα δικά σου γράμματα είναι μεγάλα και ακατάστατα. Διαβάζεις ξανά. Αναζητάς λέξεις διορθωμένες, προτάσεις που γράφτηκαν με όχι τόσο σταθερό χέρι, κουβέντες ακυρωμένες, παραγράφους διαγραμμένες, σελίδες κομμένες, αισθήματα ματαιωμένα, σκέψεις αποκηρυγμένες. Καθώς η προσπάθειά σου γίνεται πιο εντατική, πέφτει σα βάρος στους ώμους σου μία απρόσμενη απελπισία. Και ένας εκνευρισμός για την μεθοδικότητά του. Και μία περιφρόνηση για την αυτοσυγκράτησή του. Όμως, στο κάτω μέρος μίας άγραφτης σελίδας βρίσκεις το σκίτσο μίας γυναίκας με μεγάλα μάτια και σκούρα, μακριά μαλλιά. Το φωτογραφίζεις με την μικρή, ψηφιακή σου κάμερα. Κρυφά, χωρίς να σε δει ο βιβλιοθηκάριος.
Βγαίνοντας από την αίθουσα ξανακοιτάζεις το τηλέφωνο. Τίποτα ακόμα. Πατάς το πλήκτρο της απενεργοποίησης. Η κίνηση σε εξουθενώνει. Νιώθεις κατάκοπη. Ψάχνεις να βρεις το ασανσέρ, τα γόνατά σου δε σε σηκώνουν. Χαιρετάς με ένα νεύμα τον υπάλληλο στην υποδοχή. Δεν εμπιστεύεσαι τον ήχο της φωνής σου. Όταν, πριν δέκα λεπτά, είπες στον βιβλιοθηκάριο ότι θα χρειαστείς τους τόμους του ημερολογίου και την επόμενη ημέρα, σου φάνηκε τσιριχτή, αντιπαθητική.
Κοντοστέκεσαι στην είσοδο. Τώρα βρέχει δυνατά. Ξέχασες την ομπρέλα στο ξενοδοχείο. Φοράς βιαστικά τα γάντια σου. Ξεχύνεσαι στο πεζοδρόμιο. Μετά από τέσσερα τετράγωνα χώνεσαι στην εσοχή που δημιουργεί το περιθύρωμα ενός παμπάλαιου κτιρίου. Προφυλαγμένη, βγάζεις το δεξί γάντι και ανοίγεις την τσάντα σου. Βλέπεις ότι το σημειωματάριο είναι εκεί. Ανακουφίζεσαι. Έπειτα βγάζεις το τηλέφωνο και πατάς το πλήκτρο της ενεργοποίησης. Κάποιες αδέσποτες παγωμένες σταγόνες βρίσκουν τα ξαναμμένα μάγουλά σου. Σχηματίζεις τον αριθμό. Παίρνεις βαθιά ανάσα. Η φωνή του ακούγεται βραχνή. Ζητάς συγνώμη που τον ξύπνησες. Ρωτάει τα νέα σου, πως είναι η Στοκχόλμη και αν προχωράς με την έρευνα. Όταν είναι κουρασμένος, η προφορά του γίνεται ακόμα πιο έντονη. Εσύ μιλάς αργά και σιγανά. Του λες πως θες να κουβεντιάσετε. Σοβαρά. Την πρότασή του. Αργεί να απαντήσει. Ιδέα σου είναι. Μάλλον. Μόλις επιστρέψεις στην Αγγλία θα τα πείτε. Τι σε έπιασε τώρα;
Κλείνεις και ξαναφοράς το δεξί γάντι. Σου παίρνει ένα τέταρτο να φτάσεις στο ξενοδοχείο. Έχει ήδη σκοτεινιάσει. Βιάζεσαι. Πρέπει να ετοιμαστείς για το γεύμα με τον καθηγητή Όστρομ και την ομάδα του. Δεν ξέρεις τι να φορέσεις και πρέπει να καθαρίσεις και τα παπούτσια σου από την λάσπη. Ένα τέταρτο της ώρας αργότερα, καθισμένη στον πυθμένα της μπανιέρας, μαζεύεις δύναμη για να λυγίσεις τα γόνατα και στηρίζεις τα χέρια σου στο χείλος του πορσελάνινου αγγείου, να σηκώσεις το κορμί σου πάνω από το χλιαρό νερό. Η ψυχρή υφή σε ανατριχιάζει. Θυμάσαι. Θυμάσαι. Εκείνα τα τσακισμένα ξίφη που είδες προχτές στην αποθήκη του μουσείου. Που βρήκαν οι Σουηδοί θαμμένα σε τάφους της Λαπήθου. Βαριές λάμες με πλάτος τέσσερα δάχτυλα, με διπλό αυλάκι για να κυλάει το αίμα από την κορυφή μέχρι την μύτη, διπλωμένες στη μέση. Θανατωμένες. Τελειωμένες. Μια σκέψη ξεπηδάει. Τα παιδιά του Αγαπήνορα δεν είδαν ποτέ τα μεστά στάχια να παίζουν με τον αέρα στην αργολική πεδιάδα.
Εργαστήρι τέχνης του λόγου (νουβέλα)
ΕΚΕΒΙ, Δεκέμβριος 2009
Monday, 30 November 2009
Here comes the rain again, Eurythmics (1984)
Here comes the rain again,
falling on my head like a memory,
falling on my head like a new emotion
I want to walk in the open wind,
I want to talk like lovers do,
want to dive into your ocean,
is it raining with you
Talk to me like lovers do
Walk with me like lovers do
Talk to me like lovers do
Here comes the rain again,
raining in my head like a tragedy,
tearing me apart like a new emotion
I want to breathe in the open wind,
I want to kiss like lovers do,
want to dive into your ocean,
is it raining with you
Here comes the rain again από τους Eurythmics
falling on my head like a memory,
falling on my head like a new emotion
I want to walk in the open wind,
I want to talk like lovers do,
want to dive into your ocean,
is it raining with you
Talk to me like lovers do
Walk with me like lovers do
Talk to me like lovers do
Here comes the rain again,
raining in my head like a tragedy,
tearing me apart like a new emotion
I want to breathe in the open wind,
I want to kiss like lovers do,
want to dive into your ocean,
is it raining with you
Here comes the rain again από τους Eurythmics
[Ίλκε]
Πέμπτη, 5 Μαΐου 1922
Εδώ και τρεις μέρες βροχή συνέχεια. Μουντός ουρανός και κρύο. Πότε θα ανοίξει λίγο ο καιρός επιτέλους; Τα εμπριμέ βαμβακερά φουστάνια περιμένουν στη ντουλάπα.
Χθες βράδυ, στο δείπνο έβαλα το σκούρο πράσινο φόρεμα με το δαντελένιο γιακαδάκι. Όποτε φορέσω αυτό το ρούχο κάτι συμβαίνει. Κάτι άσχημο: πέρσι το φθινόπωρο, έκοψα το χέρι μου με το μαχαίρι του ψωμιού. Ήμουνα αφηρημένη και η πληγή έγινε πολύ βαθιά. Τρία ράμματα χρειάστηκε. Δεν ήταν εδώ, έλειπε στην Ελλάδα για «ερευνητικό ταξίδι». Στο νοσοκομείο περίμενα πάνω από τρεις ώρες, μέχρι να βρεθεί κάποιος να μου ράψει το δάχτυλο. Ολομόναχη. Τον Φεβρουάριο που μας πέρασε, έσπασα εκείνο το ακριβό βάζο που μου χάρισε η μητέρα μου, όταν παντρεύτηκα. Ήταν αντίκα από το πατρικό της. Αυτός υποσχέθηκε πως θα το κολλήσει και σχεδόν δε θα φαίνεται. Τα κομμάτια ακόμα είναι στο χαρτοκιβώτιο κάτω από το κρεβάτι. Πριν ένα μήνα, ήρθε η Ανίκα. Έκλαιγε, έλεγε πως ήθελε να πεθάνει γιατί την είχε αφήσει ο Νιλς. Και τότε με το πράσινο φουστάνι ήμουνα.
Χθες που ξαναφόρεσα αυτό το κουρέλι, μου πέταξε ότι ο Πέρσσον του ανέθεσε την «διεύθυνση μίας πολύ σημαντικής αρχαιολογικής αποστολής». Στην Κύπρο. Στην Κύπρο. Κύπρο. Κύπρο. Cyprus. Zypern. Πρέπει να κοιτάξω ένα χάρτη. Δεν ήθελε να δείξει τον ενθουσιασμό του. Παρίστανε τον προβληματισμένο. Απαντούσε με μισόλογα και ασάφειες. Ότι ακόμα δεν ξέρει λεπτομέρειες, πότε θα ξεκινήσει, πόσο θα μείνει, με ποιους θα πάει. Είναι μοναδική ευκαιρία, αλλά θα το σκεφτεί πολύ σοβαρά λέει. Ο γεροφαφλατάς δεν θα είναι μαζί τους γιατί γέρασε. Πέντε χρόνια τώρα που τρέχουνε κάθε καλοκαίρι στην Ελλάδα κουράστηκε λέει. Κι εγώ. Πως πάει κανείς στην Κύπρο άραγε;
[…]
Παρασκευή, 12 Ιουλίου 1922
Για μία ακόμη χρονιά, πέρασαν τα γενέθλια μου. Μου χάρισε ένα δαχτυλίδι, είπε να το φοράω συνέχεια και να τον θυμάμαι. Έχει ένα μικρό διαμαντάκι επάνω. Πολύ όμορφο. Δε θα το φοράω, για να μην το χάσω. Τσακωθήκαμε. Του είπα πως δεν θα πήγαινα στη δεξίωση που είχαν οργανώσει για το γέρο. Μου είπε πως είμαι αχάριστη. Ήθελα να με πει σκύλα, να είμαι η σκύλα του.
[…]
Τετάρτη, 20 Δεκεμβρίου 1922
Βουτυράτη ζύμη, κανέλα, μοσχοκάρυδο, γλυκό κρασί. Αναμμένη φωτιά τριζοβολάει. Επιστροφή στο πατρικό. Έχει δίκιο η Ανίκα. Μετά τις γιορτές θα αλλάξω το διπλό κρεβάτι με δύο μονά. Κρυώνω το βράδυ.
[…]
Δευτέρα, 25 Μαρτίου 1923
Σήμερα έφτασε ακόμα μία κάρτα. Δείχνει μία αμμώδη παραλία. Στο κέντρο, μέσα σε ένα μικρό δάσος από φοινικόδεντρα υπάρχει ένα τζαμί, που καθρεφτίζεται όμορφα στα νερά της θάλασσας. Σε δεύτερο πλάνο, πίσω από το δάσος, ένα χαμηλό βουνό απλώνεται από τη μία ως την άλλη άκρη της φωτογραφίας.
Αντιγράφω τι έγραφε από πίσω: «Γλυκιά μου Ίλκε, ελπίζω να είσαι καλά. Εδώ, μπαίνει ήδη η άνοιξη και η διάθεση μου είναι καλύτερη. Ο αέρας είναι ελαφρύς και ζεστός. Τις δύο τελευταίες εβδομάδες σκάβουμε στη Λάπηθο, ένα γραφικό χωριό στη βόρεια ακτή (πρόσεξε όμως, η κάρτα απεικονίζει το Χαλά Σουλτάν Τεκκέ, που είναι στη Λάρνακα). Οι εργασίες προχωρούν με πολύ ικανοποιητικό ρυθμό. Τα ευρήματα ανταμείβουν τους κόπους μας με το παραπάνω. Αρκεί μόνο να σου πω, πως φτάσαμε σε μυκηναϊκά στρώματα! Κάθε μέρα γευματίζουμε με πεντανόστιμα ψαράκια της Μεσογείου, κεχριμπαρένιο κρασί και φρούτα από τα περιβόλια των εργατών μας. Μπροστά από το ύψωμα, όπου γίνεται η ανασκαφή, απλώνεται η θάλασσα πράσινη. Αγάπη μου, πάρ’ το επιτέλους απόφαση να έρθεις, είναι τόσα πράγματα που θέλω να δεις, να ακούσεις και να γευτείς. Περιμένοντας, σου στέλνω χίλια φιλιά, Έιναρ».
Όχι. Δε θέλω να δοκιμάσω τι γεύση έχουν τα πεντανόστιμα μεσογειακά ψαράκια, ούτε να πιω κεχριμπαρένιο κρασί, ούτε να ξαπλώσω σε μυκηναϊκά στρώματα. Θέλω να τρώω συνέχεια μπακαλιάρο, ρέγγα και σκουμπρί. Να πηγαίνουμε τα βράδια σε σπίτια φίλων, να μεθάμε με μπύρα, και τα παιδιά μας να αποκοιμιούνται ανακατεμένα με τα παιδιά των οικοδεσποτών στο παιδικό δωμάτιο. Να πηγαίνουμε για πατινάζ στη λίμνη. Να σου τηγανίζω αυγά και λουκάνικα πρωί Σαββάτου, την ώρα που εσύ διαβάζεις την εφημερίδα.
Δε σταμάτησε να βρέχει ακόμα. Ο ήχος της βροχής είναι παρήγορος. Θα ήθελα να πάω στην Ιαπωνία, να δω τις ανθισμένες κερασιές.
[…]
Σάββατο, 9 Ιουλίου 1923
Τελικά καλοκαίριασε. Σήμερα φόρεσα το γαλάζιο φόρεμα με τα λευκά ανθάκια και με κοιτάξανε πολλοί στο δρόμο. Απόφαση που δεν θα πατήσω: δε θα ξαναπάω για φαγητό με τον Σβεν. Το υπογραμμίζω. Και άλλη μία: θα του γράφω κάθε εβδομάδα, άσχετα που αυτός δεν γράφει τόσο συχνά. Αυτό χωρίς υπογράμμιση.
[…]
Τρίτη, 6 Νοεμβρίου 1923
Φυσικά, βρέχει και σήμερα. Βαριέμαι να σηκωθώ από το κρεβάτι. Δεν έχω διάθεση για τίποτα, ούτε για ζεστή σοκολάτα. Εκτός και κάποιος μου την έφερνε έτοιμη εδώ που είμαι κουρνιασμένη στα ζεστά. Λοιπόν, αποφασίζω: θα σηκωθώ σε σαράντα λεπτά. Πρέπει να φτιάξω τη βαλίτσα.
Τετάρτη, 7 Νοεμβρίου 1923
Σου έλειψε η σκύλα σου, μωρό μου. Σκίσε με.
Παρασκευή, 9 Νοεμβρίου 1923
Τα τρένα με αηδιάζουν. Οι σταθμοί των τρένων μου προκαλούν θλίψη.
[…]
Δευτέρα, 10 Φεβρουαρίου 1924
Ηλιοβασίλεμα στην κυματοδαρμένη παραλία του Αγίου Ερμογένη. Τυλιγμένη σε χοντρό, μάλλινο σακάκι. Τσίγκινα κύπελλα με τσάι μας ζεσταίνουν τα δάχτυλα. Στο αέρα μυρωδιά θάλασσας και καμένου ξύλου. Σιγοσφυρίζει ένα σκοπό δίπλα μου, δεν τον αναγνωρίζω. Αρχίζω να καταλαβαίνω.
[…]
Κυριακή, 20 Απριλίου 1924
Πέρασα ολόκληρη την ημέρα με την Ανίκα και τον Στεφάν. Της είχα υποσχεθεί ότι μόλις επέστρεφα από την Κύπρο, θα την επισκεπτόμουνα στο καινούριο της σπίτι. Εννέα ολόκληρες στάσεις με το τραμ, χαλάλι της όμως. Ο Στέφαν φαίνεται άνθρωπος ειλικρινής και δείχνει να την αγαπάει. Λουλουδιασμένη. Είπε πως είναι χαρούμενη εκεί. Την πιστεύω. Με κοίταγε στα μάτια και ζητούσε να μάθει τα νέα του ταξιδιού. Δε νοιαζόταν να μιλήσει για τον εαυτό της. Ρώταγε για τον Έιναρ, τις ανασκαφές, το ταξίδι, το φαγητό, τους άντρες, τις καμήλες, τα σπίτια, τα δέντρα, τις εκκλησίες, τον καιρό, τις παραλίες, τα ρούχα. Απάντησα πρόθυμα σε όλα τα ερωτήματα. Βέβαια, παρέλειψα να της αναφέρω για τις ατέλειωτες ώρες ανίας τα μεσημέρια, όσο έπαιρνε «τον υπνάκο του». Ούτε για το λάδι μέσα στο οποίο έπλεαν όλα τα φαγητά είπα τίποτα. Ούτε για τα σμήνη των κουνουπιών που έκαναν έφοδο κάθε βράδυ, καθώς ήταν εντελώς αποπνικτικά για να κοιμηθώ με κλειστά παράθυρα. Ούτε για το νέο του φίλο με τη δυνατή φωνή, την αναπνοή που μύριζε και την σεμνότυφη αδελφή, που όλο είχε τα μάτια στο χώμα, όταν άρχιζαν οι μουσικές, όμως, ήταν πρώτη στα κουνήματα.
Άλλο ένα πράγμα που δεν είπα είναι το πόσο διαφορετικός μου φάνηκε. Δε λέω απόμακρος. Λέω διαφορετικός. Αλλαγμένος. Αλλιώτικος. Τροποποιημένος. Καλύτερος ή χειρότερος; Καλύτερος. Χειρότερος. Σίγουρα πιο φλύαρος. Ενίοτε πιο τρυφερός. Πάντως, τη συνήθεια του να πετάει το μαξιλάρι του στο πάτωμα και να στριμώχνει το κεφάλι του πλάι στο δικό μου, δεν την άλλαξε. Άραγε, όσο λείπει, μοιράστηκε το προσκεφάλι καμιάς άλλης;
Απόφαση που πρέπει να πάρω μέσα στον επόμενο μήνα: θα ξαναπάω;
Εργαστήρι τέχνης του λόγου (νουβέλα)
ΕΚΕΒΙ,Νοέμβριος 2009
Friday, 13 November 2009
Sultans of Swing, Dire Straits (1978)
You get a shiver in the dark
It's raining in the park but meantime
South of the river you stop and you hold everything
A band is blowin' Dixie double four time
You feel alright when you hear that music ring
And now you step inside but you don't see too many faces
Comin' in out of the rain you hear the jazz go down
Competition in other places
Oh but the horns they blowin' that sound
Way on down south, way on down south, London town
You check out Guitar George, he knows all the chords
Mind he's strictly rhythm he doesn't wanna make it cry or sing
Yes and an old guitar is all he can afford
When he gets up under the lights to play his thing
And Harry doesn't mind if he doesn't make the scene
He's got a daytime job, he's doin' alright
He can play the honky tonk like anything
Savin' it up for Friday night
With the Sultans, with the Sultans of Swing
And a crowd of young boys they're fooling around in the corner
Drunk and dressed in their best brown baggies and their platform soles
They don't give a damn about any trumpet playing band
It ain't what they call rock and roll
And the Sultans, yeah the Sultans play Creole
And then the man he steps right up to the microphone
And says at last just as the time bell rings
'Goodnight, now it's time to go home'
And he makes it fast with one more thing
'We are the Sultans, we are the Sultans of Swing'
Sultans of Swing από τους Dire Straits
It's raining in the park but meantime
South of the river you stop and you hold everything
A band is blowin' Dixie double four time
You feel alright when you hear that music ring
And now you step inside but you don't see too many faces
Comin' in out of the rain you hear the jazz go down
Competition in other places
Oh but the horns they blowin' that sound
Way on down south, way on down south, London town
You check out Guitar George, he knows all the chords
Mind he's strictly rhythm he doesn't wanna make it cry or sing
Yes and an old guitar is all he can afford
When he gets up under the lights to play his thing
And Harry doesn't mind if he doesn't make the scene
He's got a daytime job, he's doin' alright
He can play the honky tonk like anything
Savin' it up for Friday night
With the Sultans, with the Sultans of Swing
And a crowd of young boys they're fooling around in the corner
Drunk and dressed in their best brown baggies and their platform soles
They don't give a damn about any trumpet playing band
It ain't what they call rock and roll
And the Sultans, yeah the Sultans play Creole
And then the man he steps right up to the microphone
And says at last just as the time bell rings
'Goodnight, now it's time to go home'
And he makes it fast with one more thing
'We are the Sultans, we are the Sultans of Swing'
Sultans of Swing από τους Dire Straits
Tuesday, 10 November 2009
[Αναχώρηση]
-Γνωρίζεις καλά ότι το νησί έχει ερευνηθεί ελάχιστα. Πραγματική terra incognita. Τα αντικείμενα που έχουν κυκλοφορήσει στους κύκλους των συλλεκτών, αλλά και οι ανασκαφές του Βρετανικού Μουσείου δίνουν μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πρώτη γεύση. Αναλογίσου την πολιτισμική πολυσυλλεκτικότητα, την χρονολογική ποικιλία, την πολλαπλότητα και την ποσότητα του υλικού. Πρέπει να πας.
-Εγώ, κύριε καθηγητά;
-Είμαι πολύ γέρος για να ξεκινήσω κάτι τόσο μεγάλο και μακρινό. Εσύ είσαι ο πιο προικισμένος μαθητής και συνεχιστής μου.
-Με τιμάτε.
-Εκτός του ότι θα σε εκτοξεύσει σε ασύλληπτα ακαδημαϊκά ύψη, αυτό το εγχείρημα θα σου δώσει τη μοναδική ευκαιρία να ελέγξεις ανασκαφικά την πρωτότυπη θεωρία σου για το Μυκηναϊκό αποικισμό της Κύπρου. Ελάχιστοι από εμάς έχουν υπάρξει τόσο τυχεροί.
-Μάλιστα.
-Σε βλέπω λίγο προβληματισμένο, το σκέφτεσαι;
-Θα αστειεύεστε κύριε καθηγητά! Είμαι γεμάτος ενθουσιασμό. Αλήθεια, πόσο πιστεύετε ότι θα πρέπει να μείνω εκεί;
-Τι ερώτηση κι αυτή! Μα φυσικά, όσο χρειαστεί.
Κλείνοντας την πόρτα του γραφείου του καθηγητού Πέρσσον αποφάσισε να μην επιστρέψει στην βιβλιοθήκη, αλλά να κάνει ένα σύντομο περίπατο, καθώς αισθανόταν μία αναστάτωση, έξαψη θα μπορούσε να την χαρακτηρίσει κανείς, που έκανε τους χτύπους της καρδιάς του ταχύτερους. Στην είσοδο του κτιρίου είδε τον Άλφρεντ, τυλιγμένο στο βαρύ χειμερινό του πανωφόρι, όμως προσποιήθηκε πως δεν τον πρόσεξε, σπεύδοντας να κατέβει γρήγορα τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο πεζοδρόμιο, για να δεχτεί μία δυνατή ριπή λεπτών σταγόνων στο πρόσωπο. Κοντοστάθηκε στη βάση της σκάλας, έριξε μία ματιά στον γκρίζο ουρανό και, στρεφόμενος προς τα αριστερά, άρχισε να βαδίζει κατά μήκος της Λεωφόρου της Γνώσεως με κατεύθυνση προς το κάστρο, οι θολοσκεπείς πυργίσκοι του οποίου διαγράφονταν με ακρίβεια στον χαμηλωμένο ορίζοντα. Μόλις συνάντησε τον καθεδρικό, μπήκε στον στενό πλακόστρωτο δρομίσκο που οδηγούσε στην όχθη του Φύρις, στο τέλος του οποίου βρισκόταν η μικρή καφετέρια, όπου πήγαινε μερικές φορές, πάντα μόνος, για να πάρει το μεσημεριανό του γεύμα. Μπαίνοντας στην αίθουσα, αμφιταλαντεύτηκε μεταξύ ενός απομονωμένου τραπεζιού στο βάθος και ενός άλλου δίπλα στη μεγάλη τζαμαρία, η οποία προσέφερε την θέα του κυανόμαυρου ποταμού και των βαρκών που κλυδωνίζονταν στην ταραγμένη επιφάνειά του. Διάλεξε το πρώτο και παράγγειλε καφέ με κονιάκ δίνοντας μονολεκτικές απαντήσεις στο σερβιτόρο που επιχείρησε να του πιάσει κουβέντα. Μία ώρα αργότερα επανέλαβε την παραπάνω πορεία αντιστρόφως και επέστρεψε στο γραφείο του εγκαίρως για την διάλεξη του δόκτορος Μίλλερ.
Το βράδυ, για το δείπνο η Ίλκε σέρβιρε kroppkakor. Έτρωγαν πάντα στις επτά ακριβώς. Εκείνη συνήθως άλλαζε και φόραγε κάτι πιο επίσημο πριν κάτσει στο τραπέζι. Απόψε είχε διαλέξει το πράσινο μάλλινο φόρεμα με το λευκό γιακά που της είχε χαρίσει πριν δύο χρόνια. Τα νέα του φάνηκαν να την ενθουσιάζουν. Μιλούσε δυνατά και ρωτούσε διάφορες λεπτομέρειες. Όταν σηκώθηκε για να του βάλει δεύτερη μερίδα, δεν πεινούσε τόσο πολύ αλλά δεν της το είπε, ένιωσε την ανάγκη, για κάποια ανεξήγητη αιτία, να την πληροφορήσει ότι η απόφαση αυτή θα ήταν μία από τις πιο σημαντικές ολόκληρης της ζωής του και είχε σκοπό να την συλλογιστεί με μεθοδικότητα και ψυχραιμία.
Μετά το δείπνο, πέρασε το υπόλοιπο της βραδιάς κλεισμένος στο γραφείο του, διαβάζοντας για χιλιοστή φορά την αναφορά των ανασκαφών, που είχαν πραγματοποιήσει με τον καθηγητή Πέρσσον στο πυρπολημένο μυκηναϊκό ανάκτορο της Τίρυνθας πριν πέντε χρόνια.
-Άρχοντά μου, με κοροϊδεύεις;
-Όχι. Δεν έμαθες τι έγινε χτες βράδυ;
-Για τη φωτιά λες;
-Ναι.
-Και τι θα βοηθήσει αν φύγουμε;
-Ο τόπος δε μας σηκώνει. Πρέπει να αραιώσουμε.
-Να αραιώσουμε;
-Είμαστε πολλοί. Αυτή η γη δεν μπορεί να μας θρέψει.
-Τι λες;
-Τα χωράφια είναι ξερά και οι άνθρωποι πεινασμένοι.
-Λες να φύγουμε δηλαδή;
-Ναι.
-Να φύγουμε;
-Αν δε φύγουμε, ο ένας θα φάει τον άλλο.
Όταν μου το είπε ο Βουχέτας, έμεινα βουβός. Μόλις κατάφερα να βρω τα λόγια μου, τον ρώτησα πότε έπρεπε να ξεκινήσουμε. Σε ένα φεγγάρι, αποκρίθηκε με σιγανή φωνή. Έφυγα με βαριά καρδιά και σύρθηκα μέχρι το σπίτι μου. Ο ήλιος είχε πάρει να βασιλεύει και έστειλα το σκλάβο να κοιμηθεί. Η αλήθεια είναι πως ήθελα να μείνω μόνος μου. Μετά από λίγη ώρα, όμως, κάποιος χτύπησε δυνατά την εξώπορτα. Ήταν ο Μενεπτόλεμος που ερχόταν από του Βουχέτα. Όρμησε στο δωμάτιο φωνάζοντας πως o λαγέτας τα είχε χάσει πια. Σωριάστηκε στο κάθισμα και με ρώτησε αν είχα μάθει τα νέα.
Ναι, τα είχα μάθει. Τα πράγματα ήταν πολύ άσχημα. Όλοι γνωρίζαμε ότι η ξηρασία είχε καταστρέψει τις σοδειές για δύο συνεχόμενα χρόνια και τα αποθέματά μας είχαν σχεδόν σωθεί. Ο άνακτας φοβόταν τους γεωργούς, που είχαν ξεσηκωθεί γιατί πεινούσαν. Μαζεύονταν έξω από το ανάκτορο, απειλούσαν πως θα το κάψουν και χιμούσαν στους άντρες της φρουράς. Έτσι, λήφθηκε η απόφαση να φύγουν μερικές οικογένειες, να βρουν μία νέα πατρίδα, να αλαφρώσει ο τόπος. Και, ίσως, από εκεί που θα πήγαιναν, να μπορούσαν να βοηθήσουν και όσους έμεναν πίσω. Πενήντα φαμίλιες θα πήγαιναν στην Κύπρο, και άλλες τόσες θα ταξίδευαν ανατολικά, στους τόπους της Μιλήτου. Εμείς, έπρεπε πάμε μαζί τους, να τους προστατεύσουμε με το σπαθί μας, να τους οδηγήσουμε. Ήταν άνθρωποι απλοί, δεν ήξεραν πολλά πράγματα πέρα από το να οργώνουν και να σπέρνουν τη γη. Εμένα, τον Μενεπτόλεμο και άλλους δύο ιππείς, που δεν είχαμε οικογένειες, αποφασίστηκε να μας στείλουν στην Κύπρο. Μαζί μας θα ερχόταν και ο Βουχέτας.
Ο Μενεπτόλεμος έμεινε μαζί μου μέχρι το ξημέρωμα. Δεν μας έπιανε ύπνος. Περάσαμε όλη τη νύχτα κουβεντιάζοντας για το μεγάλο ταξίδι και τις ετοιμασίες που έπρεπε να γίνουν μέσα σε τόσο λίγες μέρες. Είχαμε καταλάβει και οι δύο πως δεν γινόταν αλλιώς, δεν μπορούσαμε να το αποφύγουμε με κανένα τρόπο. Όταν ο σύντροφός μου σηκώθηκε να φύγει, τον συνόδευσα μέχρι έξω. Την στιγμή που βγήκα στην αυλή ένιωσα το ευχάριστο ράπισμα της βροχής στο πρόσωπό μου. Από το απέναντι σπίτι ακούγονταν οι θόρυβοι των συνηθισμένων πρωινών εργασιών. Υπήρχε φως στα δωμάτια του πάνω ορόφου. Η όμορφη Κέρκις είχε ξυπνήσει. Πήρα βαθιά ανάσα, γέμισα τα πνευμόνια μου με την λησμονημένη μυρωδιά του βρεγμένου χώματος και προσπάθησα να μετρήσω πόσες φορές ακόμα θα έβλεπα την πρωινή αναλαμπή του λύχνου της.
Εργαστήρι τέχνης του λόγου (νουβέλα)
ΕΚΕΒΙ,Νοέμβριος 2009
-Εγώ, κύριε καθηγητά;
-Είμαι πολύ γέρος για να ξεκινήσω κάτι τόσο μεγάλο και μακρινό. Εσύ είσαι ο πιο προικισμένος μαθητής και συνεχιστής μου.
-Με τιμάτε.
-Εκτός του ότι θα σε εκτοξεύσει σε ασύλληπτα ακαδημαϊκά ύψη, αυτό το εγχείρημα θα σου δώσει τη μοναδική ευκαιρία να ελέγξεις ανασκαφικά την πρωτότυπη θεωρία σου για το Μυκηναϊκό αποικισμό της Κύπρου. Ελάχιστοι από εμάς έχουν υπάρξει τόσο τυχεροί.
-Μάλιστα.
-Σε βλέπω λίγο προβληματισμένο, το σκέφτεσαι;
-Θα αστειεύεστε κύριε καθηγητά! Είμαι γεμάτος ενθουσιασμό. Αλήθεια, πόσο πιστεύετε ότι θα πρέπει να μείνω εκεί;
-Τι ερώτηση κι αυτή! Μα φυσικά, όσο χρειαστεί.
Κλείνοντας την πόρτα του γραφείου του καθηγητού Πέρσσον αποφάσισε να μην επιστρέψει στην βιβλιοθήκη, αλλά να κάνει ένα σύντομο περίπατο, καθώς αισθανόταν μία αναστάτωση, έξαψη θα μπορούσε να την χαρακτηρίσει κανείς, που έκανε τους χτύπους της καρδιάς του ταχύτερους. Στην είσοδο του κτιρίου είδε τον Άλφρεντ, τυλιγμένο στο βαρύ χειμερινό του πανωφόρι, όμως προσποιήθηκε πως δεν τον πρόσεξε, σπεύδοντας να κατέβει γρήγορα τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο πεζοδρόμιο, για να δεχτεί μία δυνατή ριπή λεπτών σταγόνων στο πρόσωπο. Κοντοστάθηκε στη βάση της σκάλας, έριξε μία ματιά στον γκρίζο ουρανό και, στρεφόμενος προς τα αριστερά, άρχισε να βαδίζει κατά μήκος της Λεωφόρου της Γνώσεως με κατεύθυνση προς το κάστρο, οι θολοσκεπείς πυργίσκοι του οποίου διαγράφονταν με ακρίβεια στον χαμηλωμένο ορίζοντα. Μόλις συνάντησε τον καθεδρικό, μπήκε στον στενό πλακόστρωτο δρομίσκο που οδηγούσε στην όχθη του Φύρις, στο τέλος του οποίου βρισκόταν η μικρή καφετέρια, όπου πήγαινε μερικές φορές, πάντα μόνος, για να πάρει το μεσημεριανό του γεύμα. Μπαίνοντας στην αίθουσα, αμφιταλαντεύτηκε μεταξύ ενός απομονωμένου τραπεζιού στο βάθος και ενός άλλου δίπλα στη μεγάλη τζαμαρία, η οποία προσέφερε την θέα του κυανόμαυρου ποταμού και των βαρκών που κλυδωνίζονταν στην ταραγμένη επιφάνειά του. Διάλεξε το πρώτο και παράγγειλε καφέ με κονιάκ δίνοντας μονολεκτικές απαντήσεις στο σερβιτόρο που επιχείρησε να του πιάσει κουβέντα. Μία ώρα αργότερα επανέλαβε την παραπάνω πορεία αντιστρόφως και επέστρεψε στο γραφείο του εγκαίρως για την διάλεξη του δόκτορος Μίλλερ.
Το βράδυ, για το δείπνο η Ίλκε σέρβιρε kroppkakor. Έτρωγαν πάντα στις επτά ακριβώς. Εκείνη συνήθως άλλαζε και φόραγε κάτι πιο επίσημο πριν κάτσει στο τραπέζι. Απόψε είχε διαλέξει το πράσινο μάλλινο φόρεμα με το λευκό γιακά που της είχε χαρίσει πριν δύο χρόνια. Τα νέα του φάνηκαν να την ενθουσιάζουν. Μιλούσε δυνατά και ρωτούσε διάφορες λεπτομέρειες. Όταν σηκώθηκε για να του βάλει δεύτερη μερίδα, δεν πεινούσε τόσο πολύ αλλά δεν της το είπε, ένιωσε την ανάγκη, για κάποια ανεξήγητη αιτία, να την πληροφορήσει ότι η απόφαση αυτή θα ήταν μία από τις πιο σημαντικές ολόκληρης της ζωής του και είχε σκοπό να την συλλογιστεί με μεθοδικότητα και ψυχραιμία.
Μετά το δείπνο, πέρασε το υπόλοιπο της βραδιάς κλεισμένος στο γραφείο του, διαβάζοντας για χιλιοστή φορά την αναφορά των ανασκαφών, που είχαν πραγματοποιήσει με τον καθηγητή Πέρσσον στο πυρπολημένο μυκηναϊκό ανάκτορο της Τίρυνθας πριν πέντε χρόνια.
-Άρχοντά μου, με κοροϊδεύεις;
-Όχι. Δεν έμαθες τι έγινε χτες βράδυ;
-Για τη φωτιά λες;
-Ναι.
-Και τι θα βοηθήσει αν φύγουμε;
-Ο τόπος δε μας σηκώνει. Πρέπει να αραιώσουμε.
-Να αραιώσουμε;
-Είμαστε πολλοί. Αυτή η γη δεν μπορεί να μας θρέψει.
-Τι λες;
-Τα χωράφια είναι ξερά και οι άνθρωποι πεινασμένοι.
-Λες να φύγουμε δηλαδή;
-Ναι.
-Να φύγουμε;
-Αν δε φύγουμε, ο ένας θα φάει τον άλλο.
Όταν μου το είπε ο Βουχέτας, έμεινα βουβός. Μόλις κατάφερα να βρω τα λόγια μου, τον ρώτησα πότε έπρεπε να ξεκινήσουμε. Σε ένα φεγγάρι, αποκρίθηκε με σιγανή φωνή. Έφυγα με βαριά καρδιά και σύρθηκα μέχρι το σπίτι μου. Ο ήλιος είχε πάρει να βασιλεύει και έστειλα το σκλάβο να κοιμηθεί. Η αλήθεια είναι πως ήθελα να μείνω μόνος μου. Μετά από λίγη ώρα, όμως, κάποιος χτύπησε δυνατά την εξώπορτα. Ήταν ο Μενεπτόλεμος που ερχόταν από του Βουχέτα. Όρμησε στο δωμάτιο φωνάζοντας πως o λαγέτας τα είχε χάσει πια. Σωριάστηκε στο κάθισμα και με ρώτησε αν είχα μάθει τα νέα.
Ναι, τα είχα μάθει. Τα πράγματα ήταν πολύ άσχημα. Όλοι γνωρίζαμε ότι η ξηρασία είχε καταστρέψει τις σοδειές για δύο συνεχόμενα χρόνια και τα αποθέματά μας είχαν σχεδόν σωθεί. Ο άνακτας φοβόταν τους γεωργούς, που είχαν ξεσηκωθεί γιατί πεινούσαν. Μαζεύονταν έξω από το ανάκτορο, απειλούσαν πως θα το κάψουν και χιμούσαν στους άντρες της φρουράς. Έτσι, λήφθηκε η απόφαση να φύγουν μερικές οικογένειες, να βρουν μία νέα πατρίδα, να αλαφρώσει ο τόπος. Και, ίσως, από εκεί που θα πήγαιναν, να μπορούσαν να βοηθήσουν και όσους έμεναν πίσω. Πενήντα φαμίλιες θα πήγαιναν στην Κύπρο, και άλλες τόσες θα ταξίδευαν ανατολικά, στους τόπους της Μιλήτου. Εμείς, έπρεπε πάμε μαζί τους, να τους προστατεύσουμε με το σπαθί μας, να τους οδηγήσουμε. Ήταν άνθρωποι απλοί, δεν ήξεραν πολλά πράγματα πέρα από το να οργώνουν και να σπέρνουν τη γη. Εμένα, τον Μενεπτόλεμο και άλλους δύο ιππείς, που δεν είχαμε οικογένειες, αποφασίστηκε να μας στείλουν στην Κύπρο. Μαζί μας θα ερχόταν και ο Βουχέτας.
Ο Μενεπτόλεμος έμεινε μαζί μου μέχρι το ξημέρωμα. Δεν μας έπιανε ύπνος. Περάσαμε όλη τη νύχτα κουβεντιάζοντας για το μεγάλο ταξίδι και τις ετοιμασίες που έπρεπε να γίνουν μέσα σε τόσο λίγες μέρες. Είχαμε καταλάβει και οι δύο πως δεν γινόταν αλλιώς, δεν μπορούσαμε να το αποφύγουμε με κανένα τρόπο. Όταν ο σύντροφός μου σηκώθηκε να φύγει, τον συνόδευσα μέχρι έξω. Την στιγμή που βγήκα στην αυλή ένιωσα το ευχάριστο ράπισμα της βροχής στο πρόσωπό μου. Από το απέναντι σπίτι ακούγονταν οι θόρυβοι των συνηθισμένων πρωινών εργασιών. Υπήρχε φως στα δωμάτια του πάνω ορόφου. Η όμορφη Κέρκις είχε ξυπνήσει. Πήρα βαθιά ανάσα, γέμισα τα πνευμόνια μου με την λησμονημένη μυρωδιά του βρεγμένου χώματος και προσπάθησα να μετρήσω πόσες φορές ακόμα θα έβλεπα την πρωινή αναλαμπή του λύχνου της.
Εργαστήρι τέχνης του λόγου (νουβέλα)
ΕΚΕΒΙ,Νοέμβριος 2009
Thursday, 5 November 2009
[Λάπηθος-Κάστρος]
Η πιο όμορφη στιγμή της ημέρας ήταν το πρωινό, λίγο μετά το ξύπνημα, όταν έβγαινε στην αυλίτσα με το χωματένιο δάπεδο, για να πιει τον καφέ του και να ετοιμάσει το πρόγραμμα της μέρας στην ψυχρή ατμόσφαιρα της Λαπήθου, πριν αρχίσει η θερμοκρασία να ανεβαίνει και ο αέρας να θολώνει από εκείνη τη διαβολεμένη υγρασία που του έκοβε τα πόδια. Εκείνο το πρωί, χωμένος μέσα στη ζακέτα που του είχε πλέξει η Ίλκε, με τα δάχτυλα να ζεσταίνονται πλεγμένα γύρω από την κούπα με τον καφέ, σκεφτόταν ότι το χώμα θα ήταν υπερβολικά υγρό για ανασκαφή, αφού ψιλόβρεχε από το προηγούμενο βράδυ, ενώ οι οσμές του βρεμένου χώματος και του καμένου ξύλου του έφερναν στο μυαλό το πατρικό του στο Gävle. Ξεφύσησε, καθώς αναλογίστηκε πόσο τον πίεζε ο χρόνος, δεν μπορούσε να χάσει ούτε μέρα, και αποφάσισε ότι έπρεπε σήμερα το δίχως άλλο να προχωρήσει στο άνοιγμα εκείνου του μεγάλου τάφου στη νοτιοδυτική γωνία του αγρού, όπου έσκαβαν.
Δεν ήταν μόνο η λάσπη που τον ενοχλούσε, αλλά και η προοπτική να περάσει ώρες, ή ακόμα και μέρες, περιορισμένος μέσα στον ταφικό θάλαμο με τον Πανίκο, εκείνον τον εργάτη με το τεράστιο μουστάκι και τα θηριώδη μπράτσα, άντρα ικανό και δυνατό, όμως φωνακλά, με ένα τσιγάρο συνεχώς κολλημένο ανάμεσα στα χείλια και μία ανάσα που μύριζε σκόρδο. Αυτός ήταν άλλωστε και ένας από τους λόγους που ανέβαλε αυτήν την ανασκαφή εδώ και τρεις ημέρες, παρόλο που τα ευρήματα από τις γύρω ταφές τον είχαν κάνει να πιστεύει ότι το ξεχωριστό αυτό μνήμα περιείχε τα απομεινάρια κάποιου διακεκριμένου μέλους, ίσως του τοπάρχη, αυτής της κοινωνίας που είχε τώρα τοποθετήσει κάτω από το μεγεθυντικό του φακό, μιας κοινωνίας που έδειχνε εντελώς διαφορετική από αυτή που είχαν αποκαλύψει πέντε χιλιόμετρα πιο δυτικά, πριν ένα μήνα· μιας κοινωνίας που έμοιαζε πολύ περιχαρακωμένη, πολύ αυτόνομη, πολύ μοναδική, πολύ προχωρημένη, και ναι, σε τελική ανάλυση, έμοιαζε πολύ, πάρα πολύ Μυκηναϊκή.
Με μεγάλη προσπάθεια απέφυγε να αφεθεί στον όραμα του εαυτού του στην βιβλιοθήκη να συνθέτει τα αμέτρητα άρθρα που ετοίμαζε στο μυαλό του και συγκεντρώθηκε στην ολοκλήρωση της καταχώρησης στο ημερολόγιο της ανασκαφής. Έπειτα, σηκώθηκε και μπήκε στο δωμάτιο, για να βγάλει τη ζακέτα και να φορέσει το βαμβακερό σακάκι της δουλειάς. Τον Μάρτιο στην Ουψάλλα φόραγε πάντα βαρύ μάλλινο παλτό και χοντρά γάντια, ενώ εδώ το μεσημέρι δεν άντεχε τίποτα περισσότερο από ένα πουκάμισο.
Γύρω στις οκτώ, η βροχή είχε πια σταματήσει, βρισκόταν στο σκάμμα, για να βρει τον Άλφρεντ με τον Πάμπο να έχουν πιάσει δουλειά σε ένα θαλαμωτό τάφο, γύρω στα δέκα μέτρα από τον δικό του. Τον καλημέρισαν με πολλά κέφια, μια γρήγορη ματιά στο σκάμμα τους αρκούσε για να δει ότι είχαν πέσει σε πραγματικό χρυσορυχείο, αφού στο δάπεδο του θαλάμου υπήρχαν τουλάχιστον τέσσερα κρανία, πάνω από εκατόν είκοσι ακέραια αγγεία, χάλκινα όπλα και ένα εντυπωσιακό σύνολο από χρυσά κοσμήματα απλωμένα πάνω σε ένα σκελετό σε ύπτια θέση. Φόρεσε τα γυαλιά του και με ιδρωμένο, ήδη, μέτωπο έσκυψε από πάνω του, για να παρατηρήσει πιο προσεκτικά την μεγάλη χρυσή πόρπη, που ήταν τοποθετημένη λοξά ανάμεσα στα στιλπνά οστά των πλευρών, μία πόρπη σε σχήμα D, πανομοιότυπη με εκείνες που είχε βρει ο καθηγητής Πέρσσον στην Τίρυνθα. Ξαφνιασμένος από τη δύναμη της ίδιας του της φωνής και την ανυπομονησία του να δει το μαυριδερό μούτρο του Πανίκου, κάλεσε τον εργάτη και του ζήτησε βιαστικά να αφαιρέσει, με πολλή προσοχή όμως, το επιφανειακό στρώμα. Αμέσως μόλις τελείωσε αυτή η δουλειά, δεν χρειάστηκε ούτε μία ώρα, γονάτισε στο υγρό χώμα, και μαζί με τον θορυβώδη Κύπριο ξεκίνησαν να αδειάζουν το γέμισμα του τάφου με φτυαράκια.
Όσο γρήγορος κι αν ήταν ο ρυθμός τους, εκείνου του φαινόταν αργός, αν και δεν ένιωθε πια τις γάμπες του από το πολύωρο βαθύ κάθισμα, το δεξί του γόνατο το διαπερνούσαν σουβλιές, η πλάτη του ήταν εντελώς πιασμένη και ο Πανίκος σταματούσε για να καπνίσει ολοένα και πιο συχνά. Αφοσιωμένος με όλες τις αισθήσεις του στην ανασκαφή, ούτε που πρόσεξε την Άντρη που έφερε το μεσημεριανό φαγητό και έφυγε με κατεβασμένο κεφάλι. Μετά το διάλειμμα για γεύμα, συνέχισε με ανανεωμένο σφρίγος, αν και η σπανακόπιτα του είχε πέσει βαριά, στη Σουηδία το σπανάκι δεν το έτρωγαν τσιγαρισμένο, αλλά στον ατμό ή ωμό, και ως τις πέντε το απόγευμα είχαν καταφέρει να σκάψουν το μισό θάλαμο και να εντοπίσουν δύο πλούσια κτερισμένες ταφές. Την ώρα που ο Πανίκος ίσιωνε τα γόνατα του για να καπνίσει το πεντηκοστό ένατο τσιγάρο του, το φτυαράκι του Έιναρ χτύπησε κάτι μεταλλικό προκαλώντας τον χαρακτηριστικό κουδουνιστό ήχο, καθώς και το ηλεκτρισμένο ενδιαφέρον του αρχαιολόγου. Με χέρια που σχεδόν έτρεμαν, έπιασε το σκουπάκι και άρχισε να αφαιρεί λυσσασμένα το χώμα για να αποκαλύψει τη βαριά, καλυμμένη με φύλο χρυσού λαβή ενός ξίφους από αυτά που τοποθετούσαν στους τάφους των Μυκηναίων αρχόντων.
Μου το είχε πει πολλές φορές, όμως ποτέ δεν τον πίστεψα. Κι εκείνο το βράδυ στο πλοίο, που χωρίς ύπνο σερνόμουνα στο κατάστρωμα. Τον βρήκα με τη ράχη ακουμπισμένη στο μεσαίο κατάρτι. Έμοιαζε κατάκοπος, αλλά τα μάτια του σπίθιζαν. Δε μου μένει ούτε ένας χρόνος, με έχει φάει η αρρώστια. Ποια αρρώστια, η στενοχώρια που αφήσαμε το Άργος σκέφτηκα. Όσο χτίζαμε τα σπίτια μας εδώ, στάθηκε δυνατός και ακάματος. Πραγματικός αρχηγός. Γι’ αυτό δε διαλυθήκαμε. Και με αυτούς κατάφερε να συνεννοηθεί, να μην πιάσουνε τα όπλα και αρχίσει ο σκοτωμός. Όσο κι αν μας σιχαίνονται, τον Βουχέτα τον σεβάστηκαν. Έτσι μας παραχώρησαν κι εκείνα τα χωράφια στα δυτικά του λόφου. Και μας άφησαν να δένουμε τις βάρκες στο λιμανάκι του κόλπου.
Πριν δύο μήνες έπεσε στο κρεβάτι. Είχε φρικτούς πόνους στα κόκκαλα, που δεν
έλεγαν να περάσουν. Μπορεί ο αρχιερέας του ανακτόρου, αν είχε έρθει μαζί μας, κάπως να τον είχε βοηθήσει. Με κάλεσε στο σπίτι του. Έμενε ήσυχος, ήξερε πως θα φροντίσω τα αδέλφια μας καλύτερα από κείνον. Μόνο να προσέξω να αποφύγω τις φασαρίες με τους απέναντι, δύσκολα πράγματα ζητάς Βουχέτα… Δεν τον πείραζε που έφευγε. Το μόνο που τον στενοχωρούσε ήταν που δε θα ξεκουραζόταν στην αγκαλιά της αργείτικης γης.
Τον ξαπλώσαμε με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Την ώρα που του σφράγιζα τα χείλια με ένα φύλο από χρυσάφι, άρχισε να βρέχει. Καλό σημάδι, σκέφτηκα, ποτέ δεν βρέχει σε αυτόν τον καταραμένο τόπο· θα βρει καλή υποδοχή ο άρχοντάς μας. Ο σιδεράς λύγισε το βαρύ σπαθί στη μέση και μου το έδωσε, να το τοποθετήσω δίπλα στον αφέντη του. Η δικιά μου λεπίδα, σφυρηλατημένη στην πατρίδα από τον ίδιο μάστορα, χαιρέτησε το θανατωμένο αδέλφι της. Η δυνατή βροχή μου μούσκευε τα μαλλιά και το πρόσωπο. Έτσι, δεν είδε κανείς τα δάκρια μου που έπεφταν στο φρεσκοσκαμμένο χώμα.
Εργαστήρι τέχνης του λόγου (νουβέλα)
ΕΚΕΒΙ,Νοέμβριος 2009
Δεν ήταν μόνο η λάσπη που τον ενοχλούσε, αλλά και η προοπτική να περάσει ώρες, ή ακόμα και μέρες, περιορισμένος μέσα στον ταφικό θάλαμο με τον Πανίκο, εκείνον τον εργάτη με το τεράστιο μουστάκι και τα θηριώδη μπράτσα, άντρα ικανό και δυνατό, όμως φωνακλά, με ένα τσιγάρο συνεχώς κολλημένο ανάμεσα στα χείλια και μία ανάσα που μύριζε σκόρδο. Αυτός ήταν άλλωστε και ένας από τους λόγους που ανέβαλε αυτήν την ανασκαφή εδώ και τρεις ημέρες, παρόλο που τα ευρήματα από τις γύρω ταφές τον είχαν κάνει να πιστεύει ότι το ξεχωριστό αυτό μνήμα περιείχε τα απομεινάρια κάποιου διακεκριμένου μέλους, ίσως του τοπάρχη, αυτής της κοινωνίας που είχε τώρα τοποθετήσει κάτω από το μεγεθυντικό του φακό, μιας κοινωνίας που έδειχνε εντελώς διαφορετική από αυτή που είχαν αποκαλύψει πέντε χιλιόμετρα πιο δυτικά, πριν ένα μήνα· μιας κοινωνίας που έμοιαζε πολύ περιχαρακωμένη, πολύ αυτόνομη, πολύ μοναδική, πολύ προχωρημένη, και ναι, σε τελική ανάλυση, έμοιαζε πολύ, πάρα πολύ Μυκηναϊκή.
Με μεγάλη προσπάθεια απέφυγε να αφεθεί στον όραμα του εαυτού του στην βιβλιοθήκη να συνθέτει τα αμέτρητα άρθρα που ετοίμαζε στο μυαλό του και συγκεντρώθηκε στην ολοκλήρωση της καταχώρησης στο ημερολόγιο της ανασκαφής. Έπειτα, σηκώθηκε και μπήκε στο δωμάτιο, για να βγάλει τη ζακέτα και να φορέσει το βαμβακερό σακάκι της δουλειάς. Τον Μάρτιο στην Ουψάλλα φόραγε πάντα βαρύ μάλλινο παλτό και χοντρά γάντια, ενώ εδώ το μεσημέρι δεν άντεχε τίποτα περισσότερο από ένα πουκάμισο.
Γύρω στις οκτώ, η βροχή είχε πια σταματήσει, βρισκόταν στο σκάμμα, για να βρει τον Άλφρεντ με τον Πάμπο να έχουν πιάσει δουλειά σε ένα θαλαμωτό τάφο, γύρω στα δέκα μέτρα από τον δικό του. Τον καλημέρισαν με πολλά κέφια, μια γρήγορη ματιά στο σκάμμα τους αρκούσε για να δει ότι είχαν πέσει σε πραγματικό χρυσορυχείο, αφού στο δάπεδο του θαλάμου υπήρχαν τουλάχιστον τέσσερα κρανία, πάνω από εκατόν είκοσι ακέραια αγγεία, χάλκινα όπλα και ένα εντυπωσιακό σύνολο από χρυσά κοσμήματα απλωμένα πάνω σε ένα σκελετό σε ύπτια θέση. Φόρεσε τα γυαλιά του και με ιδρωμένο, ήδη, μέτωπο έσκυψε από πάνω του, για να παρατηρήσει πιο προσεκτικά την μεγάλη χρυσή πόρπη, που ήταν τοποθετημένη λοξά ανάμεσα στα στιλπνά οστά των πλευρών, μία πόρπη σε σχήμα D, πανομοιότυπη με εκείνες που είχε βρει ο καθηγητής Πέρσσον στην Τίρυνθα. Ξαφνιασμένος από τη δύναμη της ίδιας του της φωνής και την ανυπομονησία του να δει το μαυριδερό μούτρο του Πανίκου, κάλεσε τον εργάτη και του ζήτησε βιαστικά να αφαιρέσει, με πολλή προσοχή όμως, το επιφανειακό στρώμα. Αμέσως μόλις τελείωσε αυτή η δουλειά, δεν χρειάστηκε ούτε μία ώρα, γονάτισε στο υγρό χώμα, και μαζί με τον θορυβώδη Κύπριο ξεκίνησαν να αδειάζουν το γέμισμα του τάφου με φτυαράκια.
Όσο γρήγορος κι αν ήταν ο ρυθμός τους, εκείνου του φαινόταν αργός, αν και δεν ένιωθε πια τις γάμπες του από το πολύωρο βαθύ κάθισμα, το δεξί του γόνατο το διαπερνούσαν σουβλιές, η πλάτη του ήταν εντελώς πιασμένη και ο Πανίκος σταματούσε για να καπνίσει ολοένα και πιο συχνά. Αφοσιωμένος με όλες τις αισθήσεις του στην ανασκαφή, ούτε που πρόσεξε την Άντρη που έφερε το μεσημεριανό φαγητό και έφυγε με κατεβασμένο κεφάλι. Μετά το διάλειμμα για γεύμα, συνέχισε με ανανεωμένο σφρίγος, αν και η σπανακόπιτα του είχε πέσει βαριά, στη Σουηδία το σπανάκι δεν το έτρωγαν τσιγαρισμένο, αλλά στον ατμό ή ωμό, και ως τις πέντε το απόγευμα είχαν καταφέρει να σκάψουν το μισό θάλαμο και να εντοπίσουν δύο πλούσια κτερισμένες ταφές. Την ώρα που ο Πανίκος ίσιωνε τα γόνατα του για να καπνίσει το πεντηκοστό ένατο τσιγάρο του, το φτυαράκι του Έιναρ χτύπησε κάτι μεταλλικό προκαλώντας τον χαρακτηριστικό κουδουνιστό ήχο, καθώς και το ηλεκτρισμένο ενδιαφέρον του αρχαιολόγου. Με χέρια που σχεδόν έτρεμαν, έπιασε το σκουπάκι και άρχισε να αφαιρεί λυσσασμένα το χώμα για να αποκαλύψει τη βαριά, καλυμμένη με φύλο χρυσού λαβή ενός ξίφους από αυτά που τοποθετούσαν στους τάφους των Μυκηναίων αρχόντων.
Μου το είχε πει πολλές φορές, όμως ποτέ δεν τον πίστεψα. Κι εκείνο το βράδυ στο πλοίο, που χωρίς ύπνο σερνόμουνα στο κατάστρωμα. Τον βρήκα με τη ράχη ακουμπισμένη στο μεσαίο κατάρτι. Έμοιαζε κατάκοπος, αλλά τα μάτια του σπίθιζαν. Δε μου μένει ούτε ένας χρόνος, με έχει φάει η αρρώστια. Ποια αρρώστια, η στενοχώρια που αφήσαμε το Άργος σκέφτηκα. Όσο χτίζαμε τα σπίτια μας εδώ, στάθηκε δυνατός και ακάματος. Πραγματικός αρχηγός. Γι’ αυτό δε διαλυθήκαμε. Και με αυτούς κατάφερε να συνεννοηθεί, να μην πιάσουνε τα όπλα και αρχίσει ο σκοτωμός. Όσο κι αν μας σιχαίνονται, τον Βουχέτα τον σεβάστηκαν. Έτσι μας παραχώρησαν κι εκείνα τα χωράφια στα δυτικά του λόφου. Και μας άφησαν να δένουμε τις βάρκες στο λιμανάκι του κόλπου.
Πριν δύο μήνες έπεσε στο κρεβάτι. Είχε φρικτούς πόνους στα κόκκαλα, που δεν
έλεγαν να περάσουν. Μπορεί ο αρχιερέας του ανακτόρου, αν είχε έρθει μαζί μας, κάπως να τον είχε βοηθήσει. Με κάλεσε στο σπίτι του. Έμενε ήσυχος, ήξερε πως θα φροντίσω τα αδέλφια μας καλύτερα από κείνον. Μόνο να προσέξω να αποφύγω τις φασαρίες με τους απέναντι, δύσκολα πράγματα ζητάς Βουχέτα… Δεν τον πείραζε που έφευγε. Το μόνο που τον στενοχωρούσε ήταν που δε θα ξεκουραζόταν στην αγκαλιά της αργείτικης γης.
Τον ξαπλώσαμε με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Την ώρα που του σφράγιζα τα χείλια με ένα φύλο από χρυσάφι, άρχισε να βρέχει. Καλό σημάδι, σκέφτηκα, ποτέ δεν βρέχει σε αυτόν τον καταραμένο τόπο· θα βρει καλή υποδοχή ο άρχοντάς μας. Ο σιδεράς λύγισε το βαρύ σπαθί στη μέση και μου το έδωσε, να το τοποθετήσω δίπλα στον αφέντη του. Η δικιά μου λεπίδα, σφυρηλατημένη στην πατρίδα από τον ίδιο μάστορα, χαιρέτησε το θανατωμένο αδέλφι της. Η δυνατή βροχή μου μούσκευε τα μαλλιά και το πρόσωπο. Έτσι, δεν είδε κανείς τα δάκρια μου που έπεφταν στο φρεσκοσκαμμένο χώμα.
Εργαστήρι τέχνης του λόγου (νουβέλα)
ΕΚΕΒΙ,Νοέμβριος 2009
Monday, 26 October 2009
[Πρωτοβρόχι]
Γονατισμένος, έστρωνε τον πάτο ενός κιβωτίου με χοντρό πριονίδι, όταν άκουσε το απαλό ταπ ταπ στην ξύλινη στέγη της αποθήκης. Ανασήκωσε το κεφάλι του να ρίξει μια ματιά στο παράθυρο και είδε τα λεπτά ρυάκια που είχαν σχηματίσει οι σταγόνες τις βροχής, ανακατεμένες με τη λεπτή σκόνη που είχε καθίσει στα τζάμια κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών. Μέχρι να σηκωθεί όρθιος, να φορτωθεί από τον πάγκο δίπλα τον μεγάλο αμφορέα, να τον τοποθετήσει με προσοχή μέσα στο κασόνι και γεμίσει τα κενά που απόμεναν με παλιές εφημερίδες κομμένες σε λωρίδες, η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος είχε πλημμυρίσει την ευρύχωρη αποθήκη. Ένιωσε έναν οξύ πόνο στο δεξί του γόνατο· στο μυαλό του ήρθαν τα σκουροκόκκινα, σχεδόν μαύρα τσαμπιά στα απέραντα αμπέλια που κάλυπταν την πεδιάδα της Μεσαορίας απ’ άκρη σ’ άκρη, με τις χοντρές ρόγες να γυαλίζουν βρεγμένες. Σταφύλια της ποικιλίας «Μαύρο» που έδιναν το πανάρχαιο κρασί της Κύπρου, παρόμοιο με εκείνο το Négrette που έπιναν φοιτητές στην Ουψάλλα, βολεμένοι γύρω από μαντεμένιες σόμπες. Το έφερναν από την Τουλούζη και ο μύθος ότι η ρίζα αυτή είχε έρθει στη Γαλλία τον 12ο αιώνα μαζί με τους ιππότες του Αγίου Ιωάννη ενθουσίαζε τους μελλοντικούς αρχαιολόγους, που παράγγελναν τις μποτίλιες τρεις-τρεις, παρά την τσουχτερή τιμή τους.
Ο Πάμπος, ένας από τους πιο παλιούς και ικανούς εργάτες του τον είχε καλέσει και φέτος να πάρει μέρος στον τρύγο, την επόμενη εβδομάδα. Τέσσερα χρόνια πριν, όταν του είχε ζητήσει για πρώτη φορά άδεια από την ανασκαφή, γιατί έπρεπε να πάει να τρυγήσει το μικρό του αμπέλι στη Γερμασόγεια, έξω από τη Λεμεσό, ο Έιναρ, του είχε προτείνει να τον συνοδεύσει. Τη δεύτερη χρονιά, μετά τον τρύγο, πήγανε με τον Πάμπο στο πανηγύρι του χωριού. Εκεί ήταν που είχε δει πρώτη φορά την Άντρη να χορεύει τινάζοντας τη μαύρη της χαίτη. Μετά από τέσσερις συνεχείς παρουσίες και με την πιθανότητα η φετινή να είναι και η τελευταία, δεν του πέρναγε καθόλου από το μυαλό να μην πάει. Έτσι, αναρωτιόταν πως θα κατόρθωνε να ξεφύγει για μία ολόκληρη ημέρα από το πακετάρισμα των ευρημάτων, εργασία στην οποία είχε επιδοθεί ολόκληρη η ομάδα τις τελευταίες δύο εβδομάδες. Τώρα που οι ανασκαφές είχαν ολοκληρωθεί, προς το παρόν τουλάχιστον, οι Άγγλοι τους άφηναν να πάρουν μαζί τους στη Σουηδία το ένα τρίτο των ευρημάτων τους. Τα ατέλειωτα αντικείμενα που είχαν φέρει στο φως, επέτρεπαν στη σουηδική αποστολή να γυρίσει στην πατρίδα με έναν πραγματικό θησαυρό που θα εντυπωσίαζε το σουηδικό κοινό, πλούσιο υλικό επιστημονικής μελέτης για την επόμενη δεκαετία και πολυάριθμες αφορμές για αναπόληση. Όπως εκείνο το κολοσσιαίο ασβεστολιθικό άγαλμα του Ηρακλή-Μελκάρτ από την Αμαθούντα, που σίγουρα θα μάζευε γύρω του σμήνη επισκεπτών στο Medelhavsmuseet, ενώ εκείνου θα του έφερνε πάντα στο μυαλό το πρώτο του μεθύσι με ζιβανία, εκείνο το διαβολεμένο κυπριακό απόσταγμα που είχαν φέρει οι εργάτες στο σκάμμα για να γιορτάσουν την ανακάλυψη.
Ξαναέπιασε το πριονίδι και ένα άδειο κιβώτιο, ανακουφισμένος με τη φρέσκια δροσιά που απλωνόταν στην υγρή ατμόσφαιρα του δωματίου. Ναι, στη Σουηδία η σόμπα ήταν αναμμένη σχεδόν όλο το χρόνο. Εδώ πάλι, το καλοκαίρι κρατούσε οκτώ μήνες. Ο Ιούλιος και ο Αύγουστος ήταν αφόρητοι, με μια υγρασία που έφερνε πονοκέφαλο και έκανε τα ρούχα να κολλάνε και θερμοκρασίες τροπικές, ανατολίτικες. Όμως, το σκάψιμο ήταν αδύνατο να σταματήσει για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα· κάτι τέτοιο θα προκαλούσε τη δυσφορία των γενναιόδωρων, αλλά και φιλόδοξων χορηγών στη Σουηδία, οι οποίοι ίσως έκλειναν τη στρόφιγγα της χρηματοδότησης. Προσπαθούσε να μην παραπονιέται –εξάλλου, η Ανατολή δεν ήταν από παλιά το όνειρό του; Τους πρώτους μήνες είχε πιέσει τον εαυτό του να συνηθίσει σε αυτήν την αποπνιχτική ατμόσφαιρα. Μάλιστα, επέμενε να συνεχίζει να δουλεύει καταγράφοντας κεραμική, σχεδιάζοντας ή συμπληρώνοντας το ανασκαφικό ημερολόγιο ακόμα και τις εκείνες τις δύσκολες μεσημεριανές ώρες, ανάμεσα δύο και πέντε, όταν όλοι εξαφανίζονταν στα σπίτια τους για την ιερή σιέστα. Για πολύ καιρό ιδρωκοπούσε πάνω από τα σημειωματάρια μέσα στην σιωπή, μέχρι που αποφάσισε να ενδώσει και αυτός στο μεσημβρινό ανατολίτικο ραχάτι, το οποίο είχε γίνει πλέον μία από τις καθημερινές απολαύσεις του. Η Ίλκε, όταν τον επισκέφτηκε πριν ενάμιση χρόνο, δεν μπορούσε να καταλάβει τη νέα του συνήθεια, αναρωτιόταν αν η εξέλιξη της δουλειάς του έδινε την πολυτέλεια να μένει τόσο χρόνο στο κρεβάτι και πέρναγε τα μεσημέρια διαβάζοντας ξαπλωμένη δίπλα του, τεντωμένη σα σύρμα.
Η βροχή είχε δυναμώσει αρκετά. Ο Έιναρ έσκυψε λυγίζοντας τα γόνατα για να σηκώσει τον βαρύ κρατήρα με την σπάνια γραπτή διακόσμηση που απεικόνιζε άρμα με τον ηνίοχό του και έμοιαζε καταπληκτικά με αυτούς που έφτιαχναν στο Άργος. Και αυτήν την φορά δεν μπόρεσε να αντισταθεί· ακούμπησε το αγγείο στον πάγκο, έβγαλε βιαστικά από την τσέπη του μια λούπα και την κόλλησε στην πήλινη επιφάνεια. Οι μικροί κοκκινωποί κόκκοι, ανακατεμένοι με λεπτότατα πετραδάκια του έδειχναν το ντόπιο χώμα, αλλά το σχήμα και η διακόσμηση του κρατήρα μιλούσαν για χέρι αργείο. Πόσα χρόνια θα περνούσε άραγε μελετώντας χοντρούς τόμους, ή, μακάρι, χωμένος σε βαθιές ανασκαφικές τομές πασχίζοντας να φωτίσει τον θρυλικό Αχαϊκό αποικισμό;
Δεν μπορώ να καταλάβω τι θέλουν πια αυτοί οι άνθρωποι, τι άλλο πρέπει να κάνουμε για να σταματήσουν να μας κοιτούν με σιχασιά. Πριν είκοσι μέρες, στην κηδεία του Ονάσα προσφέραμε πέντε κρατήρες, από αυτούς τους μεγάλους με τις ωραίες ζωγραφιές, γεμάτους κρασί, από τα αμπέλια που με μόχθο καλλιεργούμε πέντε χρόνια τώρα. Τις δεχτήκανε τις προσφορές μας, βέβαια· ο τελετάρχης δεν μπήκε στον κόπο να κρύψει το άπληστο βλέμμα του. Την ώρα που παρέδιδα τα αγγεία στα χέρια του με έπιασε μια μανία να τα πετάξω δυνατά στο χώμα, να γίνουν χίλια κομμάτια και να χυθεί το κρασί. Κατάπια, όμως, το φαρμάκι και κρατήθηκα, γιατί δεν αντέχω άλλο να θυμάμαι τα φύλλα των δέντρων στον κάμπο του Άργους χρυσά, κάθε φορά που βλέπω τον ήλιο να δύει στη θάλασσα του Κουρίου· δεν αντέχω να σκέφτομαι τα μαύρα μακριά μαλλιά της Κέρκιδας να γυαλίζουν περασμένα με δαφνόλαδο, κάθε φορά που εκείνη η μαυρομάλλα, η κόρη του ιερέα, φτύνει όταν αναγκαστεί να μου μιλήσει, λες και είμαι δούλος. Πόσους κρατήρες ακόμα πρέπει να τους φτιάξουμε για να σταματήσουν να μας μισούν;
Άθελά του, άρχισε, για μία ακόμη φορά, να σκαρώνει επιχειρήματα και επιστημονικές δικαιολογίες, τα πιο πολλά προς τον ίδιο του τον εαυτό, προκειμένου να συνεχίσουν τις ανασκαφές. Το έβλεπε καθαρά ότι το κεφάλαιο «Κύπρος» δεν γινόταν να κλείσει, όχι ακόμα τουλάχιστον. Ήταν τόσο απορροφημένος από τις σκέψεις του, που σχεδόν πετάχτηκε πάνω ξαφνιασμένος όταν άκουσε τη φωνή του Άλφρεντ, που είχε μπει στην αποθήκη χωρίς να τον προσέξει: «Μόλις μίλησα με τον καθηγητή Πέρσσον στο τηλέφωνο, δεν άκουσες τον Γιαννάκη που σε φώναζε να έρθεις; Είπε πως είναι πολύ ενθουσιασμένος που ολοκληρώσαμε την αποστολή με τόση επιτυχία, τα πάντα είναι έτοιμα για την υποδοχή των αρχαιοτήτων στη Στοκχόλμη. Όλοι μας περιμένουν ανυπομονησία. Θεέ μου, είναι τόσο μακρύ αυτό το ταξίδι, μέχρι να φτάσουμε θα τρελαθώ!»
Εργαστήρι τέχνης του λόγου (νουβέλα),
ΕΚΕΒΙ, Οκτώβριος 2009
Ο Πάμπος, ένας από τους πιο παλιούς και ικανούς εργάτες του τον είχε καλέσει και φέτος να πάρει μέρος στον τρύγο, την επόμενη εβδομάδα. Τέσσερα χρόνια πριν, όταν του είχε ζητήσει για πρώτη φορά άδεια από την ανασκαφή, γιατί έπρεπε να πάει να τρυγήσει το μικρό του αμπέλι στη Γερμασόγεια, έξω από τη Λεμεσό, ο Έιναρ, του είχε προτείνει να τον συνοδεύσει. Τη δεύτερη χρονιά, μετά τον τρύγο, πήγανε με τον Πάμπο στο πανηγύρι του χωριού. Εκεί ήταν που είχε δει πρώτη φορά την Άντρη να χορεύει τινάζοντας τη μαύρη της χαίτη. Μετά από τέσσερις συνεχείς παρουσίες και με την πιθανότητα η φετινή να είναι και η τελευταία, δεν του πέρναγε καθόλου από το μυαλό να μην πάει. Έτσι, αναρωτιόταν πως θα κατόρθωνε να ξεφύγει για μία ολόκληρη ημέρα από το πακετάρισμα των ευρημάτων, εργασία στην οποία είχε επιδοθεί ολόκληρη η ομάδα τις τελευταίες δύο εβδομάδες. Τώρα που οι ανασκαφές είχαν ολοκληρωθεί, προς το παρόν τουλάχιστον, οι Άγγλοι τους άφηναν να πάρουν μαζί τους στη Σουηδία το ένα τρίτο των ευρημάτων τους. Τα ατέλειωτα αντικείμενα που είχαν φέρει στο φως, επέτρεπαν στη σουηδική αποστολή να γυρίσει στην πατρίδα με έναν πραγματικό θησαυρό που θα εντυπωσίαζε το σουηδικό κοινό, πλούσιο υλικό επιστημονικής μελέτης για την επόμενη δεκαετία και πολυάριθμες αφορμές για αναπόληση. Όπως εκείνο το κολοσσιαίο ασβεστολιθικό άγαλμα του Ηρακλή-Μελκάρτ από την Αμαθούντα, που σίγουρα θα μάζευε γύρω του σμήνη επισκεπτών στο Medelhavsmuseet, ενώ εκείνου θα του έφερνε πάντα στο μυαλό το πρώτο του μεθύσι με ζιβανία, εκείνο το διαβολεμένο κυπριακό απόσταγμα που είχαν φέρει οι εργάτες στο σκάμμα για να γιορτάσουν την ανακάλυψη.
Ξαναέπιασε το πριονίδι και ένα άδειο κιβώτιο, ανακουφισμένος με τη φρέσκια δροσιά που απλωνόταν στην υγρή ατμόσφαιρα του δωματίου. Ναι, στη Σουηδία η σόμπα ήταν αναμμένη σχεδόν όλο το χρόνο. Εδώ πάλι, το καλοκαίρι κρατούσε οκτώ μήνες. Ο Ιούλιος και ο Αύγουστος ήταν αφόρητοι, με μια υγρασία που έφερνε πονοκέφαλο και έκανε τα ρούχα να κολλάνε και θερμοκρασίες τροπικές, ανατολίτικες. Όμως, το σκάψιμο ήταν αδύνατο να σταματήσει για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα· κάτι τέτοιο θα προκαλούσε τη δυσφορία των γενναιόδωρων, αλλά και φιλόδοξων χορηγών στη Σουηδία, οι οποίοι ίσως έκλειναν τη στρόφιγγα της χρηματοδότησης. Προσπαθούσε να μην παραπονιέται –εξάλλου, η Ανατολή δεν ήταν από παλιά το όνειρό του; Τους πρώτους μήνες είχε πιέσει τον εαυτό του να συνηθίσει σε αυτήν την αποπνιχτική ατμόσφαιρα. Μάλιστα, επέμενε να συνεχίζει να δουλεύει καταγράφοντας κεραμική, σχεδιάζοντας ή συμπληρώνοντας το ανασκαφικό ημερολόγιο ακόμα και τις εκείνες τις δύσκολες μεσημεριανές ώρες, ανάμεσα δύο και πέντε, όταν όλοι εξαφανίζονταν στα σπίτια τους για την ιερή σιέστα. Για πολύ καιρό ιδρωκοπούσε πάνω από τα σημειωματάρια μέσα στην σιωπή, μέχρι που αποφάσισε να ενδώσει και αυτός στο μεσημβρινό ανατολίτικο ραχάτι, το οποίο είχε γίνει πλέον μία από τις καθημερινές απολαύσεις του. Η Ίλκε, όταν τον επισκέφτηκε πριν ενάμιση χρόνο, δεν μπορούσε να καταλάβει τη νέα του συνήθεια, αναρωτιόταν αν η εξέλιξη της δουλειάς του έδινε την πολυτέλεια να μένει τόσο χρόνο στο κρεβάτι και πέρναγε τα μεσημέρια διαβάζοντας ξαπλωμένη δίπλα του, τεντωμένη σα σύρμα.
Η βροχή είχε δυναμώσει αρκετά. Ο Έιναρ έσκυψε λυγίζοντας τα γόνατα για να σηκώσει τον βαρύ κρατήρα με την σπάνια γραπτή διακόσμηση που απεικόνιζε άρμα με τον ηνίοχό του και έμοιαζε καταπληκτικά με αυτούς που έφτιαχναν στο Άργος. Και αυτήν την φορά δεν μπόρεσε να αντισταθεί· ακούμπησε το αγγείο στον πάγκο, έβγαλε βιαστικά από την τσέπη του μια λούπα και την κόλλησε στην πήλινη επιφάνεια. Οι μικροί κοκκινωποί κόκκοι, ανακατεμένοι με λεπτότατα πετραδάκια του έδειχναν το ντόπιο χώμα, αλλά το σχήμα και η διακόσμηση του κρατήρα μιλούσαν για χέρι αργείο. Πόσα χρόνια θα περνούσε άραγε μελετώντας χοντρούς τόμους, ή, μακάρι, χωμένος σε βαθιές ανασκαφικές τομές πασχίζοντας να φωτίσει τον θρυλικό Αχαϊκό αποικισμό;
Δεν μπορώ να καταλάβω τι θέλουν πια αυτοί οι άνθρωποι, τι άλλο πρέπει να κάνουμε για να σταματήσουν να μας κοιτούν με σιχασιά. Πριν είκοσι μέρες, στην κηδεία του Ονάσα προσφέραμε πέντε κρατήρες, από αυτούς τους μεγάλους με τις ωραίες ζωγραφιές, γεμάτους κρασί, από τα αμπέλια που με μόχθο καλλιεργούμε πέντε χρόνια τώρα. Τις δεχτήκανε τις προσφορές μας, βέβαια· ο τελετάρχης δεν μπήκε στον κόπο να κρύψει το άπληστο βλέμμα του. Την ώρα που παρέδιδα τα αγγεία στα χέρια του με έπιασε μια μανία να τα πετάξω δυνατά στο χώμα, να γίνουν χίλια κομμάτια και να χυθεί το κρασί. Κατάπια, όμως, το φαρμάκι και κρατήθηκα, γιατί δεν αντέχω άλλο να θυμάμαι τα φύλλα των δέντρων στον κάμπο του Άργους χρυσά, κάθε φορά που βλέπω τον ήλιο να δύει στη θάλασσα του Κουρίου· δεν αντέχω να σκέφτομαι τα μαύρα μακριά μαλλιά της Κέρκιδας να γυαλίζουν περασμένα με δαφνόλαδο, κάθε φορά που εκείνη η μαυρομάλλα, η κόρη του ιερέα, φτύνει όταν αναγκαστεί να μου μιλήσει, λες και είμαι δούλος. Πόσους κρατήρες ακόμα πρέπει να τους φτιάξουμε για να σταματήσουν να μας μισούν;
Άθελά του, άρχισε, για μία ακόμη φορά, να σκαρώνει επιχειρήματα και επιστημονικές δικαιολογίες, τα πιο πολλά προς τον ίδιο του τον εαυτό, προκειμένου να συνεχίσουν τις ανασκαφές. Το έβλεπε καθαρά ότι το κεφάλαιο «Κύπρος» δεν γινόταν να κλείσει, όχι ακόμα τουλάχιστον. Ήταν τόσο απορροφημένος από τις σκέψεις του, που σχεδόν πετάχτηκε πάνω ξαφνιασμένος όταν άκουσε τη φωνή του Άλφρεντ, που είχε μπει στην αποθήκη χωρίς να τον προσέξει: «Μόλις μίλησα με τον καθηγητή Πέρσσον στο τηλέφωνο, δεν άκουσες τον Γιαννάκη που σε φώναζε να έρθεις; Είπε πως είναι πολύ ενθουσιασμένος που ολοκληρώσαμε την αποστολή με τόση επιτυχία, τα πάντα είναι έτοιμα για την υποδοχή των αρχαιοτήτων στη Στοκχόλμη. Όλοι μας περιμένουν ανυπομονησία. Θεέ μου, είναι τόσο μακρύ αυτό το ταξίδι, μέχρι να φτάσουμε θα τρελαθώ!»
Εργαστήρι τέχνης του λόγου (νουβέλα),
ΕΚΕΒΙ, Οκτώβριος 2009
Subscribe to:
Posts (Atom)