Wednesday 15 November 2023

ΑΡΓΩ

Μπροστά της βρισκόταν ένα πιάτο με μεζέδες, σχεδόν ανέγγιχτο. Μόνο το χταπόδι της είχε αρέσει, σκληρό και ξυδάτο, όπως το έφτιαχναν στο σπίτι. Το μεσημεριάτικο φως έδινε κάτι το χαρμόσυνο στην ατμόσφαιρα, που ήταν γεμάτη καπνό και χαμηλόφωνες κουβέντες. Αν και δεν πεινούσε, έβαλε στο στόμα της ένα κομμάτι χταπόδι ακόμη. Το θυμάρι της κόλλησε στον ουρανίσκο. Ήπιε ένα σφηνάκι γέρνοντας το κεφάλι πίσω. Από την οροφή κρέμονταν δίχτυα και ψάθινα φαναράκια. Καθώς αναζητούσε τον σερβιτόρο, πήρε το μάτι της, σε ένα γωνιακό τραπέζι, τον άντρα με το δερμάτινο σακάκι. Καθόταν κι εκείνος μόνος του. Την είδε να τον κοιτάει και σήκωσε το ποτήρι του προς το μέρος της. Δεν ανταπόδωσε τη χειρονομία, παρόλο που είχαν μιλήσει δύο φορές την προηγούμενη μέρα.

Η πρώτη ήταν στις έντεκα το πρωί, την ώρα που στάθηκε στη γωνία Αναλήψεως και Καρτάλη για να ελέγξει τον χάρτη. Εκείνος βρισκόταν ήδη εκεί, καπνίζοντας ένα πούρο. Την πλησίασε και, χωρίς να συστηθεί, της είπε ότι το σπίτι που έψαχνε είχε κατεδαφιστεί προ δεκαετίας. Έπειτα αποχώρησε χωρίς να απαντήσει σε καμία από τις ερωτήσεις της. Δεν τον ακολούθησε γιατί δεν ήθελε μπελάδες, αλλά η δεύτερη συνάντησή τους δεν της φάνηκε καθόλου τυχαία. Έγινε στην ερημική ακροθαλασσιά της Αγριάς, αργά το απόγευμα. Ανάσαινε βαθιά τον αλμυρό αέρα εξετάζοντας την ακτογραμμή, όταν άκουσε πίσω της τα βότσαλα να κροταλίζουν. Γύρισε και τον είδε, μα δεν ένιωσε καμία έκπληξη. Κρατούσε μια φωτογραφική μηχανή και φορούσε ένα δερμάτινο σακάκι, μαύρο σουέντ, ολόιδιο με εκείνο του μπαμπά. Ο άντρας πλησίασε, τη χαιρέτησε και είπε ότι αν ήθελε να την φωτογραφήσει στο σωστό σημείο, έπρεπε να κάνει δεκαπέντε βήματα προς τα αριστερά. Μετακινήθηκε στο σημείο που της υπέδειξε και κάθισε στα βότσαλα με το ένα πόδι διπλωμένο κάτω από τον μηρό της και το άλλο απλωμένο μπροστά. Αυτός ρύθμισε τον φακό της μηχανής και τράβηξε τρεις φωτογραφίες, ζητώντας της, πριν από κάθε κλικ, να τον κοιτάζει. Μετά έκλεισε τον φακό κι έκανε μεταβολή. Αυτήν τη φορά δεν του έκανε καμία ερώτηση. Έμεινε βουβή, με τα μέλη της ακριβώς στην ίδια θέση που είχαν σε εκείνη την ασπρόμαυρη φωτογραφία πριν από τέσσερις δεκαετίες, να βλέπει το δερμάτινο σακάκι να απομακρύνεται.

Αποφάσισε να αφήσει τα χρήματα στο τραπέζι, πήρε την τσάντα της και βγήκε από την πλαϊνή πόρτα του μαγαζιού. Περπάτησε βιαστικά στην προκυμαία μέχρι το αυτοκίνητο, που είχε καταφέρει να παρκάρει στην Ιάσωνος. Πριν βάλει μπροστά, κοίταξε στον καθρέφτη, αλλά δεν είδε κανέναν. Μέχρι να στρίψει στον δρόμο για τα χωριά, ο ήλιος την τύφλωνε. Ανηφορίζοντας, το αυτοκίνητο χάθηκε κάτω από τις οξιές αφήνοντας πίσω του τη μέρα που τελείωνε. Γύρω στις έξι, λίγο πριν φτάσει στην Τσαγκαράδα, ακούστηκαν στο ράδιο τα πρώτα ακόρντα από το Παποράκι και θυμήθηκε αυτό που έλεγε η Ελένη για τη σημασία της στιγμής. Άφησε το αυτοκίνητο πάνω από την πλατεία και πήρε τον δρόμο προς την άλλη άκρη του χωριού. Μύριζε καμένο ξύλο και όλα τα παράθυρα τριγύρω ήταν φωτισμένα. Θα μπορούσε να βρίσκεται σε χειμερινό θέρετρο της βόρειας Ευρώπης, μα το σπίτι με τις ροδιές ήταν κατασκότεινο. Η σιδερένια αυλόπορτα ήταν ασφαλισμένη με χοντρή αλυσίδα κι ο κήπος χορταριασμένος. Στο μισοσκόταδο ξεκουφωμένα ρόδια ετών αχνοκοκκίνιζαν στα κλαδιά. Ένα σκυλί γρύλιζε πίσω από τον διπλανό φράχτη. Ότι ο ιδιοκτήτης είχε πεθάνει πολλά χρόνια πριν το ήξερε. Η γυναίκα του έπαιρνε που και που τηλέφωνο στο σπίτι. Ήταν φίλες με τη μαμά παλιά. Έκαναν παρέα όσο ζούσαν στον Βόλο, έβγαιναν και ζευγάρια με τους άντρες τους. Μετά την εγκατάστασή της οικογένειάς της στην Αθήνα, το πράγμα ατόνησε. Το κρατούσαν όμως, κάθε Άυγουστο στην πέτρινη βιλίτσα. Όλοι μαζί, όπως τα βράδια που περίμεναν να ανατείλει το φεγγάρι πίνοντας τσίπουρο με πάγο. Τσούγκριζαν τα ποτήρια με θόρυβο, ακόμη και μ’ εκείνη, που ήταν η μόνη στην παρέα που έπινε γκαζόζα, γιατί η φίλοι των γονιών της δεν είχαν παιδιά. Όταν πια σταμάτησαν να πηγαίνουν, η μαμά είχε πει ότι οι φιλίες ξεφτίζουν από μακριά.

Γύρισε με ταχύ βήμα στην πλατεία. Είχε πιάσει κρύο και τα πόδια της είχαν ξυλιάσει παρά τον ποδαρόδρομο. Ήθελε να ξαναδεί τις λεοντοκεφαλές στην κρήνη, αλλά είχε νυχτώσει για τα καλά. Μπήκε σε ένα μπαράκι. Παρόλο που ήταν ασφυκτικά γεμάτο, τον εντόπισε αμέσως, καθισμένο σε έναν πάγκο δίπλα στο αναμμένο τζάκι. Εκείνος είχε ήδη αντιληφθεί την παρουσία της και κοιτούσε χαμογελαστός. Χωρίς να τον πλησιάσει, του έκανε νεύμα κουνώντας το κεφάλι προς την πόρτα πίσω της. Ο άντρας με το δερμάτινο σακάκι σηκώθηκε, πέρασε ανάλαφρος σαν φάσμα μέσα από το πλήθος, έφτασε στην πόρτα και την άνοιξε. Την περίμενε να βγει, κι έπειτα άρχισε να περπατάει πίσω της. Τα βήματά τους, σχεδόν συντονισμένα, αντηχούσαν στις πέτρινες πλάκες σαν σφυριά.