Thursday 16 December 2021

Από τις Σάρδεις στην Θράκη, κι έπειτα στη Θήβα

Τα μάυρα νέφη δεν φέρνουν πάντοτε
άσχημα νέα. Το αντίθετο
 
Στην αρχή κάθε άνοιξης το χορτάρι μοσχοβολάει νοτισμένο στο ρημαγμένο γυμνάσιο, δίπλα στον Πακτωλό που, γεμάτος λασπωμένο νερό, διασχίζει το Σαρδιανό πεδίο. Εδώ και εκατονταετίες, στην παλιά πρωτεύουσα της Λυδίας, το κέντρο των δρόμων που σαν πυκνό δίχτυ χαράκωναν τις ανοιχτωσιές της Μικράς Ασίας. Για τις Σάρδεις μιλάω, πόλη θρυλική που γνώρισε μεγάλη δόξα, μέχρις ότου οι Πέρσες κατέλυσαν το κράτος των Λυδών. Αυτό έγινε στα μέσα του 6ου αιώνα, τον καιρό που βασίλευε ο Κροίσος, ο πιο φημισμένος γόνος της δυναστείας των Μερμναδών. Ακόμη πιο φημισμένα κι από τον ίδιο, όμως, ήταν τα πλούτη που είχε μαζέψει από τους φόρους των ελληνικών αποικιών και την εκμετάλλευση των χρυσωρυχείων του Πακτωλού. Ο Κροίσος νόμισε τον εαυτό του τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο στον κόσμο. Η πίστη αυτή είχε αναγκάσει τον Αθηναίο νομοθέτη Σόλωνα, που επισκέφτηκε τη Λυδία το 558 π.Χ., να του πει να μην μακαρίζει κανέναν πριν τον θάνατό του, αφού οι θεοί σε πολλούς θνητούς είχαν χαρίσει ευδαιμονία και χαρές, για να τους καταστρέψουν αργότερα, φθονεροί καθώς ήταν. Τη σοφία του Σόλωνα, που έβαζε πάνω από όλα το τι είδους θάνατο είχε κανείς, διόλου δεν την εκτίμησε ο Κροίσος. Παρόλ’ αυτά, έμελλε να την επικαλεστεί έντεκα χρόνια αργότερα, όταν έπεσε στα χέρια των Περσών.

Τα παθήματα του Κροίσου διηγήθηκε ο Ηρόδοτος, όταν ο στρατός του Κύρου κατέλαβε τις Σάρδεις κι αιχμαλώτισε τον βασιλιά των Λυδών, που βασίλεψε δεκατέσσερα έτη και πολιορκήθηκε δεκατέσσερις ημέρες. Γιατί τόσο έμειναν αρματωμένοι οι Πέρσες έξω από τα τείχη των Σάρδεων, μέχρις ότου κατάφεραν να βρουν ένα αφύλακτο σημείο και να χωθούν στην πόλη, για να την λεηλατήσουν. Ο Κροίσος, απελπισμένος, έπεσε χωρίς να αντισταθεί στα χέρια των κατακτητών, που τον οδήγησαν στον βασιλιά τους, τον Κύρο. Αυτός διέταξε να ετοιμάσουν μια πυρά και να ανεβάσουν επάνω της τον Κροίσο μαζί με δεκατέσσερις Λυδούς σαν προσφορά σε άγνωστο ποιον θεό. Λέγεται, ακόμα, ότι ο Κύρος είχε ακούσει πως ο Κροίσος ήταν θεοσεβούμενος κι ήθελε να δει αν θα σωζόταν από θεϊκή παρέμβαση. Πράγμα που έγινε. Πριν από αυτό, όμως, ο Κροίσος, πάνω στην πυρά, θυμήθηκε τον Σόλωνα κι έπιασε να φωνάζει το όνομά του. Τόσο δυνατές ήταν οι φωνές του που τράβηξαν το ενδιαφέρον του Πέρση, που ζήτησε να μάθει ποιος ήταν ο Σόλων. Όταν οι διερμηνείς του μετέφεραν την ιστορία που διηγήθηκε ο Κροίσος, σκέφτηκε ότι θανάτωνε έναν άνθρωπο, του οποίου η ευτυχία δεν είχε υπάρξει κατώτερη από τη δική του και φοβήθηκε τη θεϊκή εκδίκηση. Διέταξε να σβήσουν αμέσως την φωτιά και να τον κατεβάσουν από την πυρά, μαζί με τους συμπατριώτες του. Μα η φωτιά, θεριεμένη, δεν έσβηνε. Ο Κροίσος, που είχε διαιστανθεί τη μετάνοια του Κύρου, άρχισε να ικετεύει τον Απόλλωνα και να του υπόσχεται προσφορές, αν τον βοηθούσε να γλυτώσει από τις φλόγες. Τα δάκρυα του Κροίσου έτρεχαν στα μάγουλά του και μούσκευαν τα γένια του την ώρα που ο ανέφελος ουρανός άρχισε να σκοτεινιάζει. Βαριά σύννεφα μαζεύτηκαν πάνω από τις Σάρδεις και ταχύτατα ξέσπασε θύελλα. Η άγρια βροχή που έπεφτε με βουητό έσβησε τη φωτιά, χωρίς ο Κροίσος να πάθει τίποτα. Έτσι, γλύτωσε από έναν φριχτό θάνατο κι ο Πέρσης βασιλιάς, που κατάλαβε ότι ήταν αγαπημένος του Απόλλωνα κι άνθρωπος αγαθός, τον κράτησε κοντά του ως σύμβουλο. Κι οι συμβουλές του όλες αποδείχτηκαν σοφές, γιατί ο Κροίσος, σαν άνθρωπος που είχε σταθεί στο κατώφλι του χαμού, είχε νιώσει βαθιά μέσα του τη ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Αφού από τη μια στιγμή στην άλλη είχε βρεθεί ζωσμένος από φονικές φλόγες, με δική του υπαιτιότητα, έχοντας προκαλέσει την οργή του Πέρση, πολύ πριν ο αυτός φτάσει έξω από τα τείχη της πόλης του. 

Κι όμως, η ιστορία του Κροίσου δείχνει ότι είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο, εύκολο να σωθεί κανείς από τον αφανισμό, αρκεί η μεταμέλεια να είναι αληθινή κι η συγκυρία να βολεύει, κυρίως αυτό, γιατί πόσο συχνά να βρέχει, άραγε, στους πρόποδες του Τμώλου. Στην πραγματικότητα, αυτή η ιστορία δεν είναι και τόσο σπάνια, καθώς η εναλλαγή αυτών των καταστάσεων έχει σημαδέψει πολλές ψυχές στα αρχαία χρόνια, αλλά και μέχρι τις μέρες μας. Και τα σημάδια γίνονται ακόμα πιο βαθιά όταν την μετάβαση από τον αφανισμό στη σωτηρία, αλλά και το αντίθετο, ρυθμίζει μία ακατανόητη, τουλάχιστον φαινομενικά, συνθήκη, που οι περισσότεροι σήμερα την αποκαλούμε τύχη, ενώ κάποιοι, λιγότεροι, τη λένε πεπρωμένο.


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


 

 

 

Τέτοια ακραία συναισθήματα έζησε κι η νεαρή Παλλήνη, που σώθηκε από την πυρά με τρόπο αντίστοιχο με αυτόν του Κροίσου, αν και η αιτία που την οδήγησε σε αυτήν ήταν τελείως διαφορετική. Η Παλλήνη ήταν θυγατέρα του βασιλιά των Οδομάντων της Θράκης Σίθωνα. Όταν μεγάλωσε, η ομορφιά της κοπέλας ήταν τόσο μοναδική που προσήλκυε μνηστήρες όχι μόνο από τη Θράκη, αλλά κι από πιο μακριά, από την Ιλλυρία και τις ακτές του Τανάιδος ποταμού, που είναι σήμερα γνωστός ως «Ντον». Ο Σίθων δεν ήθελε να την παντρέψει κι, έτσι, να την χάσει. Προκαλώντας τους επίδοξους γαμπρούς να αγωνιστούν εναντίον του με έπαθλο την κόρη του, κατάφερε να σκοτώσει πολλούς από αυτούς. Πέρασαν, όμως, τα χρόνια, η δύναμή του τον εγκατέλειψε και, τελικά, αποφάσισε να αποδεχτεί την απώλεια της κόρης, καθώς και της εξουσίας του. Κάλεσε δύο μνηστήρες, αυτούς που ενέκρινε περισσότερο, τον Δρύαντα και τον Κλείτο, να μονομαχήσουν μεταξύ τους για να κερδίσουν την Παλλήνη για σύζυγό τους και, μαζί με αυτή, το βασίλειό του. Στο μεταξύ, η Παλλήνη είχε αγαπήσει τον Κλείτο κι αγωνιούσε βουβά για την έκβαση της μονομαχίας, χωρίς κανείς να γνωρίζει τα συναισθήματά της. Παρατηρώντας τα βουρκωμένα της μάτια, ο ηλικιωμένος τροφός της κατάλαβε τι έτρεχε. Επειδή την γνώριζε καλύτερα κι από τον ίδιο της τον πατέρα, κατάφερε να την κάνει να του ομολογήσει την αλήθεια και την παρηγόρησε λέγοντάς της ότι η υπόθεση θα είχε αναμφίβολα την έκβαση που επιθυμούσε. Κατόπιν, πλησίασε τον ηνίοχο του Δρύαντα και τον δωροδόκησε ώστε να μην τοποθετήσει τους πείρους στους τροχούς. Έτσι, ο Δρύας έπεσε από το άρμα του κατά την διάρκεια της μονομαχίας κι ο Κλείτος κατάφερε να τον σκοτώσει με ευκολία. Παρόλο που τα πράγματα εξελίχθηκαν ομαλά, ο Σίθων, άγνωστο πώς, αντιλήφθηκε τον έρωτα της Παλλήνης και το δόλιο σχέδιο που είχε εξυφάνει με την βοήθεια του τροφού. Χολωμένος, ετοίμασε μία τεράστια πυρά για να κάψει το σώμα του Δρύαντα και πάνω σε αυτήν σκόπευε να σφάξει την κόρη του. Και θα το είχε κάνει, αν δεν είχε εμφανιστεί ξαφνικά μία φασματική μορφή που λένε πώς ήταν η θεά Αφροδίτη. Ταυτόχρονα, συννέφιασε, ξέσπασε καταιγίδα και η ραγδαία βροχή έσβησε την πυρά. Τα θεϊκά σημάδια έκαναν τον Σίθωνα να μετανοήσει κι επέτρεψε στον Κλείτο να παντρευτεί την Παλλήνη. Το τέλος της ιστορίας αυτής είναι προφανώς καλύτερο από αυτής του Κροίσου, γιατί η βασιλοπούλα έσμιξε με τον αγαπημένο της, ενώ εμείς μόνο με την φαντασία μας, όσοι διαθέτουν δηλαδή, μπορούμε να ψηλαφήσουμε το βάθος του αχναριού που άφησε στην ψυχή της η τρομερή μετακίνηση από τον ζοφερό προθάλαμο του Άδη στα μυρωμένα δώματα του έρωτα.

 

Τελευταία αναφέρω την Αλκμήνη, γνωστή προπάντων για τον γιο της, στην οποία ήταν γραφτό να γνωρίσει παρόμοια σωτηρία από τις φλόγες. Προερχόταν από ηρωική γενιά, καθώς ήταν κόρη του βασιλιά των Μυκηνών Ηλεκτρύωνα κι εγγονή των μυθικών Περσέα και Πέλοπα. Η Αλκμήνη, ηρωική κι η ίδια, ακολούθησε τον Αμφιτρύονα, ακούσιο φονιά του πατέρα της, στη Θήβα, όπου αυτός είχε εξορισθεί. Επιθυμούσε παθιασμένα να εκδικηθεί τον χαμό των αδελφών της, που τους είχαν σκοτώσει οι Τηλεβόες, γνωστοί και ως «Ταφίοι», όταν είχαν πάει στην Τίρυνθα για να κλέψουν ζώα. Έτσι, έστειλε τον Αμφιτρύονα σε εκστρατεία εναντίον τους, τάζοντάς του ότι θα γινόταν γυναίκα του, αν γύριζε πίσω θριαμβευτής. Παρακινημένος από την γοητεία της Αλκμήνης, ο Αμφιτρύων, που την περνούσε πολλά χρόνια καθώς ήταν αδελφός της μητέρας της, ξεκίνησε με πολλούς άντρες από τη Θήβα εναντίον των ζωοκλεφτών. Κι έτσι, η Αλκμήνη έμεινε μόνη. Ο ασυγκράτητος Δίας, μαγεμένος από την ομορφιά της, πήρε τη μορφή του Αμφιτρύονα και την πλησίασε υποκρινόμενος ότι ήταν εκείνος κι είχε μόλις επιστρέψει από την εκστρατεία. Η Αλκμήνη, χωρίς να καταλάβει τη θεϊκή απάτη, πλάγιασε μαζι του μια νύχτα αξημέρωτη, αφού ο θεός, για να χαρεί τον έρωτα της θνητής και να καταλαγιάσει τον πόθο του είχε διατάξει τον Ήλιο να μην ανατείλει κάνοντας εκείνη τη νύχτα να κρατήσει για τρεις. Μάλιστα, για τον λόγο αυτόν ο Ηρακλής, το παιδί που έφερε η Αλκμήνη στον κόσμο μετά από εκείνη την ερωτική βραδιά, λεγόταν και «τριέσπερος» ή «τρισέληνος». Επιστρέφοντας, την επόμενη μέρα, ο Αμφιτρύων βρήκε την Αλκμήνη αδιάφορη για τις περιπέτειες του στην εκστρατεία που είχε πραγματοποιήσει για χάρη της. Βαριεστημένη του απάντησε πως όλα αυτά τα γνώριζε, αφού της τα είχε διηγηθεί την προηγούμενη βραδιά. Μπερδεμένος, αλλά και ζωσμένος από τα φίδια της ζήλιας, ο άντρας αποφάσισε να ρίξει την Αλκμήνη στην πυρά για να τιμωρήσει την προσβολή. Μόλις, όμως, οι καπνοί της πυράς είχαν αρχίσει να πυκνώνουν κρύβοντας την γυναίκα από τα μάτια των παρευρισκομένων, ο Δίας έστειλε μια δυνατή βροχή που έσβησε τις φλογες που θα κατέκαιαν το αγαπημένο κορμί. Μπροστά σε αυτό το θαύμα, ο Αμφιτρύων δείλιασε και στράφηκε στον μάντη Τειρεσία για να φωτιστεί. Έτσι έμαθε το σμίξιμο της γυναίκας του με τον θεό κι αναγκάστηκε, θέλοντας και μη, να αποδεχτεί τα πράγματα, αφού μετά από εννέα μήνες η Αλκμήνη έφερε στον κόσμο τον Ηρακλή, που έμελλε να γίνει ημίθεος, πλησιάζοντας τον Όλυμπο όσο κανένας άλλος θνητός. 

Το θαύμα που μόλις αφηγήθηκα το έχουν απεικονίσει πολλοί αγγειογράφοι κι είναι γνωστές οι παραστάσεις που δείχνουν την Αλκμήνη, ερυθρόμορφη και θλιμμένη, να κάθεται σε μία στοίβα ξύλα υψώνοντας ικέτισσα το χέρι προς τον ουρανό, από όπου πέφτουν μεγάλες σταγόνες. Μάλιστα, στον κωδονόσχημο κρατήρα, που από την Καμπανία κατέληξε στο Λονδίνο, την βροχή την ρίχνουν δύο κοπέλες, οι περίφημες Υάδες, από υδρίες. Αυτές είναι οι νύμφες που ανέθρεψαν τον Διόνυσο, θεό που στις γιορτές του πάντα έβρεχε. Η ονομασία τους βγαίνει από το ρήμα «ύω», που σημαίνει στέλνω βροχή κι έχει να κάνει με τα κλάματα και τους θρήνους τους για τον χαμό του αδελφού τους Ύαντα. Για να τις ανακουφίσει από την αβάσταχτη θλίψη, ο Δίας, σπλαχνικός σε αυτήν την περίσταση, τις μεταμόρφωσε σε αστέρια, η εμφάνιση των οποίων στο ουράνιο στερέωμα, κοντά στις Πλειάδες, συμπίπτει με την εποχή των ανοιξιάτικων βροχών. Τα πράγματα, όμως, δεν είναι ακριβώς έτσι, εδώ που φτάσαμε πιστεύω πως είναι ξεκάθαρο σε όλους, αφού, όπως δείχνουν οι ιστορίες του Κροίσου, της Παλλήνης και της Αλκμήνης, τα δάκρια των Υάδων δεν είναι πάντα πικρά, ίσως πιο συχνά γλυκά παρά φαρμακωμένα, ή κι από τα δύο, οι πιο κατάλληλοι σύντροφοι για την μετάβαση μεταξύ των καταστάσεων νοτίζοντας τις ακμές, λειαίνοντας, μαλακώνοντας, ρευστοποιώντας και διευκολύνοντας την κίνηση. 


 

 

 

Tuesday 30 November 2021

55T/ Tempel-Tuttle

Πολλά από τα αστέρια που βλέπουμε δεν υπάρχουν, διότι έχουν καταστραφεί κατά το χρονικό διάστημα που χρειάζεται η λάμψη τους για να φτάσει στον νυχτερινό ουρανό μας. Αυτό είναι ένα από τα λίγα πράγματα που έχω συγκρατήσει από το μάθημα της κοσμολογίας, που διδάχτηκα στην Β’ Λυκείου. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση της βροχής διαττόντων αστέρων, όπως των Λεοντιδών, η εμφάνιση των οποίων θα κορυφωθεί την ερχόμενη Τετάρτη, αργά το βράδυ, δύο ημέρες πριν τα γενέθλιά μου. Η αστρική βροχή προκύπτει όταν η Γη περνά μέσα από σμήνη σωματιδίων μετεωρικής ύλης προερχόμενα από κομήτες που έχουν διαλυθεί. Μόλις τα σωματίδια αυτά έρθουν σε επαφή με την ατμόσφαιρα του περιστρεφόμενου πλανήτη μας, αναφλέγονται και μετατρέπονται σε φωτεινές σφαίρες, τα γνωστά σε όλες τις ρομαντικές ψυχές «πεφταστέρια». Το σημείο τομής της τροχιάς της Γης με αυτήν του αφανισμένου κομήτη χαρακτηρίζεται «ακτινοβόλο», καθώς η αστρική βροχή μοιάζει να πηγάζει από αυτό, αφού εκεί οι διάττοντες αστέρες εμφανίζονται με πολύ ταχύτερο ρυθμό.  

Αν και οι Λεοντίδες είχαν κάποτε συσχετισθεί με τον αστερισμό του Λέοντα, όπου συμπτωματικώς βρίσκεται ο ωροσκόπος μου, είναι πλέον γνωστό ότι η αστρική αυτή σκόνη είναι ό,τι απέμεινε από την ουρά του 55T/Tempel-Tuttle. Ο κομήτης αυτός ανακαλύφθηκε το 1865, έτος κατά το οποίο δολοφονήθηκε ο Αβραάμ Λίνκολν, ιδρύθηκε ο Στρατός της Σωτηρίας και εκδόθηκε η Αλίκη στην Χώρα των Θαυμάτων. Κάθε Νοέμβριο τα απομεινάρια του 55T/Tempel-Tuttle διασταυρώνονται με την τροχιά της Γης. 

Η αδιαμφισβήτητη φαντασμαγορία του φαινομένου των διαττόντων αστέρων εν γένει ωθεί συχνά τους ανθρώπους στην αναζήτηση ιδιαιτέρως σκοτεινών σημείων, ώστε να μπορέσουν να παρακολουθήσουν τη βροχή χωρίς το φως των λαμπτήρων να αφαιρεί τίποτα από την λάμψη της. Πολλά δράματα έχουν εκτυλιχθεί κατά την διάρκεια των αναζητήσεων αυτών, αλλά αυτή η συζήτηση δεν είναι της παρούσης, παρά το ότι κάποια από αυτά, όπως τυχαίνει να γνωρίζω από πρώτο χέρι, υπήρξαν αξεπέραστα. Θα περιοριστώ στην αναφορά των έντονων αντιδράσεων που σημειώθηκαν όταν ηλεκτροφωτίστηκε ο μικρός οικισμός, όπου παραθερίζαμε με τους γονείς μου κάθε καλοκαίρι. Οι βραδινοί περίπατοι μειώθηκαν δραστικά και πολλοί νέοι, αν και επί της ουσίας ικανοποιημένοι με τις ανέσεις που τους παρείχε ο ηλεκτρισμός, συχνά παραπονούνταν ότι οι φανοστάτες κατά μήκος του αμαξιτού δρόμου είχαν μειώσει αισθητά τους διάττοντες αστέρες και, συνεκδοχικά, τη δυνατότητα τους να εκφράζουν  επιθυμίες προς το σύμπαν. Τότε, βεβαίως, ο λόγος ήταν για τους Περσείδες, δηλαδή τα απομεινάρια του κομήτη 109P/ Swift-Tuttle, την πρώτη αστρική βροχή που κατέγραψαν οι αστρονόμοι της αρχαιότητας και η οποία πέφτει πάντοτε τον Αύγουστο.

Επί του παρόντος, το φαινόμενο θα διαρκέσει μέχρι τα τέλη του μηνός, αλλά η κορύφωσή του, στις 17, δεν θα γίνει αντιληπτή σε ολόκληρο το μεγαλείο της, διότι η πανσέληνος που ακολουθεί, δύο ημέρες αργότερα, θα φωτίζει αισθητά τον νυχτερινό ουρανό εξασθενίζοντας τη λαμπρότητα των διαττόντων αστέρων. Επιπλέον, το βράδυ της Παρασκευής, 19 Νοεμβρίου, ημέρας των γενεθλίων μου, θα πραγματοποιηθεί μερική έκλειψη της Σελήνης, μη ορατή από την Ελλάδα, η οποία θα διαβεί την ανατολική Ρωσία, την Ιαπωνία, τον Ειρηνικό ωκεανό, την Αμερική και θα καταλήξει στην δυτική Ευρώπη. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό εκλείψεως αυτής είναι η μεγάλη διάρκεια, η οποία οφείλεται στο ότι πραγματοποιείται 1,7 ημέρες προτού η Σελήνη φθάσει στο απόγειό της, τουτέστιν στο πιο μακρινό σημείο της τροχιάς της από τη Γη. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικό παράδειγμα των εντυπωσιακών αποτελεσμάτων που είναι δυνατόν να προκαλέσει η απομάκρυνση και, εν γένει, η απόσταση.

Σύμφωνα με το μέχρι τώρα άγνωστο σε εμένα Αστεροσκοπείο Holcomb του Πανεπιστημίου Butler, στην Ιντιάνα των Ηνωμένων Πολιτειών, η έκλειψη της 19ης Νοεμβρίου θα είναι όχι μόνο η μεγαλύτερης διάρκειας μερική σεληνιακή έκλειψη του 21ου αιώνα, αλλά και έως το 2669. Όπως αναφέρει η αντιθέτως πασίγνωση NASA, όπου, ειρήσθω εν παρόδω, εργάστηκε για δύο χρόνια ένα εξαιρετικά αγαπημένο μου πρόσωπο που έχω να συναντήσω 21 χρόνια, θα είναι σχεδόν ολική, καλύπτοντας το ενενήντα επτά τοις εκατό της πανσελήνου και θα διαρκέσει γύρω στις τρεισήμισι ώρες, ενώ το συνολικό φαινόμενο, μαζί με την παρασκιά, θα φθάσει τις έξι. Σημειωτέον δε, ότι η μακρύτερη μέχρι σήμερα ολική σεληνιακή έκλειψη του 21ου αιώνα έλαβε χώρα το 2018 και δεν ξεπέρασε τις δύο ώρες σε διάρκεια. 

Ο πρωτοφανής συνδυασμός των σπάνιων αυτών κοσμικών φαινομένων αναδεικνύει την 19η Νοεμβρίου ως ημέρα ξεχωριστής σημασίας, που αδυνατώ να μην συσχετίσω με την επέτειο των γενεθλίων μου ως μία, κατά κάποιον τρόπο, εξωπραγματική ή, μάλλον, μεταφυσική συνέπειά τους. Πόσω μάλλον δε, αν λάβει κανείς υπόψιν του και το γεγονός ότι στον εορτασμό των εν λόγω γενεθλίων δεν θα παρίσταται ο κύριος υπάιτιός του, με άλλα λόγια η μητέρα μου, που έφυγε από τη ζωή πριν 188 ημέρες. Η συγκυρία αυτή είναι πρωτοφανής για το σύνολο της διάρκειας του βίου μου και, ταυτοχρόνως, εξαιρετικά δυσάρεστη, καθώς η απουσία αυτή είναι μόνιμη και εντελώς αμετάκλητη. Δεδομένων των παραπάνω, δεν θα εκπλαγώ αν κατά την 19η του παρόντος Νοεμβρίου βιώσω μοναδικά φαινόμενα, ηχητικά και οπτικά, αν δεχτώ κάποια φασματική επίσκεψη, αν ακούσω κάποια ιδιαιτέρως γνώριμη φωνή, ακόμα κι έναν ψίθυρο, αν αισθανθώ τη γη να δονείται κάτω από τα πόδια μου, κάποιο τρέμισμα, ίσως κάποιο φευγαλέο χάδι, ακόμη κι ένα όνειρο, ή έστω μια άνευ αντικειμενικής αιτίας ανατριχίλα, την οποία θα μπορούσε κανείς να εκλάβει ως ένδειξη μίας αόρατης παρουσίας. Βρίσκομαι ήδη σε ετοιμότητα.



 

Wednesday 3 November 2021

Μόνοι πάνω στη γη

H γαλαζωπή ανταύγεια της οθόνης χάνεται μέσα στην αντηλιά, αλλά οι άλλοι δεν θέλουν να κατεβάσουν τα ρολά, η λιακάδα είναι τόσο όμορφη λένε. Αναγκάζεται να φορέσει γυαλιά ηλίου για να βλέπει, έτσι όπως είναι καθισμένη μπροστά στον ηλεκτρονικό της υπολογιστή. Η δουλειά δεν είναι δύσκολη, μόνο λίγο βαρετή, ίσως επειδή έχει αποδειχτεί κατώτερη των ικανοτήτων της. Όχι πως είναι κανένα ψώνιο, αλλά τα παράπονα και οι δυσκολίες των υπολοίπων της φαίνονται υπερβολικά, καμιά φορά ακόμη και παράλογα. Όπως τώρα, που τρεις-τέσσερις έχουν κάνει πηγαδάκι και συζητούν χαμηλόφωνα για τη νέα εγκύκλιο, ρίχνοντάς της που και που ένα βλέμμα, τάχα αδιάφορο.

Περιμένει να τη φωνάξει η κυρία Π., η προϊσταμένη, γυναίκα κακότροπη, αλλά και δίκαιη. Ποτέ δεν παραλείπει να επιβραβεύσει την προσπάθεια των υπαλλήλων, όταν το αξίζουν. Ξέρει πως και σήμερα θα της πει ότι έκανε καλή δουλειά, είναι συνηθισμένο, μα πάντοτε ευχάριστο για αυτήν. Η αλήθεια είναι πως αγαπάει τους επαίνους, συχνά τους αποζητά με πάθος. Θα ήθελε να μην την ενθουσιάζουν τόσο, να είναι πιο αποστασιοποιημένη. Ίσως έχει να κάνει με το ζώδιό της, αν και η Χ., φίλη της από το δημοτικό, λέει ότι φταίνε οι γονείς της που δεν την επιβράβευαν όταν ήταν παιδί.

Οι φωνές που ακούγονται από το γραφείο της κυρίας Π. δείχνουν ότι το πράγμα με τον προηγούμενο θα τραβήξει για πολλή ώρα ακόμα. Αποφασίζει να πεταχτεί μέχρι την κουζίνα για να φτιάξει καφέ. Η παρέα στη γωνία συνεχίζει την κουβέντα, σχεδόν ψιθυριστά. Αναμφίβολα, έχουν πλέον καταλάβει ότι έχει τελειώσει αυτό που της είχαν αναθέσει. Το βλέμμα που της ρίχνει ένας από αυτούς είναι απροκάλυπτα μοχθηρό. Υποκρίνεται πως δεν το προσέχει και βγαίνει από την αίθουσα.

Η κουζίνα είναι ακανόνιστου σχήματος και μικρή, ίσα-ίσα χωράει το μίνι ψυγείο, ένα ντουλάπι, και τον πάγκο με τον ανοξείδωτο νεροχύτη και το φουρνάκι. Πίσω από τον πάγκο υπάρχει ένα μεγάλο παράθυρο, από όπου μπορεί να δει κανείς το άχτιστο οικόπεδο δίπλα, την κεντρική λεωφόρο που περνάει μπροστά από το κτήριο και τον ουρανό. Η εταιρεία βρίσκεται στον τέταρτο όροφο κι η κουζίνα της θυμίζει το εσωτερικό πύργου ελέγχου, από όπου μπορεί κανείς να παρατηρεί τις εναλλαγές του καιρού. Σήμερα είναι αίθριος και ο ουρανός εντελώς ανέφελος γεμίζοντας το κουζινάκι με εκτυφλωτικό φως. Δεν έκανε καλά που άφησε τα μαύρα γυαλιά στο γραφείο της. Παρόλα αυτά, δεν επιστρέφει αμέσως. Η κουζίνα είναι ήσυχη και ο καφές πετυχημένος. Μένει όρθια μπροστά στον πάγκο με τον εσπρέσο στο χέρι. Δεν έχει βρεθεί ποτέ μέσα σε πύργο ελέγχου, αλλά κάπως έτσι τον φαντάζεται.

Βγάζει το κινητό τηλέφωνο από την τσέπη κι ανοίγει την εφαρμογή Facebook. Ελέγχει τα μηνύματα και, έπειτα, αρχίζει να χαζεύει διάφορες καταχωρήσεις με μόνο στόχο το ξεγέλασμα του χρόνου. Μετά από ένα-δύο λεπτά, στην μικρή οθόνη εμφανίζεται μια φωτογραφία τραβηγμένη από επαγγελματία φωτογράφο, μία από τις τρεις εν ζωή αδελφές ψυχές της που έχει καταφέρει να εντοπίσει μέχρι τώρα. Είναι Γάλλος και προτιμά εμφανώς να αποτυπώνει ακραία καιρικά φαινόμενα, κυρίως βροχοπτώσεις και άγριες καταιγίδες. Η φωτογραφία εικονίζει ένα βρεγμένο τζάμι, πιθανότατα παρμπρίζ αυτοκινήτου, πίσω από το οποίο διακρίνεται παραμορφωμένη από την διάθλαση μία μαύρη παραλία με ένα μοναχικό σπίτι. Είναι λευκό με επικλινή στέγη, χτισμένο στην αγκαλιά ενός μεγάλου βράχου που καταλήγει στην ακτή. Ο ουρανός είναι βαρύς κι η θάλασσα ανταριασμένη. Βρέχει. Το σχόλιο κάτω από την φωτογραφία γράφει «Elgol». Κάνει κλικ στην καρδούλα κάτω από την φωτογραφία, ελέγχει την ώρα και βγαίνει από το διαδίκτυο.

Πριν επιστρέψει στη θέση της διαπιστώνει ότι η κουβέντα στης προϊσταμένης καλά κρατεί. Το ίδιο ισχύει και για την συζήτηση των συναδέλφων μέσα στο γραφείο. Παρατηρεί, μάλιστα, ότι ο αριθμός τους έχει αυξηθεί αισθητά, τώρα πρέπει να είναι γύρω στους έντεκα. Δεν τους λέει τίποτα κι αυτοί, απορροφημένοι, δεν την κοιτούν καν. Το φως έχει καταλαγιάσει και δεν είναι τόσο έντονο. Κάθεται στην εργονομική της καρέκλα, ξυπνάει τον υπολογιστή της και του ζητάει πληροφορίες για το Ελγκόλ. Αποδεικνύεται ότι πρόκειται για ένα μικρό ψαροχώρι στα νότια της νήσου Σκάι, στη Σκωτία. Σύμφωνα με το Tripadvisor η πιο δημοφιλής τουριστική δραστηριότητα είναι οι σύντομες κρουαζιέρες στα γύρω νησιά. Τα τρία καραβάκια που χρησιμοποιούνται για αυτήν τη δουλειά ονομάζονται «Ωραία του Ελγκόλ», «Nησί της Ομίχλης» και «Ελγκόλ».

Το φυσικό τοπίο είναι αυτό που έλκει τους επισκέπτες στο Ελγκόλ, όπως φαίνεται στις πολυάριθμες φωτογραφίες που γεμίζουν την οθόνη και την οδηγούν σε μια πιο διεξοδική παρατήρηση. Σκέφτεται ότι πρέπει να θυμηθεί να πει στον Α. ότι στο Ελγκόλ υπάρχει κι ένα ανεμοδαρμένο καρνάγιο. Στη λεζάντα γράφει ότι αρκετοί από τους ντόπιους είναι καραβομαραγκοί, τέχνη που τους κληροδότησαν οι πρόγονοί τους, οι Βίκινγκς.

Αποφασίζει να στείλει μήνυμα στον φωτογράφο, προκειμένου να πάρει περισσότερες πληροφορίες για αυτούς τους μάστορες, και ανοίγει ξανά το Facebook, ενώ ταυτόχρονα ακούγεται το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Σκέφτεται πως θα είναι η κυρία Π. και με μία μηχανική κίνηση απλώνει το χέρι της, χωρίς να κοιτάξει, για να κλείσει το ξυπνητήρι.

Δεν έχει ξημερώσει και το δωμάτιο είναι μισοσκότεινο. Ανασηκώνεται και αφουγκράζεται τη σιωπή με ορθάνοιχτα μάτια. Που και που ακούγεται ήχος παφλασμού, σαν αυτόν που κάνει το κύμα όταν αποτραβιέται από την ακτή γλείφοντας την για να γυρίσει στη θάλασσα. Χωρίς να ανοίξει τα χείλη λέει στον Α. ότι σε λίγο θα αρχίσει να βρέχει. Είναι που το σπίτι είναι γεμάτο από αυτήν την οσμή. Κι από κρύο αέρα. «Περιμένω» τον νιώθει να λέει. Του μιλάει για το Ελγκόλ, το ψαροχώρι στη νήσο Σκάι. Του περιγράφει τα γκριζόμαυρα βότσαλα της παραλίας και το λευκό σπιτάκι.

«Έφτασα» απαντάει εκείνος μετά από μερικά λεπτά. «Είμαι μονάχος και σε περιμένω» στενάζει βαριά στέλνοντας μια θαλασσινή αύρα στο πρόσωπό της. Το κρεβάτι έχει κρυώσει. Σηκώνεται, σχεδόν στα τυφλά. Διψάει, το στόμα της είναι ξερό. Κινείται προς το αμυδρό φως που μπαίνει από την πόρτα. Όσο βαδίζει ακούει τα κύματα να αγριεύουν. Από το υπνοδωμάτιο περνάει σε ένα χώρο που μοιάζει υποδοχής. Είναι πιο φωτεινός κι αναδίδει μία αίσθηση σπιτικής θαλπωρής. Μέσα από τη γυάλινη οροφή μπορεί να δει τα μολυβένια σύννεφα που έχουν κατέβει τόσο χαμηλά, ώστε όταν απλώνει το χέρι της αισθάνεται τις αέριες ίνες τους να το μουσκεύουν.

Ο Α. φωνάζει μέσα στο αφτί της «είναι μαγεία, πού είσαι;» Με τη γλώσσα κολλημένη στον ουρανίσκο, τον παρακαλάει να περιμένει λίγο ακόμα. Πρέπει να ξεδιψάσει. «Σε περιμένω, έλα» αντηχεί ξανά ο πόθος του, πηγαίος κι ανυπόμονος. Κι εκείνη πιάνει να ανοιγοκλείνει τα εντοιχισμένα ντουλάπια στα αριστερά ψάχνοντας εμφιαλωμένο νερό, μια κανάτα παγάκια, ίσως μία βρύση, κάτι υγρό, κάτι, ένα μπουκάλι κρασί ή ακόμα και κάποιο απόσταγμα. Το μόνο που καταφέρνει να βρει είναι μία πήλινη κούπα, εντελώς άδεια. Το παίρνει απόφαση πως δεν υπάρχει τίποτα να πιει, τίποτα απολύτως. Κι έτσι, δεν υπάρχει τίποτα να την κρατάει πια σ’ εκείνο το σπίτι.

Ανοίγει την εξώπορτα κι αρχίζει να βαδίζει στο αμμουδερό μονοπάτι που προχωράει σύριζα με τον βράχο. Κρατάει την κούπα με το δεξί χέρι, που το έχει τεντωμένο μπροστά, ενώ με τα ακροδάχτυλα του αριστερού ψηλαφίζει τα στιλπνά από τα ανθρώπινα αγγίγματα βράχια. Βαδίζει ακούγοντας την ψιθυριστή του απαγγελία στον ρυθμό των βημάτων της, όσο σταγόνες βροχής πέφτουν μέσα στην πήλινη κούπα. Μετά από ώρα, απροσδιόριστο το πόση ακριβώς, το μονοπάτι φαρδαίνει και γίνεται πιο κατηφορικό. Η παραλία στο βάθος διακρίνεται ξεκάθαρα, όπως και το καρνάγιο, και το σκαρί με την κόκκινη καρένα που έχει τραβηχτεί απ’ το νερό και στέκει πάνω σε πασσάλους. Ο ουρανός είναι βαρύς κι η θάλασσα ανταριασμένη. Δίπλα στη βάρκα βλέπει τον Α. με ναυτικό κασκέτο στο κεφάλι, όρθιο να της κουνάει το χέρι. Πάει κι εκείνη να σηκώσει το δικό της για να του απαντήσει, αλλά βλέπει ότι κρατάει την κούπα που είναι γεμάτη ως πάνω. Με τα μάτια καρφωμένα στη μακρινή φιγούρα φέρνει το αγγείο στα χείλη και καταπίνοντας αργά το βρόχινο νερό. Το αδειάζει με μια αναπνοή κι η δίψα της καταλαγιάζει λίγο-λίγο μέχρι που χάνεται. Σαν να μην υπήρξε ποτέ. Κι όμως, ο Α. συνεχίζει να της γνέφει μανιασμένα· και η βροχή να πέφτει καταρρακτωδώς. Δεν μπορεί να προχωρήσει άλλο. Θα επιχειρήσει να επιστρέψει.


 

Theodore Roussel, Splash point, a stormy day, sunshine after a shower (1925)

 


Sunday 31 October 2021

Αλίκη Στελλάτου, Γάτα στον κήπο (2018)

Ανοίγεις το παράθυρο και είναι σήμερα. Σήμερα ο ήλιος είναι ζεστός, αλλά τίποτα δεν έχει προλάβει να στεγνώσει από τη χθεσινή βροχή. Σαν να είχαν ανοίξει χιλιάδες μικρές βρύσες και να μην είχαν σταματήσει να στάζουν όλη μέρα και όλη νύχτα, κι αυτό ήταν κάτι που κανένας δεν περίμενε. Κανένας δεν περίμενε αυτή τη βροχή χθες. Σήμερα όμως όλα είναι πάλι όπως πριν από τη βροχή. Έτσι νομίζεις, γιατί έχεις ξεχάσει ότι η δική σου βρύση συνεχίζει να στάζει και να πέφτει σαν βροχή στη μικρή μαύρη γραμμή που είχες γίνει στο όνειρό σου. Η βροχή στο όνειρό σου έπεφτε πάνω σου όπως χθες. 
 
Ανοίγεις το παράθυρο και είναι χθες. Έχει ήδη ξεκινήσει να βρέχει και είναι περίεργο, γιατί χθες και όλες τις προηγούμενες μέρες είχε ήλιο. Κανείς δεν περίμενε αυτή τη βροχή σήμερα. Δεν πειράζει. Θα του τηλεφωνήσεις και θα κανονίσετε τη βραδινή σας συνάντηση. Το τηλέφωνο είναι πάνω στο κομοδίνο σου, όπως όλες τις προηγούμενες μέρες. Του τηλεφωνείς και αργεί να απαντήσει. Συνήθως αργεί να απαντήσει. Αλλά πάντα απαντάει. Όπως σήμερα. 
 
Ανοίγεις το παράθυρο και είναι σήμερα. Σήμερα είναι τόσο ωραία η μέρα. Σήμερα ίσως να είναι η πρώτη μέρα που θα απαντήσει αμέσως. Το τηλέφωνό σου είναι πάνω στο κομοδίνο σου, όπως χθες και όλες τις προηγούμενες μέρες. Του τηλεφωνείς και αργεί να απαντήσει. Συνήθως αργεί να απαντήσει. Όπως σήμερα. 
 
Σήμερα δεν απάντησε σκέφτεσαι, κι αυτό είναι κάτι που δεν περίμενες, όπως χθες δεν περίμενες τη βροχή. 
 
[Αλίκη Στελλάτου, Γάτα στον κήπο, εκδόσις Κίχλη (2018)]

 

 


Happy Halloween 🎃

 

Thursday 7 October 2021

Έρημος σαν την βροχή

 












 

 

 Διαβαίνω ἀγιάτρευτος μέσ᾿ στ᾿ ὄνειρό μου
σὲ δίχτυ μόνος της πρώτης σιωπῆς
ἔδειξα τὰ πτηνὰ διχάζεται ὁ δρόμος
ἡ ἀλήθεια φαρδαίνει πάντα τὴν ὁρμή.
Κ᾿ ἡ μοῖρα τῶν ἄστρων
θὰ εἶναι τέφρα θὰ εἶναι μία μεγάλη πυρικὴ
τώρα μαθαίνω τὸ αἷμα μου
δίχως τοὺς δροσεροὺς ὑάκινθους
τώρα σὲ βλέπω δρόμε τοῦ καλoῦ σὰν εἰδοποίηση
μὲ κρίνους
ἔχοντας τὸ σακούλι τ᾿ ἀναστεναγμοῦ
κι ὅλο πηγαίνω
πηγαίνω
στὶς
πηγές. 

Νίκος Καρούζος

 

Sunday 19 September 2021

Joseph Roth, Ο σταθμάρχης Φαλλμεράυερ (1933)

Μια μέρα τον Μάρτιο του 1914 ο Άνταμ Φαλλμεράυερ καθόταν ως συνήθως στο γραφείο του. Ο τηλέγραφος κροτάλιζε αδιάκοπα. Και έξω έβρεχε. Είχαν πιάσει νωρίς οι βροχές. Πριν από μία βδομάδα μόλις, φτυάριζαν ακόμα το χιόνι από τις ράγες και τα τρένα έρχονταν κι έφευγαν με τρομερές καθυστερήσεις. Και ξαφνικά μία νύχτα άρχισε να βρέχει. Το χιόνι χάθηκε. Κι απέναντι από τον μικρό σταθμό, εκεί όπου η απρόσιτη εκτυφλωτική ομορφιά του αλπικού χιονιού υποσχόταν αιώνια κυριαρχία του χειμώνα, απλωνόταν εδώ και λίγες μέρες μια απερίγραπτη γκριζογάλανη θολούρα, που δεν είχε καν όνομα: σύννεφα, ουρανός, βροχή και βουνά, όλα ένα. 
 
Έβρεχε και ο αέρας ήταν χλιαρός. Η άνοιξη είχε έρθει βιαστική πριν από την ώρα της – τέτοια βιαστική άνοιξη δεν είχε ξαναδεί ο σταθμάρχης Φαλλμεράυερ. 
 
[Joseph Roth, Ο σταθμάρχης Φαλλμεράυερ (1933), μτφρ. Μ. Αγγελίδου για τις εκδόσεις Άγρα (2021)]
 

 

Thursday 12 August 2021

Αργά το απόγευμα, στην κρεβατοκάμαρα

Μυρίζω το άρωμά σου στα σεντόνια, μια μείξη από κέδρο και λεβάντα. Νιώθω μια ζεστασιά που θα μπορούσε να είναι από το κορμί σου που μόλις σηκώθηκε. Ίσως για να πας να πιεις ένα ποτήρι νερό. Ή να πεταχτείς στη γειτονιά να ψωνίσεις κάτι. Οι παντόφλες σου μπροστά στο κρεβάτι. Είσαι λοιπόν ντυμένη, φοράς τα παπούτσια σου. Έχεις βγει, γιατί η ησυχία του σπιτιού είναι απόλυτη. Ακούω μόνο την αναπνοή μου να αντηχεί στο μαξιλάρι σου. Αυτό θα έπρεπε να με προβληματίσει, γιατί νωρίτερα είδα σύννεφα να μαζεύονται στον ουρανό. Όμως κοιτώντας προσεκτικά τις παντόφλες, με το κεφάλι κρεμασμένο από το κρεβάτι έτσι λοξά που έχω ξαπλώσει, βλέπω ότι τις καλύπτει ένα λεπτό στρώμα σκόνης. Είναι επειδή έχεις πολλές μέρες να τις φορέσεις. Μήνες. Κοντεύουν τρεις μήνες. Από τότε που έφυγες, εννοώ, κι εδώ είπαμε πώς έμοιαζε σαν να έφυγες για να γυρίσεις. Γιαυτό και το προσόψι σου κρέμεται στο μπάνιο. Και η ζακέτα σου στο χολ. Σκέφτομαι ότι θα πρέπει να τα τινάξω, θα έχουν μαζέψει σκόνη κι αυτά. Γυρίζω το σώμα μου και βρίσκομαι ανάσκελα. Κοιτάω το ταβάνι σου. Παρατηρώ έναν λεκέ υγρασίας στη γωνία και ξαφνιάζομαι, σαν να μην τον έχω ξαναδεί. Κι αμέσως μετά σκέφτομαι πως πρέπει τα πράγματά σου κι εγώ να το πάρουμε απόφαση. Και να σταματήσουμε να σε περιμένουμε.


 

Tuesday 10 August 2021

Μπαούλο 1 & 2



 

Όταν θα έρθεις να με βρεις

Όταν θα έρθεις να με βρεις θα βάλω λαμπιόνια στα κάγκελα του κρεβατιού να γίνει σαν καράβι. Σαν αυτά που στέκουν στο λιμάνι με τις μηχανές αναμμένες και μια σειρά λευκές λάμπες από την την πλώρη μέχρι τα φουγάρα που καπνίζουν κι ακόμα πιο πέρα, μέχρι την πρύμνη, φωτεινές τελείες στον σκούρο ουρανό του απόβραδου. Έτοιμα να σαλπάρουν. Όταν θα έρθεις να με βρεις θα γεμίσω το κρεβάτι λαμπιόνια λευκά. Έξω θα βρέχει. 

Φίλα με, σαλπάρω και χάνομαι


 

Saturday 19 June 2021

Édouard Levé, Αυτοχειρία (2008)

Η αυτοκτονία σου υπήρξε σκανδαλώδους ομορφιάς. 
Μια μέρα, τον χειμώνα, πήγες μόνος σου στην εξοχή για ιππασία. Ήταν τέσσερις η ώρα. Σκοτείνιασε και ήσουν ακόμα χιλιόμετρα μακριά από το ιπποφορβείο. Ερχόταν καταιγίδα. Ξέσπασε ενώ κάλπαζες καταμεσής των απομονωμένων χωραφιών. Το περίγραμμα της πόλης αχνοφαινόταν από μακριά κυανό και μαύρο. Ο κεραυνός και η αστραπή δεν τρόμαξαν το ζώο. Είχες διεγερθεί από την κακοκαιρία. Είχες γίνει ένα με το άλογο, που την οσμή του ενέτεινε η βροχή. Τελείωσες τη βόλτα σου μέσα στην υγρή σκοτεινιά, ενώ τα πέταλα του αλόγου τίναζαν παχιά λάσπη σε κάθε τους διασκελισμό. 
 
douard Levé, Αυτοχειρία (2008), μτφρ. Κ. Χανδρινού για τις εκδόσεις Κείμενα (2021)]
 

 


Etched rain (vintage) 1




 

Wednesday 12 May 2021

Γράμμα στο Ν. Καχτίτση

Αγαπημένε μου

Ελπίζω να μην σας πειράζει που σας αποκαλώ έτσι. Νομίζω πως οι μέρες που περάσαμε παρέα αρκούν, ώστε να μου επιτραπεί μια τέτοια οικειότητα. Παραδέχομαι πως δεν χωριστήκαμε και τόσο ειρηνικά εκείνο το βράδυ που σας είχε πιάσει το πείσμα και μου κάνατε τον πολλά βαρύ. Αλλά από τότε πάει πολύς καιρός, πολύ νερό έχει κυλήσει στο ρυάκι όπως λένε εδώ, και βρήκα το θάρρος να σας γράψω. Η αλήθεια είναι πως το σκεφτόμουν μήνες ολόκληρους μα δεν το αποφάσιζα, σαν κάτι να με εμπόδιζε. Ίσως εκείνες οι κουβέντες που μου είχατε πετάξει. Το επιθυμούσα όμως, το ήθελα βαθιά μέσα μου. Λίγο-λίγο έφτασα να περιφρονώ τον εαυτό μου για την ατολμία μου αυτή, πράμα που δεν είναι καθόλου του χαρακτήρος μου. Ώσπου σήμερα το απόγευμα, εκεί που κατηφόριζα τη λεωφόρο, με χτύπησε στη μύτη θαλασσινός αγέρας. Δεν ξέρω πώς, μα ήρθατε στο μυαλό μου αυτοστιγμεί. Σαν να σας έβλεπα μπροστά στα μάτια μου, να βαδίζετε προς το μέρος μου με το μακρύ σας το παλτό, το τσόχινο, γιατί εδώ είναι χειμώνας βαρύς κι έχει πολύ κρύο. Κι έτσι που περπατάγατε, αντί να σταματήσετε κοντά μου, με προσπεράσατε, χωρίς να μου ρίξετε ούτε μια ματιά. Και τότε με έπιασε ένα παράπονο, ήθελα να βάλω τα κλάματα εκεί δα, στη μέση του δρόμου.

Τραβήχτηκα σε μια γωνιά να συνέλθω, για να μπορέσω να πάω στη δουλειά μου. Τυχαία, εκεί δίπλα υπήρχε ένα μπακάλικο, από αυτά που τα λένε «ντέλι». Η βιτρίνα του ήταν όμορφα στολισμένη με κλαδιά δέντρων και φωτάκια. Χωρίς να το πολυσκεφτώ μπήκα μέσα και ρώτησα αν είχαν ούζο. Το θυμόμουν αυτό το ποτό από εκείνη την ιστορία που μου είχατε διηγηθεί. Ο μπακάλης μου είπε ότι είχαν διάφορες μάρκες και, όταν του ζήτησα να μου προτείνει την καλύτερη, μου έδωσε μια φιάλη με ένα καραβάκι στην ετικέτα. Χαμογελώντας χωρίς εμφανή λόγο, είπε ότι με αυτό θα έκανα καλύτερο κεφάλι. Φυσικά, δεν καταδέχτηκα να απαντήσω σε αυτήν την ανοησία, ούτε και τον ευχαρίστησα όταν μου έδωσε τη χαρτοσακούλα. Τώρα που σας γράφω, στο καταφύγιο του μικρού μου διαμερίσματος, έχω πιει ήδη δύο ποτήρια. Φυσικά, πριν πιάσω το πιοτό, ακύρωσα το ραντεβού που είχα προγραμματίσει, γιατί ήταν βέβαιο ότι με την κακοκεφιά που είχα θα ήμουν απαίσια συντροφιά.

Η θαλασσινή αλμύρα που ήρθε απρόσκλητη κατά πάνω μου πριν λίγες ώρες, μου ξύπνησε πολλές αναμνήσεις από τον καιρό που πέρασα μαζί σας. Πιο έντονη από όλες ήταν εκείνη η βόλτα που θα πηγαίναμε με τη βάρκα, μια ξύλινα βάρκα με καμπίνα, όπου θα βρίσκαμε καταφύγιο όταν θα έπιανε να σιγοβρέχει. Στριμωγμένοι αγκαλιά εκεί μέσα θα χαζεύαμε το πως ρυτιδιάζει το νερό με τις ριπές της βροχής. Σκουρογάλαζη θυμάμαι πως μου είπατε πως είναι η θάλασσα στα μέρη σας.

Σκουρογάλαζη μου την περιέγραψε και η εξαδέλφη μου, η οποία ζει στην χώρα σας εδώ και χρόνια. Ερωτεύτηκε τρελά έναν Έλληνα μετανάστη, τον οποίο παντρεύτηκε και ακολούθησε στην Ελλάδα. Στην εξαδέλφη μου αυτή οφείλω και τα νέα σχετικά με το βιβλίο σας. Ολάκερο γράμμα μου έγραψε, όπου μου διηγήθηκε πάνω-κάτω την ιστορία (έχει μάθει τη γλώσσα σας σε ειδικό φροντιστήριο και τώρα τη μιλάει φαρσί) και πιστεύει πως έχει να κάνει με εμένα. ‘Οτι είμαι εγώ η ηρωίδα δηλαδή. Μην απορείτε που ξέρει τόσα πολλά για την ιστορία μας, ήταν αρκετά στενή μας συγγένισσα και κάναμε πολύ παρέα όταν ήμασταν μικρούλες, αλλά και πιο μετά.

Πράγματι, από την αναλυτική περιγραφή της αντιλήφθηκα ότι επιχειρήσατε να καταγράψετε την ιστορία που σας διηγήθηκα το βράδυ της γνωριμίας μας. Η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι έπρεπε να ψάξω να βρω έναν δάσκαλο να μου μάθει ελληνικά, να την διαβάσω μόνη μου. Μου φαινόταν πως θα ήταν η ελάχιστη ανταπόδοση. Η αλήθεια είναι ότι αυτή σας η πράξη με συντάραξε κυριολεκτικώς. Σας σκέφτηκα σκυμμένο πάνω από χαρτιά, με τα χέρια λερωμένα από μελάνι. Να γράφετε, να σβήνετε και να πετάτε τσαλακωμένες κόλλες στο πάτωμα. Με εκείνο το σούρωμα στα χείλη που έδειχνε πως ήσασταν βυθισμένος στις σκέψεις. Αναλογίστηκα πόσες ώρες μοναξιάς θα χρειάστηκε να υπομείνετε μέχρι να ολοκληρώσετε το έργο σας. Αυτήν τη θυσία τη βρήκα τόσο συγκινητική, που αν σας είχα τώρα εδώ, θα γονάτιζα μπροστά σας και θα σας ικέτευα να μου διαβάσετε ένα κομμάτι. Στην γλώσσα σας, στην γλώσσα μου, θα μου ήταν αδιάφορο. Θα σας έβγαζα τα παπούτσια και θα σας φίλαγα τα πόδια. Κι έπειτα θα ακουμπούσα το κεφάλι μου στα γόνατά σας, με το αυτί μου στραμμένο προς το στόμα σας.

Σας εκλιπαρώ να πιστέψετε με ότι έτσι θα έκανα. Μην αντιμετωπίσετε τα λόγια μου με τη δυσπιστία που θα ταίριαζε στις συνθήκες της τελευταίας μας συνάντησης. Συγχωρήστε με, αγαπημένε μου, γίνομαι παρανοϊκή, εκτροχιάζομαι εντελώς. Γιατί πώς θα μπορούσα στ’ αλήθεια να αμφιβάλω για την μεγαλοψυχία του ανθρώπου που μπόρεσε να χωρέσει όλη μου την ουσία σε μία λέξη; Πώς θα μπορούσα να μη νιώσω το χτυποκάρδι σας, αγαπημένε μου, σε κάθε μία από αυτές τις πέντε συλλαβές; Κι επειδή μια εικόνα είναι χίλιες λέξεις, σας εσωκλείω μία φωτογραφία, που μου έβγαλε ένας πλανόδιος φωτογράφος λίγο μετά που διάβασα την επιστολή της εξαδέλφης μου. Προσέξτε την εικόνα, ακόμα κρατάω τη σελίδα στα χέρια μου. Δείτε τα μάτια μου, πόσο διάπλατα ανοιγμένα είναι. Κοιτάξτε το μέτωπό μου πως λάμπει με τη σκέψη σας, την ασχήμια μου πώς ομορφαίνει τους περαστικούς. Δείτε με, ξανά.

Σας περιμένω, αγαπημένε μου. Ελάτε.

Γ.Σ.


 

Βρέχει ο Θεός, Νίκος Γκάτσος (1967)

Σιγά σιγά κι αυτό το βράδυ
Θα ‘ρθω στην πόρτα σου για λίγο να σταθώ
σιγά σιγά μες στο σκοτάδι
ένα παράπονο της νύχτας να σου πω

Μη μου κρατάς κλειστή την πόρτα
Βρέχει ο Θεός και θα βραχώ
Άνοιξε αγάπη μου σαν πρώτα
Να μπω κι εγώ να ζεσταθώ

Σιγά σιγά κι αυτό το βράδυ
στα σκαλοπάτια σου και πάλι θα βρεθώ,
σιγά σιγά μες στο σκοτάδι
ένα παράπονο της νύχτας να σου πω

Μη μου κρατάς κλειστή την πόρτα
Βρέχει ο Θεός και θα βραχώ
Άνοιξε αγάπη μου σαν πρώτα
Να μπω κι εγώ να ζεσταθώ
 


Wednesday 28 April 2021

Έντουαρντ & Πωλ [Το περιεχόμενο το γεννά η προσπάθεια. Το υλικό το γεννούν τα όνειρα]

«Ήταν μια σκοτεινή και ανταριασμένη νύχτα η βροχή έπεφτε σε κύματα και κάποιες στιγμές, σπρωγμένη από τις βίαιες ριπές ανέμου που σάρωναν τους δρόμους (η σκηνή μας διαδραματίζεται στο Λονδίνο), κροτάλιζε στις στέγες των σπιτιών κι έκανε τις φλόγες των φαναριών να τρεμοσβήνουν μέσα στο σκοτάδι. Σε μια από τις πιο σκοτεινές συνοικίες του Λονδίνου, ανάμεσα σε σκιές που ελάχιστα αγαπούσαν οι κύριοι της αστυνομίας, ένας άντρας, εμφανώς ταπεινής προέλευσης, βάδιζε μόνος.»

Φεύγεις, πέρασε η ώρα πια, και βαδίζοντας προς την έξοδο, νιώθεις αυτήν την αδημονία, την γνώριμη από τα εφηβικά σου χρόνια, την προσμονή της άγριας εναλλαγής της ζεστής, γεμάτης ανθρώπινα χνώτα ατμόσφαιρας με τον κρύο αέρα του δρόμου που θα κάνει το δέρμα σου να τεντωθεί ζωντανεμένο, νάτος τώρα, ένας άνεμος που κουβαλάει μυρωδιά παγωμένης υγρασίας σε παλιούς τοίχους και μέσα στην απρόσμενη του διαύγεια σπρώχνει το κεφάλι σου προς τα πίσω, να δεις τα αστέρια κατεβασμένα χαμηλά που τρεμοσβήνουν, με μάτια υγρά από το κρύο και την καρδιά να χτυπά δυνατά εξαιτίας αυτής της βραδιάς, όλο το χρωματιστό αλκοόλ, κουβέντες και ματιές, ματόκλαδα που καμιά φορά έμπλεκαν ή ένα χειλάκι που δαγκωνόταν, οι πλάκες του πεζοδρομίου χτυπούν κάτω από τα πόδια σου με έναν ευχάριστα ξερό ήχο, σε οδηγεί ο άδειος δρόμος που φωτίζεται από αραιά φανάρια, η βοή χάνεται όσο βαδίζεις προς τα εκεί, βαδίζεις μόνος και περιμένεις, ξέρεις πως όπου να ’ναι θα φανεί, σκοτεινά λάμποντας η πύλη σε περιμένει ορθάνοιχτη, το βήμα σου επιταχύνεται, αναγνωρίζεις τον προορισμό, τον βλέπεις στο βάθος, πίσω από ένα μακρόστενο τραπέζι στυλ ροκοκό, ο ουρανός έχει γεμίσει σύννεφα, ο Πωλ απολαμβάνει παλαιωμένο κονιάκ σε κρύσταλλο που λαμποκοπάει στο φως των κεριών, θαυμάζει το κεχριμπαρένιο του χρώμα με θλιμμένο ύφος, καπνός πούρου στα ρουθούνια σου, τα αστέρια έσβησαν πια, απλώνεις το χέρι να πιεις από το ποτήρι του, μια γερή γουλιά καθισμένος στη διπλανή καρέκλα, χώνεις το χέρι στην τσέπη του κι αρπάζεις το μαντήλι, νιώθεις το κεφάλι του ακουμπισμένο στον ώμο σου αποκαμωμένο από τις αλητείες της μέρας, τον ακούς να αναστενάζει βαλαντωμένος από έρωτα, αφουγκράζεσαι τους χτύπους της καρδιάς του με την αναπνοή κρατημένη σαν για να συντονίσεις την δική σου, ένα ρολόι χτυπάει τρεις, τα μάτια του κλείνουν μα τα δικά σου είναι ορθάνοιχτα, ξαφνικές ριπές βροχής στην τζαμαρία, είναι κατάκοπος, η κούρασή του δύναμή σου, τον σκουντάς, «βρέχει» λες χωρίς απόκριση κι απομένεις σιωπηλός μέχρις ότου ο κεραυνός τον κάνει να αναπηδήσει, κι έπειτα, αφού τακτοποιήσει το σακάκι του, ανοίξει την εξώπορτα και ορμήσει μέσα στην καταιγίδα με εσένα να περπατάς βιαστικά πίσω του. 

Ο Έντουαρντ Μπάλγουεαρ Λύτον (1803-1873) ήταν πολυγραφότατος Βρετανός συγγραφέας και πολιτικός, συνδυάζοντας δύο εκ διαμέτρου αντίθετες ιδιότητες και αποδεικνύοντας ότι για κάποιους εκλεκτούς η ημέρα έχει περισσότερες από εικοσιτέσσερις ώρες. Ως δεξιοτέχνης απρόσμενων συνδυασμών υπήρξε βουλευτής των Ουίγκς, αλλά και των Συντηρητικών. Ανέλαβε το διακεκριμένο αξίωμα του Γενικού Γραμματέα επί των Αποικιών το 1858, ενώ λίγα χρόνια αργότερα αρνήθηκε το στέμμα της Ελλάδας, όταν ο Όθων παραιτήθηκε. Προφανώς είχε σοβαρούς λόγους για την άρνηση αυτή, η οποία δεν επαναλήφθηκε το 1866, όταν ο Λύττον τιμήθηκε με τον τίτλο του Βαρώνου του Νέμπγουορθ. Παρά την λαμπρή του πορεία στον δημόσιο βίο της Βρετανίας, στον γάμο του υπήρξε εξαιρετικά άτυχος: η σύζυγός του Ροζίνα, και η ίδια συγγραφέας, νοσηλεύτηκε σε άσυλο για ψυχοπαθείς, πράγμα που προκάλεσε δικαιολογημένη κοινωνική κατακραυγή εναντίον του Λύτον.

Η μακρόχρονη συγγραφική του καριέρα, που ξεκίνησε το 1820 με την δημοσίευση μίας ποιητικής συλλογής, περιέλαβε μία αξιοθαύμαστα ευρεία ποικιλία έργων, όπως ιστορικά μυθιστορήματα, ιστορίες μυστηρίου, αλλά και ρομάντζα, επιστημονική φαντασία και πραγματείες αποκρυφισμού. Έγραφε και δημοσίευε διαρκώς, ενίοτε και ανώνυμα, χωρίς να γνωρίζει κάματο ή έλλειψη έμπνευσης. Τόσο μεγάλη σε έκταση και δημοφιλεία ήταν η λογοτεχνική του παραγωγή, που στάθηκε ικανή να του προσφέρει τους χρηματικούς πόρους για έναν εξαιρετικά εξεζητημένο τρόπο, ο οποίος τροφοδοτούσε την συγγραφική του φαντασία δημιουργώντας έτσι έναν αδιάρρηκτο κύκλο επιτυχίας και καταξίωσης. Παρόλα αυτά, η λογοτεχνική προσφορά του Λύτον δεν θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική σήμερα. Είναι κυρίως γνωστός για κάποιες εμβληματικές φράσεις, όπως «η πένα είναι ισχυρότερη του ξίφους» και «το κυνήγι του παντοδύναμου δολαρίου». Επίσης, έχει μείνει στην ιστορία της λογοτεχνίας ως ο συγγραφέας που έγραψε την πιο ανέμπνευστη φράση ανοίγματος μυθιστορήματος, σε ανάμνηση της οποίας θεσπίστηκε, το 1982, ο διαβόητος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός Μπάλγουεαρ Λύτον, όπου αναζητείται και βραβεύεται η «χειρότερη πρώτη φράση μυθιστορήματος».

Το μυθιστόρημα Paul Clifford, με θέμα τη διπλή ζωή του ομώνυμου ήρωα, ο οποίος ήταν ταυτόχρονα κακοποιός και αριστοκράτης, δημοσιεύθηκε το 1830 και έγινε αμέσως εκδοτική επιτυχία. Η ιστορία έχει ως εξής: μεγαλωμένος χωρίς να γνωρίζει την πραγματική του οικογένεια, ο Κλίφορντ γίνεται μέλος σημορίας ληστών. Για να ξεγελά τα υποψήφια θύματά του, μεταμφιέζεται σε τζέντλεμαν. Έτσι, συναντά την Λούσι Μπράντον, την οποία και ερωτεύεται κεραυνοβόλα. Λίγο αργότερα συλαμβάνεται για ληστεία και οδηγείται μπροστά στον δικαστή Μπράντον, ο οποίος, κατά σατανική σύμπτωση, είναι θείος της αγαπημένης του. Η κορύφωση του δράματος γίνεται κατά τη διάρκεια της δίκης, όπου αποκαλύπτεται ότι ο Κλίφορντ είναι στην πραγματικότητα ο χαμένος γιος του Μπράντον. Παρόλο που η συνταρατική αυτή αποκάλυψη περιπλέκει σημαντικά την δίκη, ο άτεγκτος δικαστής κρίνει τον ήρωα ένοχο. Ο Κλίφορντ οδηγείται στην εξορία, αλλά τελικά καταφέρνει να δραπετεύσει από τον τόπο κράτησής του και μαζί με την αγαπημένη του Λούσι καταφεύγουν στην Αμερική.

Ο Paul Clifford αναφέρεται συχνά σε σχέση με τις ατμοσφαιρικές περιγραφές του και το νεο-γοτθικό του κλίμα. Εντάσσεται από τους κριτικούς στις κατηγορίες του μυστηρίου, του θρίλλερ και της αστυνομικής λογοτεχνίας. Επιπλέον, τα ρομανικά στοιχεία και η ιστορία αγάπης που περιλαμβάνει τον έχουν συσχετίσει με την λεγόμενη «μωβ» πεζογραφία. Παρόλα αυτά, αυτό για το οποίο είναι ευρέως γνωστός είναι η πρώτη του φράση: «It was a dark and stormy night; the rain fell in torrents...»