Tuesday 31 March 2020

Ρυονοσούκε Ακουτάγκουα, Βίος και πολιτεία ενός ηλίθιου, 1927

Βάδιζε στην άσφαλτο μούσκεμα απ' τη βροχή. Σωστός κατακλυσμός. Μέσα στον αγέρα έπιασε τη μυρωδιά του πανωφοριού του, που ήταν φτιαγμένο από καουτσούκ.
Και τότε, είδε τα καλώδια του τραμ πάνω απ' το κεφάλι του να βγάζει κάτι μαβιές σπίθες· ένιωσε κάτι παράξενο. Η τσέπη του πανωφοριού του προστάτευε το χειρόγραφο ενός έργου που σκόπευε να δημοσιεύσει στο μικρό τους περιοδικό. Περπατώντας στη βροχή, κοίταξε άλλη μια φορά ψηλά τη γραμμή του τραμ.
Τα σύρματα συνέχιζαν να βγάζουν δυνατές σπίθες. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα που να το επιθυμεί τόσο πολύ σε αυτήν τη ζωή· αλλά εκείνες τις μαβιές σπίθες -εκείνα τα αγρίως τικτόμενα άνθη της φωτιάς- θα έδινε και τη ζωή του για να μπορούσε να τις κρατήσει στα χέρια του.

Ρυονοσούκε Ακουτάγκουα, Βίος και πολιτεία ενός ηλίθιου, 1927
(μτφρ. Α. Κορρέ για τις εκδόσεις Κοβάλτιο, 2018)


Sunday 29 March 2020

Άρχισε μια σιγανή βροχή..., Μανώλης Αναγνωστάκης (1951)

Έπεφτε μια κίτρινη παλιά βροχή…
Γ. Κ.

Άρχισε μια σιγανή βροχή αργά προς το βράδυ. 
Στις πολιτείες ο ουρανός φαίνεται μιαν απέραντη λασπωμένη πεδιάδα  
Κι η βροχή είναι μια καλοσύνη, όσο να πεις, δε μοιάζει διόλου με το θάνατο 
Μπορείς να βαδίζεις κάποτε χωρίς κανένα σκοπό ή με σκοπό —σου είναι αδιάφορο—  
Μιαν εποχή μακρινή και νεκρή σα μια βίαια σκισμένη πολυτέλεια. 
Εγώ συλλογίζομαι πώς και γιατί άραγε μια βροχή μπορεί να σου θυμίζει τόσα πράγματα 
—Χωρίς αμφιβολία είναι τόσο ανόητο να τα στοχάζεσαι όλα αυτά μια τέτοιαν ώρα—  
Συλλογίζομαι όμως στις ζεστές χειμωνιάτικες κάμαρες μιαν αλλιώτικη μυρουδιά 
Ύστερα από τις 6 με τα κλειστά παραθυρόφυλλα και τ’ αναμμένο φως  
Ή μια γωνιά δίπλα στο τζάμι σ’ ένα μεγάλο καφενείο με τις αδιάφορες φωνές.  
Τα συλλογίζεσαι όλα αυτά με τον πιο απλούστερο τρόπο ολωσδιόλου παιδιάστικα 
Μπορείς να λησμονείς το κάθε τι, τί τάχα να γυρεύεις εδώ μια τέτοιαν ώρα 
Εσύ, ο διπλανός σου, όλος αυτός ο κόσμος που πορεύεται δίπλα σου μες στο σκοτάδι  
Αυτή η ανήσυχη σιωπή που πληγώνει περισσότερο κι απ’ το πιο κοφτερό λεπίδι  
Να λησμονείς για μιαν ελάχιστη στιγμή πως ίσως δεν τέλειωσε ούτε και απόψε για σένανε το κάθε τι Τόσο π’ αν τρίξει κάτι αναπάντεχα είναι να σου ξυπνήσει την ακριβήν υπόθεση μιας επιστροφής 
Τη χειμωνιάτικη ζεστή κάμαρα, το καφενείο με τις πολύχρωμες φωνές.
 
…Έτσι βρέχει λοιπόν μια κίτρινη βροχή χωρίς τέλος. 
Μια κίτρινη παλιά βροχή, τη νύχτα, σα μαστίγιο.

Εποχές  3 (α' έκδοση 1951)