Wednesday 21 February 2018

Το κάλπικο ζύγι, Joseph Roth (1937)

Για πρώτη φορά εδώ και πολλές εβδομάδες, εκείνο το πρωί ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος. Όταν ο επιθεωρητής βγήκε με τη σούστα από την αυλόπορτα του καπηλειού, ο ήλιος ανέτελλε στον ουρανό κόκκινος και μικρός σαν πορτοκάλι. Στον αέρα πλανιόταν κιόλας η γλυκιά και νοτερή μυρωδιά της πολυαναμενόμενης μπόρας. Ένα απαλό αεράκι χάιδευε τον Άιμπενσυτς στο πρόσωπο. Παρόλο που είχε περάσει όλη τη νύχτα μπεκροπίνοντας, ένιωθε φρέσκος σαν έφηβος, ελαφρύς σαν πούπουλο. Ήταν λες και μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε ζήσει τίποτε ακόμη, απολύτως τίποτε· λες και η ζωή του μόλις άρχιζε.
Είχε κάνει σχεδόν μία ώρα δρόμο, όταν μεσοστρατίς άρχισε να ψιχαλίζει. Η βροχή ολοένα και δυνάμωνε, ποτίζοντας γενναιόδωρα την διψασμένη γη. Η πλάση ολόκληρη φάνηκε να υποκλίνεται στην ευεργετική νεροποντή. Οι φλαμουριές στην άκρη του δρόμου έγειραν τις φυλλωσιές τους. Οι ιτιές που στεφάνωναν τα μονοπάτια στον βάλτο του Ζουμπρόβκα έμοιαζαν σχεδόν να έχουν ορθωθεί και να αναριγούν φιλήδονα κάτω από την ζεστή καλοκαιρινή μπόρα. Από τη μια στιγμή στην άλλη, ο τόπος αντήχησε από το τραγούδι των πουλιών, που τόσο είχε νοσταλγήσει ο επιθεωρητής. Πιο δυνατά απ' όλα τα πουλιά κελαηδούσαν τα κοτσύφια. Του φάνηκε παράξενο και ασυνήθιστο να σφυρίζουν, να κελαηδούν και να τιτιβίζουν τα πουλιά μες στη βροχή. Ίσως την καλωσορίζουν όπως εγώ, σκέφτηκε. Κι όμως, τι δουλειά έχω εγώ να καλωσορίζω μια μπόρα; Τι με νοιάζει εμένα η βροχή; Άλλος άνθρωπος φαίνεται νά 'γινα σε τούτα τα μέρη! Μα τον Θεό, τι με νοιάζει η βροχή; Τι με νοιάζουν τα πουλιά;
Joseph Roth, Το κάλπικο ζύγι (1937),
μτφρ. Ηλιάννας Αγγελή για τις εκδόσεις Άγρα (2017)

Friday 9 February 2018

Κίνκας Μπόρμπα, Machado de Assis (1891)

Εκείνη τη στιγμή, η βροχή σταμάτησε λίγο, και μια ηλιαχτίδα κατάφερε να περάσει την ομίχλη –μια απ' αυτές τις βρεγμένες αχτίδες που μοιάζουν σαν να βγαίνουν από μάτια που έχουν κλάψει. Η Σοφία νόμισε πως θα μπορούσε επιτέλους να βγει· ανυπομονούσε να δει κόσμο, να περπατήσει, να τινάξει από πάνω της αυτήν την αθυμία, και ήλπισε πως ο ήλιος θα στέγνωνε τη βροχή και θα βασίλευε πάλι στον ουρανό και τη γη· αλλά το μέγα άστρο κατάλαβε ότι ήθελε να το μεταμορφώσει σε φανάρι του Διογένη κι είπε στην βρεγμένη του αχτίδα: “Γύρνα, γύρνα πίσω σε μένα, αγνή κι αγαθή αχτίδα· δεν θα την οδηγήσεις εκεί που θέλει η επιθυμία της. Ας αγαπάει, αν της αρέσει· ας απαντάει στα ερωτικά σημειώματα –αν της στέλνουν και δεν τα καίει–, αλλά μην της χρησιμεύεις εσύ για πυρσός, φως δικό μου, παιδί των σπλάχνων μου, αχτίδα, αδέρφι των αχτίδων μου”.
Κι η αχτίδα υπάκουσε, γύρισε στην κεντρική εστία, λίγο τρομαγμένη απ' την αυστηρότητα του ήλιου που έχει δει τόσο πράγματα συνηθισμένα και ασυνήθιστα. Τότε τα σύννεφα άπλωσαν πάλι ένα πυκνό και πιο σκούρο πέπλο, και η βροχή ξανάρχισε να πέφτει ραγδαία.
Machado de Assis, Κίνκας Μπόρμπα (1891)
μετάφραση Μαρίας Παπαδήμα για τις εκδόσεις Gutenberg (2017)