Wednesday 10 October 2018

Νυχτερινές ικεσίες, Santiago Gamboa (2012)

Σήμερα ρίχνει καρεκλοπόδαρα. Τα νερά του ποταμού αναδεύονται αγριεμένα, έτοιμα να καταπιούν τις βάρκες και τα κανό που τολμούν να τα διαπλέουν. Αυτό είναι το θέαμα που βλέπω απ' το παράθυρο του δωματίου μου, στον δέκατο τέταρτο όροφο του ξενοδοχείου «Οριεντάλ», στον ουρανοξύστη Σάνγκρι Λα, που το όνομά του σημαίνει «παράδεισος», αλλά εμένα μου φέρνει στον νου άλλα πράγματα: «μοναξιά», ίσως, ή απλώς «αναμονή». Έχει νυχτώσει πια και πίνω ένα τζιν με το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι, βλέποντας το τοπίο, το παραμορφωμένο απ' το νερό: τον ποταμό Τσάο Πραγιά, τα φώτα της Μπανγκόκ, τους γαλαζωπούς ουρανοξύστες, τα σύννεφα που φωτίζονται από τους κεραυνούς, τη βαρβαρότητα της μητρόπολης. 
Με το που ανοίγω το κλιματιστικό, απ' τις γρίλιες του αναδίδεται μια έντονη μυρωδιά υγρασίας και σκουριάς μαζί. Τι ώρα να 'ναι; Κοντεύει οκτώ. Σε λίγο θα κατέβω για το δείπνο και ύστερα θα πιο κι άλλα τζιν. Παρά την ηλικία μου (πρόσφατα έκλεισα τα σαράντα πέντε), πιστεύω ακόμα στην τύχη, στη ζαριά που παίζει κανείς βγαίνοντας τη νύχτα, να βρει ένα μπαρ σε μια ξένη πόλη – μια περιπέτεια που την αντιμετωπίζουμε όλο και πιο αδέξια καθώς περνά ο καιρός και γι' αυτό, με τα χρόνια, κάποιοι προτιμούν να έχουν το μπουκάλι τους κοντά στον καναπέ και την τηλεόραση. Εγώ, πάλι, όχι. Προτιμώ να περιπλανηθώ στην πόλη – αρνούμαι να κοιμηθώ, χωρίς να το έχω αποπειραθεί.
Santiago Gamboa, Νυχτερινές ικεσίες (2012),
μτφρ. Βασιλικής Κνήτου για τις εκδόσεις Πόλις (2015)