Sunday 23 January 2011

Πέρα από το μαύρο, Hillary Mantel (2005)

Οκτώβρης: η Άλισον ταξιδεύει· είναι η πρώτη γερή κακοκαιρία του φθινοπώρου. Οι δρόμοι γεμίζουν κοτρόνες και λασπουριά, οι αποχετεύσεις σπάνε, από τα φρεάτια, τις υδρορροές, τους οχετούς ανεβαίνει το γλουγλούκισμα των νερών. Στις όχθες των ποταμών ανοίγουν χαντάκια, στεκάμενα νερά παντού, βάλτοι, βούρκος, ραγισμένες σωλήνες και ρωγμές στους μόλους, σύννεφο οι υδρατμοί πάνω από τις πλημμυρισμένες εκτάσεις που αφρίζουν. Παντού νεροφαγώματα, νεροδεσιές που υποχωρούν, νερό που τρέχει, νερό που στάζει· εκεί που η αρμύρα της φουσκοθαλασσιάς ανταμώνει ορμητική τον πηχτό βούρκο των ξεχειλισμένων βόθρων, εκεί οι ωκεανοί ανεβαίνουν, μισό μέτρο, μισό μέτρο, κι άλλο μισό μέτρο και πάει. Στον περιφερειακό, μετά τις καραμπόλες, τα αλάρμ των αυτοκινήτων αναβοσβήνουν στις βοηθητικές λωρίδες. Οι κάμερες της τροχαίας αστράφτουν στις γέφυρες, οι καθαριστήρες σουρίζουν μέσα στη νεροποντή, τα φώτα των φορτηγών που έχουν μείνει, σπαρταράνε σαν τρελά.

Hillary Mantel, Πέρα από το μαύρο (2005),
μτφρ. Α. Δημητριάδου για τις εκδόσεις Πάπυρος (2007)

Wednesday 5 January 2011

Roads and rains, Abbas Kiarostami (1979-2007)



Wheat field in rain, Vincent Van Gogh (1889)


Το μαντήλι

Να σε φτύσουμε, να μη σε ματιάσουμε, όλοι σε ζηλεύουν, Γιάννη μου, κακοί άνθρωποι, μη δουν κανένα να χαίρεται, να πέσουνε να τον φάνε. Καμάρι του χωριού, εσύ, που κατάφερες να κάμεις το όνειρό σου αληθινό, βρήκες αυτό που ζήταγες, το κέρδισες με το σπαθί σου, όλα κι όλα, η αλήθεια να λέγεται. Θυμάμαι τότε, στο γάμο σου, τι γλέντι είχε γίνει, πως καμάρωνε ο πατέρας σου τη νύφη, δεν χόρταινε να τη βλέπει, όλοι είχατε χάσει τα μυαλά σας  με δαύτη, μόνο η μάνα σου την κοίταζε λίγο στραβά, εντάξει, οι πεθερές έτσι κάνουν πάντα με τις νυφάδες. Όλα τα παλικάρια ποθούσαν τη γυναίκα σου, σκυλιάζανε σαν την βλέπανε στο πλάι σου, τα λυγερά πόδια, τα μαλλιά ως τη μέση, μαγεύονταν με εκείνα τα μάτια, τη γλυκιά λαλιά της, αφού τέτοια ήθελες, βρε Γιάννη, πλανεύτρα, εμείς δεν ήμασταν του γούστου σου, είχαμε τρίχες στα χέρια, ελιές στα μάγουλα, χοντρά χείλια και μεγάλους κώλους. Από μικρός το έλεγες πως η γυναίκα που θα έπαιρνες θα ξεχώριζε από τις υπόλοιπες, θα ήταν το κάτι άλλο, θα την έβλεπες το πρωί που θα ξύπναγες και θα έλεγες φχαριστώ Θεέ μου, θα κάνατε παιδιά όμορφα σαν αγγέλους, ήσουνα και του λόγου σου ωραίος, ψηλός, γαλανομάτης, θα σας ζήλευε όλο το χωριό, και στα γύρω χωριά και όλος ο κόσμος. Ζήλεια ψώρα, έχουνε φαγωθεί τα καθίκια δώδεκα χρόνια τώρα, το ξέρω Γιαννάκη, κάθε βράδυ που σε βλέπουν να την περιμένεις στην εξώπορτα φουμάροντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο· δώδεκα χρόνια που σε κοιτάζουν με μισό μάτι, τα ξανθά σου μαλλιά που έχουνε μείνει τα μισά, την κοντυλένια σου μύτη που πρήστηκε από το πιοτό, τους μεγάλους σου ώμους που έχουνε γύρει μπροστά, το κορμί σου που κόντυνε μία πιθαμή. Τον σκεφτόσουνα άραγε τον φθόνο των ανθρώπων, όταν απόμενες σαν την καλαμιά στον κάμπο;

Κρυμμένος, θυμάμαι. Ψιχάλιζε. Μαύρη, η βελανιδιά. Νοτισμένο το ξύλο, μύριζε. Μέσα στην κουφάλα. Την έβλεπα. Χαμηλά πέταγε, θυμάμαι. Την γη δεν ακούμπαγε, το φόρεμα της. Με τα χέρια απλωμένα. Χαμοπέταγε. Κόμποι ασημένιοι. Οι στάλες της βροχής στα μαλλιά της. Γυαλίζανε. Σαν σέλινα ίσια, θυμάμαι. Στο βράχο έκατσε, να σιάξει το σάλι της. Έπεσε το μαντήλι. Με λίγωσε η μοσχοβολιά του. Μετάξι μαβί. Στο βρεγμένο χώμα, θυμάμαι. Εκεί. Στη μαύρη βελανιδιά δίπλα. Εκεί δίπλα.
Διάφανο, το δέρμα της. Μουδιάζανε τα χείλια μου. Σε κάθε φιλί, θυμάμαι. Η αναπνοή, μου κοβόταν. Να πάρω ανάσα, αδύνατο. Αδύνατο. Να χορτάσω, βασανιζόμουνα. Ασταμάτητα, πεινούσα. Με κομμένα πόδια, σερνόμουνα. Πάνω της τριβόμουνα. Την έγδερνα. Τη μυρωδιά της, να κουβαλάω. Με άφηνε. Πως θα της έλεγα που το είχα, νόμιζε. Στα γόνατα έπεφτε, θυμάμαι. Το ζήταγε. Γλυκόλογα. Φωνές. Κλάματα. Τον άσπρο της λαιμό, κοίταγα. Πως καμπύλωνε. Σαν του κύκνου, θυμάμαι. Στο κρεβάτι, την έσερνα. Από τα μαλλιά, όταν δεν ήθελε. Γλιστράγανε, θυμάμαι. Μες από την παλάμη μου, σαν το νερό.
Καλά καταχωνιάσει, το είχα. Ανακατωμένα συρτάρια, κάθε μέρα. Αναστάτωση παντού, θυμάμαι. Το μεσημέρι εκείνο, ήθελε. Εκείνο το μεσημέρι. Στη γιορτή, να το φορέσει. Με παρακάλεσε. Μαργαριτάρια στο πάτωμα, πέφτανε. Στις πέτρες. Από τα μάτια της, θυμάμαι. Δεν άντεξα. Που το είχα κρύψει, της είπα. Το χρώμα του νερού της λίμνης. Στα μάτια της ξανά, θυμάμαι. Τον μακρύ χιτώνα, ντύθηκε. Γαλάζιο του ουρανού, κοντά μου ήρθε. Ξέσκεπα, τα άσπρα μπράτσα. Σκοτεινιάσανε, τα μάτια μου. Στα μακριά μαλλιά, το χέρι έχωσα. Τελευταία φορά. Παγωμένο, το έβγαλα. Δώδεκα χρόνια τώρα. Τυφλός.

Αν και σπανία, η κατάστασις του κυρίου Ιωάννη Γιαννακέα διόλου ανεξήγητος είναι. Αυτό, βεβαίως, δεν ισχύει και διά την θεραπείαν του, η οποία προβλέπεται ιδιαίτερα πολύπλοκος και επίπονος, αν όχι εντελώς ανέφικτος. Ο κύριος Γιαννακέας πάσχει από βαριάς μορφής μαγειογενήν κατάθλιψιν, η οποία δεν του επιτρέπει να ικανοποιήσει τας βασικάς σωματικάς του ανάγκας, δηλαδή την λήψιν επαρκούς τροφής και ύπνου, καθώς και την φροντίδαν της προσωπικής του υγιεινής. Επιπλέον, ο ασθενής υποφέρει από πολυάριθμα συμπτώματα ψυχοσωματικού χαρακτήρος, ιδιαίτερα συνήθη σε τοιαύτες περιπτώσεις, τα οποία έχουν προκαλέσει κύφωσιν, σακχαροδιαβήτην, την  σταδιακή απώλεια της οράσεως, της ακοής και πολλών οδόντων, καθώς και σοβαρήν τριχόπτωσιν.
Τέλος, η κατάθλιψις που ταλανίζει τον κύριον Γιαννακέα είναι υπαίτιος και διά τον βαρύν αλκοολισμόν και την ιδεοληψίαν, στοιχεία τα οποία χαρακτηρίζουν την συμπεριφοράν αυτού. Η ιδεοληψία εκδηλώνεται μέσω ισχυρών κρίσεων, τουλάχιστον άπαξ της εβδομάδος, κατά τας οποίας ο ασθενής συνομιλεί με την σύζυγον του, η οποία τον εγκατέλειψε προ δωδεκαετίας. Οι συζητήσεις αύται χαρακτηρίζονται από έντονας συναισθηματικάς διακυμάνσεις· ενίοτε ο κύριος Γιαννακέας ομιλεί μειλιχίως και τρυφερώς, ενώ άλλοτε γίνεται βίαιος και εξαιρετικώς προσβλητικός, ενώ κατ’ επανάληψιν απειλεί την σύζυγόν του με το ξέσχισμα μανδηλίου τινός. Προφανώς, πρόκειται διά το μανδήλιον, το οποίο δημιούργησε τον μαγικόν σύνδεσμον μεταξύ του ασθενούς και της εκτοπλασματικής νύμφης, την οποία είχε επιλέξει ως σύζυγον.
Βάσει της συμπτωματολογίας, την οποία εκθέσαμε παραπάνω, αλλά και της ραγδαίας επιδεινώσεως της καταστάσεως του κυρίου Γιαννακέα κατά το τελευταίον οκτάμηνον, προτείνουμε τον εγκλεισμόν του ασθενούς σε ψυχιατρικόν θεραπευτήριον, όπου θα τεθεί υπό την εικοσιτετράωρη παρακολούθησιν ειδικευμένου προσωπικού, ώστε να διερευνηθούν αι θεραπευτικαί οδοί, αι οποίαι ενδέχεται να οδηγήσουν εις την ανακούφισιν αυτού. Διότι, οφείλουμε να τονίσουμε, ότι η πλήρης θεραπεία ατόμων που πάσχουν από ασθένειες μαγικής φύσεως, αποτελεί μεγίστη πρόκλησιν διά τον οιονδήποτε ιατρόν. Είναι ευρέως γνωστόν ότι ο αγών, ο οποίος καταβάλλεται υπό της επιστημονικής κοινότητος διά τον έλεγχον και την αντιμετώπισην των μαγειογενών μικροβίων, είναι μαχροχρόνιος και ιδιαιτέρως επίπονος και τα μέχρι την σήμερον αποτελέσματα είναι σχετικά περιορισμένα. Διά τον λόγον αυτόν φρονούμε ότι η εις βάθος μελέτη της νόσου του κυρίου Γιαννακέα θα συμβάλει τα μέγιστα εις την πρόοδο της επιστημονικής ερεύνης διά την θεραπεία πάσης φύσεως μαγείας και βασκανίας.

Τον καημένο τον Γιάννη του Παπά τον έφαγε που από μικρός ζήταγε να ξεχωρίζει από τους άλλους. Ήτανε χαϊδεμένος, μοναχογιός και στερνοπαίδι, τόνε κανακεύανε η μάνα και οι τέσσερις αδελφάδες του. Ήτανε και όμορφος πολύ, δύο μέτρα παλίκαρος, όλες θέλανε να τόνε πάρουνε άντρα τους. Ο Γιάννης όμως γύρευε ξωτικιά, μαγεμένη, οι άλλες δεν του κάνανε. Εδοκίμασε πολλές φορές να πλησιάσει καμιά από δαύτες, έστηνε καρτέρι δίπλα στο ποτάμι νύχτες ολάκερες, αλλά δεν τα κατάφερνε. Καθώς το ‘χε βάλει πείσμα, πήγε σε κείνη τη γριά που κάθεται στο έμπα του χωριού, που τα Μανωλάκια τήνε λένε μάγισσα. Αυτή τον ορμήνεψε να κλέψει το μαντήλι μιας από τις νεράιδες, οποιανής του άρεσε πιότερο, κι έτσι θα την έκανε δικιά του, θα τον ακολουθούσε όπου κι αν πήγαινε. Αλλά έπρεπε να προσέξει καλά μη τον γελάσει η ξωτικιά και πάρει πίσω το μαντήλι, γιατί τότε θα την έχανε για πάντα.
Ένα απόβραδο, τελειώματα του Οκτώβρη θα ‘τανε, παραφύλαγε τις ξωτικές χωμένος μέσα στην κουφάλα της μεγάλης βελανιάς, δίπλα στο γεφυράκι του Τσολιά. Διπλωμένος στα δύο, καλά-καλά δεν ανεπνούσε μη τυχόν και τον ακούσουνε. Ήτανε τυχερός, γιατί μιανής νεράιδας της έπεσε το μαντήλι, δίπλα στο δέντρο οπού κρυβόταν. Αυτός χύθηκε σαν το στοιχειό, πρόλαβε και το άρπαξε. Έτσι, τα κατάφερε, την πήγε σπίτι του και την πήρε γυναίκα του. Όσο χαρούμενος ήτανε ο Γιάννης, όσο καμάρωνε σαν το γύφτικο σκεπάρνι σαν έβλεπε τη ζήλια στα των χωριανών, τόσο εκείνη χλόμιαζε και μαραινόταν. Ήτανε πάντα πικραμένη και δεν ήθελε να στολίζεται, να πηγαίνει σε γιορτές και πανηγύρια. Το ‘βλεπε ο Γιάννης το μαράζι της γυναίκας του κι ελυπότανε πολύ, αλλά το μαντήλι δεν της το γύριζε, όσο κι αν τόνε παρακάλαγε αυτή πεσμένη στα γόνατα. Γιατί το ‘ξερε ο Γιάννης, πως άμα του ‘φευγε, εκείνος θα χανόταν. Έτσι πέρασαν πέντε χρόνια.
Μια μέρα, παραμονή της Αγια-Μαρίνας, δεν άντεξε άλλο να τη βλέπει να σπαράζει και της το ‘δωσε. Την έβαλε, όμως, να του υποσχεθεί ότι μετά το πανηγύρι θα γύριζε σπίτι. Τότες, η ξωτικιά φόρεσε ένα γαλάζιο φόρεμα γεμάτο διαμαντικά και άφησε λυτά τα μαλλιά της, που έφταναν ως το πάτωμα.  Πήγε στη γιορτή και άστραψε η πλατεία, κι έμειναν όλοι να την κοιτάνε με ανοιχτό το στόμα. Μπήκε μπροστάρα στο χορό και με μια γλυκιά φωνούλα έπιασε ένα τραγούδι που ράγιζε καρδιές. Και σαν έφερε τρεις γύρους, σείστηκε, λυγίστηκε, τίναξε το μαβί μαντήλι και πέταξε στον ουρανό να βρει τις συντρόφισσές της. Από τότε, κανείς δεν την ματάδε. Κι ο Γιάννης, απόμεινε μοναχός να μαραζώνει μέρα με τη μέρα, και να γυρνάει τις ρεματιές και τις ραχούλες να την ψάχνει, δώδεκα χρόνια τώρα