Thursday 27 April 2023

Τρίπτυχο

Ο χωρισμός σαν κίνδυνος

Πριν ακόμα βγεις από το αυτοκίνητο ξέρεις ότι κάτι δεν πάει καλά. Σβήνοντας τη μηχανή νιώθεις μια ανακατωσούρα στο στομάχι που η δροσερή πνοή της νύχτας δεν καταφέρνει να διώξει. Ο δρόμος είναι άδειος και σε κανένα από τα παράθυρα των γύρω σπιτιών δεν έχει φως. Πάνω από το σιωπηλό στενό λάμπει ένα φεγγάρι στη χάση του. Όλοι έχουν φύγει για διακοπές κι εσύ βαδίζεις στις μύτες μέχρι να φτάσεις την ξεκλείδωτη εξώπορτα. Στο χολ σκοντάφτεις σε κάτι πολύ βαρύ και πέφτεις μπρούμυτα στο πάτωμα. Ο αέρας του σπιτιού δεν έχει μυρωδιά. Τα πόδια σου μπλέκονται και σηκώνεσαι με δυσκολία. Πατάς τον διακόπτη και η πράσινη βαλίτσα εμφανίζεται στο κέντρο του δωματίου· με ένα παραφουσκωμένο σακ-βουαγιάζ και μια ανοιχτή κούτα γεμάτη παπούτσια στηριγμένα πάνω της. Στην κρεβατοκάμαρα ανάβει ξεχασμένο ένα πορτατίφ από γαλάζια οπαλίνα. Βγάζεις τα παπούτσια και γδύνεσαι, όπως κάθε βράδυ. Η μόνη διαφορά είναι ότι κρατάς το πουκάμισο. Δεν αναζητάς τη φόρμα, ούτε και τα ξυριστικά σου που λείπουν από την εταζέρα του μπάνιου. Χωρίς να σβήσεις τη λάμπα, ξαπλώνεις στο άστρωτο κρεβάτι, ακριβώς στο ίχνος που άφησε το σώμα σου, όταν σηκώθηκες το πρωί. Το μόνο μέλος που μετακινείς είναι το δεξί σου μπράτσο· το απλώνεις, ώστε να χώσεις το χέρι κάτω από το διπλωμένο ακατάστατα μαξιλάρι της. Παρόλο που είναι Αύγουστος, τα σεντόνια είναι κρύα, όπως εκείνη τη βραδιά πριν εφτά μήνες. Θυμάσαι που είχες παρακολουθήσει προσεκτικά μέσα από τις γρίλιες του παραθύρου το σκοτάδι να γίνεται γκρίζο φως. Κι έπειτα είχες πιει τον καφέ σου στην κουζίνα, βιδωμένος στην καρέκλα για ώρες. Μέχρις ότου ακούστηκαν κλειδιά και σχεδόν αμέσως την είδες να στέκεται στο άνοιγμα της πόρτας· χωρίς πανωφόρι, με ένα λεπτό φόρεμα και παντόφλες. Η φωνή ήταν της ήταν βραχνή όταν είπε «θέλω να μιλήσω», μα σιγά-σιγά καθάρισε. Έτσι θα γινόταν πάντα σ’ αυτές τις κουβέντες. Μόνο που δεν είχε ξαναβάλει τα πράγματά σου στην πράσινη βαλίτσα, σε σακ-βουαγιάζ και σε κούτα. Νιώθεις τα βλέφαρά σου να βαραίνουν, γυρίζεις ανάσκελα και ανοίγεις διάπλατα τα μάτια. Θέλεις να σε βρει ξύπνιο και έτοιμο να την ακούσεις, ίσως και να την πάρεις αγκαλιά, όταν γύρει κατάκοπη και ξαπλώσει στο αναστατωμένο κρεβάτι.

Ο χωρισμός σαν προδιάθεση

Πέρα-δώθε, από τη ντουλάπα στη βαλίτσα, την πόνεσαν οι φτέρνες, τα πέλματα πήραν φωτιά, έχει κάποια ευαισθησία στην περιοχή και έπρεπε με το μαλακό, μα δεν γινόταν να κάνει παύση, ένιωθε πως αν σταμάταγε να κινείται, θα έσκαγε. Έτσι είναι, όταν βγει η σφαίρα από την θαλάμη δεν έχει γυρισμό, αλίμονο αν είχε δηλαδή, το θέμα όμως είναι να βγει, αυτό είναι το θέμα, γιατί νισάφι πια με τους τζούφιους πυροβολισμούς, πόση ξεφτίλα πια να αντέξει κανείς. Ήταν λίγο μετά τις έντεκα όταν ξεκίνησε να μαζεύει τα πράγματά του, να τα διπλώνει και να τα στοιβάζει τακτικά κι, αν δεν τη ζόριζαν τα πόδια, θα συνέχιζε αυτό το βιολί μέχρι τέλους, εντάξει, έτερον εκάτερον. Όταν κουράστηκε κι άρχισε να πετάει τα ρούχα όπως να ‘ναι μέσα στη βαλίτσα, τα λυπόταν έτσι που τα κουβάριαζε, και μετά λυπόταν κι αυτόν που, η αλήθεια είναι, δεν της είχε φταίξει σε τίποτα. Του το είχε εξηγήσει πολλές φορές, είχε πια χάσει το μέτρημα πόσες, υπήρχε πρόβλημα κι ήταν όλο δικό της, αποκλειστικά και μόνο, το είχε δηλώσει ξεκάθαρα, εκείνη είχε τη δυσκολία, την κούραση τη μεγάλη, το βάρος το αβάσταχτο. Αυτός ήταν άψογος, ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να τύχει σε μια γυναίκα, δυστυχώς όχι σ’ εκείνη, ναι βρε, ναι, δίχως αμφιβολία ήταν τέλειος. Με εξαίρεση το πείσμα του να συνεχίζουν να τραβιούνται, τα επιχειρήματα που είχε πάντα πρόχειρα και την αγκαλιά που κράταγε αδιάκοπα ανοιχτή. Είχε πολλές ευκαιρίες να του πει ότι της είχε τελειώσει οριστικά, όχι ότι ήταν απαραίτητες, και οι μήνες που είχε αφήσει να περάσουν από τότε που το είχε πάρει χαμπάρι ήταν βαρίδια στους ώμους της. Αυτό που την χάλαγε πιο πολύ ήταν εκείνο το ύφος του της απόγνωσης, αλλά δεν ήταν σίγουρη αν την πείραζε το ότι αυτός καταδεχόταν να το παίρνει ή ότι η ίδια δεν μπορούσε να κάνει τα στραβά μάτια. Από την άλλη, ήταν ξεκάθαρο πως το θέμα ήταν αδύνατο να τακτοποιηθεί όσο τον είχε μπροστά της, κι εκείνο το πρωινό είχε πάρει κρυφά άδεια για να μπορέσει να πακετάρει την πραμάτεια του, όσο αυτός θα έλειπε στη δουλειά. Αφού, με τα πολλά κατάφερε και μάζεψε ρούχα, παπούτσια και διάφορα άλλα βασικά υπάρχοντά του, κατάκοπη ντύθηκε βιαστικά και πετάχτηκε στο δρόμο αναζητώντας ταξί με μυστικό προορισμό. Τα πράγματά του, στην πράσινη βαλίτσα, το σακ-βουαγιάζ και την κούτα, τα έβαλε στο κέντρο του χολ, ακριβώς κάτω από το φωτιστικό, τα έστησε να μοιάζουν σαν πυραμίδα, έτσι ώστε να φαίνονται από όλες τις πλευρές και τις γωνίες του δωματίου, να κυριαρχούν στον χώρο, να κάνουν μπαμ, ώστε να μην μπορέσει να της πει, ίσως σε κάποιο τηλεφώνημα από τα αμέτρητα που θα της έκανε, πως δεν αντιλήφθηκε την παρουσία των γεμισμένων με τα ρούχα του αποσκευών πίσω από την πόρτα του διαμερίσματος.

Ο χωρισμός σαν απουσία εναλλακτικής θεώρησης

Εδώ που τα λέμε, φίλες και φίλοι, το πράγμα είναι ξεκάθαρο: ο χωρισμός αυτός δεν πρόκειται ποτέ να ολοκληρωθεί, παρόλο που αυτή είναι η πρόθεση της μίας πλευράς. Είναι γνωστό ότι, ενώ για την έναρξη μίας αισθηματικής σχέσης είναι απαραίτητη μία κάποια συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών, στη λήξη της δεν χρειάζεται παρά μόνο η βούληση της μίας από αυτές, ακόμα κι αν η άλλη αντιτίθεται σθεναρά σε αυτήν. Το ζήτημα έχει προφανώς αστρολογικό υπόβαθρο καθώς ο κύριος, δηλαδή η πλευρά που δεν επιθυμεί τη διάλυση της σχέσης ανήκει στον αστερισμό του Καρκίνου. Το ζώδιο αυτό είναι άκρως ευαίσθητο και, ταυτόχρονα, ικανό για εξαιρετικά χειριστική συμπεριφορά, την οποία επιτυγχάνει κατεξοχήν μέσω συναισθηματικού εκβιασμού. Από την άλλη πλευρά, η κυρία είναι Σκορπιός, ζώδιο το οποίο, αν και προικισμένο με εσωτερική δύναμη, έχει ένα σοβαρό ελάττωμα: δεν μπορεί να πει όχι. Μάλιστα, φίλες και φίλοι, ο Σκορπιός, αυτός ο τιτάνας του ζωδιακού κύκλου, είναι παντελώς ανίκανος να αρνηθεί, πέφτοντας έτσι θύμα του χειριστικού Καρκίνου. Ασφαλώς και θα επιστρέψει η κυρία στο σπίτι, μία ή δύο ημέρες αργότερα, όπου θα βρει τον κύριο στο κρεβάτι, σε κατάσταση ψυχικής και σωματικής εξαθλίωσης, νηστικό και αξύριστο, κρατώντας σφιχτά στο στήθος του το μαξιλάρι της. Φυσικά, η αντίδρασή της δεν θα είναι σε καμία περίπτωση να τον σπρώξει με δύναμη, ώστε να τον ρίξει από τη συζυγική κλίνη, αλλά να σπεύσει στην κουζίνα για να του ετοιμάσει ένα πρόχειρο γεύμα. 

Και μιας και βρισκόμαστε στην καρδιά του καλοκαιριού, η άκρως σημαντική συζήτηση που πρέπει να λάβει χώρα ανάμεσα στις δύο πλευρές του δράματος θα αναβληθεί για τον Νοέμβριο, όταν τα επίπεδα των βροχοπτώσεων θα έχουν αυξηθεί σημαντικά. Ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι τόσο ο Σκορπιός, όσο και ο Καρκίνος ανήκουν στα λεγόμενα «ζώδια του νερού», οι εκπρόσωποι των οποίων ισχυροποιούνται σε υγρό περιβάλλον. Εντούτοις, παρά τα αυξημένα επίπεδα υγρασίας, θα εξακολουθούν η μεν κυρία να έχει δυσκολία με το όχι, ο δε κύριος να ασκεί με επιτυχία την τέχνη του συναισθηματικού εκβιασμού. Έτσι, η λύση του δράματος θα μετατεθεί στον Απρίλιο, μήνα κατά τον οποίο σημειώνονται οι πιο ηδείς βροχές του έτους. Και ούτω καθεξής.


Wednesday 12 April 2023

Τοστ και νεσκαφέ

Ε λοιπόν, όχι. Xίλιες φορές, όχι. Έχει άδικο η Σία. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Δεν επιτρέπονται στην τελική. Μέχρι πότε θα κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις γαμώτο; Να σε περνάνε και για αγαθιάρα από πάνω, δε λέει. Κοίτα τώρα πώς περπατάς, σαν αυτόματο. Το κεφάλι κάτω, ούτε μια ματιά στις αμυγδαλιές. Νεύρα και ταλαιπωρία. Τέσσερις στάσεις με τα πόδια δεν είναι αστεία. Μετά τη δουλειά κιόλας. Δουλειά, καλά ναι. Μα δε γινόταν διαφορετικά. Έπρεπε να κατέβεις. Έτσι που είχες φουντώσει με την ξανθόψειρα. Ρωσίδα, Βουλγάρα, τι σκατά ήταν. Μια να κοιτάζει το σημάδι στο χέρι σου, μια έξω απ’ το παράθυρο. Κι έπειτα πάλι τη δαγκωνιά. Καρφωνόταν, μη πάει και δεν τη δεις. Καλά-καλά δεν το πήρες χαμπάρι ότι πάτησες το κουμπί για στάση. Κι όταν το λεωφορείο περνούσε μπροστά σου, εκείνη σε κοίταξε από το παράθυρο, λυπημένη. Η πουτάνα.

Η αλήθεια να λέγεται όμως. Έχεις μπλέξει χοντρά. Δεν είναι μόνο ο Ορφέας. Κι οι γονείς βλαμμένοι είναι. Το νιώθεις κάθε πρωί. Καθώς τους βλέπεις να γνέφουν στον μικρό από το αυτοκίνητο, όταν φεύγουν για δουλειά. Κουνάνε με ορμή τα χέρια τους, χωρίς σταματημό. Ώσπου να χαθεί το αμάξι στη στροφή. Ακόμα κι ο πατέρας που οδηγάει κουνάει τα χέρια. Η μάνα ανοίγει το παράθυρο και βγάζει το κεφάλι της ολόκληρο έξω. Και τους ώμους. Άσχετα αν έχει κάνει κρύο ή βρέχει. Ποτέ σου δεν είχες σκεφτεί να γίνεις νταντά. Έτυχε η γνωριμία της Σίας και μπλέχτηκες. Την πρώτη φορά που ο Ορφέας ήρθε με το πουλί έξω να σε κατουρήσει εκεί που έπλενες τα πιάτα, είπες να δώσεις μια ευκαιρία. Μετά έδωσες και δεύτερη, γιατί η κυρία σε παρακάλεσε. Την τρίτη την έδωσες γιατί βούρκωσε και ζήτησε να τους καταλάβεις. Την τέταρτη γιατί έπεσε στα γόνατα. Τελικά έχασες τον λογαριασμό με τις φορές. Και να έχεις τη Σία να σε λέει δύσκολη. Και τον άλλο να σηκώνει το τηλέφωνο όποτε του καβλώσει.

Είναι απομεσήμερο και δεν έχει πολύ κόσμο. Αρχίζει να ψιχαλίζει, βλέπεις τα σημάδια από τις στάλες στο τσιμέντο. Στο πατρικό, την βροχή, όταν ερχόταν, την έπιανες με τη μύτη. Εδώ δεν έχει χορτάρι. Ούτε χώμα έχει να μοσχοβολήσει βρεγμένο. Μόνο πεζοδρόμια που γεμίζουν γλίτσα. Ο ουρανός είναι φορτωμένος. Τα πόδια σου έχουν πρηστεί σφιγμένα στις μπότες. Θέλεις να καθίσεις κάπου για λίγο. Να κάνεις ένα γρήγορο διάλειμμα. Είκοσι λεπτά μόνο, προφταίνεις.

Σε αυτήν την καφετέρια δεν έχεις ξανάρθει. Είναι άδεια, εκτός από δύο κοπέλες που κάθονται δίπλα στη τζαμαρία. Έτσι μεγάλη και μισοσκότεινη, η αίθουσα δεν σε τραβάει καθόλου. Ντρέπεσαι να φύγεις. Πιάνεις το τραπεζάκι δίπλα στις γυναίκες. Εκείνες χαμηλώνουν τις φωνές τους, μα δεν κόβουν το κουβεντολόι. Βγάζεις από την τσάντα το κινητό και περιστάνεις πως κοιτάς τα μηνύματα. Τελικά το παρατάς στο τραπέζι. Στον δρόμο, τα αυτοκίνητα σχεδόν ακίνητα κάτω από τη βροχή. Ακούς καθαρά τι συζητάνε οι διπλανές. Στήνεις αυτί. Αυτή που μιλάει πιο βραχνά λέει πως έπιασε τον φίλο της να σαλιαρίζει με μία στην δουλειά. Μετά έψαξε το κινητό του. Βρήκε πολύ υλικό, μηνύματα, ραντεβού και τέτοια. Η άλλη λέει ότι αυτά είναι κατινιές. Παραγγέλνεις τοστ και νεσκαφέ. Η κοπέλα θέλει να χωρίσει, αλλά η φίλη λέει όχι. Μόνο η σκαρταδούρα είναι διαθέσιμη πια. Όταν έρχεται ο σερβιτόρος, η άλλη βάζει τα κλάματα.

Δεν δειλιάζεις ούτε λεπτό. Γέρνεις προς το διπλανό τραπέζι. Συγνώμη που διακόπτω, λες. Θέλεις να τους πεις την ιστορία σου. Δε μιλάνε. Μόνο ρίχνουν ματιές η μία στην άλλη. Αν σε ακούσουν, θα νιώσουν καλύτερα. Γιατί έχει πολύ χειρότερα από αυτά που έφαγε εκείνη στη μάπα. Να παρατήσεις τον τόπο σου, γιατί σ’ το ζήτησε ένας μάγκας. Για να κοιμάστε μαζί, λέει, να γελάτε, να πηγαίνετε εκδρομές. Κι εσύ να τον ακολουθήσεις. Να κάνεις ό,τι δουλειά βρεθεί για να τη βγάλεις. Να σε κατουράνε σκατόπαιδα. Να σε δαγκώνουν. Να σου σηκώνουν το φρύδι μανάδες. Να σε κατασκοπεύουν με κάμερα πατεράδες. Κι εκείνος να φαίνεται στη χάση και στη φέξη. Να σε πηδάει ένα βράδυ. Και μετά να χάνεται για μέρες.

Στυλώνουν τα μάτια στον δρόμο. Σε άλλο σημείο η καθεμιά. Σταματάς να μιλάς. Θα μπορούσαν να σε προσκαλέσουν να κάτσεις μαζί τους. Να σου παραγγείλουν έναν φρέσκο καφέ, γιατί ο δικός σου έχει κρυώσει. Να σου πουν ότι ξέρουν κάποιον που μπορεί να σε βοηθήσει να βρεις δουλειά. Τίποτα από αυτά δε συμβαίνει. Μόνο βουβαμάρα. Ισιώνεις το κορμί μπροστά στο μισοφαγωμένο τοστ. Δίπλα, η κουβέντα έχει πάλι ξεκινήσει. Πιο δυνατά τώρα. Ίσα που δεν φωνάζουν. Χώνεις ένα χαρτονόμισμα κάτω από το φλιτζάνι.

Η βροχή έχει δυναμώσει για τα καλά. Στην στεγασμένη είσοδο της καφετέριας σκαλίζεις την τσάντας σου. Δεν γίνεται να βγεις χωρίς ομπρέλα. Ίσως θα μπορούσες να ορμήσεις στον δρόμο τρέχοντας. Με τα βρεγμένα ρούχα να κολλάνε πάνω σου. Σίγουρα θα μπορούσες. Αν το ήθελες δηλαδή. Όπως λίγο πριν, όταν ένιωσες ότι δεν υπάρχει φόβος. Και ξέχασες τον κρύο ιδρώτα που σε έκοψε, όταν ο Ορφέας, πεσμένος στο πάτωμα, δε σάλευε. Αφού του έριξες και το δεύτερο χαστούκι με το δαγκωμένο σου χέρι. Και το τρέμουλο στα πόδια σου που κράτησε ώρα πολλή, ακόμη και μετά που άνοιξε τα μάτια. Εντάξει, μπορεί η στιγμή που πίστεψες ότι δεν υπάρχει φόβος να πέρασε. Ναι, αλλά βαθιά μέσα σου το ξέρεις. Θα ξανάρθει.

Saturday 1 April 2023

Fernanda Melchor, Πάρανταις (2021)

Σε αντίθεση με τον Ροσάλιο, τον άλλο φύλακα, νεότερο και πιο τσαμπουκαλή, ο Σενόμπιο δεν μιλούσε πολύ, του άρεσε να ανοίγει το ραδιόφωνο και ν’ ακούει ένα σταθμό που έπαιζε καψουροτράγουδα, και καμιά φορά, όταν η καταιγίδα ξεσπούσε με όλη της τη δύναμη, κι οι στάλες αντηχούσαν σαν πυροβολισμοί στην πλαστική σκεπή, άνοιγε την πόρτα, έβγαζε το πακέτο με τα άφιλτρα, πρόσφερε ένα και στον Πόλο, δυνάμωνε την ένταση στο ραδιόφωνο κι όρθιοι οι δύο μπροστά στην ανοιχτή πόρτα παρακολουθούσαν το θέαμα του κατακλυσμού. Ήταν σχεδόν ευχάριστη εκείνη η αναπάντεχη δροσιά που μέτριαζε τη μεσημεριανή ζέστη, η μακρινή βροντή του κεραυνού πάνω από τα κύματα της θάλασσας και, πάνω απ’ όλα, το να μην είναι υποχρεωμένος να κάνει τίποτα, ούτε να ποτίσει και να κουρέψει το καταραμένο γκαζόν, ούτε να ξαναβάψει τους στύλους ή να κυνηγήσει τους τυφλοπόντικες…
 
[Fernanda Melchor, Πάραντάις (2021), μτφρ. Α. Βασιλάκου για τις εκδόσεις Δώμα (2023)]