Friday 25 December 2020

The road, Raymond Carver (1985)

What a rough night! It's either no dreams at all,
or else a dream that may or may not be
a dream portending loss. Last night I was dropped off
without a word on a country road.
A house back in the hills showed a light
no bigger than a star.
But I was afraid to go there, and kept walking.

Then to wake up to rain striking the glass.
Flowers in a vase near the window.
The smell of coffee, and you touching your hair
with a gesture like someone who has been gone for years.
But there's a piece of bread under the table
near your feet. And a line of ants
moving back and forth from a crack in the floor.
You've stopped smiling.

Do me a favor this morning. Draw the curtain and come
   back to bed.
Forget the coffee. We'll pretend
we're in a foreign country, and in love.  

[from Where water comes together with other water (1985)]




Thursday 24 December 2020

Δίψα, Amélie Nothomb (2019) - 2

Η καταιγίδα θα ξεσπάσει. Ο κόσμος λαχταρά τον θάνατό μου. Είναι πια γελοίος αυτός ο δίχως τέλος σπαραγμός. Κι εγώ ο ίδιος θα ‘θελα να πεθάνω μια ώρα αρχύτερα. Μα δεν είναι στο χέρι μου να επισπεύσω τούτο τον χαμό.

Τα ουράνια σκίζονται στα δύο – βροντές, αστραπές, χαλάζι. Το πλήθος σκορπίζει δυσαρεστημένο, ευτυχώς το θέαμα ήταν δωρεάν, κι αυτός επάνω στον σταυρό ούτε καν πέθανε, σαν να μη συνέβη τίποτα.

Δεν έχω τη δύναμη να τεντώσω τη γλώσσα για να πιάσω τη βροχή, μα οι στάλες μου υγραίνουν τα χείλη, και νιώθω αυτήν τη δίχως όνομα χαρά, το ότι ανασαίνω άλλη μια φορά το ωραιότερο άρωμα του κόσμου, που μια μέρα θα λάβει το εξαίσιο όνομα πετριχώρ.

Η Μαγδαληνή είναι ακόμη εδώ, μπροστά μου, ο θάνατος θα ΄τέλειος, βρέχει, κι έχω τα μάτια καρφωμένα στα μάτια της αγάπης μου.

[Amélie Nothomb (2019), Δίψα, μτφρ. Α. Κορτώ για τις εκδόσεις Στερέωμα (2020)]


Wednesday 23 December 2020

Νερό που κυλάει, ποτάμι τη νύχτα

Τώρα που η νύχτα πύκνωσε και γέρνει το φεγγάρι
πο
υ ένα αγόρι ξαγρυπνάει για το χατήρι σου,
πο
υ το σκοτάδι η γης φορεί κι ο ουρανός τη χάρη,
έβγα φεγγαροπρόσωπη στο παραθύρι σου.

Ερχόταν τα καλοκαίρια. Δεν έμενε πολύ καιρό. Μέτραγε εικοσιένα μπάνια κι έφευγε. Δεν ήθελε να γίνεται βάρος. Αυτό απαντούσε κάθε φορά που τη ρωτούσα γιατί δεν καθόταν περισσότερο. Σαν τον αέρα έφευγαν οι εικοσιμία μέρες. Κι απόμεναν τα σεντόνια της, να μοσχοβολάνε μοναχά τους.

Αγόρι μου, εσύ. Ντελικανή μου. Άντρα μου όμορφε.

Μια φορά να μην κουβαληθεί, καημό τo ‘χω. Κι ο άλλος να ρωτάει τι σου κάνει μωρέ η καημένη, πόσο τόπο πιάνει. Κάθε χρόνο οι ίδιες κουβέντες. Τίποτα δε μου κάνει, μήτε το φαγί μου παίρνει, μπουκιά δεν βάζει στο στόμα της, μήτε το σπίτι μου βρωμίζει, όλο δουλειές ζητάει να κάνει, θέλει λέει να με αλαφρώνει που έχω πολλά στο κεφάλι μου. Τίποτα δε μου κάνει. Πάντα έρχεται φορτωμένη δώρα για τα παιδιά. Και για μας. Μόνο που δεν μπορώ να τήνε βλέπω. Με τα μάτια γλαρωμένα από το πρωί, τα λεπτά πουκαμισάκια που φεγγίζουν, τα πόδια ξυπόλητα μέρα-νύχτα, σάμπως και δεν έχει παπούτσια. Και τον μικρό να κρέμεται απ το φουστάνι της. Να μην έχει ξεκολλημό. Καλά που έρχεται μόνο καλοκαίρι, αλλιώς θα παράταγε και το σχολειό αυτός έτσι που δεν την αφήνει λεπτό. Πρέπει να της τα κόψω τα πολλά-πολλά με το παιδί, για θα με πιάσει καμιά ώρα και δεν ξέρω ποιος θα βρεθεί σιμά να με βαστάξει.

-------

Έβγα και γλυκοπότισε λουλούδια μαραμένα,
κι
αν έχεις στάλα πονεσιά μες την καρδούλα σου,
λυπήσου με, καὶ δόστηνα σ
ε χείλη διψασμένα,
ν᾿
αναστηθώ σα λούλουδο με τη δροσούλα σου.

Όταν ήμουν μικρός, με έπαιρνε μαζί της στην πλατεία. Έλεγε πως ήμουν ο πιο όμορφος καβαλιέρος που είχε ποτέ. Με κέρναγε παγωτό. Εκείνη έπαιρνε βυσσινάδα. Μου διηγούνταν ιστορίες για τους μαθητές της, που ήταν πάντα αδιάβαστοι κι όλο έκαναν γκάφες. Της έλεγα πως αν ήμουν στη θέση τους θα ήμουνα ο πιο καλός μαθητής της τάξης. Του σχολείου ολόκληρου. Γελούσε μαζί μου. Γελούσε γάργαρα, χωρίς σταματημό. Από τα δίπλα τραπέζια γύρναγαν και μας κοιτούσαν. Ίσιωνα τους ώμους περήφανος. Μετά, γύρω στα δεκατέσσερα πρέπει να ήμουν, σταμάτησε να μου ζητάει να τη συνοδεύσω. Ένα μεσημέρι που καθόμασταν οι δυο μας στην αυλή βρήκα το θάρρος να ζητήσω εξηγήσεις. Μου είπε πως είχα μεγαλώσει. Θα βαριόμουν μαζί της. Καλύτερα να πήγαινα με τους φίλους μου στην πλατεία. Έτσι είπε.

Καλέ εσύ τον ξεπέρασες τον πατέρα σου στο μπόι. Κοίτα που δε φτάνω σε φιλήσω.

Τώρα που μεγάλωσε το αγόρι μου, μαζεύτηκε κι αυτή. Εντάξει, δεν είπα πως είναι τόσο ξετσίπωτη που να ξελογιάσει τον ίδιο της τον ανεψιό. Τον αγαπάει πολύ, λέει, γιατί έχει αδυναμία στον πατέρα του. Λες και δεν την έχω καταλάβει, όλο αδυναμίες και γλύκες είναι. Ήρθε προχτές και μού πιασε κουβέντα την ώρα που πότιζα. Φοβήθηκε, μου φαίνεται, μη τυχόν και την παρεξηγήσω για τον μικρό, μα και για τον μεγάλο. Με τον άντρα μου ήτανε πολύ δεμένοι, λέει. Αυτός βέβαια ήταν πολύ πιο μεγάλος, αλλά την είχε από δίπλα, τήνε πρόσεχε καθώς ήταν μοναχοπαίδι κι ορφανή από πατέρα. Το παιδί μου είναι ίδιο ο άντρας μου όταν ήτανε παλικαράκι και της θυμίζει τα μικράτα της.

-----

Η θάλασσα τη γης φιλάει και τις ιτιές τ᾿ αγέρι,
κι
εγώ μονάχα δε φιλώ τα δυο χειλάκια σου,
μ
ε χίλια αστέρια ο ουρανός, κι εγώ χωρίς αστέρι,
σκοτάδι
η γης, κι εγώ χωρίς τα δυο ματάκια σου!

Μια βραδιά την είχα δει με τα μαλλιά λυτά. Έφταναν ίσαμε τη μέση της. Την κρυφοκοίταγα πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα. Ήταν μαύρα και γυαλιστερά. Σαν νερό που κυλάει. Ποτάμι τη νύχτα. Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από τη χαραμάδα. Καθόταν στο σκαμνί και χτενιζόταν. Σιγοτραγουδούσε. Πρώτη φορά άκουγα εκείνο το τραγούδι. Είχε μια μελωδία διαφορετική. Αλλόκοτη. Κι έτσι όπως έβγαινε από τα μισάνοιχτα χείλια της, χαράχτηκε στην ψυχή μου. Στεκόμουν έξω από την κάμαρά της για ώρα. Μέχρι που ακούστηκαν τα βήματα της μάνας στα σκαλιά.

Εσύ μάτια μου έγινες άντρας με τα όλα σου. Πώς το λένε το κορίτσι σου; Τι κοκκινίζεις βρε, αφού έχεις...

Άλλο μας βρήκε φέτος, μην πάει και ησυχάσω λιγάκι. Ένα πράμα, σκέτη τρέλα. Είμαι για να κρεπάρω. Από τότε που μας ήρθε η λεγάμενη, ο δικός μου λες κι ήπιε το αμίλητο νερό. Με το ζόρι του παίρνεις κουβέντα. Μόνο ναι-όχι λέει. Χάνεται τα πρωινά, χάνεται τα μεσημέρια, τ’ απογεύματα, πάλι καλά που κοιμάται και σπίτι δηλαδή. Δεν τρώει, δεν πίνει, καλά καλά ούτε νερό. Θα ρέψει το παιδάκι μου. Μα ούτε και σε αυτήν μιλάει, σε κανέναν. Ο πατέρας του δεν ξέρει τι να τον κάνει, θέλει να τόνε πιάσει να του τα πει ένα χεράκι, μα βλέπω πως δεν το αποφασίζει. Σαν να μπερδεύει τα λόγια του, σαν να μην ξέρει τι να πει. Σαν να δειλιάζει. Μάγια μας έχουν κάνει, Θε μου σχώρα με, κι έχουνε χάσει όλοι τα λογικά τους εδώ μέσα; Μόλις μας αδειάσει τη γωνιά θα φέρω τον παπά να κάνει ευχέλαιο.

---

Κατέβα και περπάτησε, νεράιδα μες τα σκότη,
κα
ι μίλησε μου να θαρρώ πως αναστήθηκα,
π
ες μου τα λόγια τα γλυκα που πρωτολέει η νιότη,
κι
ας αποθάνω ακούγοντας πως αγαπήθηκα.

Εκείνον τον Αύγουστο ήρθε με ένα ασημένιο δαχτυλίδι στο αριστερό της χέρι. Ο πατέρας την αγκάλιασε. Εκείνη χαμογέλαγε, μα έμοιαζε θλιμμένη. Μόνο εγώ το καταλάβαινα. Δε μου έκανε καρδιά να μένω μακριά της. Όπως την άλλη χρονιά. Λαχταρούσα να μπορούσα να διώξω αυτά που της έφεραν λύπη. Την τριγύριζα συνέχεια. Της έπιανα κουβέντα. Προσπαθούσα να πηγαίνω μαζί της, όταν έβγαινε. Γινόμουνα επίμονος. Ήταν στιγμές που πίστευα πως με απέφευγε.

Την παραμονή της Παναγίας, φόρεσε ένα γαλάζιο φουστάνι. Έφυγε δίχως να πει τίποτα. Στενοχωρήθηκα. Πιο μετά την πέτυχα στο πανηγύρι. Καθόταν με τρεις γυναίκες, πιο μεγάλες, που δεν τις είχα ξαναδεί. Μόλις με είδε, σηκώθηκε. Φεύγει, σκέφτηκα, μην τυχόν και μου μιλήσει. Μα έκανα λάθος. Πλησίασε και μου έπιασε το χέρι. Μπήκαμε στον χορό. Έπαιζαν έναν γρήγορο μπάλο. Τα πόδια της, χωρίς παπούτσια, δεν πάταγαν κάτω. Το δέρμα της λευκό, σαν να με φώτιζε κάθε φορά που έστρεφε προς τη μεριά μου. Κι όσο ο ρυθμός γινόταν πιο γρήγορος, τόσο πιο κοντά ερχόταν. Μύρισα τον δυόσμο στην ανάσα της. Ένιωσα το στήθος της να με ακουμπά φευγαλέα στο μπράτσο. Παραπάτησα.

Θες να χορέψουμε; Μου αρέσει η μουσική, μα δεν ξέρω τα βήματα. Θα μου τα δείξεις;

Κι έξαφνα, η μουσική σταμάτησε. Μαζί της χάθηκαν οι φωνές, κι όλοι οι άλλοι ήχοι. Εκτός από το θρόισμα των φύλλων. Έφερα ένα γύρο το βλέμμα, τους είδα όλους ακίνητους. Όλους, εκτός από εμάς τους δύο. Τους μουσικούς, τους χορευτές, τον κόσμο. Αγάλματα αραδιασμένα γύρω από μία σκηνή με εμένα κι εκείνη στο κέντρο. Στεκόμασταν αντικριστά. Ούτε μισό μέτρο δε μας χώριζε. Είχε σταματήσει να χορεύει. Με τα μπράτσα απλωμένα, σαν έτοιμη να με πάρει στην αγκαλιά της. Ανοιγόκλεισε τις παλάμες νεύοντάς μου, όπως στα μωρά. Σαστισμένος, έκανα ένα βήμα. Την επόμενη στιγμή, την ένιωσα κολλημένη στο κορμί μου. Έκλεισα τα μάτια και γονάτισα μαζί της στο πλακόστρωτο. Έγειρε πίσω και με τράβηξε πάνω της. Μια κίνηση γεμάτη οικειότητα. Δεν ξέρω πόσο μείναμε εκεί, ανάμεσα στα πόδια των χωριανών μου. Ο έρωτας που κάναμε ξεδιπλώθηκε στον χρόνο, σαν νούφαρο που ανοίγει τα πέταλα μετά από τη βροχή. Τινάζοντας τις στάλες μία-μία. Δεν ήξερα πια τι ώρα ήταν. Το φεγγάρι έμοιαζε καρφωμένο στο κέντρο του ουρανού. Σηκώθηκε πρώτη, τίναξε το φόρεμά της και μου έδωσε το χέρι. Ορθώθηκα με δυσκολία. Χαμογελούσε. Χαμογελούσα κι εγώ, με τα μάτια κατεβασμένα, όσο προσπαθούσα να τακτοποιήσω τα ρούχα μου. Όταν τα ξανασήκωσα, ήταν άφαντη. Ο αέρας δονούνταν από τις δοξαριές και τα νταούλια. Η βοή των ανθρώπων μου πήρε τ’ αυτιά. Ζαλίστηκα. Τόσο που παραλίγο να με παρασύρουν οι χορευτές που έρχονταν λικνιστοί κατά πάνω μου.

Εγώ τα είδα τα ψάρια στον ύπνο μου, μα παραμονή της Παναγία αδύνατο να μην πάω στον εσπερινό. Αλλά και να μην είχα πάει, δεν θα τη γλίτωνα τη λαχτάρα. Έβαλα το φουστάνι που μού ‘χε φέρει η προκομμένη, κουτί μου ήρθε, στολίστηκα κατά πώς ήταν ταιριαστό και πήρα τον άντρα μου αγκαζέ να πάμε να προσκυνήσουμε. Βγαίνοντας από την εκκλησιά, είδα πως όλο το χωριό είχε μαζευτεί στην πλατεία, τα βιολιά είχανε αρχινήσει και του είπα να πάμε κι εμείς να κάτσουμε με τους άλλους. Βρήκαμε θέση κοντά στο ηρώον, σκοτωμός γινότανε, μα φανήκαμε τυχεροί κι από ‘κει που ήμασταν βλέπαμε τον χορό και τα όργανα. Όλη η νεολαία στο ποδάρι, ξεσηκωμένοι από τις μουσικές αγόρια-κορίτσια, μόνο ο δικός μου με δυο φίλους του πήγαινε γύρω-γύρω στην πλατεία με τα χέρια στις τσέπες. Τον πήρε το μάτι μου μια στιγμή, περπάταγε σκυφτός σαν γέρος, έκανα πως δεν τον είδα, ούτε κι είπα στον πατέρα του τίποτα. Και την άλλην την είδα, καθόταν κάτω από το πλατάνι με τρεις μεσόκοπες που δεν τις ήξερα. Πέρασε η ώρα, είχαν έρθει και τα ξαδέλφια μου, λέγαμε ιστορίες, οι άντρες είχαν πιάσει τα πολιτικά, φωνάζαμε, γελούσαμε, πώς αλλιώς να κάναμε με τόσα καραφάκια που πήραμε. Κι εκεί που έβαζα με το νου μου πόσο καιρό είχαμε να κάνουμε τέτοιο κέφι, το βιολί έπιασε έναν σκοπό άγνωστο, λίγο παραπονιάρικο, κι ακούστηκε μια αντρική φωνή να τραγουδά λόγια πρωτάκουστα, παράξενα πολύ. Όμως δεν ήταν τα λόγια που έκαναν την πέτσα μου να σηκωθεί, μα η φωνή η ίδια που ήταν αντρίκια και παιδική μαζί, σοβαρή και γλυκιά, λυπημένη και χαρούμενη την ίδια στιγμή. Απόμεινα με το ποτήρι στο χέρι να τον ακούω, λιγώθηκα, ένας κόμπος μου έκατσε στον λαιμό και, δίχως να το καταλάβω, έπιασα να κλαίω. Σαν σηκώθηκα όρθια, είδα πως ο τραγουδιστής ήταν ο γιος μου, το αγόρι μου το μικρό. Το βλαστάρι μου. Το μωρό μου. Το μαντήλι που μούχωσε ο άντρας μου στη χούφτα το πέταξα κάτω, στο χώμα

Saturday 19 December 2020

Dark Edinburgh











 

https://www.darkedinburgh.co.uk/

Δίψα, Amélie Nothomb (2019)

Πάντα μ’ άρεσε να στέκω κάτω από ένα υπόστεγο την ώρα που η βροχή δυναμώνει. Εξαίσια αίσθηση. Τη συσχετίζουμε, κατά τι βλακωδώς, με τη γαλήνη. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μία κατάσταση ηδονής. Η βροχή μεταχειρίζεται τις στέγες σαν ηχεία: το να βρίσκεσαι κάτω από μία τέτοια στέγη, είναι η καλύτερη θέση για ν’ απολαύσεις τη συναυλία. Λαχταριστή παρτιτούρα, με ανεπαίσθητες παραλλαγές, ραψωδική χωρίς να γίνεται κραυγαλέα, κάθε βροχή έχει και κάτι από ευλογία.

[Amélie Nothomb (2019), Δίψα, μτφρ. Α. Κορτώ για τις εκδόσεις Στερέωμα (2020)]

Wednesday 25 November 2020

Αναρρίχησις

Μα τι με ρωτάτε τώρα, μήπως νομίζετε πως προχθές ήταν η πρώτη φορά που ανέβηκα στο Γερακαριό; Αστεία πράγματα. Κοιτάξτε, εγώ αυτήν την ανάβαση την πραγματοποιώ κάθε εβδομάδα. Μάλιστα, κύριε, τα τελευταία έξι έτη. Κάθε Κυριακή, μετά το πρόγευμα, απαρεγκλίτως. Βλέπω ότι σας προξενεί κατάπληξη, προφανώς δικαιολογημένα. Νομίζω πως διακρίνω και κάποια δυσπιστία στο βλέμμα σας. Εν τούτοις, μη σας ξεγελά η εμφάνισή μου. Μπορεί να έχω πάρει κάποιο βάρος προσφάτως, αλλά σας διαβεβαιώ πως παραμένω αθλητική σαν έφηβος, ευέλικτη σαν χέλι και, προπάντων ανθεκτική σαν ταύρος. Ρωτήστε και τους μαθητές μου, αν δε με πιστεύετε.

Τέλος πάντων, στο βουνό ανεβαίνω ανεξαρτήτου εποχής, χειμώνα-καλοκαίρι. Εκτός από την απαραίτητη σωματική άσκηση, μου παρέχει την δυνατότητα για ενδοσκόπηση και επικοινωνία με το ούτως ειπείν Θείο. Τα στοιχεία της φύσεως δεν με πτοούν, τουναντίον. Ούτε μία Κυριακή δεν έχω παραλείψει, από τότε που τέλεσα το μνημόσυνο για τον χρόνο του μακαρίτου του συζύγου μου. Επομένως, δεν βλέπω δια τι να μην ανεβώ προχθές. Δεν καταλαβαίνω πώς το εννοείτε. Γιατί θα έπρεπε να με πτοήσει η συννεφιά, όσο βαριά κι αν ήτο; Ξέρετε πόσες φορές έχω αναρριχηθεί μετά από χιονόπτωση ή και κατά την διάρκεια αυτής;

Δεν έχετε καθόλου άδικο, κύριέ μου. Τω όντι καμαρώνω. Είμαι υπερήφανη αφενός μεν για τη φυσική μου κατάσταση, αφετέρου δε για τη συνέπεια του χαρακτήρος μου. Για αυτό το τελευταίο, προπάντων. Και επαναλαμβάνω. Ούτε μία Κυριακή δεν έχει περάσει χωρίς να επισκεφθώ το Γερακαριό. Φροντίζω για την ασφάλειά μου βεβαίως. Με βοηθούν τα ειδικά υποδήματα που προμηθεύτηκα μέσω ταχυδρομείου, καθώς στα εδώ καταστήματα ούτε καν ξέρουν τι σημαίνει «αναρρίχησις». Το καλοκαίρι φορώ ένα αντιανεμικό πανωφόρι, ενώ τον χειμώνα έναν βαρύ επενδύτη στρατιωτικής φύσεως. Με τέτοιον εξοπλισμό γιατί θα έπρεπε, λέτε, να δειλιάσω μπροστά στην πιθανότητα να με βρει η βροχή καθ’ οδόν; Αστεία πράγματα.

Τώρα που το αναφέρετε, ναι, τον συνάντησα τον υιό του ιερέως. Στο πλάτωμα της Καλογριάς, όπου είχα κάνει μία σύντομη στάση, προκειμένου να ξεκουραστώ. Κατερχόταν από το διάσελο, υπέθεσα ότι έκανε περίπατο. Μόλις με είδε όμως, αύξησε την ταχύτητα του και διήλθε δίπλα μου σχεδόν τρέχοντας, χωρίς να μου απευθύνει τον παραμικρό χαιρετισμό. Την ώρα εκείνη εγώ είχα τα μάτια μου κλειστά και απήγγειλα ένα παλαιό ιρλανδικό ποίημα. Ασφαλώς ο αγενέστατος νεαρός πίστεψε ότι δεν τον αντιλήφθηκα. Ρωτάτε πώς και σας απαντώ. Διαθέτω ιδιαίτερα αυξημένη περιφερειακή όραση, η οποία είναι ενεργή και κάτω από τα βλέφαρα. Δυσπιστείτε εκ νέου παρατηρώ. Εμπάσει περιπτώσει, δεν ασχολήθηκα με τον Μανωλάκη και συνέχισα την απαγγελία, διότι το εν λόγω ποίημα απαιτεί μεγάλη αυτοσυγκέντρωση. Οι συνέπειες που είναι δυνατόν να επιφέρει η παράλειψη κάποιων στίχων μπορεί να αποβούν μοιραίες. Όχι, δεν μπορώ να σας εξηγήσω τι εννοώ. Μην επιμένετε, δεν πρόκειται να το συζητήσω περαιτέρω. Εξ άλλου δεν είναι της παρούσης.

Ναι, ίσως είχα υψώσει τα χέρια μου προς τον ουρανό, είναι πολύ πιθανόν. Προς τι η απορία σας; Μήπως παρέβην κάποιον άγνωστο σε εμένα, αν είναι ποτέ δυνατόν, νόμο σχετικά με τις επιτρεπόμενες χειρονομίες; Κοιτάξτε κύριε, ουδόλως σας ειρωνεύομαι. Εν τούτοις, θα ήθελα να μου πείτε αν πιστεύετε πως κάποιος, ευρισκόμενος σε έκσταση, είναι σε θέση να ελέγξει το σώμα του. Ειλικρινώς αδυνατώ να αντιληφθώ τον σκοπό των ερωτήσεων σας. Επιπλέον, κρίνοντας από το ότι αποφύγατε να απαντήσετε στο δικό μου ερώτημα, τείνω να πιστέψω ότι στερείστε στοιχειώδους ευαισθησίας, για καλλιέργεια ούτε λόγος.

Όχι, στο πλάτωμα παρέμεινα μόνο μισή ώρα. Πέντε λεπτά μετά τη διέλευση του νεαρού συνέχισα την πορεία μου. Μάλιστα, το ενθυμούμαι πολύ καλώς, διότι έπρεπε να βρίσκομαι στην κορυφή πριν την μεσημβρία. Ήταν λίγο μετά την ενδεκάτη πρωινή. Ναι, είμαι βεβαία, διότι κατά την διάρκεια των αναβάσεων παρακολουθώ την πορεία του ηλίου, ώστε να προσανατολίζομαι χρονικώς και γεωγραφικώς. Καθώς όμως ήτο αφανής λόγω πυκνής νεφώσεως, παρακολουθούσα τη σκιά μου, η οποία εκείνη την ώρα ήταν εξαιρετικά βραχεία. Τότε ήταν που εμφανίστηκε ο καντηλανάφτης πίσω από ένα μεγάλο πουρνάρι. Μπορείτε να του ζητήσετε να σας επιβεβαιώσει την ώρα, όταν τον εντοπίσετε. Να μου κάνετε την χάρη κύριε, σας το είπα και πριν, δεν σας ειρωνεύομαι. Δεν είναι του τύπου μου.

Με τον καντηλανάφτη δεν διατηρώ διπλωματικές ή άλλες σχέσεις. Κανονικώς θα έπρεπε να τον προπηλακίζω κάθε φορά που τον συναντώ, πλην όμως είμαι πολιτισμένος άνθρωπος. Τον αποφεύγω συστηματικώς, μετά από εκείνη την φρικτή ιστορία που επινόησε. Φανταστείτε ότι επιχείρησε να στρέψει τα μέλη της μικρής αυτής κοινωνίας εναντίον μου, ώστε να με εκδιώξουν από το χωριό. Εις μάτην βεβαίως, καθώς τα παιδιά τους με αγαπούν τόσο πολύ, ώστε η σκέψη αυτή φάνηκε αδιανόητη εις τους πάντες. Τα παιδιά του χωριού είναι κυριολεκτικώς μαγεμένα μαζί μου. Ο καντηλανάφτης, όμως, είναι τύπος όχι μόνο ποταπός, αλλά και αφελής. Όταν είδε το σχέδιο της εκδίωξής μου να αποτυγχάνει, συγκέντρωσε τους γελοίους συντρόφους του, τρεις ανεγκέφαλους ποιμένες που διαβιούν στην στάνη της Κικίτσας, κι αποπειράθηκαν να πυρπολήσουν την οικία μου. Βεβαίως, εγώ, εξαιτίας της οξυδέρκειας με την οποία είμαι προικισμένη εκ φύσεως, είχα αντιληφθεί τον αισχρό τους σκοπό εγκαίρως και είχα ενημερώσει τον αστυνόμο. Το ότι παρέμειναν μόνο μία εβδομάδα στο κρατητήριο οφείλεται αποκλειστικώς στη μεγαλοψυχία μου. Μου προξενεί τεραστία κατάπληξη το ότι δεν σας ενημέρωσε σχετικώς ο αστυνόμος.

Καλώς, συνεχίζω. Ο καντηλανάφτης, όπως σας έλεγα πριν, όρμησε από το πουρνάρι και βρέθηκε σχεδόν έμπροσθεν μου, φράσσοντας το μονοπάτι. Καθόσον δεν τον γνωρίζετε, θα ήθελα να επισημάνω ότι, εκτός από τα άλλα του ελαττώματα, ο αηδής αυτός τύπος είναι και εξεχόντως άσχημος. Κοντός, ραχιτικός, φαλακρός, με ελάχιστα δόντια και σημάδια παντού στο σκουρόχρωμο δέρμα του, το οποίο ομοιάζει με δορά ζώου κατεργασμένη από βυρσοδέψη. Εγώ κύριέ μου, έχω μια συνήθεια, την οποία γνωρίζουν όλοι εδώ. Όταν ένα εξωτερικό ερέθισμα μου προκαλεί φόβο, απέχθεια, κάποια ενόχληση εν γένει, κάνω μία χειρονομία με τα δάχτυλα του αριστερού μου χεριού. Μη φανταστείτε ότι σημαίνει κάτι ή επιτελεί κάποια λειτουργία. Αστεία πράγματα. Πρόκειται απλώς για ένα «χούι» όπως ονομάζεται λαϊκιστί, μία προσωπική ιδιομορφία, ένα νευρικό τικ θα μπορούσατε να πείτε. Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, ποια ήταν η πρώτη μου αντίδραση, μόλις αντίκρισα εκείνο το βδέλυγμα να στέκεται ελάχιστα μέτρα μακριά μου κραυγάζοντας «σε τσάκωσα μωρή καριόλα». Καθώς σήκωσα το χέρι μου, αυτός τινάχτηκε σαν να τον διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα και όρμησε προς εμένα.

Μήπως θα έπρεπε να μην αντιδράσω και να υποστώ την επίθεσή του άπραγη; Μην απαντάτε, ρητορικό ήτο το ερώτημα. Λόγω της εξαιρετικής φυσικής μου κατάστασης τον απώθησα με ευκολία σπρώχνοντάς τον με το δεξί χέρι και κλωτσώντας τον με το αριστερό πόδι, το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, είναι ιδιαιτέρως ισχυρό. Κατέρρευσε στην άκρη του δρόμου ξεστομίζοντας τέτοιες βρισιές, ώστε για να διαβεί ξανά το κατώφλι της εκκλησίας θα πρέπει να του απολυμάνουν το στόμα με χλωρίνη. Ομολογώ ότι δεν του προσέφερα τις πρώτες βοήθειες και πιστεύω πως δεν με αδικείτε. Τον προσπέρασα και συνέχισα την άνοδο προς το Γερακαριό, όπου έφτασα μετά από λίγα λεπτά. Είχε ήδη ξεκινήσει να βρέχει. Η βροχόπτωση εντάθηκε πολύ σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα και οι κραυγές του καντηλανάφτη χάθηκαν από το ακουστικό μου πεδίο ως δια μαγείας.

Παρέμεινα στην κορυφή τρία τέταρτα της ώρας, κατά τα οποία έβρεχε ακαταπαύστως. Μα, θαύμαζα την φύση, τι άλλο να έκανα στο Γερακαριό, κύριε μου;

Κατά την επιστροφή δεν συνάντησα τον καντηλανάφτη, ούτε κανέναν άλλον.

Δεν πιστεύω να έχετε κι άλλη ερώτηση να μου θέσετε;

 


 

Wednesday 11 November 2020

Νύχτα-ξημέρωμα-πρωί

Εμπρός; Εσύ είσαι; Δεν ακούω καλά.  
Όχι, δεν με ξυπνάς, λίγο ξεκουραζόμουν στον καναπέ. Καθόλου δε με ξυπνάς.
Έλα, εμπρός; Στο ξενοδοχείο είσαι, πού είσαι, δεν σε ακούω. Πού είσαι; 
Εγώ ακόμα στο σπίτι. Από προχθές. Χθες είχε λιακάδα από το πρωί, δεν βγήκε κανείς. Σ’ έπαιρνα τηλέφωνο όλη μέρα. Πού χάθηκες; 
Ακόμα σπίτι, ναι, περιμένω. Τα ξημερώματα είπαν. Δεν παρακολουθείς το δελτίο; 
Στέκομαι πίσω από την μπαλκονόπορτα τώρα. Βλέπω τους απέναντι παραταγμένους πίσω από την τζαμαρία. Ο πατέρας, εκείνος ο μελαχροινός με το μουστάκι, μου κουνάει μια ομπρέλα. 
Το ημερολόγιο λέει «σελήνη δώδεκα ημερών», αλλά τα σύννεφα δεν αφήνουν να φανεί τίποτα. Παρ’ όλα αυτά δεν είναι σκοτεινά, τα φώτα όλων των σπιτιών είναι αναμμένα. Και τα φανάρια στους κήπους. Μοιάζει με παραμονή Πρωτοχρονιάς. 
Χωρίς ιδιαίτερο λόγο, νιώθω αισιόδοξος. Το εννοώ, δεν είναι λόγια. Τα σύννεφα έχουν ένα βαθιά μολυβί χρώμα. Σήμερα θα προλάβω. Είπαν θα βρέχει αρκετές ώρες. Μπορεί και μέχρι το μεσημέρι. Μη φοβάσαι, θα πάρω μαζί μου και τη σκούφια. Για κάθε ενδεχόμενο. Μην ανησυχείς για μένα. Πιστεύω πως δεν ανησυχείς στ’ αλήθεια. Οπότε δεν υπάρχει πρόβλημα. 
Τη χθεσινή μέρα την πέρασα κλεισμένος μέσα, τηλεφωνώντας σου. Είχα σφραγίσει τις μπαλκονόπορτες μεθοδικά. Τα μικροσωματίδια θα ήταν «εξαιρετικά αυξημένα καθ όλη τη διάρκεια της ημέρας», έτσι είπανε. 
Εμπρός, δεν σ ακούω, τι λες; 
Δεν θα με ενοχλούσε αν ανησυχούσες πάντως. 
Να την, ξεκινάει. 
Μετά τις πρώτες σταλαγματιές δυναμώνει απότομα. Ακούς το θόρυβο που κάνει στα τζάμια; 
Σε πέντε λεπτά ο αέρας θα έχει καθαρίσει. Θα είναι εντάξει, ναι. Σε δέκα λεπτά θα βγω. Νοιάζεσαι;
Το αδιάβροχό μου το φοράω, το είχα βάλει πριν ξαπλώσω. Θα μου άρεσε να βραχώ. Αφού ξεπλυθούν τα μικροσωματίδια, βέβαια. Θυμάσαι εκείνη τη βραδιά στο λιμάνι; Μη λες ναι, αφού δεν τη θυμάσαι. 
Ακούς τη βοή; 
Πίσω από την εξώπορτα ο δρόμος γυαλίζει βρεγμένος κάτω από τους προβολείς των αυτοκινήτων. Το πεζοδρόμιο έχει αρχίζει να γεμίζει με ανθρώπους. 
Περιμένω στο φανάρι, να περάσω τη διάβαση. Στο βάθος, κατά μήκος της σκοτεινής έκτασης του νεκροταφείου ανάβουν φωτάκια. Φαντάζομαι ανθρώπους σκυφτούς πάνω από τα καντήλια. Δεν τους βλέπω, αλλά ξέρω πως έχουν σχηματίσει ουρά στην είσοδο. Κάθε φορά αυτό γίνεται. Άσχετα με την ώρα ή τη μέρα. Το έχω παρατηρήσει. 
Περνάω τον δρόμο, στρίβω αριστερά. Δεν τρέχω, υπάρχει φόβος να γλιστρήσω. Θα προλάβω σου λέω. 
Προσπερνάω μια γυναίκα που σπρώχνει ένα παιδικό καρότσι κάτω από μια τεράστια ομπρέλα. Κρίμα που δεν υπάρχει φεγγαρόφωτο. Θα σε γοήτευε νομίζω. 
Στην πλατεία, κάποιοι πίνουν καφέ, όρθιοι κάτω από πλαστικές τέντες. Οι περισσότεροι περπατούν βιαστικά. Ομπρέλες συγκρούονται. 
Τα φώτα της βιβλιοθήκης είναι αναμμένα όλα. Εορταστικά, όπως σου είπα πριν. Αποφασίζω να μην σταματήσω. Δεν θα ήταν καλή ιδέα να το ρισκάρω, σωστά; 
Μαζί με το νερό της βροχής, τα μικροσωματίδια παρασύρονται σε ρείθρα, σωλήνες κι υπονόμους. Tο πολυκατάστημα με τους έντεκα ορόφους λαμποκοπάει, ενώ ο συννεφιασμένος ουρανός έχει αρχίζει να φωτίζεται αμυδρά στα ανατολικά. 
Δεν κάνω στάσεις. Έχω απόλυτη συνείδηση του σακιδίου που κρέμεται στους ώμους μου. Κρατάω το βήμα σταθερό. Δεν θέλω να κυλιστώ στο βρεγμένο πεζοδρόμιο. Μη νοιάζεσαι, αυτή τη φορά θα προλάβω. Πόσο γρήγορα νομίζεις ότι μπορώ να περπατήσω μ όλους αυτούς γύρω μου; 
Φθάνω στο πάρκο, που αναδύει μυρωδιά βρεγμένου χώματος. Δεν γίνεται να μην επιβραδύνω, το ξέρεις αυτό. Η μοσχομυριστή μάζα των δέντρων. Επιβραδύνω. 
Η ουρά ξεκινάει στην επόμενη διασταύρωση. Στέκονται εφ’ ενός ζυγού, άντρες, γυναίκες, παιδιά. Με σακίδια σαν το δικό μου, ή και λίγο μεγαλύτερα. Μισοκρυμμένοι, κάτω από τις ομπρέλες. Αν ήσουν εδώ, θα μοιραζόμασταν την ομπρέλα μου. Παρόλο που δεν βλέπω κανένα ζευγάρι. Όλοι μονοί είναι. Παίρνω θέση πίσω από τον τελευταίο, είναι ψηλός, με μακριά μαλλιά, βαμμένα ξανθά. Από εδώ δεν φαίνεται ο σταθμός που είναι τρία τετράγωνα παρακάτω.  
Προχωράμε αργά, σχεδόν ανεπαίσθητα. Ο μπροστινός αλλάζει αδιάκοπα το πόδι όπου ρίχνει το βάρος του. Δεν γίνεται να μην το προσέξω, καθώς μεταφέρει την κίνηση και στην ομπρέλα του. Η παρατήρηση αυτής της εναλλαγής είναι κουραστική.
Προσπαθώ να κοιτάζω γύρω κι όχι ευθεία μπροστά μου. Τα πάντα είναι τυλιγμένα με ένα ασπριδερό φως. Ξημέρωσε. Ο σταθμός εκπέμπει άτονες ανταύγειες στο βάθος. Πίσω μου η ουρά χάνεται στην στροφή. Περιμένουμε, άνθρωποι άυπνοι, με στόματα στεγνά. Και βουβά. Τόσες ώρες δεν έχω ξεστομίσει λέξη. 
Το μεγάλο ρολόι του δημαρχείου χτυπάει εννιά. Πόσες ώρες βρίσκομαι εδώ; Τα πέλματά μου καίνε. Χοροπηδάω επί τόπου. Παρατηρώ ότι δεν βλέπω πια τους μικρούς κρατήρες που αφήνουν οι σταγόνες της βροχής στην υδάτινη επιφάνεια του πεζοδρομίου. Βλέπω τον μπροστινό μου να κοιτάζει κάτω και να φέρνει το ελεύθερο χέρι του στο πηγούνι. 
Όπως αντιλαμβάνεσαι, είναι ζήτημα ελάχιστων δευτερολέπτων. 
Βλέπω την ουρά να διαλύεται. Τα μέλη της να κινούνται προς όλες τις δυνατές κατευθύνσεις. Την απογοήτευση την καταλαβαίνω από τον βηματισμό τους, αν και είναι ταχύς, ώστε να επιστρέψουν σπίτια τους έγκαιρα. Την απελπισία τη βλέπω στον τρόπο που κλείνουν τις ομπρέλες. Δεν χρειάζεται να κοιτάξω τα πρόσωπά τους. 
Η παρατηρητικότητά μου είναι στ’ αλήθεια αυξημένη τον τελευταίο καιρό. Τα μικροσωματίδια, βλέπεις. 
Στρέφομαι κι εγώ προς μία κατεύθυνση. Κλείνω την ομπρέλα μου. Απελπισμένος που φεύγω χωρίς εισιτήριο. Επιστρέφω περπατώντας, απογοητευμένος που δεν πρόλαβα πάλι. Το βήμα μου ταχύτερο τώρα. Παρόλο που φοβάμαι μην πέσω.


 

Sunday 8 November 2020

Φράουλες, Joseph Roth (1929)

Οι δρυοκολάπτες σφυροκοπούσαν κιόλας κρυμμένοι στις φυλλωσιές των δέντρων. Έβρεχε συχνά. Μαλακές βροχές, λες κι ήταν από νερό μεταξένιο. Έβρεχε μονότονα μια μέρα ολόκληρη, δύο μέρες, μία βδομάδα. Φυσούσε, αλλά τα σύννεφα δεν σάλευαν άπ’ τη θέση τους, έστεκαν ακίνητα σαν άστρα στον ουρανό. Έβρεχε προσεκτικά, μεθοδικά. Οι δρόμοι γέμιζαν λάσπες. Οι βάλτοι έμπαιναν στα δάση, τα βατράχια κολυμπούσαν ανάμεσα στους θάμνους. Οι ρόδες των κάρων δεν έτριζαν πια. Λες και κυλούσαν οι καρότσες πάνω σε λάστιχο. Τα πέταλα των αλόγων ήταν αθόρυβα. Όλοι έβγαζαν τις μπότες τους, τις κρεμούσαν στον ώμο και περπατούσαν ξυπόλυτοι.
   Ο καιρός καθάριζε από τη μια μέρα στην άλλη. Ένα ωραίο πρωί η βροχή σταματούσε. Κι έβγαινε ο ήλιος, σαν νά’ χε μόλις γυρίσει από τις διακοπές του.
    Αυτή ήταν η μέρα που περιμέναμε. Η μέρα που οι φράουλες θά’ ταν πια ώριμες.
[Joseph Roth, Φράουλες (1929), 
μτφρ. Μ. Αγγελίδου για τις εκδόσεις Άγρα (2020)]


 

Saturday 7 November 2020

Η σιωπή, Don DeLillo (2020)

«Ποιά μέρα έβρεξε;» είπε εκείνη.

«Καταγράφεις ποια μέρα έβρεξε στο ημερολόγιό σου. Απαθανατίζεις ποιά μέρα έβρεξε. Όλος ο στόχος των διακοπών είναι να τις ζήσει κανείς υπέροχα. Εσύ μου το είπες αυτό. Να συγκρατώ τα κύρια σημεία στο μυαλό μου, τις ζωηρές στιγμές και ώρες. Τις μεγάλες βόλτες, τα υπέροχα γεύματα, τα μπαρ, τη νυχτερινή ζωή».

Δεν άκουγε τι έλεγε γιατί ήξερε ότι ήταν αερολογίες.

«Jardin du Luxemburg, Ile de la Cite, Notre Dame, ανάπηρος αλλά ζωντανός. Κέντρο Πομπιντού. Ακόμη έχω το απόκομμα του εισιτηρίου».

«Πρέπει να ξέρω ποια μέρα έβρεξε. Το θέμα είναι να κοιτάζεις τις σημειώσεις χρόνια αργότερα και να βλέπεις την ακρίβεια, τη λεπτομέρεια».

«Δεν μπορείς να σταματήσεις».

«Δεν θέλω να σταματήσω», είπε εκείνη.

[Don DeLillo, Η σιωπή (2020), 
μτφρ. Ζ. Μπ. Αρμάου για τις εκδόσεις Gutenberg (2020)]