Οι δρυοκολάπτες σφυροκοπούσαν
κιόλας κρυμμένοι στις φυλλωσιές των
δέντρων. Έβρεχε συχνά. Μαλακές βροχές,
λες κι ήταν από νερό μεταξένιο. Έβρεχε
μονότονα μια μέρα ολόκληρη, δύο μέρες,
μία βδομάδα. Φυσούσε, αλλά τα σύννεφα
δεν σάλευαν άπ’
τη θέση τους, έστεκαν ακίνητα σαν άστρα
στον ουρανό. Έβρεχε προσεκτικά, μεθοδικά.
Οι δρόμοι γέμιζαν λάσπες. Οι
βάλτοι έμπαιναν στα δάση, τα
βατράχια κολυμπούσαν ανάμεσα στους
θάμνους. Οι ρόδες των κάρων δεν έτριζαν
πια. Λες και κυλούσαν οι καρότσες πάνω
σε λάστιχο. Τα πέταλα των αλόγων ήταν
αθόρυβα. Όλοι έβγαζαν τις μπότες τους,
τις κρεμούσαν στον ώμο και περπατούσαν
ξυπόλυτοι.
Ο καιρός
καθάριζε από τη μια μέρα στην άλλη. Ένα
ωραίο πρωί η βροχή σταματούσε. Κι έβγαινε
ο ήλιος, σαν νά’ χε μόλις γυρίσει από
τις διακοπές του.
Αυτή ήταν η
μέρα που περιμέναμε. Η μέρα που οι
φράουλες θά’ ταν πια ώριμες.
[Joseph Roth, Φράουλες (1929),
μτφρ. Μ. Αγγελίδου για τις εκδόσεις Άγρα (2020)]
No comments:
Post a Comment