Sunday 29 September 2019

Μακρύ Σαββατοκύριακο στο Λονγκ Άιλαντ (Μόντοκ), Max Frisch (1975)

Όχι, λέει εκείνος, είμαι μια χαρά.

Η βροχή δεν τον ενοχλεί. Χαίρεται κάθε παρόν. Τώρα το πηγαινέλα των υαλοκαθαριστήρων. Δίνει προσοχή στα πάντα, όσα υπάρχουν για να δεις. Δεν θέλει αναμνήσεις. Θέλει τη στιγμή. Το τοπίο, τώρα, αυτήν τη στιγμή είναι μάλλον βαρετό· το κοιτάζει όμως. Βλέπει το πόδι της στο πεντάλ του γκαζιού, ένα παπούτσι λίγο φθαρμένο, το δεξί της χέρι στο τιμόνι, ένα λεπτό χέρι, το πηγαινέλα των υαλοκαθαριστήρων. Δεν του λείπει τίποτα· νιώθει ευγνωμοσύνη για το Σαββατοκύριακο αυτό, που δεν έχει τελειώσει ακόμα.
 
Max Frisch, Μακρύ Σαββατοκύριακο στο Λονγκ Άιλαντ (Μόντοκ), 1975
(μτφρ. Σ. Τριανταφύλλου για τις εκδόσεις Μελάνι, 2004)

Thursday 22 August 2019

Hotel Savoy, Joseph Roth (1956)

Κάτι εορταστικό πλανιέται στην ατμόσφαιρα. Αν χτυπούσαν οι καμπάνες, κανείς δεν θ' απορούσε.
Αν ξαφνικά κάποιος με γέμιζε δώρα, δεν θα μου φαινόταν παράξενο. Τέτοιες μέρες έπρεπε να παίρνει κανείς δώρα.
Κι όμως – έξω έβρεχε. Μία ψιλή βροχή, φορτωμένη καρβουνόσκονη. Επίμονη, ασταμάτητη βροχή, κρεμόταν πάνω από τον κόσμο σαν ασάλευτη κουρτίνα. Οι άνθρωποι τσούγκριζαν τις ομπρέλες τους, είχαν σηκωμένους τους γιακάδες των παλτών τους.
Τέτοιες βροχερές μέρες η πόλη παρουσιάζεται με το πραγματικό της πρόσωπο. Η βροχή είναι η στολή της. Είναι μια πόλη βροχερή, μια πόλη απαρηγόρητη.
Τα ξύλινα πεζοδρόμια σαπίζουν, τα σανίδια τους τρίζουν όταν τα πατάς, σαν βρεμένες τρύπιες σόλες.
Ο κίτρινος, νωθρός πολτός στα αυλάκια αραιώνει και κυλάει λίγο πιο ζωηρά.
Κάθε στάλα βροχής κουβαλάει μέσα της χιλιάδες κόκκους καρβουνόσκονη, που πιάνονται και μένουν πάνω στα πρόσωπα και στα ρούχα των ανθρώπων.
Αυτή η βροχή τρυπώνει μέσα κι από τα πιο χοντρά πανωφόρια. Στον ουρανό είχαν γενική καθαριότητα και πετούσανε τις βρομιές τους στη γη.

Joseph Roth, Hotel Savoy, 1956
(μτφρ. Μ. Αγγελίδου για τις εκδόσεις Άγρα, 2017)

Thursday 15 August 2019

Ουάινσμπεργκ, Οχάιο, Sherwood Anderson (1919)

Έβρεχε το βράδυ που συναντήθηκαν· ήταν μια σιγανή Οκτωβριανή βροχή. Η νύχτα θα έπρεπε κανονικά να είχε φεγγάρι, καθαρό ουρανό και τσουχτερή παγωνιά, αλλά δεν ήταν έτσι. Έβρεχε και μικρές λακούβες γυάλιζαν κάτω από τις λάμπες της Οδού Μέην. Στα σκοτεινά δάση, πέρα από το Φέαρ Γκράουντ, τα μαύρα δέντρα έσταζαν. Τα φύλλα τους στοιβάζονταν στις ρίζες που εξείχαν από το έδαφος. Οι πίσω κήποι των σπιτιών στο Ουάινσμπεργκ ήταν γεμάτοι πατατιές. Όσοι ετοιμάζονταν για βραδινή έξοδο το μετάνιωναν κι έμεναν μέσα. Ο Τζωρτζ Ουίλλαρντ περιφερόταν μέσα στη βροχή· ήταν χαρούμενος που έβρεχε. Έμοιαζε με τον Ήνοκ Ρόμπινσον που έβγαινε τα βράδια από το δωμάτιό του και περιφερόταν στους δρόμους. Μόνο που ο νεαρός είχε μεγαλώσει και δεν θεωρούσε ανδρικό να κλαίει και να σαχλαμαρίζει κανείς. Εδώ κι ένα μήνα η μητέρα του ήταν σοβαρά άρρωστη, γεγονός που του προξενούσε μελαγχολία, δίχως όμως να είναι η κύρια αιτία της. Σκεφτόταν τον εαυτό του και τέτοιες σκέψεις πάντα προκαλούν θλίψη στους νέους.

Sherwood Anderson, Ουάινσμπεργκ, Οχάιο, 1919
(μτφρ. A. Αποστολίδη για τις εκδόσεις Μέδουσα, 1991)

Sunday 28 July 2019

Something strange across the river, Nagai Kafu (1937)

A man in a white half-jacket ran barreling down the street and ducked into an oden shop, hollering “It’s gonna pour!” as he pushed back the curtain. A secondlater the aproned women and people passing in the streets fell into an uproar rushing into shops and under cover. I had only a moment to wonder what the fuss was about before a sudden wind blew heavily down the street, carrying signs and fabrics with it. There was a sudden, great cacophony of things crashing to the ground. All the papers and garbage of the town were swept up in the sudden gust and rushed down the street like a monster. Shortly after came a sharp flash of lightning, a strobe in the distance, then the soft, rolling thunder came, and finally the heavy, large drops of rain. It had been so clear all day, only to change in an instant.
   A habit has come to me over the years. I never leave the house without an umbrella. No matter how clear the sky may have looked when I stepped from my house, it was the rainy season and so, in keeping with my custom, I was carrying both an umbrella and a handkerchief that day. I was not surprised by the sudden downpour. I simply opened my umbrella and looked out at the sky and town from under its lip. I was making my way down the street, among the crashing globes of rain, when suddenly, from behind me, “Good sir! Won’t you let me under there?” A woman, her neck powdered pure white, thrust her head under my umbrella. The scent of oil made clear that her high, Japanese-styled chignon had been freshly dressed. It was decorated with thin cords of silver. I recalled passing a hairdresser’s shop, its glass doors had stood open.
   The wind howled and brought sheets of rain down the street. There was something pitifully tragic about the thin silver cord coming loose from her neatly tied bun, so I held out my umbrella to her and said, “Go on—I’m in a suit so it doesn’t matter if I get wet.”
   In truth, I was embarrassed to be seen sharing an umbrella with her there, in the light of the shops for all to see. 
 “Oh? Thank you! It’s just over there,” she said taking the handle of the umbrella. She rolled up the bottom of her robe and sleeves from the pooling puddles of rain.
Something strange across the river, Nagai Kafu 1937
(μτφρ. G. Anderson για τις εκδόσεις One Piece Books, 2013)



 

Friday 19 July 2019

Ψαράς της Ισλανδίας, Pierre Loti (1886) Β'

... Καταρρακτώδης βροχή, κάτω από βαρύ και κατάμαυρο ουρανό – η Ινδία. Δεν είχε προλάβει να πατήσει το πόδι του σ' αυτή τη χώρα ο Συλβέστρ κι έτυχε να τον επιλέξουν στο πλοίο για να συμπληρώσει τον εξοπλισμό ενός φαλαινοθηρικού.
Μέσα από τα παχιά φυλλώματα, δεχόταν τη χλιαρή βροχή και κοίταζε γύρω του πρωτόφαντα πράγματα. Όλα ήταν εκπληκτικά πράσινα· τα φύλλα των δέντρων έμοιαζαν με γιγάντια φτερά, οι περαστικοί είχαν μεγάλα βελούδινα μάτια που έμοιαζαν να κλείνουν υπό το βάρος των βλεφάρων τους. Ο αέρας που έσπρωχνε αυτή τη βροχή μύριζε μόσχο και λουλούδια.

Pierre Loti, Ψαράς της Ισλανδίας, 1886
(μτφρ. I. Μποτουροπούλου για τις εκδόσεις Στερέωμα, 2019)


Saturday 13 July 2019

Ψαράς της Ισλανδίας, Pierre Loti (1886)

Έξω, πρέπει να υπήρχε η θάλασσα και η νύχτα, η ατέλειωτη θλίψη σ' αυτά τα μαύρα και βαθιά νερά. Ένα μπρούτζινο ρολόι, κρεμασμένο στον τοίχο, έδειχνε έντεκα, έντεκα το βράδυ σίγουρα· και από το ξύλινο ταβάνι ακουγόταν ο θόρυβος της βροχής.
Συζητούσαν πολύ χαρούμενα μεταξύ τους ζητήματα γάμου – αλλά χωρίς να λένε ατιμίες. Όχι, ήταν σχέδια για όσους ήταν ανύπαντροι, ή αστείες ιστορίες που συνέβησαν στον τόπο τους στη διάρκεια γαμήλιων τελετών. Καμιά φορά, πετούσαν ανάμεσα σε γέλια κάποιο λιγάκι τολμηρό υπαινιγμό στην ηδονή του έρωτα. Αλλά ο έρωτας, όπως τον εννοούν άνδρες βρεγμένοι ως το κόκκαλο, είναι πάντα κάτι υγιές, και μέσα στην ωμότητά του παραμένει σχεδόν αγνός.

Pierre Loti, Ψαράς της Ισλανδίας, 1886
(μτφρ. I. Μποτουροπούλου για τις εκδόσεις Στερέωμα, 2019)

Monday 8 July 2019

Στην ίδια πόλη υπό βροχή, Paco Ignacio Taibo II (1989)

Ο Έκτορ παραδέχτηκε την ήττα του και πήγε στο γραφείο του να δει τη βροχή καθισμένος στην ξεχαρβαλωμένη πολυθρόνα.
Έβρεχε με ιδιαίτερη μανία, ο άνεμος κοπανούσε πάνω στο παράθυρο το νερό που θαρρείς και θα έσπαγε το κρύσταλλο. Ο δρόμος ήταν άδειος, τα αυτοκίνητα είχαν παραδοθεί στην ανελέητη επίθεση της μπόρας. Κατά κάποιο τρόπο ο Έκτορ το απολάμβανε, ενώ άναβε το χιλιοστό τσιγάρο του. Η βροχή σε κλείνει μέσα στον εαυτό σου, δημιουργεί μια πυκνή κουρτίνα «απ' έξω», σε καλεί στην υπομονή και στο τζάκι, στη μοναξιά και το διάβασμα, στις ευχάριστες αναμνήσεις.

 Paco Ignacio Taibo II, Στην ίδια πόλη υπό βροχή, 1989
(μτφρ. Κρ. Ηλιόπουλου για τις εκδόσεις Άγρα, 2007)
 



Thursday 11 April 2019

Η χαμένη γειτονιά, Patrick Modiano (1984)

Έφτασα στην άκρη της πλατείας Κονκόρντ, που την αυλάκωναν με βραδύτητα νεκροφόρας ζωηρόχρωμα τουριστικά πούλμαν. Τα φανάρια και τα συντριβάνια με τα φωτεινά νερά, μ' έκαναν να κλείνω τα μάτια. Δεξιά, πάνω στο κιγκλίδωμα του Κεραμεικού, κυλούσαν σκιές: το βαποράκι του Σηκουάνα. Οι προβολείς του διαπερνούσαν τις φυλλωσιές των δέντρων, από την άλλη πλευρά της λεωφόρου Σανς Ελυζέ, κι εγώ ήμουν ολομόναχος μέσα σ' έμα θέαμα ήχου και φωτός που δινόταν σε μια νεκρή πόλη. Μα υπήρχαν στ' αλήθεια επιβάτες μέσα στα πούλμαν αυτά και πάνω στο κατάστρωμα αυτού του βαποριού;
Μια αστραπή έλαμψε στον ουρανό, πάνω απ' τον Κεραμεικό, κι ακούστηκε μετά το απόμακρο τροχαλητό της βροντής. Έχωσα ανάμεσα στο σακκάκι και στο πουκάμισό μου το ντοσιέ που μου είχε δώσει η Γκίτα Βατιέ κι έμεινα εκεί, καθιστός σ' ένα πάγκο, περιμένοντας τις πρώτες σταγόνες της βροχής.

Patrick Modiano, Η χαμένη γειτονιά, 1984
(μτφρ. Μπάμπη Λυκούδη για τις εκδόσεις Χατζηνικολή, 1986)

Monday 1 April 2019

Το εμβατήριο του Ραντέτσκυ, Γιόζεφ Ροτ (1932)

Την εβδομάδα που τους έμενε ως τη γιορτή δεν έβρεξε. Οι γιρλάντες έμειναν στις θέσεις τους, το ίδιο και τα λαμπιόνια. Κάποιες φορές μακρινές βροντές τρόμαξαν τον υπαξιωματικό και τους τέσσερις άντρες που φυλούσαν σκοπιά στην άκρη του δάσους, παραμονεύοντας τον ορίζοντα προς τα δυτικά, απ' όπου περίμεναν τον ουράνιο εχθρό. Κάποιες φορές μια αδύναμη αστραπή φώτιζε την γκρίζα ομίχλη του σούρουπου και τα σύννεφα που πύκνωναν γύρω από τον κόκκινο ήλιο την ώρα της δύσης του.
Μακριά απο δω, σαν σε κόσμο άλλο, οι καταιγίδες ξεσπούσαν. Στα βουβά πευκοδάση, έτριζαν οι στεγνές βελόνες κι οι ξεραμένες φλούδες των κορμών. Κουρασμένα και νυσταγμένα σφύριζαν τα πουλιά. Το μαλακό αμμώδες έδαφος ανάμεσα στις ρίζες έκαιγε. Και μπόρα δεν ήρθε. Οι γιρλάντες έμειναν στις θέσεις τους.
Γιόζεφ Ροτ, Το εμβατήριο του Ραντέτσκυ (1932),
μτφρ. Μαρίας Αγγελίδου για τις εκδόσεις Άγρα (2009)