Κάτι εορταστικό
πλανιέται στην ατμόσφαιρα. Αν χτυπούσαν
οι καμπάνες, κανείς δεν θ' απορούσε.
Αν ξαφνικά
κάποιος με γέμιζε δώρα, δεν θα μου
φαινόταν παράξενο. Τέτοιες μέρες έπρεπε
να παίρνει κανείς δώρα.
Κι όμως – έξω
έβρεχε. Μία ψιλή βροχή, φορτωμένη
καρβουνόσκονη. Επίμονη, ασταμάτητη
βροχή, κρεμόταν πάνω από τον κόσμο σαν
ασάλευτη κουρτίνα. Οι άνθρωποι τσούγκριζαν
τις ομπρέλες τους, είχαν σηκωμένους
τους γιακάδες των παλτών τους.
Τέτοιες
βροχερές μέρες η πόλη παρουσιάζεται με
το πραγματικό της πρόσωπο. Η βροχή είναι
η στολή της. Είναι μια πόλη βροχερή, μια
πόλη απαρηγόρητη.
Τα ξύλινα
πεζοδρόμια σαπίζουν, τα σανίδια τους
τρίζουν όταν τα πατάς, σαν βρεμένες
τρύπιες σόλες.
Ο κίτρινος,
νωθρός πολτός στα αυλάκια αραιώνει και
κυλάει λίγο πιο ζωηρά.
Κάθε στάλα
βροχής κουβαλάει μέσα της χιλιάδες
κόκκους καρβουνόσκονη, που πιάνονται
και μένουν πάνω στα πρόσωπα και στα
ρούχα των ανθρώπων.
Αυτή η βροχή
τρυπώνει μέσα κι από τα πιο χοντρά
πανωφόρια. Στον ουρανό είχαν γενική
καθαριότητα και πετούσανε τις βρομιές
τους στη γη.
Joseph
Roth, Hotel Savoy, 1956
(μτφρ.
Μ. Αγγελίδου για τις εκδόσεις Άγρα, 2017)
No comments:
Post a Comment