Wednesday 21 February 2024

Μετά την Αποκριά

Ο ήλιος γέρνει αργά μέσα στη συννεφιά, που σε αφήνει να τον κοιτάζεις χωρίς να σου πονάει τα μάτια. Τα τακούνια σου σφυροκοπούν το πεζοδρόμιο, πλάι σε μία γραμμή παρκαρισμένων αυτοκινήτων χωρίς αρχή και τέλος. Στο έρημο στενό μυρίζει καμένο λίπος κι αλμύρα. Από κάποια παράθυρα που έχουν ξεχαστεί μισάνοιχτα ακούγονται μαχαιροπίρουνα, πιατικά και μουσική, λαϊκά, μοντέρνα, σκυλάδικα, γέλια κονσέρβα από τηλεοράσεις. Όσο βαδίζεις προς τη δύση, τόσο πιο έντονα οσμίζεσαι τη θάλασσα, ώσπου, κάποια στιγμή αναγκάζεσαι να σηκώσεις το κεφάλι και να κοιτάξεις ψηλά. Δεν βλέπεις ένα ζευγάρι γλάρων να διασχίζει τον ουρανό ερωτοτροπώντας, μόνο σύννεφα έτοιμα να ξεσπάσουν, κι αντί για κρώξιμο μια καμπάνα χτυπάει τέσσερις. Ρίχνεις ένα βλέμμα στον αριστερό σου καρπό που είναι κενός, κι έπειτα άλλο ένα στην τζαμαρία απέναντι, πίσω από την οποία δύο γνωστοί σου παίζουν τάβλι. Στο κατόπι σου βαδίζει μια θεόρατη σκιά, μα οι παίκτες με τα ζάρια καρφωμένα στα μάτια τους δεν σε παίρνουν είδηση, ούτε αντιλαμβάνονται πως δεν επιβραδύνεις τον βηματισμό σου, καθώς περνάς μπροστά από το άδειο καφενείο. Στρίβεις αριστερά, διασχίζεις τον δρόμο και φτάνεις στην πλατεία με τις βαθιά κλαδεμένες μουριές γύρω από το συντριβάνι. Επικρατεί τέτοια ησυχία, που το κελάρυσμα του νερού αντηχεί στους τοίχους των γύρω πολυκατοικιών κι αντιλαμβάνεσαι πως τα βήματα σου πια δεν ακούγονται, γιατί πόδια σου είναι χωμένα σε ένα παχύ στρώμα κομφετί.

Σαν σταγόνες δυνατής βροχής θα είχαν χωθεί στα μαλλιά, σε κάθε πτυχή της καμπαρτίνας, στα αυτιά, ακόμα και στο στόμα σου αν είχες ακολουθήσει το μπουλούκι που γέμισε τους δρόμους χθες βράδυ, με νταούλια και ιαχές. Τους προσπέρασες σπρώχνοντας, απώθησες τα χέρια που προσπάθησαν να τυλιχτούν στην μέση σου κι άρχισες να τρέχεις, να περνάς τον ένα δρόμο μετά τον άλλο, ο ανθρώπινος βόμβος που ξεχυνόταν από την πλατεία γινόταν ολοένα και πιο απόμακρος, έτρεχες πάνω σε ψηλοτάκουνα με γάμπες σφιγμένες, χωρίς να σταματάς στα φανάρια. Στο λιμάνι, το πλοίο με τα χλωμά φώτα είχε σηκώσει τον καταπέλτη κι απομακρυνόταν μέσα σε αφρισμένα νερά, ενώ μια ψηλόλιγνη φιγούρα σου έγνεφε αντίο από το κατάστρωμα. Ανέβασες την κουκούλα σου κι άρχισες να περπατά κατά μήκος της αποβάθρας, γρήγορα και με τα χέρια στις τσέπες για πολύ ώρα, μέχρι που είδες δύο κόκκινες φωτοβολίδες να υψώνονται από το πλοίο στα βαθιά. Στράφηκες προς τη μεριά της πόλης, πάνω από την οποία αιωρούνταν ένα φωσφορίζον σύννεφο ατμού που έμοιαζε να καταπνίγει κάθε ήχο, ενώ τα φώτα είχαν σβήσει με εξαίρεση λίγους φανοστάτες διάσπαρτους γύρω από την πλατεία. H επιστροφή ήταν αργόσυρτη, συχνά-πυκνά σκόνταφτες σε χαρτόκουτα, άδειες βαλίτσες και κουβαριασμένα ρούχα. Οι αραιοί διαβάτες, που βρίσκονταν στον δρόμο σου, έμοιαζαν να προχωρούν με ευκολία, προσπερνώντας με κινήσεις αέρινες τα εμπόδια που σε έκαναν να σέρνεσαι, μέχρι που χτύπησες το γόνατό σου στο κράσπεδο. Απόμεινες πεσμένη εκεί μέχρι να φανεί το πρώτο φως, όσο οι φασματικοί ατμοί στροβιλίζονταν πάνω από τα τσιμέντα και μούσκευαν το πρόσωπο και τα μαλλιά σου, όπως κάνει η άχνα της θάλασσας μεσοπέλαγα.

Το χαλί από κομφετί μοιάζει τόσο αφράτο που επιτέλους βγάζεις τις γόβες που φορούσες τρεις μέρες και νύχτες χωρίς διακοπή, και χώνεις μέσα του τα πόδια σου με τα δάχτυλα τεντωμένα, αφήνεσαι γεμάτη εμπιστοσύνη στην τρυφερότητά του. Τα βήματα τώρα γίνονται πιο ανάλαφρα, οι αστράγαλοι ξεπρήζονται, οι γάμπες χαλαρώνουν και η πορεία αποκτά νέο παλμό. Τρέχεις, χοροπηδάς, χορεύεις μπαλέτο ανάμεσα στις μουριές, αγκαλιάζεις τους κορμούς λαχανιασμένη, σκαρφαλώνεις πάνω τους, κι όταν ξαφνικά, αμέσως μετά την εξαφάνιση της τελευταίας αχτίδας του ήλιου, στα κουτσουρεμένα κλαδιά ανάβουν πλήθος λευκά λαμπιόνια, δεν καταφέρνεις να συγκρατήσεις μία κραυγή θαυμασμού. Χαμένη σε αυτό το πυκνό δάσος από μουριές, ξαπλώνεις ανάμεσα στις ρίζες σε στάση εμβρυακή, νιώθεις τα ρούχα σου να φαρδαίνουν όσο το σώμα σου μικραίνει, αναζητώντας την οσμή του αμνιακού υγρού.