Saturday 26 December 2009

Christmas lights in Astoria after rain


Birmingham rain


[Αναβολή]

10 Ιουνίου 1924
Βρέχει. Βροχή. Βροχή χωρίς σύννεφα. Βρέχει.

12 Ιουνίου 1924
Σήμερα έφαγα στης Αννίκας. Ψητό χοιρινό και για γλυκό ρυζόγαλο. Αννίκα, κοριτσάκι μου. Αννίκα. Έκανε τόσο κόπο να ετοιμάσει το τραπέζι. Είχε και κόκκινο κρασί από την Ιταλία. Με μυρωδιά κανέλας. Δυνατό. Πήγαινε κάτω σα νεράκι. Μετά το φαγητό κουβεντιάσαμε πολύ ώρα. Είχε ανάψει και το τζάκι. Όμορφη Αννίκα. Δεν θύμωσε, όταν της είπα πως ανέβαλε το ταξίδι. Για να μη με ερεθίσει. Μάλλον. Να έχω υπομονή πρέπει λέει. Να πάω να τον βρω εγώ. Πρέπει. Να είμαι δυνατή. Γλυκιά Αννίκα. Δε φάνηκε να ενοχλείται, όταν έκανα εμετό στο καινούριο χαλί της. Μου κράτησε το κεφάλι. Με ξάπλωσε με κρύα κομπρέσα στο μέτωπο. Με συνέφερε με το ζόρι. Της είπα πως αν ξαναπάω εκεί, θα πεθάνω. Από υπερβολική εφίδρωση. Και τσιμπήματα κουνουπιών. Πριν μία ώρα άνοιξε με τα κλειδιά μου την εξώπορτα κατάκοπη. Είπε πως περιμένει μωρό. Το είπε ψιθυριστά. Σα να ντρεπόταν.

13 Ιουνίου 1924
Απόφαση που δεν πρόκειται να πάρω πίσω: δεν πηγαίνω ξανά. Εκεί. Ποτέ. Εκεί. Ναι. Θα πάω. Διάβασα ξανά το γράμμα του.


«Βουνί, 7 Μαΐου 1924
Γλυκιά μου Ίλκε
Ελπίζω η επιστολή μου να σε βρίσκει υγιή και ευδιάθετη. Αυτό το δεύτερο είναι πολύ σημαντικό, αγάπη μου, γιατί τα νέα μου δεν είναι διόλου ευχάριστα. Λατρεμένη μου, φοβάμαι πως πρέπει να αναβάλω το ταξίδι που είχα προγραμματίσει για τον επόμενο μήνα.
Ίλκε, συμπάθα με για τη στενοχώρια που σου φέρνει αυτό το γράμμα. Ξέρω πως δεν είναι εύκολο για σένα. Κι εσύ πιστεύω πως ξέρεις πόσο με στεναχωρεί να είμαι μακριά σου, πόσο μου λείπουν τα μάτια σου, το απαλό σου δέρμα. Πάνε κιόλας πέντε μήνες από τη μέρα που έφυγες. Πόσο γρήγορα πέρασαν. Ο καιρός που ζήσαμε μαζί στο Κούριο είναι ο παράδεισος μου, τον φέρνω στο μυαλό μου κάθε φορά που οι περιστάσεις γίνονται πιο απαιτητικές.
Όπως τώρα, που οι ανασκαφές μας είναι πολύ αποδοτικές, ο συντριπτικός αριθμός των ευρημάτων δε μου επιτρέπει να λείψω ούτε μία ημέρα. Ίλκε, το Βουνί, το μαγικό, ονειρεμένο βουνό που σου έλεγα στο προηγούμενο γράμμα, ήταν μία θαυμαστή αποκάλυψη. Αφού μας βασάνισε τρεις εβδομάδες, αινιγματικό σαν τη Σφίγγα, αποφάσισε να αποκαλύψει τα μυστικά του και να φανερώσει το πολυτελές ανάκτορο που έκρυβε στα σπλάχνα του όλες αυτές τις εκατοντάδες χρόνια. Ίλκε, αγάπη μου, φαντάσου, ένα ολόκληρο αρχαϊκό ανάκτορο!
Η δουλειά μοιάζει να μην έχει τελειωμό. Ο χρόνος μας πιέζει αφόρητα και η χρηματοδότηση δεν μπορεί, όπως καταλαβαίνεις, να διαρκέσει επ’ άπειρον. Μας περιμένουν τουλάχιστον ακόμα έξι θέσεις, -σημειώνω πως τουλάχιστον οι τρεις έχουν μυκηναϊκή φάση- αλλά δεν μπορούμε να αφήσουμε την ανασκαφή εδώ στο Βουνί στη μέση. Έτσι, πήρα την απόφαση να μεταθέσω αυτό το ταξίδι.
Μη με μισήσεις, Ίλκε μου, φοβάμαι πως δεν είμαι σε θέση να πω πότε θα μπορέσω να πετάξω στην αγκαλιά σου. Γιατί δεν έρχεσαι ξανά εσύ, έλα εσύ αντί για εμένα. Έχω να σου δείξω τόσα πράγματα, καινούρια ευρήματα, μέρη και ανθρώπους.
Να με σκέφτεσαι. Σε περιμένω. Έλα.
Σου στέλνω χίλια φιλιά, Έιναρ»


Σταμάτησαν για μεσημέρι λίγο πιο αργά από το συνηθισμένο, κατά τις τρεις. Τα ευρήματα ήταν αμέτρητα, η δουλειά ατελείωτη, δεν γινόταν να διακοπεί, όμως ο ήλιος έκαιγε. Τα τζιτζίκια λυσσομανούσαν πάνω στη χαρουπιά που έστεκε με τα φύλλα ακίνητα. Παρόλη τη ζέστη, στο γεύμα ήπιε δύο ποτηράκια κρασί μαζί με τους άλλους. Γελούσε. Τσούγκριζαν τα ποτήρια με δύναμη και φώναζαν «καλά τελειώματα». Σαράντα λεπτά αργότερα, ζαλισμένος, σύρθηκε στην σκηνή του με το ανασκαφικό ημερολόγιο κάτω από τη μασχάλη. Ξάπλωσε στο αριστερό του πλευρό πάνω στο ράντζο και καθώς ετοιμαζόταν να ανοίξει το σημειωματάριο του, ήρθε εκείνη η νάρκη, στην οποία είχε πάψει τα αντιστέκεται εδώ και μερικές εβδομάδες. Το σκληρό τετράδιο κύλησε κάτω και τα επιστολόχαρτα σκορπίστηκαν στο χώμα.

Το βράδυ κατέβηκε μαζί με τον Έρικ, τον Άλφρεντ και τον Πάμπο στο χωριό για το πανηγύρι της Αγίας Ειρήνης. Είχαν στήσει μεγάλα τραπέζια γύρω-γύρω, στην αυλή της εκκλησίας. Σέρβιραν αρνί ψημένο στη σούβλα και κρασί από τα αμπέλια της Μόρφου. Στο κέντρο της αυλής δύο μουσικοί, ο ένας με βιολί και ο άλλος με λαούτο, έπαιζαν σκοπούς, άλλοτε αργόσυρτους και άλλοτε πιο γρήγορους. Νέοι άντρες και γυναίκες λικνίζονταν με χάρη, μαζί κι η αδελφή του Πάμπου με τα μαύρα της μαλλιά αλογοουρά να τινάζονται στους ώμους της. Ο αέρας ήταν δροσερός, μύριζε γιασεμί και θάλασσα. Καθώς έγειρε πίσω το κεφάλι να στραγγίξει το ποτήρι του, είδε τον ουρανό χαμηλωμένο, τα αστέρια να κρέμονται πάνω από το κεφάλι του. Όσο η τελευταία γουλιά κυλούσε στον φάρυγγά του, υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι δε θα το ανέβαλλε άλλο. Το πρώτο πράγμα που θα έκανε το επόμενο πρωί, θα ήταν να γράψει το γράμμα. Αύριο το δίχως άλλο.

Εργαστήρι τέχνης του λόγου (νουβέλα)
ΕΚΕΒΙ, Δεκέμβριος 2009

[Βραδιάζει]



Είχε πάρει να σκοτεινιάζει, όταν έστριψες δεξιά στην Αρσινόης και μπήκες στη Λαϊκή Γειτονιά από την λεωφόρο Λήδρας. Πολύχρωμες ταμπέλες και μουσική από στερεοφωνικό. Οι ταβέρνες είχαν ανάψει τα φώτα τους και οι σερβιτόροι στέκονταν με λευκά πουκάμισα στα κατώφλια. Ηλικιωμένοι τουρίστες με κοκκινισμένα πρόσωπα έπιναν μπύρες γελώντας δυνατά. Ο αέρας μύριζε καμένο λίπος. Τάχυνες το βήμα. Μόλις κατάφερες να βγεις από την τουριστική περιοχή, ερημιά. Οι πόρτες των σπιτιών κλειστές και τα παράθυρα σκοτεινά. Περπατούσες προς την πλατεία Τηλλυρίας, ο φορητός υπολογιστής ένα βαρίδι στον ώμο σου. Χτυπώντας το πλακόστρωτο, τα παπούτσια σου έβγαζαν έναν καθαρό, κοφτό ήχο. Με ρυθμό που βοηθούσε να μπουν σε τάξη νέα δεδομένα και σκέψεις. Ο μιναρές του Ομεριέ φάνηκε στον συννεφιασμένο ορίζοντα ακριβώς την στιγμή που ο μουεζίνης καλούσε τους πιστούς για την βραδινή προσευχή. Ζεσταμένος, ο πόνος του πόθου ξεδιπλώθηκε αργά και άρχισε να κόβει κομμάτια από τα σπλάχνα σου. Ακούμπησες με τον ώμο σε μία τσιμεντένια κολώνα. Βιαστικοί και χωρίς να σε κοιτάξουν, προσπέρασαν δύο μελαμψοί άντρες με φαρδιά παντελόνια και σαγιονάρες.


Είχαν περάσει περισσότερα από είκοσι λεπτά από τη στιγμή που άνοιξε το ανασκαφικό ημερολόγιο. Γερμένος στο αριστερό πλευρό, χάζευε τη λευκή σελίδα του τετραδίου. Ένιωθε τα ρούχα να κολλάνε και το στομάχι του ακόμα βαρύ από το μεσημεριανό φαγητό. Το χέρι που κράταγε την πένα, ακουμπισμένο αφηρημένα πάνω στο χαρτί, είχε αφήσει υγρό αποτύπωμα. Γύρισε σελίδα κι έπιασε να φτιάχνει ένα μικρό σχέδιο στο κάτω μέρος της. Η Άντρη, με τα μαλλιά πλεγμένα και ένα πλατύγυρο ψάθινο καπέλο, όπως ακριβώς ήταν σήμερα, όταν ήρθε στο σκάμμα να του φέρει φρεσκοψημένο ψωμί.

Φορούσε γαλάζιο πουκάμισο με ένα κόκκινο τριανταφυλλάκι κεντημένο πάνω από το αριστερό στήθος. Καθώς έσκυψε δίπλα του να αφήσει το καλάθι, του ήρθε μυρωδιά από πράσινο σαπούνι. Για μία ακόμα φορά ένιωσε, δυνατή, εκείνη την επιθυμία να ξεπλέξει τη μακριά κοτσίδα και να χώσει τα δάχτυλά του μέσα στα γυαλιστερά μαλλιά, να αγκαλιάσουν το στρογγυλό κρανίο της. Να την αναγκάσει να σηκώσει τα μάτια από το χώμα, να τα στρέψει σε αυτόν.

Όσο αναζητούσε ένα μαντήλι να σκουπίσει τον ιδρώτα από το μέτωπο, ένιωσε το πέος του να σκληραίνει μέσα στο λεπτό βαμβακερό παντελόνι. Να τον κοίταζε στα μάτια και αυτό που θα αντίκριζε να την κάνει να κοκκινίσει, αλλά να συνεχίσει να κοιτάει. Να ακουμπήσει τις παλάμες της στους ώμους του και να τον φιλήσει στο στόμα, πολλή ώρα. Άγρια. Νιώθοντας τις ρόγες της να αφήνουν μικρές στρογγυλές στάμπες στο στήθος του, έπιασε το όργανό του με το δεξί χέρι και αφέθηκε στην παλινδρομική κίνηση της λεκάνης της, κολλημένης πάνω στη δική του. Εκείνη, αθόρυβη, γαντζώθηκε πάνω του ανοίγοντας κι άλλο τα πόδια. Ο ρυθμός έγινε πιο γρήγορος. Δεν φορούσε τίποτα κάτω από τη φαρδιά φούστα. Ένιωσε το αιδοίο της τριχωτό, να τον ρουφάει σε μία ηλεκτρισμένη δίνη. Ακόμα πιο γρήγορα τώρα, με το πρόσωπο χωμένο στο λαιμό της και τα δάχτυλα βαθιά μπηγμένα στην σφριγηλή σάρκα, ακόμα πιο γρήγορα, με το ρυθμικό ήχο να τραντάζει συθέμελα το σιωπηλό δωμάτιο. Πράσινο σαπούνι, ιδρώτας και η μεταλλική γεύση του αίματος. Ακόμα πιο γρήγορα. Και δυνατά. Είχε τα μάτια κλειστά και δεν είδε το σπέρμα να τινάζεται ψηλά, για να προσγειωθεί στην λευκή κοιλιά του και δίπλα, στην άγραφη σελίδα, λίγο πάνω από το σκίτσο της. Μερικά λεπτά πριν χτυπήσει την πόρτα ο Άλφρεντ.


Πέρασε μπροστά μου με την πλάτη ολόισια και το κεφάλι γυρισμένο από την άλλη μεριά. Την άφησα να προχωρήσει μερικά βήματα και έτρεξα πίσω της. Στη σκιά και αθόρυβα, χωρίς να με καταλάβει. Με το δεξί μου χέρι άρπαξα την χοντρή πλεξούδα, νοτισμένη από τις στάλες της βροχής, και με το αριστερό χούφτωσα το στήθος της και την τράβηξα με δύναμη προς το μέρος μου. Η σκύλα άρχισε να φωνάζει. Όταν γύρισε και είδε ποιος ήμουν, με έφτυσε κατά πρόσωπο. Η φτυσιά με βρήκε στο μάγουλο, κοντά στο στόμα. Τα μάτια της πέταγαν φωτιές. Έβγαλα τη γλώσσα και έγλυψα τα σάλια. Ούρλιαζε. Δεν καταλάβαινα τι έλεγε. Την έπιασα από τους αγκώνες και την έσυρα στην αποθήκη. Κόλλησα πάνω της. Τιναζόταν ολόκληρη, αγωνιζόταν να ξεφύγει, με χτυπούσε με τις μικρές της γροθιές. Έβαλα το στόμα μου πάνω στο δικό της, τη δάγκωσα. Προσπάθησε να με κλωτσήσει. Είχε ιδρώσει, οι παλάμες μου γλιστρούσαν. Τελικά, την ακινητοποίησα ανάμεσα στον τοίχο και το κορμί μου. Τράβηξα το πουκάμισό της, ένα κομμάτι έμεινε στο χέρι μου. Το στήθος της πετάχτηκε ελεύθερο. Ένιωσα το καυλί μου να σκληραίνει κάτω από το μανδύα. Το ένιωσε κι αυτή· άρχισε να χτυπιέται φρενιασμένα. Μπήκα μέσα της την στιγμή που τα νύχια της χάραζαν αυλάκια στον αριστερό μου ώμο . Άκουγα το αίμα να χτυπάει στα μηνίγγια μου. Έσφιξα τα χέρια μου γύρω από τη μέση της και οι κραυγές μας έσμιξαν. Τέλειωσα δυνατά κι αυτή ακίνητη βουβάθηκε. Έσκυψα να μυρίσω τον σταρένιο της λαιμό, με κλώτσησε δυνατά ανάμεσα στα πόδια, έφτιαξε όπως-όπως τα ρούχα της κι έφυγε δίχως να ρίξει καμία ματιά πίσω της.

Εργαστήρι τέχνης του λόγου (νουβέλα)
ΕΚΕΒΙ, Δεκέμβριος 2009

[Το βουνό των ονείρων μας]

Όπως κάθε πρωί, η δουλειά ξεκίνησε στις εφτά. Το χώμα ήταν υγρό και κολλούσε στα φτυάρια. Έπρεπε να κοσκινίζουν τα χώματα που έβγαζαν. Η διαδικασία αυτή επιβράδυνε αισθητά το ρυθμό τους. Ήταν ήδη δύο εβδομάδες πίσω από το αρχικό πρόγραμμα.

Γύρω στις δώδεκα το μεσημέρι ο Άλφρεντ σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του με ένα βαμβακερό μαντήλι και πέταξε με δύναμη το κασμαδάκι που κρατούσε. Το εργαλείο προσγειώθηκε πάνω στον πλίνθινο τοίχο παρασύροντας δύο μισοτριμμένα τούβλα. Οι εργάτες κοκάλωσαν. Με δύο δρασκελιές βρέθηκε πάνω από την τομή του Άλφρεντ. Ο Πάμπος του χαμογέλασε συγκρατημένα. Ο αέρας ανάμεσα τους ήταν ζεστός και υγρός. «Έλα να πιούμε ένα τσάι» είπε. Ο άλλος βγήκε από το σκάμμα με το κεφάλι κατεβασμένο και τον ακολούθησε μέχρι την τέντα που είχαν στήσει δίπλα στη χαρουπιά.

Σταμάτησαν για το μεσημεριανό γεύμα στις δύο. Ο μάγειρας είχε ετοιμάσει μουτζέντρα, φακές μαγειρεμένες με κρεμμύδια και ρύζι, που έμοιαζε πολύ με ένα βαρύ αραβικό πιάτο που το λέγανε «mujaddara». Μετά το φαγητό ζήτησε να του φτιάξουν ένα κυπριακό καφέ και απομονώθηκε στη σκηνή του με το ημερολόγιο της ανασκαφής. Οι υπόλοιποι αποσύρθηκαν και αυτοί. Στην Κύπρο κανείς δεν εργαζόταν ανάμεσα δύο και πέντε. Κανόνας απαράβατος. «’Ετσι κάνουν και στη Συρία» είχε πει ο Έρικ.

Δύο ώρες αργότερα, με μία μετροταινία στο χέρι και το ημερολόγιο κάτω από τη μασχάλη, βγήκε από τη σκηνή. Κατηφόρισε προς τον χώρο της ανασκαφής με αργό βήμα. Άρχισε να μετράει τους ερειπωμένους τοίχους, σωζόμενο ύψος, μήκος και πλάτος. Με ένα μολύβι σημείωνε τα νούμερα σε ένα πρόχειρο σκαρίφημα. Το ψιλό ασπροκίτρινο χώμα, στεγνό πια, χωνόταν ανάμεσα στις σελίδες του τετραδίου. Είχε σηκώσει αέρα, αλλά ο ήλιος έκαιγε. Δεν ακουγόταν σχεδόν τίποτα. Μόνο το θρόισμα των φύλλων της μεγάλης χαρουπιάς και το απόμακρο μουγκρητό των κυμάτων, που έσκαγαν στην ακτή, στους πρόποδες του Βουνιού.

Στις πέντε ακριβώς εμφανίστηκαν οι εργάτες ακολουθούμενοι από τον Έρικ και τον Άλφρεντ, που ζήτησε την άδεια να ανοίξει μία νέα τομή στα νοτιοανατολικά. Άργησε να του απαντήσει. Ο Έρικ του έγνεψε διαβεβαιώνοντας τον ότι θα ολοκλήρωνε εκείνος την ανασκαφή της τομής που παράταγε στη μέση ο Άλφρεντ.

Πενήντα λεπτά αργότερα το μάτι του πήρε τον νεαρό συνάδελφό του να καπνίζει καθισμένος στο χώμα, στη σκιά της χαρουπιάς, με κλειστά μάτια. Οι εργάτες του είχαν στήσει ψιλοκουβέντα και δεν έβλεπαν τα νοήματα που τους έκανε να ξαναπιάσουν το σκάψιμο. Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί του, από την κορυφή του κεφαλιού μέχρι τα πέλματα.

Συνέχισαν την δουλειά όσο είχε φως. Ο Άλφρεντ με διαλείμματα για κάπνισμα κάθε μισή ώρα. Δυναμωμένος, ο άνεμος μύριζε αρμύρα. Κι άλλα ρίγη.

Κατά τη διάρκεια του δείπνου που σερβιρίστηκε στις οκτώ και μισή, αναγκάστηκε να παίξει ρόλο διαιτητή μεταξύ των δύο συμπατριωτών του. Παρόλο που δεν ήταν ιδιαίτερα ομιλητικός. Ο Άλφρεντ μίλαγε δυνατά. Έλεγε πως ήθελε να επιστρέψουν για συμπληρωματικές ανασκαφές στους Σόλους, όπου «τα ευρήματα θα αντάμοιβαν πλουσιοπάροχα τους κόπους και τον ίδρωτα που χύνουμε σε αυτήν την καταραμένη έρημο». Ήθελε να κατέβουν από το Βουνί. Άμεσα. «Μέχρι πότε θα κοροϊδευόμαστε;». Ο Έρικ, όμως, επιθυμούσε να συνεχίσει και κατηγορούσε τον μικρό για έλλειψη επαγγελματικής συνείδησης και, ακόμα πιο σημαντικό, υπομονής, που είναι μία από τις πιο αναγκαίες αρετές για έναν αρχαιολόγο. Και έναν άνδρα. Προσπάθησε να αποφύγει τον τσακωμό υπενθυμίζοντας τους ότι την απόφαση θα την έπαιρνε ο ίδιος. Όμως, δεν είχε καταλήξει κάπου. Ακόμα. Τα μάτια του, ελαφρώς κόκκινα, είχαν μία πυρετική λάμψη. Ήπιε ένα ποτηράκι ζιβανία και θύμισε στον Άλφρεντ ότι θα έπρεπε να ταξιδέψει στη Λευκωσία την μεθεπόμενη ημέρα, για να φέρει την αλληλογραφία τους. Ο Άλφρεντ μουρμούρισε «κάτι είναι κι αυτό».

Στις έντεκα παρά τέταρτο βρισκόταν ξαπλωμένος στο στενό ράντζο. Τυλιγμένος σε μία ολόμαλλη κουβέρτα, που τον έγδερνε όπου ακουμπούσε το δέρμα του γυμνό. Μακριά από τους συνεργάτες του, έμοιαζε να έχει εγκαταλείψει την προσπάθεια να συγκαλύψει τα δυνατά ρίγη που τον διαπερνούσαν. Τα μακριά άκρα του τινάζονταν ανεξέλεγκτα. Το πρόσωπό του καιγόταν. Με τις αισθήσεις τεταμένες, όσο οι εξωτερικοί θόρυβοι και τα φώτα στις διπλανές σκηνές έσβηναν. Έμεινε να αφουγκράζεται τον ήχο του αέρα ανάμεσα στα φύλλα της χαρουπιάς. Τα μάτια, καρφωμένα στην οροφή, είχαν θολώσει. Μετά από πολλή ώρα, έκλεισε αργά τα βλέφαρα.

Τον ξύπνησε ο ήχος που έκαναν οι βαριές σταγόνες της βροχής πέφτοντας πάνω στο καναβάτσο. Από τα μικρά σκισίματα και τα ανοίγματα στις ραφές του αντίσκηνου έμπαινε ένα αχνό φως. Ξημέρωνε. Πρέπει να ήταν γύρω στις πέντε. Ο πυρετός είχε υποχωρήσει. Το μέτωπο του ήταν δροσερό και το κορμί του γαληνεμένο. Ο αέρας είχε πέσει και η χαρουπιά στεκόταν βουβή. Κανένας χρησμός, καμιά προφητεία, τίποτα. Σιωπή. Γύρισε στο αριστερό πλευρό και προσπάθησε να βολευτεί καλύτερα. Αποφάσισε ότι σήμερα, αν ο καιρός δεν χειροτέρευε, θα έβαζε τον Άλφρεντ να συνεχίσει την επέκταση της ανασκαφής προς τα νοτιοανατολικά. Θα πήγαινε και αυτός μαζί.


«Υπάρχει ένα όρος στην Κύπρο, το όνομά του είναι Βουνί, το βουνό των βουνών, το οποίο συχνά ατενίζαμε με λαχτάρα κατά τη διάρκεια των ανασκαφών στους Σόλους. Σαν σκέψη περήφανη και όμορφη, το βουνό υψώνεται κατευθείαν από τα βάθη της θάλασσας, αδάμαστο και απόμακρο, ένας μοναχικός βράχος δίπλα στην άγρια θάλασσα.
Είχαμε ανέβει στο βουνό θαυμάζοντας το μεγαλείο του, είχαμε δει το αρχαϊκό άγαλμα, που μας είχε αναφέρει ο Πρόδρομος, απρόσεχτα τοποθετημένο σε ένα τοίχο από ξερολιθιά και πιστεύαμε ότι στην κορυφή αυτού του βουνού υπήρχαν τα ερείπια ενός αρχαϊκού οχυρού. Έτσι, αποφασίσαμε να πραγματοποιήσουμε μία ανασκαφή εκεί και αρχίσαμε τις ετοιμασίες για το ταξίδι.
Το ελληνικό Πάσχα είχε περάσει και ξεκινήσαμε, ανηφόρα την ανηφόρα. Υπήρχαν ακόμα σημεία με ανοιξιάτικα ζωηρόχρωμα λουλούδια στις σχισμές των βράχων στο Βουνί. Οι ψιθυριστοί ήχοι από τους πευκώνες της Πάφου και το μουρμουρητό των κυμάτων αντάμωναν στις βραχώδεις σπηλιές του Βουνιού, δημιουργώντας μία φωτεινή νότα ελπίδας.
Στο χώρο της ανασκαφής υψωνόταν επιδεικνύοντας περήφανα το πλούσιο στέμμα της μία χαρουπιά. Στεκόταν φρουρός των μυστικών της «επικράτειάς» της, με της φυλλωσιά της να παίζει στην αέρα, σαν μαντικό δέντρο. «Η χαρουπιά θα μας φέρει τύχη» είπαν οι εργάτες. Όμως, η τύχη αργούσε να έρθει. Σκάψαμε μία εβδομάδα, σκάψαμε δύο εβδομάδες, αποτέλεσμα μηδέν. Οι τομές αποκάλυπταν διάφορα τμήματα τοίχων χωρίς προφανή σύνδεση μεταξύ τους, ούτε ενδιαφέρον.
Δε συνέβαινε τίποτα. Ο άνεμος έπαιζε με τα φύλλα της χαρουπιάς και η θάλασσα μούγκριζε στα πόδια του βουνού.
Πήγα να ξαπλώσω στη σκηνή μας. Η ελονοσία είναι μια αρρώστια που δεν ικανοποιείται τιμωρώντας το σώμα σου· προχωρά πιο βαθιά και καταπιέζει το μυαλό σου. Εκείνο το βράδυ μου επιτέθηκε και οι σκέψεις μου σκορπίστηκαν. Μήπως μας κορόιδευε το βουνό; Μήπως το όνειρο μας, ήταν απλά ένα όνειρο; Μήπως το ψιθύρισμα της χαρουπιάς ήταν μία απάτη;
Όχι, το βουνό δε μας κορόιδευε. Μια μέρα, ήρθε η ώρα που το όνειρό μας έγινε πραγματικότητα, η μεγάλη ώρα που προφήτευσε η ψιθυρίζουσα χαρουπιά.»
(Einar Gjerstad, Ages and days in Cyprus, Göteborg 1980, σελ. 86-87)

Εργαστήρι τέχνης του λόγου (νουβέλα)
ΕΚΕΒΙ, Δεκέμβριος 2009

Thursday 3 December 2009

[Medelhavsmuseet, Στοκχόλμη]













Βιαστικό δεκάλεπτο περπάτημα μέσα στο κρύο. Ανεβαίνεις τα σκαλιά. Ψιχαλίζει. Βγάζεις τα γάντια σου και γλιστράς το δεξί χέρι στην τσέπη. Στο βάθος της βρίσκεις το κινητό τηλέφωνο. Δεν υπάρχει κανένα μήνυμα. Πατάς το πλήκτρο της αθόρυβης λειτουργίας. Ισιώνεις το παλτό σου και ακουμπάς τα δάχτυλά στο παγωμένο μεταλλικό πόμολο. Σπρώχνοντας με όλο σου το βάρος ανοίγεις την τεράστια πόρτα. Η ζεστή και υγρή ατμόσφαιρα της αίθουσας σε αρπάζει από το λαιμό. Ο υπάλληλος της υποδοχής με τα ανοιχτογάλανα, σχεδόν διάφανα μάτια σε στέλνει στον δεύτερο όροφο.

Ανεβαίνεις με τα πόδια. Θες να ρίξεις μία ακόμα ματιά στην έκθεση του πρώτου ορόφου. Η αίθουσα είναι άδεια, εκτός από έναν φύλακα που στέκεται στην αριστερή παραστάδα της εισόδου. Ο χώρος είναι φωτισμένος με κρυφούς προβολείς, σκιερός κατά τόπους. Περπατάς αργά ανάμεσα στις γυάλινες προθήκες. Αφήνεις τα μάτια σου να αγκαλιάσουν τα αντικείμενα, χωρίς να δίνεις ιδιαίτερη προσοχή σε κανένα από αυτά. Οι μόνοι θόρυβοι που ακούγονται είναι τα βήματα σου και ο ήχος από τα βλέφαρα του φύλακα που ανοιγοκλείνουν. Ο διάδρομος σε οδηγεί σε μία μεγάλη βιτρίνα, πίσω από την οποία στέκονται αμέτρητα πήλινα αγάλματα· μικρά και μεγάλα· πολεμιστές με κράνη, ιππείς σε χοντροπόδαρα άλογα, ιερείς με μακριούς χιτώνες και περίπλοκα περιδέραια, βοσκοί με μοσχαράκια περασμένα στους ώμους, προσκυνητές με φρούτα και λουλούδια στα χέρια. Το ηλεκτρικό φως τινάζεται σαν φίδι πάνω στις πορτοκαλοκόκκινες κοκκώδεις επιφάνειες. Σε μαγνητίζει. Το κεφάλι σου αδειάζει.

Στο πλάι της προθήκης υπάρχει ένα μακροσκελές κείμενο. Ασπρόμαυρες φωτογραφίες σε μεγάλο μέγεθος, τα στάδια της αποκάλυψης του μοναδικού συνόλου. Ο αρχηγός της αποστολής, γονατισμένος στο έδαφος, καθαρίζει με ένα σκουπάκι το χώμα από ένα μικρό κένταυρο. Είναι ξανθωπός, λίγο πιο ανοιχτόχρωμος από σένα. Φοράει φαρδιά βερμούδα, λευκό πουκάμισο, κάλτσες μέχρι το γόνατο, χαμηλά μποτάκια και κάσκα, σαν κι αυτήν που φόραγαν οι εξερευνητές στην Αφρική. Μοιάζει σαραντάρης, μπορεί και νεότερος. Προσηλωμένος στη δουλειά του, φαίνεται πως δεν πήρε είδηση αυτόν που τράβηξε τη φωτογραφία. Δεν τον αγγίζει η ζέστη, ούτε η κούραση. Τα ρούχα του ατσαλάκωτα. Το πρόσωπο προφίλ, η γραμμή της μύτης ολόισια και στο στόμα ένα μικρό χαμόγελο.

Φέρνεις στο μυαλό σου το πορτραίτο του ηλικιωμένου με τα μικρά, ευγενικά μάτια στο εσώφυλλο των απομνημονευμάτων του κι αφήνεις τις δεκαετίες να περάσουν από πάνω σου σαν παλιρροϊκό κύμα. «Η Κύπρος είναι το άλφα και το ωμέγα» κι εσύ διάβασες το βιβλίο τρεις φορές, για να βρεις πόσο μακριά από την πατρίδα βρισκόταν αυτά τα τέσσερα χρόνια. Και είναι αλήθεια πως τα ημερολόγια του, αυτά που σε περιμένουν δερματόδετα στον επάνω όροφο, τα ψάχνεις όχι μόνο για να βρεις πράγματα που δεν δημοσίευσε για τον αποικισμό των Μυκηναίων. Τελικά, το ξέρεις, έτσι είναι.

Ξεθωριασμένο μπλε μελάνι σε λευκό χαρτί που τρίζει από τα χρόνια. Μυρωδιά καφέ από την κούπα του βιβλιοθηκάριου. Κοιτάζεις τα μικρά στρογγυλά γράμματα, τοποθετημένα σε ολόισιες αράδες, σελίδα τη σελίδα. Διαβάζεις. Κρατάς σημειώσεις. Τα δικά σου γράμματα είναι μεγάλα και ακατάστατα. Διαβάζεις ξανά. Αναζητάς λέξεις διορθωμένες, προτάσεις που γράφτηκαν με όχι τόσο σταθερό χέρι, κουβέντες ακυρωμένες, παραγράφους διαγραμμένες, σελίδες κομμένες, αισθήματα ματαιωμένα, σκέψεις αποκηρυγμένες. Καθώς η προσπάθειά σου γίνεται πιο εντατική, πέφτει σα βάρος στους ώμους σου μία απρόσμενη απελπισία. Και ένας εκνευρισμός για την μεθοδικότητά του. Και μία περιφρόνηση για την αυτοσυγκράτησή του. Όμως, στο κάτω μέρος μίας άγραφτης σελίδας βρίσκεις το σκίτσο μίας γυναίκας με μεγάλα μάτια και σκούρα, μακριά μαλλιά. Το φωτογραφίζεις με την μικρή, ψηφιακή σου κάμερα. Κρυφά, χωρίς να σε δει ο βιβλιοθηκάριος.

Βγαίνοντας από την αίθουσα ξανακοιτάζεις το τηλέφωνο. Τίποτα ακόμα. Πατάς το πλήκτρο της απενεργοποίησης. Η κίνηση σε εξουθενώνει. Νιώθεις κατάκοπη. Ψάχνεις να βρεις το ασανσέρ, τα γόνατά σου δε σε σηκώνουν. Χαιρετάς με ένα νεύμα τον υπάλληλο στην υποδοχή. Δεν εμπιστεύεσαι τον ήχο της φωνής σου. Όταν, πριν δέκα λεπτά, είπες στον βιβλιοθηκάριο ότι θα χρειαστείς τους τόμους του ημερολογίου και την επόμενη ημέρα, σου φάνηκε τσιριχτή, αντιπαθητική.

Κοντοστέκεσαι στην είσοδο. Τώρα βρέχει δυνατά. Ξέχασες την ομπρέλα στο ξενοδοχείο. Φοράς βιαστικά τα γάντια σου. Ξεχύνεσαι στο πεζοδρόμιο. Μετά από τέσσερα τετράγωνα χώνεσαι στην εσοχή που δημιουργεί το περιθύρωμα ενός παμπάλαιου κτιρίου. Προφυλαγμένη, βγάζεις το δεξί γάντι και ανοίγεις την τσάντα σου. Βλέπεις ότι το σημειωματάριο είναι εκεί. Ανακουφίζεσαι. Έπειτα βγάζεις το τηλέφωνο και πατάς το πλήκτρο της ενεργοποίησης. Κάποιες αδέσποτες παγωμένες σταγόνες βρίσκουν τα ξαναμμένα μάγουλά σου. Σχηματίζεις τον αριθμό. Παίρνεις βαθιά ανάσα. Η φωνή του ακούγεται βραχνή. Ζητάς συγνώμη που τον ξύπνησες. Ρωτάει τα νέα σου, πως είναι η Στοκχόλμη και αν προχωράς με την έρευνα. Όταν είναι κουρασμένος, η προφορά του γίνεται ακόμα πιο έντονη. Εσύ μιλάς αργά και σιγανά. Του λες πως θες να κουβεντιάσετε. Σοβαρά. Την πρότασή του. Αργεί να απαντήσει. Ιδέα σου είναι. Μάλλον. Μόλις επιστρέψεις στην Αγγλία θα τα πείτε. Τι σε έπιασε τώρα;

Κλείνεις και ξαναφοράς το δεξί γάντι. Σου παίρνει ένα τέταρτο να φτάσεις στο ξενοδοχείο. Έχει ήδη σκοτεινιάσει. Βιάζεσαι. Πρέπει να ετοιμαστείς για το γεύμα με τον καθηγητή Όστρομ και την ομάδα του. Δεν ξέρεις τι να φορέσεις και πρέπει να καθαρίσεις και τα παπούτσια σου από την λάσπη. Ένα τέταρτο της ώρας αργότερα, καθισμένη στον πυθμένα της μπανιέρας, μαζεύεις δύναμη για να λυγίσεις τα γόνατα και στηρίζεις τα χέρια σου στο χείλος του πορσελάνινου αγγείου, να σηκώσεις το κορμί σου πάνω από το χλιαρό νερό. Η ψυχρή υφή σε ανατριχιάζει. Θυμάσαι. Θυμάσαι. Εκείνα τα τσακισμένα ξίφη που είδες προχτές στην αποθήκη του μουσείου. Που βρήκαν οι Σουηδοί θαμμένα σε τάφους της Λαπήθου. Βαριές λάμες με πλάτος τέσσερα δάχτυλα, με διπλό αυλάκι για να κυλάει το αίμα από την κορυφή μέχρι την μύτη, διπλωμένες στη μέση. Θανατωμένες. Τελειωμένες. Μια σκέψη ξεπηδάει. Τα παιδιά του Αγαπήνορα δεν είδαν ποτέ τα μεστά στάχια να παίζουν με τον αέρα στην αργολική πεδιάδα.

Εργαστήρι τέχνης του λόγου (νουβέλα)
ΕΚΕΒΙ, Δεκέμβριος 2009