Saturday, 26 December 2009

[Βραδιάζει]



Είχε πάρει να σκοτεινιάζει, όταν έστριψες δεξιά στην Αρσινόης και μπήκες στη Λαϊκή Γειτονιά από την λεωφόρο Λήδρας. Πολύχρωμες ταμπέλες και μουσική από στερεοφωνικό. Οι ταβέρνες είχαν ανάψει τα φώτα τους και οι σερβιτόροι στέκονταν με λευκά πουκάμισα στα κατώφλια. Ηλικιωμένοι τουρίστες με κοκκινισμένα πρόσωπα έπιναν μπύρες γελώντας δυνατά. Ο αέρας μύριζε καμένο λίπος. Τάχυνες το βήμα. Μόλις κατάφερες να βγεις από την τουριστική περιοχή, ερημιά. Οι πόρτες των σπιτιών κλειστές και τα παράθυρα σκοτεινά. Περπατούσες προς την πλατεία Τηλλυρίας, ο φορητός υπολογιστής ένα βαρίδι στον ώμο σου. Χτυπώντας το πλακόστρωτο, τα παπούτσια σου έβγαζαν έναν καθαρό, κοφτό ήχο. Με ρυθμό που βοηθούσε να μπουν σε τάξη νέα δεδομένα και σκέψεις. Ο μιναρές του Ομεριέ φάνηκε στον συννεφιασμένο ορίζοντα ακριβώς την στιγμή που ο μουεζίνης καλούσε τους πιστούς για την βραδινή προσευχή. Ζεσταμένος, ο πόνος του πόθου ξεδιπλώθηκε αργά και άρχισε να κόβει κομμάτια από τα σπλάχνα σου. Ακούμπησες με τον ώμο σε μία τσιμεντένια κολώνα. Βιαστικοί και χωρίς να σε κοιτάξουν, προσπέρασαν δύο μελαμψοί άντρες με φαρδιά παντελόνια και σαγιονάρες.


Είχαν περάσει περισσότερα από είκοσι λεπτά από τη στιγμή που άνοιξε το ανασκαφικό ημερολόγιο. Γερμένος στο αριστερό πλευρό, χάζευε τη λευκή σελίδα του τετραδίου. Ένιωθε τα ρούχα να κολλάνε και το στομάχι του ακόμα βαρύ από το μεσημεριανό φαγητό. Το χέρι που κράταγε την πένα, ακουμπισμένο αφηρημένα πάνω στο χαρτί, είχε αφήσει υγρό αποτύπωμα. Γύρισε σελίδα κι έπιασε να φτιάχνει ένα μικρό σχέδιο στο κάτω μέρος της. Η Άντρη, με τα μαλλιά πλεγμένα και ένα πλατύγυρο ψάθινο καπέλο, όπως ακριβώς ήταν σήμερα, όταν ήρθε στο σκάμμα να του φέρει φρεσκοψημένο ψωμί.

Φορούσε γαλάζιο πουκάμισο με ένα κόκκινο τριανταφυλλάκι κεντημένο πάνω από το αριστερό στήθος. Καθώς έσκυψε δίπλα του να αφήσει το καλάθι, του ήρθε μυρωδιά από πράσινο σαπούνι. Για μία ακόμα φορά ένιωσε, δυνατή, εκείνη την επιθυμία να ξεπλέξει τη μακριά κοτσίδα και να χώσει τα δάχτυλά του μέσα στα γυαλιστερά μαλλιά, να αγκαλιάσουν το στρογγυλό κρανίο της. Να την αναγκάσει να σηκώσει τα μάτια από το χώμα, να τα στρέψει σε αυτόν.

Όσο αναζητούσε ένα μαντήλι να σκουπίσει τον ιδρώτα από το μέτωπο, ένιωσε το πέος του να σκληραίνει μέσα στο λεπτό βαμβακερό παντελόνι. Να τον κοίταζε στα μάτια και αυτό που θα αντίκριζε να την κάνει να κοκκινίσει, αλλά να συνεχίσει να κοιτάει. Να ακουμπήσει τις παλάμες της στους ώμους του και να τον φιλήσει στο στόμα, πολλή ώρα. Άγρια. Νιώθοντας τις ρόγες της να αφήνουν μικρές στρογγυλές στάμπες στο στήθος του, έπιασε το όργανό του με το δεξί χέρι και αφέθηκε στην παλινδρομική κίνηση της λεκάνης της, κολλημένης πάνω στη δική του. Εκείνη, αθόρυβη, γαντζώθηκε πάνω του ανοίγοντας κι άλλο τα πόδια. Ο ρυθμός έγινε πιο γρήγορος. Δεν φορούσε τίποτα κάτω από τη φαρδιά φούστα. Ένιωσε το αιδοίο της τριχωτό, να τον ρουφάει σε μία ηλεκτρισμένη δίνη. Ακόμα πιο γρήγορα τώρα, με το πρόσωπο χωμένο στο λαιμό της και τα δάχτυλα βαθιά μπηγμένα στην σφριγηλή σάρκα, ακόμα πιο γρήγορα, με το ρυθμικό ήχο να τραντάζει συθέμελα το σιωπηλό δωμάτιο. Πράσινο σαπούνι, ιδρώτας και η μεταλλική γεύση του αίματος. Ακόμα πιο γρήγορα. Και δυνατά. Είχε τα μάτια κλειστά και δεν είδε το σπέρμα να τινάζεται ψηλά, για να προσγειωθεί στην λευκή κοιλιά του και δίπλα, στην άγραφη σελίδα, λίγο πάνω από το σκίτσο της. Μερικά λεπτά πριν χτυπήσει την πόρτα ο Άλφρεντ.


Πέρασε μπροστά μου με την πλάτη ολόισια και το κεφάλι γυρισμένο από την άλλη μεριά. Την άφησα να προχωρήσει μερικά βήματα και έτρεξα πίσω της. Στη σκιά και αθόρυβα, χωρίς να με καταλάβει. Με το δεξί μου χέρι άρπαξα την χοντρή πλεξούδα, νοτισμένη από τις στάλες της βροχής, και με το αριστερό χούφτωσα το στήθος της και την τράβηξα με δύναμη προς το μέρος μου. Η σκύλα άρχισε να φωνάζει. Όταν γύρισε και είδε ποιος ήμουν, με έφτυσε κατά πρόσωπο. Η φτυσιά με βρήκε στο μάγουλο, κοντά στο στόμα. Τα μάτια της πέταγαν φωτιές. Έβγαλα τη γλώσσα και έγλυψα τα σάλια. Ούρλιαζε. Δεν καταλάβαινα τι έλεγε. Την έπιασα από τους αγκώνες και την έσυρα στην αποθήκη. Κόλλησα πάνω της. Τιναζόταν ολόκληρη, αγωνιζόταν να ξεφύγει, με χτυπούσε με τις μικρές της γροθιές. Έβαλα το στόμα μου πάνω στο δικό της, τη δάγκωσα. Προσπάθησε να με κλωτσήσει. Είχε ιδρώσει, οι παλάμες μου γλιστρούσαν. Τελικά, την ακινητοποίησα ανάμεσα στον τοίχο και το κορμί μου. Τράβηξα το πουκάμισό της, ένα κομμάτι έμεινε στο χέρι μου. Το στήθος της πετάχτηκε ελεύθερο. Ένιωσα το καυλί μου να σκληραίνει κάτω από το μανδύα. Το ένιωσε κι αυτή· άρχισε να χτυπιέται φρενιασμένα. Μπήκα μέσα της την στιγμή που τα νύχια της χάραζαν αυλάκια στον αριστερό μου ώμο . Άκουγα το αίμα να χτυπάει στα μηνίγγια μου. Έσφιξα τα χέρια μου γύρω από τη μέση της και οι κραυγές μας έσμιξαν. Τέλειωσα δυνατά κι αυτή ακίνητη βουβάθηκε. Έσκυψα να μυρίσω τον σταρένιο της λαιμό, με κλώτσησε δυνατά ανάμεσα στα πόδια, έφτιαξε όπως-όπως τα ρούχα της κι έφυγε δίχως να ρίξει καμία ματιά πίσω της.

Εργαστήρι τέχνης του λόγου (νουβέλα)
ΕΚΕΒΙ, Δεκέμβριος 2009

No comments:

Post a Comment