Όπως κάθε πρωί, η δουλειά ξεκίνησε στις εφτά. Το χώμα ήταν υγρό και κολλούσε στα φτυάρια. Έπρεπε να κοσκινίζουν τα χώματα που έβγαζαν. Η διαδικασία αυτή επιβράδυνε αισθητά το ρυθμό τους. Ήταν ήδη δύο εβδομάδες πίσω από το αρχικό πρόγραμμα.
Γύρω στις δώδεκα το μεσημέρι ο Άλφρεντ σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του με ένα βαμβακερό μαντήλι και πέταξε με δύναμη το κασμαδάκι που κρατούσε. Το εργαλείο προσγειώθηκε πάνω στον πλίνθινο τοίχο παρασύροντας δύο μισοτριμμένα τούβλα. Οι εργάτες κοκάλωσαν. Με δύο δρασκελιές βρέθηκε πάνω από την τομή του Άλφρεντ. Ο Πάμπος του χαμογέλασε συγκρατημένα. Ο αέρας ανάμεσα τους ήταν ζεστός και υγρός. «Έλα να πιούμε ένα τσάι» είπε. Ο άλλος βγήκε από το σκάμμα με το κεφάλι κατεβασμένο και τον ακολούθησε μέχρι την τέντα που είχαν στήσει δίπλα στη χαρουπιά.
Σταμάτησαν για το μεσημεριανό γεύμα στις δύο. Ο μάγειρας είχε ετοιμάσει μουτζέντρα, φακές μαγειρεμένες με κρεμμύδια και ρύζι, που έμοιαζε πολύ με ένα βαρύ αραβικό πιάτο που το λέγανε «mujaddara». Μετά το φαγητό ζήτησε να του φτιάξουν ένα κυπριακό καφέ και απομονώθηκε στη σκηνή του με το ημερολόγιο της ανασκαφής. Οι υπόλοιποι αποσύρθηκαν και αυτοί. Στην Κύπρο κανείς δεν εργαζόταν ανάμεσα δύο και πέντε. Κανόνας απαράβατος. «’Ετσι κάνουν και στη Συρία» είχε πει ο Έρικ.
Δύο ώρες αργότερα, με μία μετροταινία στο χέρι και το ημερολόγιο κάτω από τη μασχάλη, βγήκε από τη σκηνή. Κατηφόρισε προς τον χώρο της ανασκαφής με αργό βήμα. Άρχισε να μετράει τους ερειπωμένους τοίχους, σωζόμενο ύψος, μήκος και πλάτος. Με ένα μολύβι σημείωνε τα νούμερα σε ένα πρόχειρο σκαρίφημα. Το ψιλό ασπροκίτρινο χώμα, στεγνό πια, χωνόταν ανάμεσα στις σελίδες του τετραδίου. Είχε σηκώσει αέρα, αλλά ο ήλιος έκαιγε. Δεν ακουγόταν σχεδόν τίποτα. Μόνο το θρόισμα των φύλλων της μεγάλης χαρουπιάς και το απόμακρο μουγκρητό των κυμάτων, που έσκαγαν στην ακτή, στους πρόποδες του Βουνιού.
Στις πέντε ακριβώς εμφανίστηκαν οι εργάτες ακολουθούμενοι από τον Έρικ και τον Άλφρεντ, που ζήτησε την άδεια να ανοίξει μία νέα τομή στα νοτιοανατολικά. Άργησε να του απαντήσει. Ο Έρικ του έγνεψε διαβεβαιώνοντας τον ότι θα ολοκλήρωνε εκείνος την ανασκαφή της τομής που παράταγε στη μέση ο Άλφρεντ.
Πενήντα λεπτά αργότερα το μάτι του πήρε τον νεαρό συνάδελφό του να καπνίζει καθισμένος στο χώμα, στη σκιά της χαρουπιάς, με κλειστά μάτια. Οι εργάτες του είχαν στήσει ψιλοκουβέντα και δεν έβλεπαν τα νοήματα που τους έκανε να ξαναπιάσουν το σκάψιμο. Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί του, από την κορυφή του κεφαλιού μέχρι τα πέλματα.
Συνέχισαν την δουλειά όσο είχε φως. Ο Άλφρεντ με διαλείμματα για κάπνισμα κάθε μισή ώρα. Δυναμωμένος, ο άνεμος μύριζε αρμύρα. Κι άλλα ρίγη.
Κατά τη διάρκεια του δείπνου που σερβιρίστηκε στις οκτώ και μισή, αναγκάστηκε να παίξει ρόλο διαιτητή μεταξύ των δύο συμπατριωτών του. Παρόλο που δεν ήταν ιδιαίτερα ομιλητικός. Ο Άλφρεντ μίλαγε δυνατά. Έλεγε πως ήθελε να επιστρέψουν για συμπληρωματικές ανασκαφές στους Σόλους, όπου «τα ευρήματα θα αντάμοιβαν πλουσιοπάροχα τους κόπους και τον ίδρωτα που χύνουμε σε αυτήν την καταραμένη έρημο». Ήθελε να κατέβουν από το Βουνί. Άμεσα. «Μέχρι πότε θα κοροϊδευόμαστε;». Ο Έρικ, όμως, επιθυμούσε να συνεχίσει και κατηγορούσε τον μικρό για έλλειψη επαγγελματικής συνείδησης και, ακόμα πιο σημαντικό, υπομονής, που είναι μία από τις πιο αναγκαίες αρετές για έναν αρχαιολόγο. Και έναν άνδρα. Προσπάθησε να αποφύγει τον τσακωμό υπενθυμίζοντας τους ότι την απόφαση θα την έπαιρνε ο ίδιος. Όμως, δεν είχε καταλήξει κάπου. Ακόμα. Τα μάτια του, ελαφρώς κόκκινα, είχαν μία πυρετική λάμψη. Ήπιε ένα ποτηράκι ζιβανία και θύμισε στον Άλφρεντ ότι θα έπρεπε να ταξιδέψει στη Λευκωσία την μεθεπόμενη ημέρα, για να φέρει την αλληλογραφία τους. Ο Άλφρεντ μουρμούρισε «κάτι είναι κι αυτό».
Στις έντεκα παρά τέταρτο βρισκόταν ξαπλωμένος στο στενό ράντζο. Τυλιγμένος σε μία ολόμαλλη κουβέρτα, που τον έγδερνε όπου ακουμπούσε το δέρμα του γυμνό. Μακριά από τους συνεργάτες του, έμοιαζε να έχει εγκαταλείψει την προσπάθεια να συγκαλύψει τα δυνατά ρίγη που τον διαπερνούσαν. Τα μακριά άκρα του τινάζονταν ανεξέλεγκτα. Το πρόσωπό του καιγόταν. Με τις αισθήσεις τεταμένες, όσο οι εξωτερικοί θόρυβοι και τα φώτα στις διπλανές σκηνές έσβηναν. Έμεινε να αφουγκράζεται τον ήχο του αέρα ανάμεσα στα φύλλα της χαρουπιάς. Τα μάτια, καρφωμένα στην οροφή, είχαν θολώσει. Μετά από πολλή ώρα, έκλεισε αργά τα βλέφαρα.
Τον ξύπνησε ο ήχος που έκαναν οι βαριές σταγόνες της βροχής πέφτοντας πάνω στο καναβάτσο. Από τα μικρά σκισίματα και τα ανοίγματα στις ραφές του αντίσκηνου έμπαινε ένα αχνό φως. Ξημέρωνε. Πρέπει να ήταν γύρω στις πέντε. Ο πυρετός είχε υποχωρήσει. Το μέτωπο του ήταν δροσερό και το κορμί του γαληνεμένο. Ο αέρας είχε πέσει και η χαρουπιά στεκόταν βουβή. Κανένας χρησμός, καμιά προφητεία, τίποτα. Σιωπή. Γύρισε στο αριστερό πλευρό και προσπάθησε να βολευτεί καλύτερα. Αποφάσισε ότι σήμερα, αν ο καιρός δεν χειροτέρευε, θα έβαζε τον Άλφρεντ να συνεχίσει την επέκταση της ανασκαφής προς τα νοτιοανατολικά. Θα πήγαινε και αυτός μαζί.
«Υπάρχει ένα όρος στην Κύπρο, το όνομά του είναι Βουνί, το βουνό των βουνών, το οποίο συχνά ατενίζαμε με λαχτάρα κατά τη διάρκεια των ανασκαφών στους Σόλους. Σαν σκέψη περήφανη και όμορφη, το βουνό υψώνεται κατευθείαν από τα βάθη της θάλασσας, αδάμαστο και απόμακρο, ένας μοναχικός βράχος δίπλα στην άγρια θάλασσα.
Είχαμε ανέβει στο βουνό θαυμάζοντας το μεγαλείο του, είχαμε δει το αρχαϊκό άγαλμα, που μας είχε αναφέρει ο Πρόδρομος, απρόσεχτα τοποθετημένο σε ένα τοίχο από ξερολιθιά και πιστεύαμε ότι στην κορυφή αυτού του βουνού υπήρχαν τα ερείπια ενός αρχαϊκού οχυρού. Έτσι, αποφασίσαμε να πραγματοποιήσουμε μία ανασκαφή εκεί και αρχίσαμε τις ετοιμασίες για το ταξίδι.
Το ελληνικό Πάσχα είχε περάσει και ξεκινήσαμε, ανηφόρα την ανηφόρα. Υπήρχαν ακόμα σημεία με ανοιξιάτικα ζωηρόχρωμα λουλούδια στις σχισμές των βράχων στο Βουνί. Οι ψιθυριστοί ήχοι από τους πευκώνες της Πάφου και το μουρμουρητό των κυμάτων αντάμωναν στις βραχώδεις σπηλιές του Βουνιού, δημιουργώντας μία φωτεινή νότα ελπίδας.
Στο χώρο της ανασκαφής υψωνόταν επιδεικνύοντας περήφανα το πλούσιο στέμμα της μία χαρουπιά. Στεκόταν φρουρός των μυστικών της «επικράτειάς» της, με της φυλλωσιά της να παίζει στην αέρα, σαν μαντικό δέντρο. «Η χαρουπιά θα μας φέρει τύχη» είπαν οι εργάτες. Όμως, η τύχη αργούσε να έρθει. Σκάψαμε μία εβδομάδα, σκάψαμε δύο εβδομάδες, αποτέλεσμα μηδέν. Οι τομές αποκάλυπταν διάφορα τμήματα τοίχων χωρίς προφανή σύνδεση μεταξύ τους, ούτε ενδιαφέρον.
Δε συνέβαινε τίποτα. Ο άνεμος έπαιζε με τα φύλλα της χαρουπιάς και η θάλασσα μούγκριζε στα πόδια του βουνού.
Πήγα να ξαπλώσω στη σκηνή μας. Η ελονοσία είναι μια αρρώστια που δεν ικανοποιείται τιμωρώντας το σώμα σου· προχωρά πιο βαθιά και καταπιέζει το μυαλό σου. Εκείνο το βράδυ μου επιτέθηκε και οι σκέψεις μου σκορπίστηκαν. Μήπως μας κορόιδευε το βουνό; Μήπως το όνειρο μας, ήταν απλά ένα όνειρο; Μήπως το ψιθύρισμα της χαρουπιάς ήταν μία απάτη;
Όχι, το βουνό δε μας κορόιδευε. Μια μέρα, ήρθε η ώρα που το όνειρό μας έγινε πραγματικότητα, η μεγάλη ώρα που προφήτευσε η ψιθυρίζουσα χαρουπιά.»
(Einar Gjerstad, Ages and days in Cyprus, Göteborg 1980, σελ. 86-87)
Εργαστήρι τέχνης του λόγου (νουβέλα)
ΕΚΕΒΙ, Δεκέμβριος 2009
No comments:
Post a Comment