Tuesday 26 September 2017

Η Φεγγαρόπετρα, Wilkie Collins (1868)

Όταν έφτασα στην ακρογιαλιά, τα σύννεφα μαύρισαν κι άρχισε να πέφτει βροχή, σχηματίζοντας μεγάλα άσπρα παραπετάσματα νερού καθώς φυσούσε ο αέρας. Άκουσα τη θάλασσα να ξεσπά στην ξέρα μπροστά στο στόμιο του κόλπου. Λίγο παρακάτω συνάντησα το αγόρι που έψαχνε για καταφύγιο στα πόδια των αμμόλοφων. Τότε είδα την αγριεμένη θάλασσα. Τα κύματα να πέφτουν πάνω στην ξέρα και τη βροχή να ανεμίζει σαν ρούχο πού 'χε ξεφύγει πάνω από το νερό· είδα την κιτρινωπή αγριάδα της παραλίας όπου στεκόταν ένα μόνο πρόσωπο, μια μαύρη φιγούρα, η φιγούρα του αρχιφύλακα Καφ.
Wilkie Collins, Η φεγγαρόπετρα (1868), 
μτφρ. Τάσου Δαρβέρη για τις εκδόσεις Μέδουσα (1991)

Thursday 31 August 2017

So many ways to begin, Jon McGregor (2006)

Perhaps it was raining when she got off the bus, but she was already feeling better, just standing by the side of the road and breathing in the wet air. Everything feeling familiar at last. The loose chippings of the tarmac beneath her feet. The walled-in tree where the bus was turning around. The frosted glass window of the stop on the other side of the road. The boxes of vegetables on a trestle table outside the grocers. The noticeboard by the bus stop behind her.
The bus turned its circle and drove back up the hill, and the place was quiet except for the water running along the gutter into the drain, a steady slurping gurgle, the same song of streams and ponds and falling water that she'd always known and grown up with. She looked at the wet grey veils of the sky, smiling for the first time in weeks, months, wiping the dampness from her face. I don't mind a bit of rain, she said, beneath her breath, and picked up her suitcase.
Jon McGregor, So many ways to begin (2006)

Salonica after the storm (1960s), J. Kyriakides


Wednesday 26 July 2017

Είκοσι τέσσερις ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας, Stephan Zweig (1927)

Όλο το βράδυ ο αέρας είχε φέρει πάνω από τη θάλασσα βαριά, πυκνά ανοιξιάτικα σύννεφα, ένιωθες στα πνευμόνια σου, στην καρδιά σου ότι ο ουρανός είχε κατέβει χαμηλά και σε πίεζε – ξαφνικά άρχισαν να πέφτουν μερικές σταγόνες και πολύ σύντομα μια καταρρακτώδης βροχή που, παρασυρμένη από τον αέρα, έσκαγε με δύναμη στο χώμα. Ασυναίσθητα κατέφυγα στο πρόστεγο ενός περιπτέρου και, παρόλο που άνοιξα την ομπρέλα μου, οι ριπές του ανέμου μού έβρεχαν τα ρούχα. Μέχρι ψηλά στο πρόσωπό μου και στα χέρια μου ένιωθα να με πιτσιλάει η παγωμένη λάσπη, από τις σταγόνες που έσκαγαν με θόρυβο στο χώμα.
Αλλά -και ήταν τόσο φρικτό το θέαμα, που ακόμα και σήμερα, είκοσι χρόνια μετά, στην ανάμνησή του νιώθω ένα κόμπο στον λαιμό- μέσα σε εκείνη τη νεροποντή ο δύστυχος άντρας έμεινε να κάθεται ασάλευτος στο παγκάκι, ούτε που κουνήθηκε. Από τις μαρκίζες έπεφτε και κελάρυζε το νερό, από την πόλη ακούγονταν άμαξες να βροντούν, φιγούρες με τα παλτά ανασηκωμένα πάνω από το κεφάλι έτρεχαν δεξιά κι αριστερά· κάθε ζωντανό πλάσμα έσκυβεε φοβισμένο το κεφάλι, προσπαθούσε να κρυφτεί, να δραπετεύσει, αναζητούσε καταφύγιο, σε ανθρώπους και ζώα ένιωθες τον φόβο μπροστά στο καταρρακτώδες αυτό στοιχείο της φύσης – μονάχα εκείνο το ανθρώπινο κουβάρι στο παγκάκι δε σάλευε και δεν κουνιόταν.
Stephan Zweig, Είκοσι τέσσερις ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας (1927),
από το Ο ονειροπόλος κύριος Τσβάιχ - Εννέα ιστορίες,
εισαγωγή - ανθολόγηση - μετάφραση Γ. Λαγουδάκου για τις εκδόσεις Μεταίχμιο (2015)

Wednesday 17 May 2017

Γύρνα σπίτι, άγγελέ μου, Thomas Wolfe (1929)

Φαινότανε, αλήθεια, πως ο πατέρας είχε δίκιο και πως ο ουράνιος Νεφεληγέτης, που τόσο συχνά εξυμνείται, που οι σύγχρονοι μας πικρόχολοι τον έχουν αποκαλέσει κάποιες φορές “ο προαιώνιος γελωτοποιός”, είχε στρέψει το θυμό του κατά του πεπρωμένου τους.
Άρχισε να βρέχει – μια βροχή αδιάκοπη, σαν χείμαρρος, κατακλυσμιαία, έπεσε στους αχνισμένους λόφους, πνίγοντας το χορτάρι και τις φυλλωσιές πάνω στις πλαγιές, προκαλώντας ένα κατρακύλισμα ρευστοποιημένης γης πάνω σ' έναν συνοικισμό, μεταμορφώνοντας μικρά ποταμάκια των βραχιασμένων βουνών σε μιαν αφρισμένη αναταραχή από κίτρινα νερά. Αυτοί οι δίχως προηγούμενο καταρράχτες υποσκάψανε τις κίτρινες όχθες, ανασκάψανε τις πλαγιές των λόφων. Ρουφήξανε τις απότομες κατωφέρειες κάτω από τις σιδηρογραμμές, αφήνοντας τες κρεμασμένες στις αέρινες τραβέρσες τους, δρασκελίζοντας μια ξεκοιλιασμένη ρεματιά.
Η πλημμύρα έφτασε στο Άλταμοντ. Τα νερά κατέβηκαν συγκλίνοντας από τους λόφους, ξεχείλισαν αφρισμένα το ποταμάκι πέρ' από τις όχθες του σαν ένας πλατύς καταστροφικός Μισισιπής. Ρημάξανε τα χθαμαλά του ποταμού, παρασύρανε σιδερένια και ξύλινα γεφύρια σαν να 'τανε φύλλα, καταστρέψανε τα σπίτια των σιδηροδρομικών και όλους όσοι έμεναν σ' αυτά.
Η πόλη κόπηκε από κάθε επικοινωνία με τον κόσμο. Στο τέλος της τρίτης εβδομάδας, καθώς τα νερά αποσύρονταν πια στην κοίτη τους, ο Χιου Μπάρτον κι η γυναίκα του, ζαρωμένοι και άκεφοι μέσα στην μεγάλη Μπουίκ, ξεκίνησαν μέσ' από τις πλημμυρισμένες δημοσιές, αργοσύρθηκαν με την ψυχή στο στόμα πάνω από ασταθή πλωτά γεφύρια, αντιμετωπίζοντας την ακαταμάχητη οργή των νερών για ν' αποτελειώσουν τον μήνα του μέλιτος που είχε αρχίσει με τόσο κακούς οιωνούς.
Thomas Wolfe, Γύρνα σπίτι, άγγελέ μου  (1929),
μτφρ. Κοσμά Πολίτη για τις εκδόσεις Μεταίχμιο (2017)