Wednesday, 24 May 2023

Τρεις φόνοι

Νούμερο 1

Έλειπε δύο βδομάδες και τον είχα πεθυμήσει. Του ζήτησα να έρθει στο σπίτι για να το κάνουμε. Είπε ότι δεν προλάβαινε γιατί θα έφευγε πάλι την άλλη μέρα κι αν ήθελα να βρισκόμασταν έξω. Φόρεσα ένα φουστάνι με βαθύ ντεκολτέ και πήγα να τον βρω στο κέντρο. Μία ώρα έκανα με το λεωφορείο. Στεκόταν δίπλα στο περίπτερο και μιλούσε στο κινητό. Μου έκανε νόημα να περιμένω. Οχτώ λεπτά με είχε να στέκομαι εκεί. Όταν αξιώθηκε να το κλείσει, το φιλί που μου έδωσε ήταν ψόφιο. Με ζώσανε τα φίδια. Είπαμε να πάμε για φαΐ. Βρήκαμε ένα σουβλατζίδικο εκεί κοντά, σχεδόν άδειο. Η παραγγελία ήρθε αμέσως, γιατί τους ζήτησε να κάνουν σβέλτα. Όχι ότι πεινούσε, ίσα που ακούμπησε το φαγητό. Περίμενα ότι θα με πρήξει με τις δουλειές του, μα έπιασε να μου λέει κάτι φιλοσοφίες, ότι αν είναι να ταιριάξουν δυο άνθρωποι φαίνεται από την αρχή και τέτοια. Εγώ μπήκα στο νόημα, και καθόλου δε μου άρεσε. Την έπεσα στο σουβλάκι με απανωτές δαγκωνιές. Αυτός μίλαγε και μου έριχνε κάτι ματιές σκέτο πάγο. Κι εγώ δώστου να δαγκώνω το πιτόγυρο. Κι έτσι που το κράταγα, μου πέφτει μια χοντρή στάλα μουστάρδα στο βυζί. Κάνω να πιάσω τη χαρτοπετσέτα και μου αρπάζει το χέρι. Άστο, λέει, θα το κάνω εγώ. Πάω να τραβηχτώ, το χέρι του μέγγενη. Σήκω, πάμε στο ξενοδοχείο, λέει μέσα από τα δόντια του. Τον κοιτάω καλά-καλά, θέλω σε γαμήσω για τελευταία φορά, λέει, τι δεν καταλαβαίνεις. Κι έτσι που με κάρφωνε, συνειδητοποιώ ότι είχα γίνει μούσκεμα. Καθώς σηκωνόμουν από την καρέκλα, πρόλαβα κι έχωσα ένα πιρούνι στην τσάντα μου. Γιατί αυτή δεν θα ήταν η τελευταία φορά που με γαμούσε, θα ήταν η τελευταία του φορά γενικώς.


Νούμερο 2

Εκτός από εμένα, λάτρευε και τα αποσιωπητικά. Το δεύτερο δε χωρά αμφισβήτηση, διαθέτω αμέτρητα ντοκουμέντα εξάλλου. Το πρώτο απαιτεί διερεύνηση, αλλά είναι αργά πλέον. Το πιο εντυπωσιακό ήταν ότι κατάφερνε να τα χρησιμοποιεί ακόμη κι όταν μιλούσε. Δηλαδή, όταν σταματούσε να μιλά. Κι όλοι αντιλαμβάνονταν ότι είχε βάλει αποσιωπητικά. Σαν να ήθελε κάτι ακόμη να πει, μα δεν το ξεστόμιζε. Κάτι, τόσο αυτονόητο που δεν άξιζε ο κόπος ή, κάτι τόσο βαθύ, που δεν άξιζαν οι συνομιλητές του. Αναμφίβολα, ήταν άνθρωπος λακωνικός και φιλοσοφημένος σε υπερβολικό βαθμό. Στον γραπτό λόγο η κατάσταση ήταν χειρότερη, ιδίως όσον αφορά τα μηνύματα στο τηλέφωνο: μικρές φράσεις, δύο ή τρεις λέξεις το πολύ, απανωτές και πάντα να καταλήγουν σε αποσιωπητικά. Η συσκευή μου γέμιζε με μηνύματα που αποσιωπούσαν κάτι. Αν και δεν είμαι βέβαιη, φαντάζομαι ότι εγώ ανήκα στην κατηγορία του αυτονόητου, καθώς η σχέση μας μετρούσε έξι χρόνια και επτά μήνες. Παρόλα αυτά, οι ριπές μηνυμάτων με τρεις τελείες στο τέλος δεν έπαψαν ποτέ να με εκνευρίζουν. Προς υπεράσπιση μου, παραθέτω τα μηνύματα που μου έστειλε προχθές, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, όταν απαίτησα να μάθω που βρισκόταν και γιατί δεν είχε δώσει σημεία ζωής ολόκληρη την ημέρα:

«Σπίτι, είμαι πτώμα...»

«Έτρεχα, δουλειές...»

«Πήγα πάλι στο...»

«Οπότε...»

«Χάλια. Ξέρεις...»

«Σε καλώ αύριο...»

Το τελευταίο μήνυμα ήταν «Σε φιλώ...», όπως είδα εκ των υστέρων, αλλά δεν το διάβασα εκείνη τη στιγμή. Αντιθέτως, άνοιξα τη μηχανή αναζήτησης για να βρω ακριβώς πόσο θα έπρεπε να είναι το διαμέτρημα της κάννης, ώστε να μη θρυμματιστεί το κρανίο. Τον τύπο του όπλου τον εντόπισα το επόμενο πρωί και μέχρι το απόγευμα είχα καταφέρει να το αποκτήσω. Ο γνωστός μου αποδείχτηκε ότι είχε απόλυτο δίκιο: επρόκειτο για εξαιρετικά ακριβές εργαλείο που άξιζε πλήρως τα χρήματα που έδωσα. Οι τρεις ευθυγραμμισμένες οπές στο μέτωπο του αποτελούν αδιάσειστη απόδειξη για αυτό.


Νούμερο 3

Δεν κατάλαβα κι εγώ η ίδια πώς έφτασα στο σημείο αυτό. Ήταν καιρός που ένιωθα διαφορετικά. Αυτό που είχα δεν έφτανε. Λαχταρούσα όσο τίποτα στον κόσμο να πάμε μια βόλτα στη θάλασσα. Καιγόμουνα να να πιούμε έναν καφέ στην πλατεία. Στη χρονοσχισμή δεν υπήρχε παρά ένα άδειο βενζινάδικο από τη δεκαετία του ογδόντα. Το είχε ανακαλύψει σε ένα από τα ταξίδια του, πριν γίνουμε ζευγάρι. Όταν τα πράγματα μεταξύ μας προχώρησαν, είχε πει: «θα σε πάω σε ένα μέρος που δεν υπάρχει». Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή το πράγμα με είχε γοητεύσει· το βενζινάδικο, η απόλυτη ερημιά, αλλά κι αυτό που έκανε με τα μάτια του και μπαίναμε στην χρονοσχισμή. Λίγο-λίγο, είχαμε φτιάξει το μέρος κι ήταν βολικό. Είχαμε βάλει ένα στρώμα πίσω από τον πάγκο του ταμείου και δυο πολυθρόνες σκηνοθέτη στη τζαμαρία. Πιο πολύ απ’ όλα του άρεσε να χαζεύουμε παρέα τα σύννεφα. Στη χρονοσχισμή τα σύννεφα ήταν σκέτη μαγεία, με όλα εκείνα τα χρώματα. Κάναμε έρωτα, κι έπειτα καθόμασταν στις πολυθρόνες. Φέρναμε ποτά και φαγώσιμα μαζί μας. Κανείς δεν επρόκειτο να μας ενοχλήσει. Κι οι ώρες ήταν ατελείωτες, ακόμη και μέρες ολόκληρες, γιατί στην χρονοσχισμή ο χρόνος δεν προχωρούσε. Μα, ακόμα κι αν δεν είχε ψεγάδια, εκείνη η ξενοιασιά έκανε όλες τις στιγμές ίδιες· τις ισοπέδωνε. Τρεις μήνες μετά την πρώτη μας επίσκεψη, του είπα πως η έλλειψη εναλλαγών θα μας το χάλαγε. Απάντησε ότι εκεί είχαμε ακριβώς ό,τι χρειαζόμασταν και να μην φοβάμαι. Στο τετράμηνο του ζήτησα να βρεθούμε κάπου εκτός χρονοσχισμής και είπε: «πολλή βαβούρα μωρό μου, δεν αξίζει». Όταν, λίγες μέρες αργότερα, επανέλαβα αυτή μου την επιθυμία κι ο Ταξιδευτής μου γέλασε, ο αέρας στην χρονοσχισμή άρχισε να γίνεται πιο αραιός. Από τότε, κάθε φορά ζήταγα το ίδιο πράγμα κι αυτός αρνιόταν. Η διάρκεια των επισκέψεων είχε μικρύνει αισθητά εξαιτίας των κρίσεων βήχα που με έπιαναν και φεύγαμε βιαστικά. Μέχρι εκείνο το απόγευμα, που περιμέναμε τη βροχή κοιτάζοντας κάτι μολυβένια σύννεφα και είπε ότι δεν θα γινόταν ποτέ αυτό που ήθελα· γιατί ο χρόνος του εκτός χρονοσχισμής ανήκε σε άλλη γυναίκα. Μία τόσο δραστική εναλλαγή καταστάσεων ήταν κάτι που δεν πίστευα ποτέ ότι μπορούσε να συμβεί εκεί. Ίσως για τον λόγο αυτό δεν κατάφερα να συγκρατήσω το χέρι μου, όπως τινάχτηκε κρατώντας το μαχαίρι για το μήλο· ούτε αντέδρασα όσο έβλεπα το αίμα που τιναζόταν μέχρι το ταβάνι. Ώσπου να μπορέσω να πλησιάσω το ακίνητο κορμί χρειάστηκα πολλή ώρα, μα ο παγωμένος χρόνος είναι αδύνατο να μετρηθεί. Κι έτσι συνειδητοποίησα ότι δεν είχα πια τρόπο να φύγω. Από τότε, τρέφομαι με χόρτα κι έντομα περιμένοντας κάποιον άλλο να ανακαλύψει την χρονοσχισμή. Το σώμα του κείτεται ανέπαφο στην αποθήκη, όπου κατάφερα με τα πολλά να τον μεταφέρω. Συχνά κάθομαι στην πολυθρόνα του σκηνοθέτη και ονειρεύομαι ότι οι Ταξιδευτές φίλοι του τον αναζητούν και ακολουθώντας διάφορα στοιχεία με πλησιάζουν. Στην πραγματικότητα, είμαι βέβαιη ότι δεν είχε κανέναν φίλο.

Thursday, 27 April 2023

Τρίπτυχο

Ο χωρισμός σαν κίνδυνος

Πριν ακόμα βγεις από το αυτοκίνητο ξέρεις ότι κάτι δεν πάει καλά. Σβήνοντας τη μηχανή νιώθεις μια ανακατωσούρα στο στομάχι που η δροσερή πνοή της νύχτας δεν καταφέρνει να διώξει. Ο δρόμος είναι άδειος και σε κανένα από τα παράθυρα των γύρω σπιτιών δεν έχει φως. Πάνω από το σιωπηλό στενό λάμπει ένα φεγγάρι στη χάση του. Όλοι έχουν φύγει για διακοπές κι εσύ βαδίζεις στις μύτες μέχρι να φτάσεις την ξεκλείδωτη εξώπορτα. Στο χολ σκοντάφτεις σε κάτι πολύ βαρύ και πέφτεις μπρούμυτα στο πάτωμα. Ο αέρας του σπιτιού δεν έχει μυρωδιά. Τα πόδια σου μπλέκονται και σηκώνεσαι με δυσκολία. Πατάς τον διακόπτη και η πράσινη βαλίτσα εμφανίζεται στο κέντρο του δωματίου· με ένα παραφουσκωμένο σακ-βουαγιάζ και μια ανοιχτή κούτα γεμάτη παπούτσια στηριγμένα πάνω της. Στην κρεβατοκάμαρα ανάβει ξεχασμένο ένα πορτατίφ από γαλάζια οπαλίνα. Βγάζεις τα παπούτσια και γδύνεσαι, όπως κάθε βράδυ. Η μόνη διαφορά είναι ότι κρατάς το πουκάμισο. Δεν αναζητάς τη φόρμα, ούτε και τα ξυριστικά σου που λείπουν από την εταζέρα του μπάνιου. Χωρίς να σβήσεις τη λάμπα, ξαπλώνεις στο άστρωτο κρεβάτι, ακριβώς στο ίχνος που άφησε το σώμα σου, όταν σηκώθηκες το πρωί. Το μόνο μέλος που μετακινείς είναι το δεξί σου μπράτσο· το απλώνεις, ώστε να χώσεις το χέρι κάτω από το διπλωμένο ακατάστατα μαξιλάρι της. Παρόλο που είναι Αύγουστος, τα σεντόνια είναι κρύα, όπως εκείνη τη βραδιά πριν εφτά μήνες. Θυμάσαι που είχες παρακολουθήσει προσεκτικά μέσα από τις γρίλιες του παραθύρου το σκοτάδι να γίνεται γκρίζο φως. Κι έπειτα είχες πιει τον καφέ σου στην κουζίνα, βιδωμένος στην καρέκλα για ώρες. Μέχρις ότου ακούστηκαν κλειδιά και σχεδόν αμέσως την είδες να στέκεται στο άνοιγμα της πόρτας· χωρίς πανωφόρι, με ένα λεπτό φόρεμα και παντόφλες. Η φωνή ήταν της ήταν βραχνή όταν είπε «θέλω να μιλήσω», μα σιγά-σιγά καθάρισε. Έτσι θα γινόταν πάντα σ’ αυτές τις κουβέντες. Μόνο που δεν είχε ξαναβάλει τα πράγματά σου στην πράσινη βαλίτσα, σε σακ-βουαγιάζ και σε κούτα. Νιώθεις τα βλέφαρά σου να βαραίνουν, γυρίζεις ανάσκελα και ανοίγεις διάπλατα τα μάτια. Θέλεις να σε βρει ξύπνιο και έτοιμο να την ακούσεις, ίσως και να την πάρεις αγκαλιά, όταν γύρει κατάκοπη και ξαπλώσει στο αναστατωμένο κρεβάτι.

Ο χωρισμός σαν προδιάθεση

Πέρα-δώθε, από τη ντουλάπα στη βαλίτσα, την πόνεσαν οι φτέρνες, τα πέλματα πήραν φωτιά, έχει κάποια ευαισθησία στην περιοχή και έπρεπε με το μαλακό, μα δεν γινόταν να κάνει παύση, ένιωθε πως αν σταμάταγε να κινείται, θα έσκαγε. Έτσι είναι, όταν βγει η σφαίρα από την θαλάμη δεν έχει γυρισμό, αλίμονο αν είχε δηλαδή, το θέμα όμως είναι να βγει, αυτό είναι το θέμα, γιατί νισάφι πια με τους τζούφιους πυροβολισμούς, πόση ξεφτίλα πια να αντέξει κανείς. Ήταν λίγο μετά τις έντεκα όταν ξεκίνησε να μαζεύει τα πράγματά του, να τα διπλώνει και να τα στοιβάζει τακτικά κι, αν δεν τη ζόριζαν τα πόδια, θα συνέχιζε αυτό το βιολί μέχρι τέλους, εντάξει, έτερον εκάτερον. Όταν κουράστηκε κι άρχισε να πετάει τα ρούχα όπως να ‘ναι μέσα στη βαλίτσα, τα λυπόταν έτσι που τα κουβάριαζε, και μετά λυπόταν κι αυτόν που, η αλήθεια είναι, δεν της είχε φταίξει σε τίποτα. Του το είχε εξηγήσει πολλές φορές, είχε πια χάσει το μέτρημα πόσες, υπήρχε πρόβλημα κι ήταν όλο δικό της, αποκλειστικά και μόνο, το είχε δηλώσει ξεκάθαρα, εκείνη είχε τη δυσκολία, την κούραση τη μεγάλη, το βάρος το αβάσταχτο. Αυτός ήταν άψογος, ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να τύχει σε μια γυναίκα, δυστυχώς όχι σ’ εκείνη, ναι βρε, ναι, δίχως αμφιβολία ήταν τέλειος. Με εξαίρεση το πείσμα του να συνεχίζουν να τραβιούνται, τα επιχειρήματα που είχε πάντα πρόχειρα και την αγκαλιά που κράταγε αδιάκοπα ανοιχτή. Είχε πολλές ευκαιρίες να του πει ότι της είχε τελειώσει οριστικά, όχι ότι ήταν απαραίτητες, και οι μήνες που είχε αφήσει να περάσουν από τότε που το είχε πάρει χαμπάρι ήταν βαρίδια στους ώμους της. Αυτό που την χάλαγε πιο πολύ ήταν εκείνο το ύφος του της απόγνωσης, αλλά δεν ήταν σίγουρη αν την πείραζε το ότι αυτός καταδεχόταν να το παίρνει ή ότι η ίδια δεν μπορούσε να κάνει τα στραβά μάτια. Από την άλλη, ήταν ξεκάθαρο πως το θέμα ήταν αδύνατο να τακτοποιηθεί όσο τον είχε μπροστά της, κι εκείνο το πρωινό είχε πάρει κρυφά άδεια για να μπορέσει να πακετάρει την πραμάτεια του, όσο αυτός θα έλειπε στη δουλειά. Αφού, με τα πολλά κατάφερε και μάζεψε ρούχα, παπούτσια και διάφορα άλλα βασικά υπάρχοντά του, κατάκοπη ντύθηκε βιαστικά και πετάχτηκε στο δρόμο αναζητώντας ταξί με μυστικό προορισμό. Τα πράγματά του, στην πράσινη βαλίτσα, το σακ-βουαγιάζ και την κούτα, τα έβαλε στο κέντρο του χολ, ακριβώς κάτω από το φωτιστικό, τα έστησε να μοιάζουν σαν πυραμίδα, έτσι ώστε να φαίνονται από όλες τις πλευρές και τις γωνίες του δωματίου, να κυριαρχούν στον χώρο, να κάνουν μπαμ, ώστε να μην μπορέσει να της πει, ίσως σε κάποιο τηλεφώνημα από τα αμέτρητα που θα της έκανε, πως δεν αντιλήφθηκε την παρουσία των γεμισμένων με τα ρούχα του αποσκευών πίσω από την πόρτα του διαμερίσματος.

Ο χωρισμός σαν απουσία εναλλακτικής θεώρησης

Εδώ που τα λέμε, φίλες και φίλοι, το πράγμα είναι ξεκάθαρο: ο χωρισμός αυτός δεν πρόκειται ποτέ να ολοκληρωθεί, παρόλο που αυτή είναι η πρόθεση της μίας πλευράς. Είναι γνωστό ότι, ενώ για την έναρξη μίας αισθηματικής σχέσης είναι απαραίτητη μία κάποια συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών, στη λήξη της δεν χρειάζεται παρά μόνο η βούληση της μίας από αυτές, ακόμα κι αν η άλλη αντιτίθεται σθεναρά σε αυτήν. Το ζήτημα έχει προφανώς αστρολογικό υπόβαθρο καθώς ο κύριος, δηλαδή η πλευρά που δεν επιθυμεί τη διάλυση της σχέσης ανήκει στον αστερισμό του Καρκίνου. Το ζώδιο αυτό είναι άκρως ευαίσθητο και, ταυτόχρονα, ικανό για εξαιρετικά χειριστική συμπεριφορά, την οποία επιτυγχάνει κατεξοχήν μέσω συναισθηματικού εκβιασμού. Από την άλλη πλευρά, η κυρία είναι Σκορπιός, ζώδιο το οποίο, αν και προικισμένο με εσωτερική δύναμη, έχει ένα σοβαρό ελάττωμα: δεν μπορεί να πει όχι. Μάλιστα, φίλες και φίλοι, ο Σκορπιός, αυτός ο τιτάνας του ζωδιακού κύκλου, είναι παντελώς ανίκανος να αρνηθεί, πέφτοντας έτσι θύμα του χειριστικού Καρκίνου. Ασφαλώς και θα επιστρέψει η κυρία στο σπίτι, μία ή δύο ημέρες αργότερα, όπου θα βρει τον κύριο στο κρεβάτι, σε κατάσταση ψυχικής και σωματικής εξαθλίωσης, νηστικό και αξύριστο, κρατώντας σφιχτά στο στήθος του το μαξιλάρι της. Φυσικά, η αντίδρασή της δεν θα είναι σε καμία περίπτωση να τον σπρώξει με δύναμη, ώστε να τον ρίξει από τη συζυγική κλίνη, αλλά να σπεύσει στην κουζίνα για να του ετοιμάσει ένα πρόχειρο γεύμα. 

Και μιας και βρισκόμαστε στην καρδιά του καλοκαιριού, η άκρως σημαντική συζήτηση που πρέπει να λάβει χώρα ανάμεσα στις δύο πλευρές του δράματος θα αναβληθεί για τον Νοέμβριο, όταν τα επίπεδα των βροχοπτώσεων θα έχουν αυξηθεί σημαντικά. Ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι τόσο ο Σκορπιός, όσο και ο Καρκίνος ανήκουν στα λεγόμενα «ζώδια του νερού», οι εκπρόσωποι των οποίων ισχυροποιούνται σε υγρό περιβάλλον. Εντούτοις, παρά τα αυξημένα επίπεδα υγρασίας, θα εξακολουθούν η μεν κυρία να έχει δυσκολία με το όχι, ο δε κύριος να ασκεί με επιτυχία την τέχνη του συναισθηματικού εκβιασμού. Έτσι, η λύση του δράματος θα μετατεθεί στον Απρίλιο, μήνα κατά τον οποίο σημειώνονται οι πιο ηδείς βροχές του έτους. Και ούτω καθεξής.


Wednesday, 12 April 2023

Τοστ και νεσκαφέ

Ε λοιπόν, όχι. Xίλιες φορές, όχι. Έχει άδικο η Σία. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Δεν επιτρέπονται στην τελική. Μέχρι πότε θα κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις γαμώτο; Να σε περνάνε και για αγαθιάρα από πάνω, δε λέει. Κοίτα τώρα πώς περπατάς, σαν αυτόματο. Το κεφάλι κάτω, ούτε μια ματιά στις αμυγδαλιές. Νεύρα και ταλαιπωρία. Τέσσερις στάσεις με τα πόδια δεν είναι αστεία. Μετά τη δουλειά κιόλας. Δουλειά, καλά ναι. Μα δε γινόταν διαφορετικά. Έπρεπε να κατέβεις. Έτσι που είχες φουντώσει με την ξανθόψειρα. Ρωσίδα, Βουλγάρα, τι σκατά ήταν. Μια να κοιτάζει το σημάδι στο χέρι σου, μια έξω απ’ το παράθυρο. Κι έπειτα πάλι τη δαγκωνιά. Καρφωνόταν, μη πάει και δεν τη δεις. Καλά-καλά δεν το πήρες χαμπάρι ότι πάτησες το κουμπί για στάση. Κι όταν το λεωφορείο περνούσε μπροστά σου, εκείνη σε κοίταξε από το παράθυρο, λυπημένη. Η πουτάνα.

Η αλήθεια να λέγεται όμως. Έχεις μπλέξει χοντρά. Δεν είναι μόνο ο Ορφέας. Κι οι γονείς βλαμμένοι είναι. Το νιώθεις κάθε πρωί. Καθώς τους βλέπεις να γνέφουν στον μικρό από το αυτοκίνητο, όταν φεύγουν για δουλειά. Κουνάνε με ορμή τα χέρια τους, χωρίς σταματημό. Ώσπου να χαθεί το αμάξι στη στροφή. Ακόμα κι ο πατέρας που οδηγάει κουνάει τα χέρια. Η μάνα ανοίγει το παράθυρο και βγάζει το κεφάλι της ολόκληρο έξω. Και τους ώμους. Άσχετα αν έχει κάνει κρύο ή βρέχει. Ποτέ σου δεν είχες σκεφτεί να γίνεις νταντά. Έτυχε η γνωριμία της Σίας και μπλέχτηκες. Την πρώτη φορά που ο Ορφέας ήρθε με το πουλί έξω να σε κατουρήσει εκεί που έπλενες τα πιάτα, είπες να δώσεις μια ευκαιρία. Μετά έδωσες και δεύτερη, γιατί η κυρία σε παρακάλεσε. Την τρίτη την έδωσες γιατί βούρκωσε και ζήτησε να τους καταλάβεις. Την τέταρτη γιατί έπεσε στα γόνατα. Τελικά έχασες τον λογαριασμό με τις φορές. Και να έχεις τη Σία να σε λέει δύσκολη. Και τον άλλο να σηκώνει το τηλέφωνο όποτε του καβλώσει.

Είναι απομεσήμερο και δεν έχει πολύ κόσμο. Αρχίζει να ψιχαλίζει, βλέπεις τα σημάδια από τις στάλες στο τσιμέντο. Στο πατρικό, την βροχή, όταν ερχόταν, την έπιανες με τη μύτη. Εδώ δεν έχει χορτάρι. Ούτε χώμα έχει να μοσχοβολήσει βρεγμένο. Μόνο πεζοδρόμια που γεμίζουν γλίτσα. Ο ουρανός είναι φορτωμένος. Τα πόδια σου έχουν πρηστεί σφιγμένα στις μπότες. Θέλεις να καθίσεις κάπου για λίγο. Να κάνεις ένα γρήγορο διάλειμμα. Είκοσι λεπτά μόνο, προφταίνεις.

Σε αυτήν την καφετέρια δεν έχεις ξανάρθει. Είναι άδεια, εκτός από δύο κοπέλες που κάθονται δίπλα στη τζαμαρία. Έτσι μεγάλη και μισοσκότεινη, η αίθουσα δεν σε τραβάει καθόλου. Ντρέπεσαι να φύγεις. Πιάνεις το τραπεζάκι δίπλα στις γυναίκες. Εκείνες χαμηλώνουν τις φωνές τους, μα δεν κόβουν το κουβεντολόι. Βγάζεις από την τσάντα το κινητό και περιστάνεις πως κοιτάς τα μηνύματα. Τελικά το παρατάς στο τραπέζι. Στον δρόμο, τα αυτοκίνητα σχεδόν ακίνητα κάτω από τη βροχή. Ακούς καθαρά τι συζητάνε οι διπλανές. Στήνεις αυτί. Αυτή που μιλάει πιο βραχνά λέει πως έπιασε τον φίλο της να σαλιαρίζει με μία στην δουλειά. Μετά έψαξε το κινητό του. Βρήκε πολύ υλικό, μηνύματα, ραντεβού και τέτοια. Η άλλη λέει ότι αυτά είναι κατινιές. Παραγγέλνεις τοστ και νεσκαφέ. Η κοπέλα θέλει να χωρίσει, αλλά η φίλη λέει όχι. Μόνο η σκαρταδούρα είναι διαθέσιμη πια. Όταν έρχεται ο σερβιτόρος, η άλλη βάζει τα κλάματα.

Δεν δειλιάζεις ούτε λεπτό. Γέρνεις προς το διπλανό τραπέζι. Συγνώμη που διακόπτω, λες. Θέλεις να τους πεις την ιστορία σου. Δε μιλάνε. Μόνο ρίχνουν ματιές η μία στην άλλη. Αν σε ακούσουν, θα νιώσουν καλύτερα. Γιατί έχει πολύ χειρότερα από αυτά που έφαγε εκείνη στη μάπα. Να παρατήσεις τον τόπο σου, γιατί σ’ το ζήτησε ένας μάγκας. Για να κοιμάστε μαζί, λέει, να γελάτε, να πηγαίνετε εκδρομές. Κι εσύ να τον ακολουθήσεις. Να κάνεις ό,τι δουλειά βρεθεί για να τη βγάλεις. Να σε κατουράνε σκατόπαιδα. Να σε δαγκώνουν. Να σου σηκώνουν το φρύδι μανάδες. Να σε κατασκοπεύουν με κάμερα πατεράδες. Κι εκείνος να φαίνεται στη χάση και στη φέξη. Να σε πηδάει ένα βράδυ. Και μετά να χάνεται για μέρες.

Στυλώνουν τα μάτια στον δρόμο. Σε άλλο σημείο η καθεμιά. Σταματάς να μιλάς. Θα μπορούσαν να σε προσκαλέσουν να κάτσεις μαζί τους. Να σου παραγγείλουν έναν φρέσκο καφέ, γιατί ο δικός σου έχει κρυώσει. Να σου πουν ότι ξέρουν κάποιον που μπορεί να σε βοηθήσει να βρεις δουλειά. Τίποτα από αυτά δε συμβαίνει. Μόνο βουβαμάρα. Ισιώνεις το κορμί μπροστά στο μισοφαγωμένο τοστ. Δίπλα, η κουβέντα έχει πάλι ξεκινήσει. Πιο δυνατά τώρα. Ίσα που δεν φωνάζουν. Χώνεις ένα χαρτονόμισμα κάτω από το φλιτζάνι.

Η βροχή έχει δυναμώσει για τα καλά. Στην στεγασμένη είσοδο της καφετέριας σκαλίζεις την τσάντας σου. Δεν γίνεται να βγεις χωρίς ομπρέλα. Ίσως θα μπορούσες να ορμήσεις στον δρόμο τρέχοντας. Με τα βρεγμένα ρούχα να κολλάνε πάνω σου. Σίγουρα θα μπορούσες. Αν το ήθελες δηλαδή. Όπως λίγο πριν, όταν ένιωσες ότι δεν υπάρχει φόβος. Και ξέχασες τον κρύο ιδρώτα που σε έκοψε, όταν ο Ορφέας, πεσμένος στο πάτωμα, δε σάλευε. Αφού του έριξες και το δεύτερο χαστούκι με το δαγκωμένο σου χέρι. Και το τρέμουλο στα πόδια σου που κράτησε ώρα πολλή, ακόμη και μετά που άνοιξε τα μάτια. Εντάξει, μπορεί η στιγμή που πίστεψες ότι δεν υπάρχει φόβος να πέρασε. Ναι, αλλά βαθιά μέσα σου το ξέρεις. Θα ξανάρθει.

Saturday, 1 April 2023

Fernanda Melchor, Πάρανταις (2021)

Σε αντίθεση με τον Ροσάλιο, τον άλλο φύλακα, νεότερο και πιο τσαμπουκαλή, ο Σενόμπιο δεν μιλούσε πολύ, του άρεσε να ανοίγει το ραδιόφωνο και ν’ ακούει ένα σταθμό που έπαιζε καψουροτράγουδα, και καμιά φορά, όταν η καταιγίδα ξεσπούσε με όλη της τη δύναμη, κι οι στάλες αντηχούσαν σαν πυροβολισμοί στην πλαστική σκεπή, άνοιγε την πόρτα, έβγαζε το πακέτο με τα άφιλτρα, πρόσφερε ένα και στον Πόλο, δυνάμωνε την ένταση στο ραδιόφωνο κι όρθιοι οι δύο μπροστά στην ανοιχτή πόρτα παρακολουθούσαν το θέαμα του κατακλυσμού. Ήταν σχεδόν ευχάριστη εκείνη η αναπάντεχη δροσιά που μέτριαζε τη μεσημεριανή ζέστη, η μακρινή βροντή του κεραυνού πάνω από τα κύματα της θάλασσας και, πάνω απ’ όλα, το να μην είναι υποχρεωμένος να κάνει τίποτα, ούτε να ποτίσει και να κουρέψει το καταραμένο γκαζόν, ούτε να ξαναβάψει τους στύλους ή να κυνηγήσει τους τυφλοπόντικες…
 
[Fernanda Melchor, Πάραντάις (2021), μτφρ. Α. Βασιλάκου για τις εκδόσεις Δώμα (2023)]
 

 

Wednesday, 29 March 2023

Βαμβάκι Αιγύπτου

Μόλις μπαίνω το νιώθω. Ακόμη κι αν δεν μου το είχες πει, θα το είχα καταλάβει. Κυρίως από τη μυρωδιά. Της κρέμας για τα ξύλινα, του καθαριστικού πατώματος. Δύσκολα ξεχνιούνται αυτά. Ακόμη κι ο τρόπος που έχεις τοποθετήσει τα μαξιλάρια στον καναπέ. Ανά χρώμα, αλλά και μέγεθος. Όλα στη θέση τους, καλοβαλμένα. Πω-πω, λέει ο Τάκης. Το ψυγείο είναι γεμάτο. Στο τραπέζι της κουζίνας υπάρχει ένα σημείωμα. Ολόκληρο με κεφαλαία. Γράφεις ότι θα περάσεις το βράδυ. Ότι δεν θα τα καταφέρεις νωρίτερα. Καθόμαστε αντικριστά και κοιταζόμαστε. Ξαφνικά, ο Τάκης ρωτάει αν θέλω να φάω κάτι. Έχω πεθυμήσει μια σοκολατίνα, αλλά δεν έχεις προνοήσει. Μάλλον σκέφτηκες ότι δεν κάνει. Προσφέρεται να πάει μέχρι το ζαχαροπλαστείο στην πλατεία. Δεν λέω όχι. Η αλήθεια είναι ότι το σκεφτόμουν συχνά αυτό το ζαχαροπλαστείο τις τελευταίες εβδομάδες. Επιστρέφω αμέσως, λέει και αρπάζει τα κλειδιά από την κονσόλα.

Μόλις κλείνει η πόρτα το σπίτι αρχίζει να μου ψιθυρίζει. Που ήσουν, ρωτάει. Με ξέχασες, λέει παραπονιάρικα. Καθισμένη όπως είμαι στο τραπέζι της κουζίνας, γέρνω στο πλάι κι ακουμπάω το μάγουλό μου στα πλακάκια. Μένω έτσι λίγη ώρα κι έπειτα σηκώνομαι. Βγαίνω στον διάδρομο με τα χέρια απλωμένα και τις άκρες των δακτύλων να χαϊδεύουν τους τοίχους. Αναδίδουν μια ευχάριστη ζεστασιά. Γύρισα τώρα, τους λέω. Στο σαλόνι προσπερνάω το σακ-βουαγιάζ που έχει παρατήσει ο Τάκης στη μέση του δωματίου. Από την ανοιχτή πόρτα της κρεβατοκάμαρας βγαίνει μουντό φως. Αντιλαμβάνομαι ότι έχεις αφήσει τα παραθυρόφυλλα ανοιχτά. Ποτέ δεν συμμερίστηκα την αγάπη σου για τα φωτισμένα δωμάτια. Πόσο μάλλον τώρα. Μα τα μπράτσα μου είναι βαριά και δεν κάνω τίποτα. Δεν πειράζει, έχει συννεφιά.

Το τραπεζομάντιλο με το οποίο έχεις καλύψει τον καθρέφτη με κάνει να χαμογελάσω. Όταν σου το είχα ζητήσει είχες βάλει τα γέλια. Μέχρι δακρύων. Ήμουν βέβαιη ότι δεν θα το έκανες. Ότι δεν με είχες καταλάβει. Ήταν και κάτι κουβέντες που έκανες με τη διπλανή. Ένα βράδυ με είχε πάρει ο ύπνος και μιλάγατε ελεύθερα. Σου έλεγε πως όταν θα έβγαινα, έπρεπε να μου σταθείς. Εσύ απάντησες ότι έχω μεγάλη δύναμη γιατί έχω πάρει από εσένα. Ότι είμαι πολεμίστρια, δεν μασάω κι άλλα τέτοια. Με ξύπνησε η συζήτηση, αλλά δεν είχα κουράγιο να ανοίξω τα μάτια. Τέτοια λόγια θα έλεγες και στην εντατική. Στον μπαμπά, στους γιατρούς, μπορεί και στους νοσηλευτές. Δεν τα άκουσα με τα αυτιά μου, μα είμαι σίγουρη πως τέτοια έλεγες σε όλους.

Ερχόσουν καθημερινά μετά τη δουλειά σου, ούτε μέρα δεν έχασες. Μα δεν καθόσουν πάνω από μία ώρα. Ήσουν συνέχεια κουρασμένη. Εκείνη τη νοσοκόμα δεν την πέτυχες ποτέ, παρόλο που την έψαξες. Δεν ταίριαζαν οι βάρδιες σας. Ελεονόρα την έλεγαν, Νόρα. Πάντα πρωινή. Μαυρομάλλα και καλότροπη. Όταν εμφανίστηκε για πρώτη φορά ήταν σχεδόν αμίλητη. Σιγά-σιγά πήρε θάρρος με όλες στον θάλαμο. Άρχισε τα υποκοριστικά και τα χάδια. Μας αποκαλούσε κορίτσια της. Εμένα ισχυριζόταν πως με αγαπούσε πιο πολύ γιατί ήμουν το μικρό της παρέας. Όταν τελείωνε με τη νοσηλεία μας, καθόταν για λίγα λεπτά στο κρεβάτι μου. Να δει τι κάνω. Μου έπιανε συζήτηση για διάφορα θέματα. Για το φαγητό, τον καιρό, τους άντρες. Ένα πρωινό φαινόταν άκεφη. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος, όπως τώρα, κι ο θάλαμος μισοσκότεινος. Α ρε κοριτσάκι, είπε σε κάποια φάση. Είναι δύσκολο, μα θα το συνηθίσεις, συνέχισε. Καθώς στράφηκα προς το μέρος της, την είδα να δαγκώνει την γροθιά της. Ματάκια μου όμορφα, είπε με σπασμένη φωνή.

Τα γαλάζια σεντόνια λάμπουν από καθαριότητα. Μου έρχεται μία έντονη επιθυμία να χωθώ σε αυτό το φρεσκοστρωμένο κρεβάτι. Μετά από τόσες εβδομάδες ξαπλωμένη, θα περίμενε κανείς το αντίθετο. Σκέφτομαι να φορέσω νυχτικό, μα όσα έχω είναι άπλυτα μέσα στο σακ-βουαγιάζ. Γδύνομαι και πέφτω με τα εσώρουχα. Το μαξιλάρι βγάζει έναν πνιχτό ήχο μόλις ακουμπάω το πρόσωπό μου πάνω του. Βαμβάκι Αιγύπτου. Η απαλότητα με κατακλύζει σε βαθμό παράλυσης. Τόσο που δεν προσέχω την εξώπορτα που ανοιγοκλείνει. Ξαφνικά ακούω τη φωνή του Τάκη από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Ρωτάει αν κοιμάμαι. Δεν βλέπει τα μάτια μου έτσι που κείτομαι μπρούμυτα. Αποφασίζω να μην απαντήσω. Δεν είναι μόνο το μαλακτικό με άρωμα λεβάντα. Είναι κι ο ήχος που κάνουν οι σταγόνες στο τζάμι. Ίδιος με αυτόν που ακουγόταν στον θάλαμο κάθε φορά που έβρεχε.

Wednesday, 22 March 2023

Κάποιο βράδυ τ' όνειρό μου, Μιχάλης Μπουρμπούλης (1980)

Κάποιο βράδυ τ’ όνειρό μου
έκανε μαύρα πανιά
κι άρχισε να ψιλοβρέχει
Πέραμα και Κοκκινιά

Και δε μού ’ριξες ένα βλέμμα
μες στο σιδεράδικο
ρίχνει ο ουρανός χαλάζι
βρέχει ο κόσμος άδικο

Όταν φεύγει το φεγγάρι
και φυσά ψιλός βοριάς
σκοτεινιάζει στα Ταμπούρια
και βουρκώνει ο Πειραιάς

Κάποιο βράδυ τ' όνειρό μου 


 

Friday, 30 December 2022

Ιδού εγώ λοιπόν


 
 
 
 
 
 
 
 
Ιδού εγώ λοιπόν,
ο πλασμένος για τις μικρές Κόρες κα τα νησιά του Αιγαίου
     ο εραστής του σκιρτήματος των ζαρκαδιών
και μύστης των φύλλων της ελιάς.
    ο ηλιοπότης και ακριδοκτόνος.
Ιδού εγώ καταντικρύ
    του μελανού φορέματος των αποφασισμένων
και της άδειας των ετών, που τα τέκνα της άμβλωσε,
    γαστέρας, το άγκρισμα!
Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλει τα βουνά                   
    Μοίρα των αθώων, πάλι μόνη, να σε, στα Στενά! 
Στα Στενά τα χέρια μου άνοιξα
    Στα Στενά τα χέρια μου άδειασα 
κι άλλα πλούτη δεν είδα,κι άλλα πλούτη δεν άκουσα
    παρά βρύσες κρύες να τρέχουν
Ρόδια ή Ζέφυρο ή Φιλιά.
    Ο καθείς και τα όπλα του,είπα:
Στα Στενά τα ρόδια μου θ' ανοίξω
    Στα Στενά φρουρούς τους ζέφυρους θα στήσω
τα φιλιά τα παλιά θ'απολύσω που η λαχτάρα μου άγιασε!
    Λύνει αέρας τα στοιχεία  και βροντή προσβάλλει τα βουνά.
Μοίρα τωv αθώων, είσαι η δική μου η Μοίρα! 
[Οδυσσέα Ελύτη, Άξιον Εστί (1959)]    
 

Thursday, 29 December 2022

Αργύρη Χιόνη, Ένας λύκος αισθηματίας (1983)

Διψάω γι’ αγάπη πεινάω γι’ αγάπη πονάω γι’ αγάπη
Ουρλιάζω γι’ αγάπη πεθαίνω γι’ αγάπη αλλά
Είμαι ο λύκος ο κακός ο λύκος καί δεν γίνεται
Δεν είναι δυνατόν τέτοια αισθήματα να έχω
Γιατί αν το μάθουνε τα πρόβατα
θα πέσουνε να με σπαράξουν

[από τη συλλογή Λεκτικά τοπία, εκδόσεις Καστανιώτη (1983)] 

 


 

 

 



Monday, 26 December 2022

Χρ. Οικονόμου, Κάτι θα γίνει, θα δεις (2010)

Καθόμαστε στα σκοτεινά και κοιτάμε απ' το παράθυρο. Όσος και να 'ναι ο φόβος κι ο θυμός δε γίνεται να μην αφεθείς για λίγο στη γλύκα της βροχής. Ακούς το ταπ ταπ ταπ που κάνουν οι στάλες στο περβάζι και θαρρείς πως στάζουνε στην καρδιά σου. Και ξεχνιέσαι για λίγο. Ξεχνάς αυτό που έγινε στην Κονδύλη και ξεχνάς πως έχει να βρέξει απ' τον Οκτώβρη και ποιος ξέρει άραγε πότε θα ξαναβρέξει. Ακούς τη βροχή και ξεχνιέσαι. Κι άμα ανοίξεις μια ιδέα το παράθυρο και βγάλεις έξω το κεφάλι σου και πάρεις βαθιά ανάσα θα μυρίσεις το μουσκεμένο χώμα και το άρωμα της νερατζιάς και τον αέρα που 'χει πάλι απόψε μια παράξενη πικρή μυρωδιά. Κι αν κοιτάξεις ψηλά θα δεις τη βροχή που πέφτει κίτρινη γύρω από το φως του δρόμου κι αν κοιτάξεις πιο ψηλά θα δεις τα σύννεφα που 'χουν πάρει χρώμα σκούρο κίτρινο σα να περνάνε λέει πάνω από 'να τόπο που 'χει αρπάξει φωτιά και καίγεται.

[Χρ. Οικονόμου, Κάτι θα γίνει, θα δεις, εκδόσεις Πόλις ( 2010)]

Thursday, 29 September 2022

Εφτά κουμπιά

Κουρέλια («κουρελαρίες») την άκουγα κάποτε να αποκαλεί τα έτοιμα ρούχα, αυτά που θα αγόραζε κάποιος από ένα κατάστημα νεωτερισμών ή μια συνοικιακή μπουτίκ. Σε τέτοια μέρη πηγαίναμε για τα δικά μου ψώνια. Αλλά ακόμη και σε ένα πολυκατάστημα μπορούσε να ξετρυπώνει μοναδικά κομμάτια, τουλάχιστον έτσι μου φαίνονταν όταν, μετά από ενδελεχή εξέταση των ραφιών, μου τα έφερνε στο δοκιμαστήριο. Τα φόραγα και, όταν δεν της άρεσαν, με άφηνε να περιμένω με την πωλήτρια («τι ήσυχο το κοριτσάκι σας»), όσο έκανε ακόμα έναν γύρο στα ράφια. Ποτέ δε φύγαμε με άδεια χέρια.

Με εξαίρεση κάτι μακό ρόμπες, που φόραγε τα τελευταία καλοκαίρια, η ίδια δεν έβαλε ποτέ έτοιμο ρούχο. Όχι τόσο γιατί τα θεωρούσε κατώτερης ποιότητας, όσο γιατί ισχυριζόταν ότι είχε μια ανατομική ασυμμετρία. Αναγκαζόταν να ράβεται διότι η τάλια της, έλεγε, ήταν κοντή και τα έτοιμα δεν της έρχονταν. Κι όμως, ακόμη και μετά τα εβδομήντα, το σώμα της ήταν καλοσχηματισμένο. Η τάλια ήταν πρόσχημα, ο στόχος ήταν τα ρούχα της να μην έχουν όμοια τους.

Την συνόδευα ανελλιπώς στη μοδίστρα, η οποία ήταν πάντοτε η ίδια. Την έλεγαν Σία. Πηγαίναμε στην Ευελπίδων, όπου έμενε με τη γριά μάνα της, σε ένα δυάρι. Παντού είχε κρεμάστρες με ρούχα σε διάφορα στάδια ολοκλήρωσης. Μου χάριζε περισσεύματα υφασμάτων και κριτίκαρε τις επιλογές των πελατισσών της («κοίτα ένα τσίτι που πήγε κι αγόρασε, κοτζάμ δικαστίνα»), χωρίς να νοιάζεται για τη γνώμη μας. Όταν της πήγαμε το ύφασμα του ταγιέρ που της φόρεσαν στην κηδεία, η Σία είπε ότι ήταν ψόφιο στα χρώματα, ταιριαστό σε πιο μεγάλη γυναίκα, αλλά εξαιρετικής ποιότητας.

Όσο κράταγε η πρόβα, εγώ χάζευα περιοδικά μόδας κι άκουγα τις κουβέντες τους. Μα η πιο αγαπημένη μου στιγμή ήταν όταν πηγαίναμε, με ένα δείγμα υφάσματος, στα κουμπάδικα της Αιόλου. Διακόπτοντας την ονειροπόληση που μου προκαλούσε το κροτάλισμα των κουμπιών στα χαρτονένια κουτιά, με ρώταγε αν συμφωνούσα με αυτά που είχε διαλέξει. Έλεγε πως είχα ωραίο γούστο. Όταν μπήκα στη σχολή και κατέβαινα καθημερινά στο κέντρο, με έστελνε να της πάρω μόνη μου κουμπιά.

Για το ταγιέρ με τα ψόφια χρώματα διάλεξα επτά απλά ημισφαιρικά κουμπιά από σεντέφι, υπόλευκα. Όταν της τα έδειξα, είπε πως ούτε η ίδια δεν θα έβρισκε τόσο ταιριαστά («διάνα, μωρό μου»). Είχε δίκιο. Διότι το σημείο τήξης του σεντεφιού δεν ξεπερνά τους εκατόν τριάντα βαθμούς Κελσίου. Το κροτάλισμα των κουμπιών μέσα στην τεφροδόχο θα ήταν αναμφίβολα ένας εξαιρετικά ανατριχιαστικός ήχος για τα ανθρώπινα αυτιά.


 

 

 

Friday, 8 July 2022

Παραλιακή

Η μνήμη, σε κάποιες περιπτώσεις, διαρκεί μόνο όσο κάνει να σβήσει μια μελανιά, μικρή και στρογγυλούτσικη, στο μπράτσο. Άλλες φορές πολύ περισσότερο. Η αλήθεια είναι οτι στο ξερό κροτάλισμα που ταράζει τον βραδινό αέρα λίγο πριν σκάσει το πρώτο πυροτέχνημα, εκεί κρύβεται η μεγάλη κάβλα. Κι ακόμα πιο πολύ σε αυτήν την αχνή και συνάμα βαθιά πορτοκαλί ζώνη που χωρίζει τον μπλε ουρανό από τις σιλουέτες δέντρων, σπιτιών και όσων πραγμάτων ορθώνονται στη γη μετά τη δύση του ήλιου. Έτσι ακριβώς όπως περιγράφει τώρα τον ορίζοντα πάνω από την Καστέλα και το Φάληρο.


 

Tuesday, 3 May 2022

Στη βεράντα

Έντεκα και κάτι, πρωί Κυριακής. Πάνω από έναν δρόμο άδειο ο αέρας φέρνει αδέσποτες ψιχάλες, λεπτές σαν χάδι.
Ο καφές κρυώνει στο μεγάλο φλιτζάνι, όπως πάντα, μα εσχάτως άνευ ζάχαρης.
Έτσι συμβαίνει συνήθως, μα γίνεται αποδεκτό μόνον υπό την προϋπόθεση να έχεις γλυκαθεί στη ζωή επαρκώς. 
Αναμφίβολα, όλα γίνονται για να οδηγηθείς εκεί, εφόσον καταφέρεις να αφεθείς στο ρεύμα. 
Στην ισορροπία, αυτή είναι ο σκοπός, όχι του σχοινοβάτη στο τσίρκο, αλλά της ζυγαριάς, της πλάστιγγας όπως λένε. Ισορροπία ίσον αυτοπραγμάτωση. 
Εγώ, βεβαίως, που είμαι Καρκίνος με ωροσκόπο Λέοντα ουδέποτε ταίριαξα με Ζυγό.
Μόνη εξαίρεση ο Τάκης, ο οποίος κατά τα άλλα δεν πρέπει να εξαιρεθεί. Λόγω αυταρέσκειας, κυρίως.
Συμπέρασμα: είναι ανώφελο να αντιστρατεύεσαι τα αστέρια, ούτε αυτά στον ουρανό, ούτε κι εκείνα στο στομάχι.
Φοβερή περίπτωση ο Τάκης. 
Τον γνώρισα με μαλλιά ξανθά, ως τους ώμους. Σε τούτη τη φωτογραφία κανείς από τους δύο μας δεν έχει συμπληρώσει τα είκοσι. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα κουρεύτηκε. Ουδεμία ομοιότης με τον Σαμψών. 
Εν πάσει περιπτώσει, με κοντά ή μακριά μαλλιά, ο Τάκης δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τον έρωτα που τον κατέτρωγε. Αυτόν του εαυτού, το μέγα πάθος. 
Να αφεθείς. Μια κουβέντα είναι. Αλήθεια, πότε σταματά η προσπάθεια;
Είναι μοιραίο να υπάρχει ένας στόχος. Κι εργαζόμαστε, εργαζόμαστε…
Ερώτηση: Η ανάπαυλα, είναι κάτι υπαρκτό;
Όταν πήγαινα στο σχολείο ήμουν καλή μαθήτρια, είχα έναν στόχο.
Αργότερα απέκτησα περισσότερους. Αυξάνονταν σαν τα ζιζάνια στα παρτέρια της πλατείας. 
Κατάρτιζα σχέδια, τις περισσότερες φορές με συντροφιά. Αρχές καλοκαιριού, λίγο μετά τη δύση του ηλίου, με ένα ποτήρι κρασί ανά χείρας. Πρόσωπα γελαστά και μπράτσα μπλεγμένα μπροστά στο φακό. Τον κράταγε κάποιος άγνωστος περαστικός. Το τελευταίο μάθημα της εξεταστικής περιόδου είχε δοθεί. Ο Τάκης δεν είχε έρθει. 
Οι φορές που έλειπε ήταν πολλές, κάτι σαν συνεχόμενη απουσία.
Όλη η ιστορία μια αναχώρηση θα μπορούσε να πει κανείς, εγώ όχι.
Η ορολογία φέρει βαριές αποσκευές. Με πείσμα αρνούμαι να τις κουβαλήσω. 
Είναι μια συνήθεια που απέκτησα πολλά χρόνια πριν, να αρνούμαι. Ό,τι πήγαινε να μου φορτωθεί το έστελνα στην ευχή του Θεού. Απλώς μία συνήθεια. 
Την υιοθέτησα ένα απόγευμα, στην κουζίνα. Η αποκάλυψη άστραψε πίσω από την κατεβασμένη τέντα. Έτρωγα μια φέτα ψωμί που είχε αλείψει με βούτυρο η μαμά. 
Ακόμη ένα συμπέρασμα: η εξαίρεση που γίνεται κανόνας μπορεί να κρατηθεί μοναχά από τα άκρα, πάγος-λαύρα.
Είναι τα χρόνια που σε κάνουν να παινεύεις αυτό που μια ζωή απαξίωνες, την περίφημη μέση οδό, ε; 
Πάγος-λαύρα ο Τάκης, το μέσο ανύπαρκτο. Εδώ, στα γενέθλιά του, ακτινοβολεί ψυχρό φως μέσα σε αφόρετο πουκάμισο. Δώρα αμέτρητα, διαλεγμένα ενδελεχώς μέχρι χρώματος κορδέλας πακέτου. Μπλε ουλτραμαρίν, τυρκουάζ του ουρανού, σμαραγδί, γαλάζιο, λευκό του πάγου. Στην πίσω επιφάνεια της φωτογραφίας κάποιος, ίσως ο ίδιος, έγραψε «Σεπτέμβριος ‘97», τρεις μήνες πριν φύγει για πάντα. 
Η προσπάθεια δεν σταματάει ποτέ, αναμφίβολα. 
Πεποίθηση: θα προσπαθήσω, κι έπειτα θα ξαποστάσω, ένα είδος ανταμοιβής, μια απόλαυση. 
Μα δεν σταματάς, ακόμα κι αν δεν υπάρχει λόγος προσπάθειας, τον οποίο κάποιος θα έλεγε «αντικειμενικό», όχι εγώ. Σαν τα παιδιά που δεν κατάφεραν ποτέ να έρθουν. 
Πάντοτε θα υπάρχει μία κοπέλα με εκφραστικά μάτια, σχεδόν άγνωστη, που θα σε κοιτάξει βουρκωμένη. Αλλά και κάποια γνωστή, επιστήθια φίλη, που θα αφήνει το σπλάχνο της στην αγκαλιά σου με απερίγραπτη ευκολία. Κι εμπιστοσύνη βεβαίως. 
Κάποιες στιγμές η φιλία γίνεται πιο δυνατή από τη μητρότητα κι η μητέρα εκτινάσσεται για λίγο στους ουρανούς σπρωγμένη από τα προωθητικά αέρια της ανωτερότητάς της. 
Όπως εκείνον τον Σεπτέμβριο, στον θερινό κινηματογράφο της γειτονιάς, η Μαρία με κίτρινο βαμβακερό, η κόρη της στα κόκκινα κι εγώ με μπεζ λινό. Μας είχε φωτογραφήσει ο διπλανός. Εκείνη του το είχε ζητήσει. Σαν να την έχω μπροστά μου να χαμογελά αφοπλιστικά δείχνοντας στον άνδρα ποιο κουμπί έπρεπε να πατήσει. Λίγο πριν ξεκινήσει η Μπλε ταινία. 
Σκέψη: ίσως με τους ομοίους σου τα πάντα είναι πιο εύκολα, η ζωή. 
Έτσι έκανα κι εκείνο το ταξίδι. Και ως καθυστερημένη συμμόρφωση στη μητρική συμβουλή. 
Η μαμά, που εδώ μισοκλείνει τα μάτια στην αντηλιά, έλεγε πετυχημένα αστεία. Συχνά τραγουδούσε. 
Κάνε κάτι καλό για τον εαυτό σου, έλεγε. Μην περιμένεις τους άλλους. 
Κάνε κάτι. Ας πούμε, ένα ταξίδι, όσο γίνεται πιο μακρινό. Να έχεις να θυμάσαι. 
Τον τέλειο κώνο του Φουτζιγιάμα στη βροχή και τα ρουθούνια γεμάτα από την οσμή των βρεγμένων ρούχων μας. Την ομπρέλα στο ένα χέρι και τη φωτογραφική μηχανή στο άλλο. Την παρέα. 
Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό που έχει σημασία είναι να γνωρίζεις πότε είναι η τελευταία φορά. Αν πρόκειται για αυτήν δηλαδή. Να μπορείς να εκτιμήσεις το βάρος της περίστασης. 
Όταν ξέρεις ότι είναι η τελευταία φορά, όλα είναι διαυγή και στιλπνά, σαν ορεία κρύσταλλος. Γλιστρούν, καταπίνονται. 
Όπως στην φωτογραφία με το Φούτζι και αυτή τη γνώση να ξεχειλίζει από τα χαμογελαστά χείλη μας. Μια κάποια σοφία που οδηγεί στον εξευγενισμό της μορφής. Αυτή είναι η αιτία της τόσης ομορφιάς μας, παρά τα κολλημένα από τη βροχή μαλλιά και τα περασμένα χρόνια. 
Υπαρκτή για κάποιους μόνο, η τελευταία φορά που καταφτάνει αθόρυβη, απρόβλεπτη, συχνά μασκαρεμένη, έχει εκτόπισμα αντιστρόφως ανάλογο. Συχνά απλωμένο σαν χαλί-διάδρομος, για δεκαετίες. 
Το ύπουλο της φύσης της σταλάζει δηλητήριο με αναδρομική δράση. 
Ήσουν τάχα ποτέ σε θέση να γνωρίζεις ότι εκείνη τη στιγμή μιλούσες στο τηλέφωνο με τη μαμά, γευμάτιζες με τους κουμπάρους, φορούσες το εμπριμέ φουστάνι, ακουμπούσες τη σκούπα στη γωνία, έκλεινες το παράθυρο για τελευταία φορά; 
Τα κουφώματα της απέναντι μονοκατοικίας σφραγίστηκαν τρία χρόνια πριν. Πίστεψα πως ήταν για τελευταία φορά, μα ο ανηλεής αέρας της χτεσινής βραδιάς κατάφερε να ανοίξει ένα από τα ξύλινα παντζούρια. Ο μοναχικός εσταυρωμένος στον λευκό τοίχο δείχνει την κρεβατοκάμαρα. 
Ο χτύπος του ξύλου είναι το σινιάλο. Με τις φωτογραφίες στην τσέπη και το μισοάδειο φλιτζάνι στο χέρι, κλείνω την μπαλκονόπορτα. Η βροχή έχει σταματήσει.
 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

Monday, 2 May 2022

Βισουάβα Σιμπόρσκα, Άνθρωποι στη γέφυρα (1985)

Παράξενος τούτος ο πλανήτης και παράξενοι οι άνθρωποι σ’ αυτόν. 

Υπόκεινται στο χρόνο αλλά δεν θέλουν να τον αποδεχτούν.

Έχουν δικούς τους τρόπους να εκδηλώνουν την αντίθεσή τους,

Φτιάχνουν μικρές εικόνες, όπως για παράδειγμα αυτή:


Με την πρώτη ματιά τίποτα το ιδιαίτερο.

Βλέπεις νερό.

Και μια από τις όχθες του.

Και ένα μονόξυλο που με κόπο πλέει κόντρα στο ρεύμα.

Και πάνω απ’ το νερό μια γέφυρα, και σ’ αυτήν βλέπεις ανθρώπους.

Οι άνθρωποι φανερά επισπέυδουν τα βήματά τους

γιατί από το σκοτεινό σύννεφο

μόλις άρχισε να τους μαστιγώνει η βροχή.


Το ζήτημα είναι πως τίποτα περαιτέρω δεν συμβαίνει εδώ.

Το σύννεφο δεν αλλάζει χρώμα ούτε σχήμα.

Η βροχή ούτε μανιάζει ούτε κοπάζει.

Το μονόξυλο πλέει χωρίς να κινείται.

Οι άνθρωποι στη γέφυρα τρέχουν

ακριβώς εκεί όπου έτρεχαν και πριν.


Είναι δύσκολο να το αφήσουμε ασχολίαστο.

Αυτή η εικόνα διόλου είναι αθώα.

Σταμάτησαν εδώ το χρόνο.

Έπαψαν να υπολογίζουν τους νόμους του.

Του στέρησαν την επιρροή στην εξέλιξη των γεγονότων.

Τον αγνόησαν και τον πρόσβαλαν.


Εξαιτίας ενός επαναστάτη,

κάποιου Χιρόσιγκε Ουταγκάουα

(μιας ύπαρξης που άλλωστε

έφυγε πολύ πριν καιρό και στην ώρα του),

ο χρόνος σκόνταψε και έπεσε.


Μπορεί αυτό να είναι μόνο μια σκανταλιά άνευ σημασίας,

μια αταξία σε κλίμακα μερικών μόνο γαλαξιών,

σε κάθε περίπτωση ωστόσο

ας προσθέσουμε το εξής:


Οι καλοί τρόποι εδώ επιβάλλουν

αυτή η εικόνα να χαίρει υψηλής εκτίμησης,

να μαγεύει και να συγκινεί από γενιά σε γενιά.


Αλλά υπάρχουν και κάποιοι που ούτε αυτό τους αρκεί.

Εκείνοι ακούν ακόμη και το θόρυβο της βροχής,

νιώθουν την ψύχρα των σταγόνων στους λαιμούς και στις πλάτες τους,

κοιτάζουν τη γέφυρα και τους ανθρώπους πάνω της

σαν να βλέπουν εκεί τους ίδιους τους εαυτούς τους,

στην ίδια κούρσα, η οποία ποτέ δεν ολοκληρώνεται

σ’ έναν ατέλειωτο δρόμο προς την αιώνια εκτέλεση,

και έχουν το θράσος να πιστεύουν

ότι είναι πραγματικά έτσι.

[από τη συλλογή Ανθρωποι στη γέφυρα (1985)

μέρος της οποίας δημοσιεύτηκε στο Η ζωή εδώ και τώρα

(2021, μτφρ. Μπ. Ζούλκιεβιτς για τις εκδόσεις Καστανιώτη)]