Wednesday, 17 April 2024

Λευκός θόρυβος

Πέντε λεπτά μετά το χτύπημα του ξυπνητηριού, αποφάσισα να μην πάω στη δουλειά. Έλειπε η διάθεση, μα και το κουράγιο. Είχα περάσει τη νύχτα άγρυπνη, μετρώντας τις ρίγες του φεγγαρόφωτου στον τοίχο. Γύρω στις δέκα, το ενδιαφέρον του προϊσταμένου με έκανε να σκεφτώ ξανά εκείνα τα πράγματα. Όσο άκουγα τη φωνή του, με το ακουστικό σφηνωμένο ανάμεσα στον λαιμό και το αυτί, αυτά σκεφτόμουν. Κάπως έτσι μιλάνε οι ερωτευμένοι, είπα από μέσα μου. Ο ένας νοιάζεται, κι άλλος χαίρεται με την έγνοια. Μπορεί και αύριο να μην πάω στο γραφείο. Απόψε έχει πανσέληνο. Μπορεί να πάρει ξανά τηλέφωνο, ακόμη και να προσφερθεί να μου φέρει ένα καρβέλι ψωμί. Σε αυτήν την περίπτωση, θα του ζητήσω και κρασί.

Ο καφές βγήκε γλυκός, βαρύς, με τρεις φουσκάλες μάτια. Τον ήπια καυτό, για να σταματήσουν να με κοιτάζουν. Έγδαρα τον λαιμό μου. Μα μόλις γύρισα το φλιτζάνι, να τα πάλι. Δύο μαύρα μάτια και μια μεγάλη πόρτα. Μέρες τώρα, δύο μαύρα μάτια. Και η πόρτα, πύλη ολόκληρη. Το βλέπω ολοκάθαρα: τα μάτια είναι δικά μου, γουρλωμένα, με μαύρους κύκλους που φτάνουν μέχρι τα μάγουλα.

Μαγείρεψα ιμάμ μπαϊλντί. Ίδιο της μαμάς το πέτυχα. Μόνο που έφτιαξα πολλές μελιτζάνες, έτσι που με έκανε το χρώμα τους να χάσω τα μυαλά μου. Έβαλα τέσσερις σε ένα πιάτο και χτύπησα το κουδούνι της διπλανής. Δεν ήξερα πώς την έλεγαν, αλλά δεν ξαφνιάστηκε όταν με βρήκε στην πόρτα της. Με κάλεσε μέσα. Την ακολούθησα σε ένα σκιερό σαλόνι. Ήπιαμε τσίπουρο και μιλήσαμε για νησιά. Όταν σηκώθηκα να φύγω, είπε να το επαναλάβουμε. Δεν απάντησα. Είχα βρει τον κυματισμό της γαλάζιας ρόμπας της, καθώς εκείνη περπατούσε ξυπόλητη στο μωσαϊκό, δυσοίωνο.

Το απόγευμα, πήγα για ψώνια. Ήταν μια απόφαση της στιγμής, κάτι το όχι συνηθισμένο. Δεν χρειαζόμουν τίποτα, απλώς ένιωθα μια ανάγκη. Το σήμα το έδωσε η πνοή που μου δρόσισε το πρόσωπο στην είσοδο του καταστήματος. Κάτι μπλε, ένα μπλε φόρεμα και μια χοντρή ζώνη με αγκράφα. Σαν κλεψύδρα, να μετράω τον χρόνο. Μια κοπέλα μου έδειξε το δοκιμαστήριο με ένα νεύμα. Αντέγνεψα και πήγα στο ταμείο. Ο καθρέφτης στην κάμαρα μου άστραψε.

Το λάθος ήταν ότι αποδέχτηκα την πρόσκλησή τους. Λάθος μου, όπως κάθε φορά που με παρακούω. Μίλαγαν τόσο δυνατά που δεν μπορούσα να ακούσω το κρασί, το πώς μοσχοβολούσε μέσα στα γυάλινα ποτήρια. Γέλαγαν όλοι μαζί, ούτε μία πρόταση δεν κατάφερα να τελειώσω. Τα χείλη μου είχαν μουδιάσει από τα χαμόγελα, κι έτσι φεύγοντας δεν κατάφερα να τους πω να μη με καλέσουν ξανά.

Η κούραση δεν έφερε ύπνο, έτσι αβάσταχτη που ήταν. Αργά το βράδυ, πέτυχα στην τηλεόραση τη Μαγκάνο. Πίκρα και πόθος. Κοιμήθηκα στον καναπέ, μέχρι να με ξυπνήσουν κραυγές λάγνων πουλιών. Δεν πήγα στο κρεβάτι, που ήταν στρωμένο με σεντόνια λινά, ξεπλυμένα με νερό λεβάντας. Απόμεινα εκεί, με τα μάτια ανοιχτά.

Τώρα, χωμένη στο κουκούλι που έχει υφάνει γύρω μου ο λευκός θόρυβος της βροχής, γράφω.

No comments:

Post a Comment