Thursday 10 November 2016

Homo Faber, Max Frisch (1957)

Στην επιστροφή μας τότε δεν είχαμε κάνει απολύτως κανένα σταθμό, εκτός από τη νύχτα, επειδή ήταν πολύ σκοτεινιά για να προχωρήσουμε – δεν είχε φεγγάρι. Έβρεχε. Η βροχή γουργούριζε όλη νύχτα, βούιζε σαν κατακλυσμός, η γη έβγαζε ατμούς μπροστά στους προβολείς, μια χλιαρή και βαριά βροχή. Τι βλέπαμε στο φως των προβολέων; ακίνητα φυτά, ένα συνονθύλευμα από ρίζες που έβγαιναν απ' το χώμα, και γυάλιζαν στα φανάρια μας σαν εντόσθια. Χαιρόμουν που δεν ήμουν μόνος μ' όλο που δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος, αν έβλεπες το πράγμα αντικειμενικά· το νερό έτρεχε. Δεν κλείσαμε μάτι. Καθόμασταν όπως στην σάουνα, δηλαδή χωρίς ρούχα· τα βρεγμένα ρούχα ήταν ανυπόφορα πάνω στο σώμα. Κι όμως, όπως έλεγα συνέχεια στον εαυτό μου, δεν ήταν παρά νερό, δεν υπήρχε λόγος να αηδιάζω. Καθώς ξημέρωνε, η βροχή σταμάτησε, ξαφνικά, όπως κλείνει κανείς το ντους· αλλά τα φυτά έσταζαν, δεν σταμάτησε του γουργουρητό, οι σταγόνες. Ύστερα το ξημέρωμα! Ούτε ίχνος δροσιάς· το πρωινό ήταν καυτό, αχνιστό, ο ήλιος γλοιώδης όπως πάντα, τα φύλλα γυάλιζαν, κι εμείς ήμασταν βρεγμένοι από τον ιδρώτα, τη βροχή και το λάδι, γλιστεροί σαν νεογέννητα.
Max Frisch, Homo Faber (1957),
μτφρ. Σώτης Τριανταφύλλου για τις εκδόσεις Πατάκη (2000)

Thursday 26 May 2016

Rain, Raymond Carver (1985)

Woke up this morning with
a terrific urge to lie in bed all day
and read. Fought against it for a minute.

Then looked out of the window at the rain.
And gave over. Put myself entirely
in the keep of this rainy morning.

Would I live my life all over again?
Make the same unforgivable mistakes?
Yes, given half a chance. Yes.

[from the collection Where water comes together with other water]

Wednesday 11 May 2016

Το κουτσό, Julio Cortasar (1963)

Αχ, Μάγα, πάνω σε κάθε γυναίκα που σου έμοιαζε έπεφτε σαν εκκωφαντική σιωπή μία κοφτερή και κρυστάλλινη παύση, που στο τέλος κατέρρεε θλιβερά σαν μουσκεμένη ομπρέλα που κλείνει. Ακριβώς σαν ομπρέλα. Ίσως θα θυμάσαι, Μάγα, εκείνη την παλιά ομπρέλα που θυσιάσαμε σε μια ρεματιά του Παρκ Μονσουρί ένα παγωμένο απόγευμα του Μάρτη. Την πετάξαμε εκεί γιατί την είχες βρει στην Πλας ντε λα Κονκόρντ, ήδη κάπως χαλασμένη, και για ένα διάστημα τη χρησιμοποίησες πολύ, ιδίως για να την μπήγεις στα πλευρά των ανθρώπων στο μετρό ή στα λεωφορεία -πάντοτα αδέξια και αφηρημένη- ενώ χάζευες ή παρατηρούσες τα σχέδια που διέγραφαν δύο μύγες στο ταβάνι του βαγονιού, και εκείνο το απόγευμα άρχισε μια καταιγίδα κι εσύ θέλησες να ανοίξεις, καμαρωτή, την ομπρέλα σου όταν μπήκαμε στο πάρκο και στο χέρι σου ξέσπασε μια θεομηνία από ψυχρές αστραπές και μαύρα σύννεφα, κομμάτια σχισμένου υφάσματος, που έπεφταν απ' τις ξεγυμνωμένες μπαλένες που σπίθιζαν, και γελούσαμε σαν τρελοί ενώ είχαμε γίνει μούσκεμα και σκεφτόμασταν πως μια ομπρέλα που την βρίσκεις σε μια πλατεία πρέπει να πεθάνει αξιοπρεπώς σε ένα πάρκο κι όχι να κυλιστεί στο σιχαμερό κύκλο των σκουπιδιών και του ρείθρου.
Julio Cortasar, Το κουτσό (1963),
μτφρ. Κώστα Κουντούρη για τις εκδόσεις Εξάντας (1988)