Tuesday 20 January 2015

Το ακέφαλο γεράκι, Truman Capote (1946)

Ήταν η ώρα του βραδυνού και, μην ξέροντας που να φάει, κοντοστάθηκε κάτω από ένα φανοστάτη, απ' όπου άνθισε ξαφνικά ένα λουλούδι από φως κι έπεσε ριπιδωτό στο καλντερίμι· κι ενώ περίμενε εκεί, μια βροντή ακούστηκε, και σ' όλο το δρόμο κάθε πρόσωπο έξω από δύο, το δικό του και της κοπέλας, κοίταξε ψηλά. Μια ριπή ποταμίσιου αέρα σκόρπισε το γέλιο των παιδιών που, πιασμένα αγκαζέ, χοροπηδούσαν σαν ξύλινα αλογάκια σε λούνα παρκ, και παρέσυρε τη φωνή της μαμάς, που, σκυμμένη από ένα παράθυρο, φώναξε: Βροχή, Ρέιτσελ, βροχή· θα βρέξει, θα βρέξει! Και το αμαξάκι του ανθοπώλη, το γεμάτο κισσούς και γλαδιόλες, τινάχτηκε απότομα καθώς ο γυρολόγος, με το ένα μάτι στραμμένο προς τον ουρανό, έσπευσε να βρει καταφύγιο. Ένα γεράνι φυτεμένο σε γλάστρα έπεσε, και τα κοριτσάκια μάζεψαν τα λουλούδια και τά 'βαλαν στ' αυτί. Τρεχάτα πόδια και σταγόνες βροχής ήχησαν στα πεζοδρόμια σαν μουσική παιγμένη γοργά σε ξυλόφωνο, πόρτες βρόντηξαν, παράθυρα έκλεισαν κι ύστερα τίποτε, μόνο σιωπή... και βροχή. Τώρα, με αργά βήματα και σέρνοντας τα πόδια της, ήρθε κάτω από το φανοστάτη να σταθεί δίπλα του, και ήταν λες και ο ουρανός ήταν καθρέφτης ραϊσμένος απ' τους κεραυνούς, γιατί η βροχή έπεφτε ανάμεσά τους σαν παραπέτασμα από θραύσματα γυαλιού.
Truman Capote, Όλα τα διηγήματα (1943-1982)
μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος για τις εκδόσεις Καστανιώτη (2006)

Tuesday 6 January 2015

Το σπίτι στη βροχή

Η μυρωδιά του καφέ γέμισε την ευρύχωρη κουζίνα, όπου επικρατούσε μία ευχάριστη θαλπωρή, παρά τον καυγά που είχε προηγηθεί. Της είχε πάρει αρκετή ώρα να ανάψει τη φωτιά. Δεν είχε καταφέρει να βρει αρκετό προσάναμμα και τα ξύλα της είχαν φανεί λιγοστά. Η αδερφή της είχε σχεδόν καταργήσει το τζάκι, θερμαινόταν με φορητά καλοριφέρ πια. Έπλεξε τα δάχτυλά της γύρω από το φλιτζάνι, για να τα ζεστάνει. Ήταν μακριά και λεπτά, κάποτε ολόλευκα, νιφούλες τα έλεγε ο Τάκης γιατί ήταν πάντα κρύα, τώρα γεμάτα καφετιά στίγματα. Με τους αγκώνες ακουμπισμένους στο τραπέζι αφουγκραζόταν τον θόρυβο που έκανε η βροχή χτυπώντας τα φύλλα της μουριάς και το τζάμι του παραθύρου. Οι φωνές της αδελφής της έμοιαζαν πολύ μακρινές, σαν να μην είχαν ακουστεί ποτέ μέσα. Πήρε μια βαθιά αναπνοή και σκέφτηκε ότι ένιωθε ευτυχισμένη. Εκείνη ακριβώς την στιγμή, όπως είχε γείρει πάνω από το τραπέζι, με την χοντρή ζακέτα που μύριζε ναφθαλίνη ριγμένη στους ώμους, μέσα στο άδειο σπίτι, την κυρίευσε μία ευτυχία. Η φωτιά τριζοβολούσε λαμπερή. Πήγαιναν πολλά χρόνια που το είχε καταλάβει, δεν είχε καλά-καλά τελειώσει το γυμνάσιο όταν συνειδητοποίησε πως το να αναζητάει κανείς την ευτυχία δεν είχε νόημα. Απολύτως κανένα νόημα. Επρόκειτο για μία μάταιη και εξαιρετικά κουραστική διαδικασία. Ευτυχία ως κατάσταση μόνιμη και αδιάσπαστα σταθερή δεν υπήρχε. Όποιος την κυνηγούσε ήταν καταδικασμένος να αποτύχει. Η ευτυχία δεν ήταν παρά στιγμές, μικρές χρονικές νησίδες διασπαρμένες στο βίο των ανθρώπων. Στόχος του καθενός θα έπρεπε να είναι το να μπορεί να τις αναγνωρίζει και, ακολούθως, να τις απολαμβάνει. Η πεποίθηση αυτή παρέμενε απαράλλακτη μέσα της πολλά χρόνια, από εκείνο το βράδυ στην παραλία της Δελφίνας, με το φεγγαρόφωτο που έκανε τα βρεγμένα βότσαλα να γυαλίζουν. 
 
Η Ελευθερίτσα, επιτυχημένη αρχιτέκτων, σύζυγος ιατρού και μητέρα τριών καλοσπουδασμένων και καλοπαντρεμένων κοριτσιών, δεν πίστευε ότι ένα όμορφο σπίτι, μία μεγάλη, καλοκουρδισμένη οικογένεια ή ένας φουσκωμένος τραπεζικός ήταν ικανά να φέρουν την ευτυχία, γιατί αυτή ήταν κάτι πολύ πιο απλό. Σαν και αυτό που ένιωθε τώρα δα, σε αυτό σπίτι το φτιαγμένο από πέτρα και χώμα που, αν και άδειο, την γέμιζε ενεργητικότητα. Έριξε μια ματιά τριγύρω τους τοίχους που είχαν πρασινίσει ψηλά, κοντά στην οροφή, και θαύμασε την συμμετρία του σχεδίου που είχε φτιάξει η μούχλα. Όταν ήταν μικρή, συνήθιζε να ακουμπάει το αυτί της στα χοντρά ντουβάρια, για να ακούσει τον θόρυβο που έκαναν, καθώς ανάσαιναν. Τα αδέλφια της την κορόιδευαν κι εκείνη πεισμωμένη περνούσε πολλή ώρα κολλημένη στον τοίχο. Η μάνα την μάλωνε και την έστελνε σε θελήματα, για να φεύγει από το σπίτι. Όταν γύριζε από τις θειάδες ή τον μπακάλη, της είχε πάντα έτοιμη μία φέτα ψωμί με βούτυρο και μαρμελάδα κυδώνι. Μικρό παιδί τότε, δεν είχε ακόμη συλλάβει την σημασία των ευτυχισμένων στιγμών, για να τις βιώσει με συνειδητή απόλαυση. Εκ των υστέρων, όμως, είχε αντιληφθεί ότι όλες εκείνες οι φορές που έμπαινε στην αυλή σέρνοντας μια σακούλα και έβλεπε τη μάνα να την περιμένει στην πόρτα της κουζίνας με τη φέτα στο χέρι, θα έπρεπε να τοποθετηθούν στην κορυφή του καταλόγου των ευτυχισμένων στιγμών της ζωής της.

Η μάνα συνήθιζε να κάθεται σε μία χαμηλή καρέκλα, δίπλα στο τζάκι. Εξαιτίας της αρθρίτιδας που την βασάνιζε από πολύ νέα, απέφευγε να σηκώνεται και ζητούσε από όποιον βρισκόταν εκεί κοντά να της φέρνει ό,τι χρειαζόταν. Η Ελευθερίτσα, το μικρό τους, γυρόφερνε στην κουζίνα, έτοιμη να πεταχτεί στο ερμάρι και να της προσπορίσει μακαρόνια, λάδι, ελληνικό καφέ, ζάχαρη, σπίρτα, παλιές εφημερίδες για προσάναμμα. Το μαγερειό ήταν ο στίβος της, όπου έτρεχε ολημερίς με τα μικρά της πόδια, μέχρι να πέσει ψόφια στο κρεβάτι το βράδυ. Και πιο μετά, τα καλοκαίρια που ερχόταν από την Αθήνα, εκεί ακριβώς, κάτω από την μαυρισμένη καμινάδα, κάθονταν με τη μάνα κι έπιναν τον καφέ. Κάθε απόγευμα, όταν γύριζε αποκαμωμένη από την θάλασσα κι εκείνη την μπούκωνε τις φέτες με το βούτυρο κατηγορώντας την πως ήταν αδύνατη σαν τσίχλα. Με το λευκό της χεράκι τσιμπούσε μαλακά το μπούτι της Ελευθερίτσας και την ρώταγε πως θα γύρναγε να την κοιτάξει άντρας, έτσι κοκαλιάρα που είχε γίνει. Εκεί μέσα ήταν που της είπε για τον Τάκη και την ρώτησε αν ήθελε να κάνουν το γάμο στο χωριό. Η μάνα την αγκάλιασε συγκινημένη κι αυτή ακούμπησε το μάγουλό της στον άσπρο λαιμό που μύριζε σαν μωρού συνειδητοποιώντας, χωρίς καμία αμφιβολία, ότι ζούσε μία ευτυχισμένη στιγμή. Έτσι, έμεινε ακίνητη, για να την κάνει να διαρκέσει όσο περισσότερο γινόταν. Διότι το κύριο χαρακτηριστικό των ευτυχισμένων στιγμών ήταν ότι ήταν αδύνατον να επαναληφθούν. Ήταν μοναδικές και έφευγαν χωρίς επιστροφή.

Το παλιό σπίτι έμοιαζε να της προσφέρει ανείπωτη ευφορία, που όσο την ένιωθε να τονώνει τον υποτασικό της παλμό, τόσο πιο παρανοϊκή φαινόταν η ιδέα της αδερφής της να το πουλήσουν. Δεν ήταν βέβαια οι τοίχοι που της προκαλούσαν την κατάσταση αυτή, αλλά η ενέργεια με την οποία τους είχαν ποτίσει όλες αυτές οι ευτυχισμένες στιγμές, που είχαν βιώσει οι ένοικοί του, συνειδητά ή ασυνείδητα, όλα αυτά τα χρόνια. Αμέτρητες στιγμές ευτυχίας, σαν λαμπερή ουσία συσσωρευμένη στις κόχες και τα σοβατεπιά, ενεργοποιημένη από τη σιγανή βροχή που χτύπαγε τα φύλλα της μουριάς και το τζάμι του παραθύρου. Ξαφνικά ένιωσε το στομάχι της να την τραβάει, πεινούσε και σηκώθηκε να δει αν ερχόταν η Μαρία. Ο κήπος, φρεσκοπλυμένος από την βροχή, έδειχνε αρκετά περιποιημένος, αλλά η μεγάλη ελιά πίσω από την αυλόπορτα έλειπε. Θυμήθηκε ότι πριν από τρία χρόνια η Μαρία της είχε τηλεφωνήσει για να την ενημερώσει ότι το δέντρο είχε προσβληθεί από σηψιρριζία και είχαν αναγκαστεί να το κόψουν. Είχε συναινέσει χωρίς να το σκεφτεί ιδιαίτερα, της το είχαν παρουσιάσει ως αναγκαίο κακό. Δεν είχε δει, όμως, το ασύμμετρο κενό που είχε αφήσει πίσω του, ούτε και τη ρηχή λακκούβα που είχε απομείνει στο έδαφος, όταν έσκαψαν για να αφαιρέσουν τις βαθιές του ρίζες. Γυρνώντας την πλάτη της στο παράθυρο, είδε ότι το τζάκι είχε αρχίσει να καπνίζει κάνοντας την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Κάποια από τα ξύλα θα πρέπει να ήταν βρεγμένα, η Μαρία της είχε πει ότι δεν έλεγε να σταματήσει να βρέχει εδώ και μία ολόκληρη εβδομάδα. Είχαν μουλιάσει τα πάντα. Κάθισε ξανά, ο καφές είχε κρυώσει. Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι, ακουμπώντας το μάγουλο στον σκονισμένο τοίχο, που ήταν παγωμένος και σιωπηλός. Σουβλιές διαπερνούσαν το αριστερό της γόνατο, την ώρα που στην εξώπορτα ακούστηκε το κουδούνισμα κλειδιών και η στραφταλιστή ουσία των ευτυχισμένων στιγμών πίσω από τις πόρτες άρχισε να ξεχύνεται από τις χαραμάδες σαν πηχτό μελάνι βιολετί χρώματος.