Wednesday 1 December 2010

[Εκεί]

Χώρα άνυδρη και θερμή σαν καμίνι. Η λευκή αναλαμπή του αιθέρα με τυφλώνει. Μπροστά μου ένα μακρύ όρος φράσσει τον ορίζοντα. Η θάλασσα, πράσινη, ακύμαντη, απλώνεται πίσω μου. Το πλοία μας δεμένα αρόδου· τα δικά τους αγκυροβολημένα στον πιο πέρα κόλπο. Για να φτάσεις σε εκείνην την ακτή πρέπει να περάσεις το ύψωμα στα δυτικά και να κατέβεις το απότομο μονοπάτι που φέρνει γύρο το φρύδι του λόφου. Δε φυσάει καθόλου. Στα ρουθούνια μου μία περίεργη οσμή, βαριά, όχι από αλμύρα· είναι, λέω, αυτά τα μικρά άνθη στους θάμνους που στεφανώνουν τους φαιούς βράχους στην άκρη της αμμουδιάς.

Κλείνω τα μάτια, και αμέσως τα ανοίγω ξανά. Κάθομαι σε ένα λιθάρι θερμασμένο από τις άγριες ακτίνες του ηλίου. Βλέπω το δέρμα μου στα μπράτσα  μελανότερο, τις τρίχες μου ξανθές. Ο χιτώνας μου κολλάει στο στήθος, την πλάτη, τους μηρούς, εκεί όπου υπάρχει το σκουρόχρωμο αποτύπωμα μίας ριπής αίματος. Η σκιά μου στα βότσαλα δεν πιάνει  ούτε τρία πόδια. Μεσημέρι.

Λίγο μετά τα ξημερώματα ο Βουχέτας, ο Μενεπτόλεμος και οι άλλοι μαζευτήκαμε στο τέμενος στην πλαγιά, γύρω από τον βωμό έστησε ο πρεσβύτης πριν οχτώ φεγγάρια.  Η επιφάνεια του θυσιαστηρίου είχε καστανά στίγματα στο πάνω μέρος της. Όταν βύθισα το μικρό σιδερένιο εγχειρίδιο στον τρυφερό λαιμό του ριφιού, το αίμα πετάχτηκε ζεστό και άφρισε μέσα στην αργυρή λεκάνη, που είχα απιθώσει νωρίτερα στο χώμα, μπροστά μου. Μια μεταλλική γεύση πλημμύρισε το στόμα μου. Η φωνή του Βουχέτα μακρινή, προσηλωμένος στα τελευταία τινάγματα του ζωντανού δεν άκουγα καθαρά τι έλεγε. Μετά από ώρα, αφού η φωτιά είχε σβήσει, αθόρυβος ο γέροντας ήρθε κοντά μου και με αγκάλιασε. Πάντα να είσαι, να προσέχεις τα αδέλφια σου και να ευχαριστείς τους θεούς, όποτε ορίζει το έθιμο των προγόνων σου, ευχήθηκε σαρώνοντας την πλαγιά με το βλέμμα. Ανήσυχος, σαν κι εμένα. Μήπως φανούν αυτοί, όπως την άλλη φορά που σκόρπισαν την τέφρα της πυράς από άκρη σε άκρη στον περίβολο και δύο από τους παλικαράδες τους ατίμωσαν το βωμό με τα κάτουρά τους. Δε φάνηκαν όμως.

Ξεπλένοντας το μίασμα της ζωής που πήρα στη θάλασσα, ένιωσα τη θέα αυτού του πράσινου ακίνητου νερού να  με αρρωσταίνει. Πόσες φορές θα αντέξω να βάζω τα χέρια μου μέσα σε αυτό το σίχαμα; Πότε θα βρέξει;

Ο δρόμος, Cormac McCarthy (2006)

Προχώρησαν παράλληλα μετο ποτάμι πάνω στην ξεβρασμένη λάσπη της παλίρροιας και βρήκαν μια βάρκα μισοθαμμένη και στάθηκαν και την περιεργάστηκαν. Ήταν ερείπιο σκέτο. Ο άνεμος έφερνε βροχή. Βγήκαν παραπατώντας στην παραλία με τα μπαγκάζια τους ψάχνοντας καταφύγιο μα δεν βρήκαν. Μάζεψε εκεί ένα σωρό ξύλα άσπρα σαν κόκαλα που κείτονταν σκόρπια στην άμμο κι άναψε φωτιά και κάθισαν στους αμμόλοφους με το μουσαμά πάνω απ' τα κεφάλια τους κι είδαν την παγερή βροχή να κατεβαίνει απ' το Βορρά. Τώρα έπεφτε με δύναμη κατσιάζοντας την άμμο. Η φωτιά άχνιζε και ο καπνός τιναζόταν χωρισμένος σε αργοκίνητους έλικες και το αγόρι κουλουριάστηκε κάτω από το κροτάλισμα του μουσαμά και σε λίγο είχε αποκοιμηθεί. Ο άντρας τράβηξε σαν κουκούλα το πλαστικό γύρω απ' το κεφάλι του και κοίταξε την γκρίζα θάλασσα σαβανωμένη πέρα στο βάθος στη βροχή κι είδε τα κύματα να σκάνε στην ακτή και να τραβιούνται πάλι πίσω αφήνωντας την άμμο μαύρη κι αυλακωμένη.

 
Cormac McCarthy, Ο Δρόμος (2006),
μτφρ. Α. Κορτώ για τις εκδόσεις Καστανιώτη (2007)