Wednesday, 1 December 2010

Ο δρόμος, Cormac McCarthy (2006)

Προχώρησαν παράλληλα μετο ποτάμι πάνω στην ξεβρασμένη λάσπη της παλίρροιας και βρήκαν μια βάρκα μισοθαμμένη και στάθηκαν και την περιεργάστηκαν. Ήταν ερείπιο σκέτο. Ο άνεμος έφερνε βροχή. Βγήκαν παραπατώντας στην παραλία με τα μπαγκάζια τους ψάχνοντας καταφύγιο μα δεν βρήκαν. Μάζεψε εκεί ένα σωρό ξύλα άσπρα σαν κόκαλα που κείτονταν σκόρπια στην άμμο κι άναψε φωτιά και κάθισαν στους αμμόλοφους με το μουσαμά πάνω απ' τα κεφάλια τους κι είδαν την παγερή βροχή να κατεβαίνει απ' το Βορρά. Τώρα έπεφτε με δύναμη κατσιάζοντας την άμμο. Η φωτιά άχνιζε και ο καπνός τιναζόταν χωρισμένος σε αργοκίνητους έλικες και το αγόρι κουλουριάστηκε κάτω από το κροτάλισμα του μουσαμά και σε λίγο είχε αποκοιμηθεί. Ο άντρας τράβηξε σαν κουκούλα το πλαστικό γύρω απ' το κεφάλι του και κοίταξε την γκρίζα θάλασσα σαβανωμένη πέρα στο βάθος στη βροχή κι είδε τα κύματα να σκάνε στην ακτή και να τραβιούνται πάλι πίσω αφήνωντας την άμμο μαύρη κι αυλακωμένη.

 
Cormac McCarthy, Ο Δρόμος (2006),
μτφρ. Α. Κορτώ για τις εκδόσεις Καστανιώτη (2007)

No comments:

Post a Comment