Wednesday, 17 November 2010

[Οσμή μουσκεμένων φύλλων καστανιάς]

Ο αέρας στο δωμάτιο μυρίζει νωπό γρασίδι. Που και που ακούγεται ο μακρόσυρτος θόρυβος που κάνουν τα αυτοκίνητα όταν διασχίζουν με ταχύτητα μικρές λίμνες νερού. Σβήνεις τη λάμπα και το δωμάτιο βυθίζεται σε ένα μισοσκόταδο που ξανοίγει από τα κιτρινωπά φώτα του δρόμου. Θες να ξαπλώσεις για λίγο, μόνο για πέντε λεπτά. Ίσως και περισσότερο. Το κρεβάτι πίσω σου είναι τακτικά στρωμένο. Μένεις καθισμένη στην καρέκλα. Το πράσινο φωτάκι του υπολογιστή αναβοσβήνει. Ρυθμικά, ασταμάτητα. Σκέφτεσαι ότι πρέπει να ξεκινήσεις το δείπνο. Γνωρίζεις, βέβαια, ότι δεν έρχεται για να τον περιποιηθείς, αλλά για να συζητήσετε. Σοβαρά. Θα γίνει σοβαρή κουβέντα. Τελικά σηκώνεσαι. 

Ανοίγεις το διακόπτη του καλοριφέρ.

Στην κουζίνα. Μαγνητισμένη από την γαλάζια φλόγα του πετρογκάζ, γεμίζεις μία κατσαρόλα με νερό. Δεν ξέρεις τι να μαγειρέψεις. Ό, τι κι αν είναι, αυτός θα πει ότι του άρεσε. Έτσι λέει πάντα. Τον πιστεύεις. Βλέπεις την ώρα που έχει περάσει και διαλέγεις στα γρήγορα μακαρόνια. 

Το λάδι που ζεσταίνεται στο τηγάνι κάνει έναν ανεπαίσθητο θόρυβο.  Καθαρίζοντας ένα τεράστιο μωβ κρεμμύδι, αποφασίζεις ότι αν προσφερθεί να πλύνει τα πιάτα θα τον αφήσεις. Έχεις βαρεθεί να καις τα χέρια σου στην χωρίς μείκτη νερού βρύση της κουζίνας. Και όσο εκείνος θα είναι σκυμμένος πάνω από το νεροχύτη με την πλάτη στραμμένη προς εσένα, θα του ανακοινώσεις ότι αποφάσισες να σκοτωθείς πέφτοντας από την ταράτσα της οκταώροφης βιβλιοθήκης. Την ανακοίνωση αυτή θα την κάνεις με σταθερή φωνή μέτριας έντασης.  

Θα αφήσει με προσοχή το πιάτο που θα κρατάει γεμάτο σαπουνάδες στον πάγκο και θα γυρίσει να σε κοιτάξει. Θα ρωτήσει αν υπάρχει κάποιο πρόβλημα, αν προέκυψε κάποια απρόσμενη δυσκολία στην έρευνά σου, αν έμαθες κάτι για εκείνη την υποτροφία που είχες ζητήσει πριν δύο μήνες. Τα μανίκια του πουκαμίσου του θα είναι ανεβασμένα ως τον αγκώνα, στραβογυρισμένα. Εσύ θα κοιτάζεις το μισοπλυμμένο πιάτο χωρίς να μιλάς. 

Θα κάνει δύο βήματα προς εσένα. Σταγόνες νερό θα στάζουν από τα δάχτυλά του στο πλαστικό δάπεδο. Θα ρωτήσει ξανά. Με τις ίδιες ακριβώς λέξεις. Δεν έγινε τίποτα, θα πεις. Με την πετσέτα που κρέμεται δίπλα στο ψυγείο θα σκουπίσεις τα νερά από τα χέρια του. Όταν σε ρωτήσει για τρίτη φορά τι τρέχει, το μόνο που θα ακούσεις θα είναι ένας ανατριχιαστικός ψίθυρος. Θα ξέρεις ότι ξέρει.

Και πριν από ένα μήνα ήξερε. Τότε που έκανες το φλιτζανάκι του καφέ χίλια κομμάτια πετώντας το στον τοίχο, έτσι όπως ήταν με το κατακάθι. Εκείνο το απομεσήμερο που, χαζεύοντας τα κεραμιδί και λευκά σχέδια στην επιφάνεια του, σου είχε πει αφηρημένα πόσο πολύ του άρεσε και είχε ζητήσει να του το αφήσεις όταν θα γύριζες στην Ελλάδα. Μάζεψε τα σπασμένα κομματάκια ένα προς ένα. Όσο καθάριζε τα παχύρευστα ίχνη του καφέ με ένα βρεγμένο πανί, σε ρώτησε γιατί τα κάνεις όλα πιο δύσκολα, γιατί σπαταλούσες έτσι το λίγο χρόνο που σας είχε απομείνει. Αφού ήξερες ότι κάποια πράγματα δεν αλλάζουν.

Ήταν ένα φλιτζανάκι που σου είχε φέρει η Ελένη πρόπερσι. Το είχε αγοράσει από ένα μαγαζί στην Αλεξανδρούπολη, η διακόσμησή του της θύμιζε τις αντικριστές σπείρες στους σκύφους που είχαν κουβαλήσει οι Μυκηναίοι στην Κύπρο. Τώρα έχει απομείνει μόνο το πιατάκι του. Η βαριά οσμή των μουσκεμένων φύλλων της καστανιάς που μπαίνει ορμητική από το μισάνοιχτο παράθυρο σε παραπλανά κι έτσι δεν μυρίζεις το κρεμμύδι που μαυρίζει στο τηγάνι. Ούτε τον καπνό βλέπεις, αφού τα μάτια σου είναι κλειστά. Μέχρι να ενεργοποιηθεί ο συναγερμός.

No comments:

Post a Comment