Wednesday, 17 November 2010

[Προχωρημένος Σεπτέμβριος]

Τυφλωμένος από την λάμψη του κιτρινόλευκου χώματος, άκουγε τα βήματα του να τρίζουν πάνω στα ψιλά χαλίκια. Περπάταγε αργά, σχεδόν νωχελικά, σα να μη βιαζόταν καθόλου. Ένιωθε τα πόδια του υγρά μέσα στα χοντροφτιαγμένα παπούτσια. Προχωρημένος Σεπτέμβριος και η ζέστη δεν έλεγε να υποχωρήσει. Η χλιαρή, σχεδόν ακίνητη ατμόσφαιρα έκανε τα ρούχα να κολλάνε επάνω τους με τρόπο ανυπόφορο. Το χώμα, όμως, στεγνό και αφράτο, σαν κοσκινισμένο, κύλαγε αστραφτερό στα πλάγια του φτυαριού, κάθε φορά που ο Πάμπος το σήκωνε από το έδαφος για να το αδειάσει δίπλα, στο σιδερένιο καροτσάκι. Το φτυάρι διέγραφε μία μικρή, αλλά ανοιχτή καμπύλη. Κάπου-κάπου χτυπούσε στο κακοβαμμένο με πράσινη λαδομπογιά τοίχωμα του καροτσιού αφήνοντας ένα διαπεραστικό μεταλλικό ήχο. Το χώμα έπεφτε στο μισογεμάτο δοχείο με ένα υπόκωφο, θαμπό θόρυβο. Ό, τι έβγαινε από τη γη ήταν καλυμμένο από μία λεπτότατη σκόνη, που αρκούσε ένα απαλό πέρασμα του πινέλου, ακόμη και μία πνοή του αέρα για να την απομακρύνει.

Πήγαινε πολύς καιρός που παρακολουθούσε τις θερμές ημέρες του φθινοπώρου να φεύγουν δίχως να φέρνουν τίποτα άλλο από δάπεδα αποψιλωμένα, στόμια κατεστραμμένα να χάσκουν μισάνοιχτα, οστά ανάκατα μαζεμένα σε σωρούς, τάφους αδειασμένους από αδίστακτους τυμβωρύχους εδώ και αιώνες. Και ο ήλιος έκαιγε ως αργά το απόγευμα· πιο πολύ, όμως, μετά τη μεσημεριανή διακοπή, αφού οι εργάτες του είχαν προσφέρει κομμάτια από εκείνο το τυρί με τη λαστιχένια υφή και κατσικίσιο κρέας μαγειρεμένο σε βαριά σάλτσα ντομάτας που έκανε το στομάχι του να παίρνει φωτιά. Όσες φορές είχε προσπαθήσει να αρνηθεί τα κεράσματά τους, εκείνοι άρχιζαν να φωνάζουν, να τον χτυπάνε στον ώμο, να μην ησυχάζουν μέχρι να δεχτεί τους σπιτικούς μεζέδες. Αυτός προτιμούσε να γευματίζει ελαφρά με φρούτα και ωμά λαχανικά, για να μπορεί να συνεχίζει την εργασία του αμέσως μετά το φαγητό. Παρόλα αυτά τις περισσότερες φορές ενέδιδε στις προσφορές του Πάμπου και των άλλων, γιατί του ήταν πιο εύκολο να αντιμετωπίσει την υπνηλία, παρά τα τραβολογήματα και τις δυνατές φωνές τους.

Επέστρεφε στην ανασκαφή του, ανεβαίνοντας αργά την απότομη ανηφόρα του λόφου με το στομάχι βαρύ. Για να ξεχάσει την ζέστη και την κούραση, άρχισε να υπολογίζει πόσες ώρες είχε περάσει από τα τέλη της άνοιξης καθισμένος στην άκρη ενός σκάμματος, με ένα σημειωματάριο ακουμπισμένο ανοιχτό στα γόνατα, μαγνητισμένος από την κανονική κίνηση του φτυαριού. Ο χρόνος στην Κύπρο κυλούσε με ρυθμό ακανόνιστο, τις περισσότερες φορές αργόσυρτο. Τα μεσημέρια, όταν όλοι αποσύρονταν για να ξεκουραστούν, έμοιαζαν να διαρκούν για πάντα, όσο εκείνος πάσχιζε ιδρωμένος συναρμολογώντας σπασμένα αγγεία· και οι μέρες που περνούσε με την διεκπεραίωση της γραφειοκρατίας και τη σύνθεση λεπτομερών αναφορών για το πανεπιστήμιο ή αναμένοντας το καθυστερημένο γράμμα της Ίλκε· και οι ώρες που περίμενε κάτω από τον ήλιο τον Άλφρεντ να τον πάρει με το τζιπ ή που αναγκαζόταν να περάσει μέσα στον καπνό από τα βαριά τσιγάρα των εργατών. Όμως, εκείνη την βραδιά, κάπου πριν από ένα μήνα, που κατέβηκαν στην Λεμεσό για το πανηγύρι της  Παναγίας με τα βιολιά και τους χορούς, του είχε φανεί ότι ο χρόνος πέταγε μαζί με τις πλεξίδες της Άντρης· όπως και τότε, που για έξι μέρες ήταν χωμένος στο βαθύ λάκκο που είχαν ανοίξει στην Αγία Ειρήνη, καθαρίζοντας με το ψάθινο σκουπάκι, χαϊδεύοντας σχεδόν τα υπέροχα πήλινα αγάλματα με τους μακριούς χιτώνες και τα στεφάνια στα μαλλιά. 

Τώρα, πολλά χιλιόμετρα μακριά, οι πήλινοι κούροι κείτονταν προφυλαγμένοι μέσα σε ξύλινα κιβώτια, σε ένα δροσερό υπόγειο στη Λάρνακα, κι αυτός προσπαθούσε να δώσει παλμό στο βάδισμά του μετρώντας, με τον ουρανό να απλώνεται πάνω από το κεφάλι ανέφελος και ακτινοβόλος. Στα μισά του δρόμου τον κατέλαβε η ψευδαίσθηση ότι μύριζε βρεγμένο χώμα.

No comments:

Post a Comment