Thursday 19 November 2015

Αυτοπροσωπογραφία

Κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ κάνω μπάνιο, είναι μια συνήθεια που έχω από παιδί και την διατηρώ χωρίς διακοπή δεκαετίες. Το μπάνιο που μου ετοίμαζε η μητέρα μου ήταν πάντα χλιαρό, με σαπουνάδα που μύριζε πικραμύγδαλο, ενώ αυτό που ετοιμάζω μόνη μου είναι καυτό και άοσμο. Το ότι οι περισσότερες μυρωδιές με αηδιάζουν δεν το εκλαμβάνω ως κάτι το παθολογικό, ούτε καν ως πρόβλημα. Δεν φοβάμαι τις αρρώστιες. Εδώ και κάποια χρόνια έχω την πεποίθηση ότι θα έχω έναν βίαιο θάνατο, πιθανότατα στις ρόδες κάποιου αυτοκινήτου. Τα αντικείμενα που είναι διακοσμημένα με γκλίττερ μου προκαλούν θλίψη, όπως και οι γιορτές των Χριστουγέννων και τα παιδικά παιχνίδια με φωτισμό. Αν και δεν διαθέτω ιδιαίτερο χιούμορ, οι άνθρωποι συχνά γελάνε με τις κουβέντες μου. Μου αρέσουν τα μάτια μου, το δέρμα μου, αλλά όχι και τα μαλλιά μου. Έχω σταματήσει να φοράω κοσμήματα, με εξαίρεση ένα δακτυλίδι με δύο ζαφειράκια που μου είχαν χαρίσει όταν σπούδαζα στο Λονδίνο. Μία από τις απολαύσεις μου είναι να πίνω καφέ, πρωί Σαββάτου διαβάζοντας. Προτιμώ τα αστυνομικά αναγνώσματα στο μετρό, κυρίως αμερικανούς συγγραφείς, βαριέμαι την Αγκάθα. Το αγαπημένο μου χρώμα είναι το γκριζοπράσινο, αλλά τα περισσότερα ρούχα μου είναι μπλε. Δεν οδηγώ, παρόλο που έχω δίπλωμα, πρόκειται για κάποιου είδους φοβία, την οποία δεν ελπίζω ότι θα καταφέρω ποτέ να νικήσω. Πηγαίνω στον κινηματογράφο, σπάνια με συνεπαίρνει όσο το θέατρο. Το τηλέφωνό μου χρώματος μπεζ βρίσκεται στο κομοδίνο, δίπλα στο κρεβάτι. Επιδιώκω να μην τρώω μπροστά σε άλλους γιατί νομίζω πως δεν αποτελώ ευχάριστο θέαμα και όταν με καλούν για φαγητό τις περισσότερες φορές αρνούμαι. Ούτε και για πότο πηγαίνω, μεθάω εύκολα κι έπειτα βάζω τα κλάματα και μου παίρνει μήνες να ξεπεράσω το περιστατικό. Έχω προσπαθήσει να γράψω ένα μυθιστόρημα-ποταμό, αλλά δεν μπορώ να περάσω τις ογδόντα εννέα σελίδες. Δεν έχω δείξει τα γραπτά μου σε κανέναν. Οι φίλοι μου είναι ελάχιστοι, κυρίως άντρες. Στο σχολείο δεν έκανα παρέα με αγόρια. Δεν έχω λογαριασμό στο Φέισμπουκ, το Τουίττερ ή κάποιο άλλο μέσο δικτύωσης. Όταν ξυπνώντας διακόπτω κάποιο ευχάριστο όνειρο, προσπαθώ να κοιμηθώ ξανά, για να το συνεχίσω. Το έχω πετύχει τουλάχιστον δύο φορές. Στο σχολείο, ήμουν καλή στα Νέα Ελληνικά και την Ιστορία. Δεν έδωσα Πανελλήνιες γιατί οι γονείς μου αποφάσισαν να με στείλουν για σπουδές στο εξωτερικό. Έχω ερωτευτεί τέσσερις φορές, με έχουν ερωτευτεί λιγότερες, πιθανότατα μόνο μία. Ο έρωτας με αρρωσταίνει και, τελικά, μου κόβει τα φτερά που μου έδωσε στο ξεκίνημά του. Δουλεύω σε ένα γραφείο στο κέντρο, οκτώ με τέσσερις ανεξαιρέτως. Βρίσκω τη νοσταλγία και την ενοχή συναισθήματα γοητευτικά, αλλά που πρέπει να αποφεύγονται πάση θυσία. Κάθε φορά που η μητέρα ξεκινάει μία πρόταση με το “θυμάμαι” καταλήγουμε σε καυγά. Ξέρω πως πρέπει να κάτσω πάνω σε ένα σηκωμένο πέος, προκειμένου να οδηγηθώ στην κορύφωση, αν και όχι πάντα απόλυτη. Το στοματικό και το πρωκτικό δε με ικανοποιούν. Πολλές φορές όταν κοιτάζω τα σύννεφα, ιδίως στην δύση, υποκρίνομαι ότι ζω στον ζωγραφιστό κόσμο του Μακότο Σινκάι. Το ίδιο νιώθω και όταν περπατάω στην βροχή κάτω από μία ομπρέλα. Μου αρέσει το λευκό κρασί, όμως πίνω πιο συχνά ροζέ. Πίνω βλέποντας τηλεόραση. Έζησα με έναν άντρα για οκτώ χρόνια και πέντε μήνες. Συχνά, πριν κοιμηθώ ανακαλώ μία ανάμνηση με εμένα πέντε χρονών και τον αδελφό μου στο νησί να κουβαλάμε φρεσκοψημμένο ψωμί κατεβαίνοντας μαρμάρινα σκαλιά και τον αέρα να μυρίζει καμένο ξύλο. Δεν έχω μείνει ποτέ έγκυος. Οι στίχοι των τραγουδιών ποπ της δεκαετίας του 1980 με συγκινούν υπερβολικά, καθώς έχω απόλυτη συνείδηση του πόσο επιφανειακοί είναι. Συχνά κάθομαι για ώρα στον καναπέ με σβηστά τα φώτα. Τις περιόδους που γράφω, φροντίζω να έχω ένα μπλοκάκι στην τσάντα μου, αλλά δεν έχει τύχει να το χρησιμοποιήσω ποτέ. Όταν με ρωτούν τι δουλειά κάνω, απαντώ ιδιωτική υπάλληλος. Η οσμή του βρεγμένου χώματος μετά τη βροχή με γεμίζει ζωντάνια, ενίοτε και αισιοδοξία. Θα μου άρεσε να είμαι καλλίφωνη. Δεν θέλω να θαφτώ, η προοπτική της καύσης είναι σαφώς πιο αποδεκτή. Δεν σχεδιάζω ταξίδια αναψυχής. Δεν αγοράζω εφημερίδες. Δεν υποχωρώ ποτέ, ακόμη κι όταν έχω άδικο. Δεν βρίζω. Δεν υψώνω τον τόνο της φωνής μου. Δεν καταλαβαίνω γιατί όλοι μελαγχολούν Κυριακή απόγευμα. Πριν τέσσερις μήνες, μαγειρεύοντας δείπνο σε μια μισοσκότεινη κουζίνα, σκέφτηκα ότι η ωραιότερη μέρα της ζωής μου έχει περάσει.