Sunday 20 July 2014

Φάλκονερ, John Cheever (1975)

Μια καταιγίδα μπορεί να προμηνύει ο,τιδήποτε, ευελπιστούσε. Προμηνύει ψύχρα, ζέστη, μια μέρα που η διαύγεια του φωτός της σε παρασύρει ώρα με την ώρα. Και τότε άρχισε να βρέχει. Βροχή ραγδαία έπεφτε στις φυλακές και σε εκείνο το μέρος του κόσμου. Μα κράτησε μόνο δέκα λεπτά. Και τότε η βροχή, η μπόρα κίνησε ευτυχώς προς τον Βορρά και αστραπιαία, φευγαλέα, εκείνη η βαριά και έντονη μυρωδιά που γεννά η βροχή πέταξε ψηλά και έφτασε εκεί που βρισκόταν ο Φάραγκατ, στο σιδερόφραχτο παράθυρό του. Ανέκαθεν αντιδρούσε με τη μεγάλη -μεγάλη, ναι- μύτη του, σε αυτή τη διαπεραστική οσμή οπουδήποτε κι αν βρισκόταν - φωνάζοντας, κουνώντας τα χέρια, πίνοντας ένα ποτό. Τώρα φάνηκε μόνο ένα ίχνος, μια μνήμη αυτής της αρχέγονης έξαψης, μα επισκιάστηκε βασανιστικά από τα κάγκελα. Ξαναγύρισε στο κρεβάτι του και αποκοιμήθηκε ακούγοντας το νερό να στάζει από τις υπερυψωμένες σκοπιές.
John Cheever, Φάλκονερ (1975)
μτφρ. Ιλαέιρα Διονυσοπούλου για τις εκδόσεις Καστανιώτη (2014)

Wednesday 16 July 2014

Τα εννέα πένθιμα χτυπήματα, Dorothy Sayers (1934)

Αυτή τη φορά ακολούθησαν τη νότια όχθη, δηλαδή, την όχθη από την πλευρά του Φεντσερτς. Το ανάχωμα και το κανάλι είχαν ξεχελισει και κατά τόπους το νερό λίμναζε στους στους μουσκεμένους αγρούς, που δεν απείχαν πολύ από το να μετατραπούν σε έναν έρημο βάλτο, όπως ήταν τα παλιά χρόνια. Ο μακρύς ευθύς δρόμος ήταν σχετικά έρημος. Διασταυρώθηκαν με ένα σαραβαλιασμένο καταλασπωμένο αυτοκίνητο που κάθε τόσο έπεφτε στις λακκούβες τινάζοντας γύρω του τα νερά. Πιο κάτω συνάντησαν ένα βραδυκίνητο κάρο, φορτωμένο με κτηνοτροφικά τεύτλα, του οποίου ο αγωγιάτης μάταια προσπαθούσε να προστατευτεί από τη βροχή, ζαρωμένος κάτω από ένα μουσκεμένο τσουβάλι, δίχως να βλέπει και δίχως να ακούει τα οχήματα που τον προσπερνούσαν. Είδαν έναν μοναχικό ξωμάχο, σκυφτό από τους ρευματισμούς, να σέρνει το αργό βήμα του στον δρόμο της επιστροφής, με το όνειρο μιας ζεστής φωτιάς και μιας μπίρας στο πλησιέστερο καπηλειό. Ο υγρός αέρας ήταν τόσο πηχτός που μόνο όταν πέρασαν το Φρογκ'ς Μπριτζ έφτασε στα αυτιά τους ο γλυκός και υπόκωφος μεταλλικός ήχος, που τους πληροφόρησε ότι οι κωδωνοκρούστες έκαναν πρόβα για τη χριστουγεννιάτικη κωδωνοκρουσία. Ο ήχος ταξίδευε μες την αδιάκοπη βροχή σκορπίζοντας μια οδυνηρά αβάσταχτη μελαγχολία, θαρρείς και σήμαιναν οι καμπάνες μιας βουλιαγμένης πολιτείας, πολεμώντας να ακουστούν κάτω από την επιφάνεια του αδυσώπητου νερού.
Dorothy Sayers, Τα επτά πένθιμα χτυπήματα (1934)
μτφρ. Παλμύρα Ισμυρίδου για τις εκδόσεις Άγρα (2012)

Cristophe Jacrot's Paris (July 2014)