Αυτή τη φορά ακολούθησαν τη νότια όχθη, δηλαδή, την όχθη από την πλευρά του Φεντσερτς. Το ανάχωμα και το κανάλι είχαν ξεχελισει και κατά τόπους το νερό λίμναζε στους στους μουσκεμένους αγρούς, που δεν απείχαν πολύ από το να μετατραπούν σε έναν έρημο βάλτο, όπως ήταν τα παλιά χρόνια. Ο μακρύς ευθύς δρόμος ήταν σχετικά έρημος. Διασταυρώθηκαν με ένα σαραβαλιασμένο καταλασπωμένο αυτοκίνητο που κάθε τόσο έπεφτε στις λακκούβες τινάζοντας γύρω του τα νερά. Πιο κάτω συνάντησαν ένα βραδυκίνητο κάρο, φορτωμένο με κτηνοτροφικά τεύτλα, του οποίου ο αγωγιάτης μάταια προσπαθούσε να προστατευτεί από τη βροχή, ζαρωμένος κάτω από ένα μουσκεμένο τσουβάλι, δίχως να βλέπει και δίχως να ακούει τα οχήματα που τον προσπερνούσαν. Είδαν έναν μοναχικό ξωμάχο, σκυφτό από τους ρευματισμούς, να σέρνει το αργό βήμα του στον δρόμο της επιστροφής, με το όνειρο μιας ζεστής φωτιάς και μιας μπίρας στο πλησιέστερο καπηλειό. Ο υγρός αέρας ήταν τόσο πηχτός που μόνο όταν πέρασαν το Φρογκ'ς Μπριτζ έφτασε στα αυτιά τους ο γλυκός και υπόκωφος μεταλλικός ήχος, που τους πληροφόρησε ότι οι κωδωνοκρούστες έκαναν πρόβα για τη χριστουγεννιάτικη κωδωνοκρουσία. Ο ήχος ταξίδευε μες την αδιάκοπη βροχή σκορπίζοντας μια οδυνηρά αβάσταχτη μελαγχολία, θαρρείς και σήμαιναν οι καμπάνες μιας βουλιαγμένης πολιτείας, πολεμώντας να ακουστούν κάτω από την επιφάνεια του αδυσώπητου νερού.
Dorothy Sayers, Τα επτά πένθιμα χτυπήματα (1934)
μτφρ. Παλμύρα Ισμυρίδου για τις εκδόσεις Άγρα (2012)
No comments:
Post a Comment