Saturday 30 January 2021

William Maxwell, Αντίο τώρα, τα λέμε αύριο (1980)

Στη μέση του καλοκαιριού, με τα σύννεφα της καταιγίδας να γεμίζουν αργά τον γαλανό ουρανό, ο σανός που πετάνε πάνω στην πλατφόρμα μπορεί να είναι και του πατέρα μου, μπορεί και του κυρίου Γουίλσον. Ξέρουν βέβαια ποιανού είναι, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Ξέρουν πως όταν χαθεί η σκιά τους, αυτό σημαίνει ότι ο ήλιος έχει κρυφτεί πίσω από ένα γιγάντιο, δυσοίωνο, μολυβένιο σύννεφο. Ένα αεράκι σηκώνεται κι αρχίζουν να δουλεύουν πιο γρήγορα. Ούτε που γυρίζουν να κοιτάξουν τον ουρανό. Δεν χρειάζεται. Σωριάζουν πάνω όλο και περισσότερο σανό μέχρι που κινδυνεύει να πέσει. Όταν η πλατφόρμα δεν χωράει άλλο, ανεβαίνουν και πάνε γρήγορα μέχρι τον αχυρώνα, κι όταν οι πρώτες στάλες της βροχής αρχίζουν να πέφτουν πάνω στα φύλλα της βελανιδιάς, συγχαίρουν ο ένας τον άλλο που κατάφεραν κι έβαλαν το σανό στον αχυρώνα πάνω στην ώρα. Αυτό δεν έχει συμβεί μόνο μία φορά, κάθε χρονιά γίνεται.

[William Maxwell, Αντίο τώρα, τα λέμε αύριο (1980), μτφρ. Παν. Κεχαγιά για τις εκδόσεις Gutenberg (2020)]  




 

Wednesday 20 January 2021

Οι πρώτες σταγόνες στη τζαμαρία

ΑΥΤΗ: Ο πονοκέφαλος ήρθε σχεδόν αμέσως, μα δεν μου προκάλεσε έκπληξη, πάντα έτσι γίνεται τα τελευταία χρόνια, έτσι και χθες, λίγο μετά που σήκωσα το τηλέφωνο κι άκουσα τη φωνή της, μόλις άκουσα εκείνη τη βραχνή φωνή και τη φαντάστηκα μισοξαπλωμένη στον καναπέ, να ξεστομίζει αυτές τις αγαπημένες της φράσεις γερμένη στο αριστερό πλευρό, το ακουστικό ανάμεσα σε ώμο και σαγόνι, μου φαίνεται θα τσακωθούμε φιλενάδα, να τινάζει τη στάχτη στο τασάκι, τι θα γίνει με σας βρε παιδιά, τι να γίνει με μας δηλαδή, άσε ξέρω, νάτος που καταφθάνει, πουθενά δεν έρχεστε πια, οι άλλοι προχτές σας περίμεναν και παρεξηγήθηκαν, καλώστον, εντάξει, έχουν περάσει πέντε χρόνια, μέτρα σωστά, να σας ξεγράψουμε δηλαδή, πέντε χρόνια, πέντε μήνες και δώδεκα μέρες, και να σου πω κάτι φιλενάδα, εμπρός λοιπόν, στο τέλος δε θα σας μιλάει άνθρωπος, έχετε τον καημό σας, εντάξει, τα ξέρουμε αυτά, ούτε που παν τα τέσσερα, όμως, έτσι που φέρεστε, είναι λες και μας γράφετε όλους, ομαδικώς σαν να λέμε, νάτος ξεκάθαρα, απλώνεται πάνω από το αριστερό μου φρύδι, και να σου πω και κάτι άλλο, κρεσέντο κανονικό, βαρέθηκα να τσακώνομαι με τους άλλους για χάρη σας, αλλά τι να κάνω, τίποτα ρε, σας αγαπάω βρε πονεμένα μου, γλύκες με φωνή όλο νάζι σαν να είμαι γκόμενος, κάπως έτσι κλείνει συνήθως ο μονόλογος. Έλα, ησύχασε καλή μου, την άλλη φορά θα έρθουμε, δεσμεύομαι, θα γίνουμε πιο εντάξει, τυπικοί και σωστοί, θα συμμορφωθούμε στις επιθυμίες σας, πες τους πως θα έρθουμε, βεβαίωσέ τους, τη Δευτέρα θα πάω για δώρο, κουβεντιάσαμε και συμφωνήσαμε, κάναμε μεγάλη συζήτηση, πολλή ώρα, και μου υποσχέθηκε πως θα είναι κύριος, έδωσε τον λόγο της αντρικής του τιμής, ούτε κλάματα, ούτε τίποτα, δεν τον επηρεάζει πια, έτσι είπε, δεν τον ταράζει που οι γονείς παντρεύουν τα παιδιά τους, κάνουν τελετές όπου καλούν φίλους και συγγενείς, στέκονται ζευγαρωμένοι στο ιερό και καμαρώνουν, κι έπειτα ξεφαντώνουν, στη χαρά του παιδιού τους που είναι διπλή δική τους, όπως λένε, κερνάνε ποτά και τσουγκρίζουν ποτήρια που αστράφτουν όπως τα νοτισμένα μάτια τους. Πριν κλείσουμε το τηλέφωνο, με έβαλε να της ορκιστώ πως θα τηρήσω την δέσμευσή μου κι εγώ την καθησύχασα με τόση αποτελεσματικότητα, που σχεδόν χασμουριόταν μέσα στη γαλήνη που της προκάλεσα. Παρόλο που δεν πίστεψα ούτε μια του λέξη.

ΑΥΤΟΣ: Μόλις οι πρώτες σταγόνες ακουστούν στη τζαμαρία, παρατάει ό,τι κι αν κάνει. Το μαγείρεμα, ας πούμε, το αφήνει στη μέση. Και την κουζίνα αναμμένη. Τα φώτα. Την ηλεκτρική σκούπα. Το βιβλίο ανοιχτό στο τραπέζι. Τη βρύση να τρέχει. Πηγαίνει στην κρεβατοκάμαρα. Βιαστική, ίσα που δεν τρέχει. Κλείνει την μπαλκονόπορτα, τζάμια και παντζούρια. Σβήνει τα φώτα, συσκότιση κανονική. Στο τέλος, κλειδώνει την πόρτα του δωματίου. Κλείνεται στην κρεβατοκάμαρα. Για να κάνει, τι; Δεν ξέρω, στ’ αλήθεια, δεν έχω ιδέα. Συχνά πυκνά, μπορεί και κάθε φορά, κολλάω το αυτί μου στην πόρτα, μα δεν ακούγεται τίποτα. Ούτε βήματα στο παρκέ, ούτε βαριές ανάσες, ούτε λυγμοί, ούτε γροθιές στους τοίχους. Ούτε καν θρόισμα των σεντονιών. Τίποτα απολύτως. Σκέτη σιγή. Στέκομαι δίπλα στην κλειστή πόρτα για αρκετά λεπτά, ένα ολόκληρο τέταρτο, μπορεί και παραπάνω. Κι έπειτα, σταματάω να αφουγκράζομαι. Πηγαίνω στην κουζίνα, φτιάχνω καφέ και τον πίνω μπροστά στο παράθυρο. Παρακολουθώ τον ουρανό. Τα σύννεφα. Όταν το έκανε για πρώτη φορά, δύο εβδομάδες μετά την κηδεία, ούρλιαζα έξω από την πόρτα. Τώρα πια ξέρω, είμαι γνώστης. Πίνω τον καφέ μου και περιμένω να σταματήσει να βρέχει. Σιωπηλός και ψύχραιμος. Είναι τόσο απλό. Γιατί μόλις σταματήσει, η πόρτα ξεκλειδώνει. Παρόλα αυτά, μου πήρε αρκετό χρόνο να καταλάβω. Νομίζω πως αυτό που με μπέρδεψε ήταν η μεγάλη αγάπη που είχε για τη βροχή. Αναμφίβολα, αυτό ήταν. Σαν βλαστάρι ζωντάνευε, απλωνόταν, δεν την χώραγε ο τόπος όταν έβρεχε. Με τράβαγε για βόλτα, με έσπρωχνε. Φώναζε, ανυπομονούσε, έκανε επί τόπου βάδην. Τότε. Πριν. Τώρα, όλα ανάποδα. Λουφάζει στην κρεβατοκάμαρα. Κρύβεται. Αδρανεί. Δεν το έχουμε συζητήσει. Όχι, δεν προσπάθησα ποτέ να ανοίξω τέτοια κουβέντα. Έχω, όμως, τη θεωρία μου. Σχετικά με την κρεβατοκάμαρα. Όπου θέλει, επιδιώκει, προσπαθεί να αφανιστεί. Όσο βρέχει αυτό. Για να μην ακούει τις στάλες. Να μη μυρίζει το βρεγμένο χώμα. Το νερό που πέφτει. Να μην το βλέπει. Την βροχή, που ξυπνά όλα τα ζωντανά πλάσματα μέσα στη γη. Μα τα πεθαμένα όχι. Να μην την αισθάνεται. Τη βροχή.

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥΣ:

Βγήκατε από το σπίτι ντυμένοι με σκουρόχρωμα ρούχα.

Πόσο όμορφοι ήσασταν.

Κάτω από τον συννεφιασμένο ουρανό

μητέρα, τα μάτια σου έμοιαζαν πιο πράσινα από ποτέ.

Της κράταγες το χέρι, ίσως φοβόσουν πατέρα

πως ζαλιζόταν από αυτό που γέμιζε τον αέρα

και λέγεται «πετριχώρ».

Στο βρεγμένο πεζοδρόμιο

προχωρήσατε με πόδια παγωμένα

μέσα στα κομψά σας παπούτσια.

Ο καθένας μόνος του,

μα κι οι δύο μαζί σκεφτόσασταν

πώς θα ήταν εκείνη η στιγμή

μητέρα, αν κράταγες το αριστερό μου χέρι,

αν κράταγες το δεξί μου, πατέρα.

Ξέρω τι περνούσε από το μυαλό σας, γιατί μπορώ να διαβάζω τη σκέψη σας

κι, ακόμα, ξέρω πώς θα ήταν εκείνη η στιγμή.

Σαν φάνηκε το ταξί στην αρχή του δρόμου

κίτρινοι προβολείς χρωμάτισαν τον βρεγμένο αέρα,

τα χέρια ξέμπλεξαν,

κι εγώ απόμεινα να αναρωτιέμαι

τι θα είχαν απογίνει τα δικά μου. 

Όχι, δεν ξέρω την απάντηση.