Στη μέση του καλοκαιριού, με τα σύννεφα της καταιγίδας να γεμίζουν αργά τον γαλανό ουρανό, ο σανός που πετάνε πάνω στην πλατφόρμα μπορεί να είναι και του πατέρα μου, μπορεί και του κυρίου Γουίλσον. Ξέρουν βέβαια ποιανού είναι, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Ξέρουν πως όταν χαθεί η σκιά τους, αυτό σημαίνει ότι ο ήλιος έχει κρυφτεί πίσω από ένα γιγάντιο, δυσοίωνο, μολυβένιο σύννεφο. Ένα αεράκι σηκώνεται κι αρχίζουν να δουλεύουν πιο γρήγορα. Ούτε που γυρίζουν να κοιτάξουν τον ουρανό. Δεν χρειάζεται. Σωριάζουν πάνω όλο και περισσότερο σανό μέχρι που κινδυνεύει να πέσει. Όταν η πλατφόρμα δεν χωράει άλλο, ανεβαίνουν και πάνε γρήγορα μέχρι τον αχυρώνα, κι όταν οι πρώτες στάλες της βροχής αρχίζουν να πέφτουν πάνω στα φύλλα της βελανιδιάς, συγχαίρουν ο ένας τον άλλο που κατάφεραν κι έβαλαν το σανό στον αχυρώνα πάνω στην ώρα. Αυτό δεν έχει συμβεί μόνο μία φορά, κάθε χρονιά γίνεται.
[William Maxwell, Αντίο τώρα, τα λέμε αύριο (1980), μτφρ. Παν. Κεχαγιά για τις εκδόσεις Gutenberg (2020)]
No comments:
Post a Comment