Saturday 24 November 2018

Σιγανή Βροχή, Ναγάι Καφού (1918)

Σα να 'χε αρχίσει ομως πάλι να βρέχει. Δεν ακούγονταν οι σταγόνες, αλλά ο χαρακτηριστικός ήχος της ομπρέλας που ανοίγει μαζί με τον ήχο των παπουτσιών που φόρεσε η υπηρεσία για να πάει να ρίξει το γράμμα και αυτός που έκανε η χαμηλή πόρτα του κήπου ανοίγοντας, έφθασαν στ' αυτιά μου ανακατεμένοι με τις φωνές των εντόμων, θλιμμένοι και μοναχικοί. Μια βροχή αθόρυβη και λεπτή σαν ομίχλη. Επειδή η υγρασία μιας φθινοπωρινής βραδιάς με ψιλή βροχή μπορεί να είναι χειρότερη και απ' αυτήν της περιόδου των βροχών, αφού σκάλισα τη φωτιά μέσα στο δίσκο με τα σύνεργα του καπνίσματος και έκαψα φάρμακο για να κρατήσω τα έντομα μακριά απ' τις φωτογραφίες κι απ' τα χαρτιά, έβγαλα απ΄ το ντουλάπι ένα κουτί από ξύλο παυλωνίας και έκλεισα μέσα το σαμισέν. Με την ευκαιρία έβγαλα έξω και ένα ψάθινο κουτί όπου φύλαγα όλα τα γράμματα των φίλων και ξεχώρισα ένα πάκο με γράμματα από τον κύριο του Σαϊσεντό. Δεν υπάρχουν και πολλά άλλα πράγματα που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος που ζει μόνος, μια βροχερή βραδιά.
Ναγάι Καφού, Σιγανή Βροχή (1918)
μτφρ. Παναγιώτη Ευαγγελίδη για τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια (1990)


Wednesday 10 October 2018

Νυχτερινές ικεσίες, Santiago Gamboa (2012)

Σήμερα ρίχνει καρεκλοπόδαρα. Τα νερά του ποταμού αναδεύονται αγριεμένα, έτοιμα να καταπιούν τις βάρκες και τα κανό που τολμούν να τα διαπλέουν. Αυτό είναι το θέαμα που βλέπω απ' το παράθυρο του δωματίου μου, στον δέκατο τέταρτο όροφο του ξενοδοχείου «Οριεντάλ», στον ουρανοξύστη Σάνγκρι Λα, που το όνομά του σημαίνει «παράδεισος», αλλά εμένα μου φέρνει στον νου άλλα πράγματα: «μοναξιά», ίσως, ή απλώς «αναμονή». Έχει νυχτώσει πια και πίνω ένα τζιν με το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι, βλέποντας το τοπίο, το παραμορφωμένο απ' το νερό: τον ποταμό Τσάο Πραγιά, τα φώτα της Μπανγκόκ, τους γαλαζωπούς ουρανοξύστες, τα σύννεφα που φωτίζονται από τους κεραυνούς, τη βαρβαρότητα της μητρόπολης. 
Με το που ανοίγω το κλιματιστικό, απ' τις γρίλιες του αναδίδεται μια έντονη μυρωδιά υγρασίας και σκουριάς μαζί. Τι ώρα να 'ναι; Κοντεύει οκτώ. Σε λίγο θα κατέβω για το δείπνο και ύστερα θα πιο κι άλλα τζιν. Παρά την ηλικία μου (πρόσφατα έκλεισα τα σαράντα πέντε), πιστεύω ακόμα στην τύχη, στη ζαριά που παίζει κανείς βγαίνοντας τη νύχτα, να βρει ένα μπαρ σε μια ξένη πόλη – μια περιπέτεια που την αντιμετωπίζουμε όλο και πιο αδέξια καθώς περνά ο καιρός και γι' αυτό, με τα χρόνια, κάποιοι προτιμούν να έχουν το μπουκάλι τους κοντά στον καναπέ και την τηλεόραση. Εγώ, πάλι, όχι. Προτιμώ να περιπλανηθώ στην πόλη – αρνούμαι να κοιμηθώ, χωρίς να το έχω αποπειραθεί.
Santiago Gamboa, Νυχτερινές ικεσίες (2012),
μτφρ. Βασιλικής Κνήτου για τις εκδόσεις Πόλις (2015)


Wednesday 1 August 2018

Η ζωή που σώζεις μπορεί να είναι η δικιά σου, Flanery O' Conor (1948)

Ο κύριος Σίφτλετ ταράχτηκε τόσο πολύ, που για καμιά τριανταριά μέτρα συνέχισε να οδηγεί με την πόρτα ανοιχτή. Ένα σύννεφο, σα γογγύλι, ακριβώς στο χρώμα του καπέλου του παιδιού, είχε κατέβει μπροστά στον ήλιο, κι ένα άλλο, ακόμα χειρότερο, είχε κουρνιάσει πίσω απ΄ το αυτοκίνητο. Ο κύριος Σίφτλετ ένιωσε λες και θα τον έπνιγε όλη η σαπίλα του κόσμου. Σήκωσε το χέρι του και το άφησε να πέσει στο στήθος του. “Ω Κύριε!” προσευχήθηκε, “ελθέ και σώσον την γην από των μιασμάτων”.
Το γογγύλι συνέχισε να κατεβαίνει αργά. Μετά από μερικά λεπτά, ένας κεραυνός ξέσπασε πίσω του σα διαβολικό γέλιο, και εκρηκτικές στάλες βροχής μεγάλες σαν καπάκια, έπεσαν στο παρμπρίζ του κυρίου Σίφτλετ. Πάτησε βιαστικά το γκάζι και με το κομμένο χέρι του κρεμασμένο από το παράθυρο, προσπάθησε να προλάβει την καταιγίδα που κάλπαζε και να φτάσει πρώτος στο Μομπίλ.
Flanery O' Conor, "Η ζωή που σώζεις μπορεί να είναι η δικιά σου" (1948),
από τη συλλογή Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος,
μτφρ. Ρένας Χατχούτ για τις εκδόσεις Γράμματα (1986)

Sunday 4 March 2018

Creedence Clearwater Revival, Have You Ever Seen The Rain? (1970)

Have you ever seen the rain?

Αγαπημένη, Toni Morrison (1987)

Έβρεχε.
Φίδια βγήκαν από τα κοντόφυλλα πεύκα και τα βρομόχορτα.
Έβρεχε.
Τα κυπαρίσσια, οι κίτρινες λεύκες, οι φλαμουριές κι οι φοίνικες έγειραν κάτω από πέντε μέρες βροχής χωρίς αέρα. Ως την όγδοη μέρα τα περιστέρια είχαν γίνει άφαντα, ως την ένατη είχαν χαθεί ακόμα και οι σαλαμάντρες. Οι σκύλοι κατέβασαν τ' αυτιά τους και κοίταζαν πάνω από τις πατούσες τους. Οι άνδρες δεν μπορούσαν να δουλέψουν. Το κλείσιμο της αλυσίδας ήταν αργό, το πρωινό εγκαταλείφθηκε, ο χορός έγινε αργό σύρσιμο στο χυλό της χλόης και την ασταθή γή.
Αποφάσισαν να τους κλειδώσουν όλους στα κουτιά τους μέχρι να πάψει ή τουλάχιστον να μειωθεί, ώστε ο λευκός να μπορεί να περπατήσει, διάολε, χωρίς να μουσκέψει τ' όπλο του και τα σκυλιά να πάψουν να τρέμουν. Η αλυσίδα περάστηκε σε σαράντα έξι κρίκους από το καλύτερο σφυρήλατο σίδερο της Γεωργίας.
Έβρεχε.
Toni Morrison, Αγαπημένη (1987)
μτφρ. Έφης Καλλιφατίδη για τις εκδόσεις Νεφέλη (1989)

Wednesday 21 February 2018

Το κάλπικο ζύγι, Joseph Roth (1937)

Για πρώτη φορά εδώ και πολλές εβδομάδες, εκείνο το πρωί ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος. Όταν ο επιθεωρητής βγήκε με τη σούστα από την αυλόπορτα του καπηλειού, ο ήλιος ανέτελλε στον ουρανό κόκκινος και μικρός σαν πορτοκάλι. Στον αέρα πλανιόταν κιόλας η γλυκιά και νοτερή μυρωδιά της πολυαναμενόμενης μπόρας. Ένα απαλό αεράκι χάιδευε τον Άιμπενσυτς στο πρόσωπο. Παρόλο που είχε περάσει όλη τη νύχτα μπεκροπίνοντας, ένιωθε φρέσκος σαν έφηβος, ελαφρύς σαν πούπουλο. Ήταν λες και μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε ζήσει τίποτε ακόμη, απολύτως τίποτε· λες και η ζωή του μόλις άρχιζε.
Είχε κάνει σχεδόν μία ώρα δρόμο, όταν μεσοστρατίς άρχισε να ψιχαλίζει. Η βροχή ολοένα και δυνάμωνε, ποτίζοντας γενναιόδωρα την διψασμένη γη. Η πλάση ολόκληρη φάνηκε να υποκλίνεται στην ευεργετική νεροποντή. Οι φλαμουριές στην άκρη του δρόμου έγειραν τις φυλλωσιές τους. Οι ιτιές που στεφάνωναν τα μονοπάτια στον βάλτο του Ζουμπρόβκα έμοιαζαν σχεδόν να έχουν ορθωθεί και να αναριγούν φιλήδονα κάτω από την ζεστή καλοκαιρινή μπόρα. Από τη μια στιγμή στην άλλη, ο τόπος αντήχησε από το τραγούδι των πουλιών, που τόσο είχε νοσταλγήσει ο επιθεωρητής. Πιο δυνατά απ' όλα τα πουλιά κελαηδούσαν τα κοτσύφια. Του φάνηκε παράξενο και ασυνήθιστο να σφυρίζουν, να κελαηδούν και να τιτιβίζουν τα πουλιά μες στη βροχή. Ίσως την καλωσορίζουν όπως εγώ, σκέφτηκε. Κι όμως, τι δουλειά έχω εγώ να καλωσορίζω μια μπόρα; Τι με νοιάζει εμένα η βροχή; Άλλος άνθρωπος φαίνεται νά 'γινα σε τούτα τα μέρη! Μα τον Θεό, τι με νοιάζει η βροχή; Τι με νοιάζουν τα πουλιά;
Joseph Roth, Το κάλπικο ζύγι (1937),
μτφρ. Ηλιάννας Αγγελή για τις εκδόσεις Άγρα (2017)

Friday 9 February 2018

Κίνκας Μπόρμπα, Machado de Assis (1891)

Εκείνη τη στιγμή, η βροχή σταμάτησε λίγο, και μια ηλιαχτίδα κατάφερε να περάσει την ομίχλη –μια απ' αυτές τις βρεγμένες αχτίδες που μοιάζουν σαν να βγαίνουν από μάτια που έχουν κλάψει. Η Σοφία νόμισε πως θα μπορούσε επιτέλους να βγει· ανυπομονούσε να δει κόσμο, να περπατήσει, να τινάξει από πάνω της αυτήν την αθυμία, και ήλπισε πως ο ήλιος θα στέγνωνε τη βροχή και θα βασίλευε πάλι στον ουρανό και τη γη· αλλά το μέγα άστρο κατάλαβε ότι ήθελε να το μεταμορφώσει σε φανάρι του Διογένη κι είπε στην βρεγμένη του αχτίδα: “Γύρνα, γύρνα πίσω σε μένα, αγνή κι αγαθή αχτίδα· δεν θα την οδηγήσεις εκεί που θέλει η επιθυμία της. Ας αγαπάει, αν της αρέσει· ας απαντάει στα ερωτικά σημειώματα –αν της στέλνουν και δεν τα καίει–, αλλά μην της χρησιμεύεις εσύ για πυρσός, φως δικό μου, παιδί των σπλάχνων μου, αχτίδα, αδέρφι των αχτίδων μου”.
Κι η αχτίδα υπάκουσε, γύρισε στην κεντρική εστία, λίγο τρομαγμένη απ' την αυστηρότητα του ήλιου που έχει δει τόσο πράγματα συνηθισμένα και ασυνήθιστα. Τότε τα σύννεφα άπλωσαν πάλι ένα πυκνό και πιο σκούρο πέπλο, και η βροχή ξανάρχισε να πέφτει ραγδαία.
Machado de Assis, Κίνκας Μπόρμπα (1891)
μετάφραση Μαρίας Παπαδήμα για τις εκδόσεις Gutenberg (2017)

Thursday 18 January 2018

Συννεφιασμένη Κυριακή

Σαν σήμερα, πριν από 34 χρόνια έφυγε ο μεγάλος Τσιτσάνης, δεν ήταν Κυριακή, σίγουρα ήταν συννεφιασμένη
https://www.youtube.com/watch?v=yuTWdVn0kn8


Monday 15 January 2018

just rain

anime, rain, and gif image

Οι Καλοί, Hannah Kent (2016)

Έγινε μία παύση κι ύστερα η αίθουσα ξέσπασε. Φωνές δυνατές. Αγριεμένες.
Η Νανς σωριάστηκε στο πάτωμα, τα πόδια της λύγισαν από την ξαφνική ανακούφιση. Έκλεισε τα μάτια. Η φασαρία γύρω της, που τράνταζε τον ζεστό πνιγερό αέρα, δεν ήταν παρά μια ξαφνική νεροποντή. Μια καλοκαιρινή βροχή που πέφτει πάνω στις πευκοβελόνες τις ξερές από τη ζέστη, πάνω στα στεγνά φύλα που έχουν αρχίσει να μαραίνονται πάνω στις βελανιδιές και τις κλήθρες. Η ευλογία των φορτωμένων σύννεφων πάνω στο δάσος. Και το γλυκό γλουγλούκισμα του νερού που κυλάει σε μύρια ρυάκια προς το ποτάμι. 
Η Νανς ξανάνοιξε τα μάτια της, όταν την σήκωσαν όρθια για να τις ξεκλειδώσουν τις αλυσίδες. 
Hannah Kent, Οι Καλοί (2016) 
 μτφρ. Μαρίας Αγγελίδου για τις εκδόσεις Ίκαρος (2017)