Για
πρώτη φορά εδώ και πολλές εβδομάδες,
εκείνο το πρωί ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος.
Όταν ο επιθεωρητής βγήκε με τη σούστα
από την αυλόπορτα του καπηλειού, ο ήλιος
ανέτελλε στον ουρανό κόκκινος και μικρός
σαν πορτοκάλι. Στον αέρα πλανιόταν
κιόλας η γλυκιά και νοτερή μυρωδιά της
πολυαναμενόμενης μπόρας. Ένα απαλό
αεράκι χάιδευε τον Άιμπενσυτς στο
πρόσωπο. Παρόλο που είχε περάσει όλη τη
νύχτα μπεκροπίνοντας, ένιωθε φρέσκος
σαν έφηβος, ελαφρύς σαν πούπουλο. Ήταν
λες και μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε
ζήσει τίποτε ακόμη, απολύτως τίποτε·
λες και η ζωή του μόλις άρχιζε.
Είχε
κάνει σχεδόν μία ώρα δρόμο, όταν
μεσοστρατίς άρχισε να ψιχαλίζει. Η βροχή
ολοένα και δυνάμωνε, ποτίζοντας
γενναιόδωρα την διψασμένη γη. Η πλάση
ολόκληρη φάνηκε να υποκλίνεται στην
ευεργετική νεροποντή. Οι φλαμουριές
στην άκρη του δρόμου έγειραν τις φυλλωσιές
τους. Οι ιτιές που στεφάνωναν τα μονοπάτια
στον βάλτο του Ζουμπρόβκα έμοιαζαν
σχεδόν να έχουν ορθωθεί και να αναριγούν
φιλήδονα κάτω από την ζεστή καλοκαιρινή
μπόρα. Από τη μια στιγμή στην άλλη, ο
τόπος αντήχησε από το τραγούδι των
πουλιών, που τόσο είχε νοσταλγήσει ο
επιθεωρητής. Πιο δυνατά απ' όλα τα πουλιά
κελαηδούσαν τα κοτσύφια. Του φάνηκε
παράξενο και ασυνήθιστο να σφυρίζουν,
να κελαηδούν και να τιτιβίζουν τα πουλιά
μες στη βροχή. Ίσως την καλωσορίζουν
όπως εγώ, σκέφτηκε. Κι όμως, τι δουλειά
έχω εγώ να καλωσορίζω μια μπόρα; Τι με
νοιάζει εμένα η βροχή; Άλλος άνθρωπος
φαίνεται νά 'γινα σε τούτα τα μέρη! Μα
τον Θεό, τι με νοιάζει η βροχή; Τι με
νοιάζουν τα πουλιά;
Joseph
Roth, Το
κάλπικο ζύγι
(1937),
μτφρ.
Ηλιάννας Αγγελή για τις εκδόσεις Άγρα
(2017)
No comments:
Post a Comment