Εκείνη
τη στιγμή, η βροχή σταμάτησε λίγο, και
μια ηλιαχτίδα κατάφερε να περάσει την
ομίχλη –μια απ' αυτές τις βρεγμένες
αχτίδες που μοιάζουν σαν να βγαίνουν
από μάτια που έχουν κλάψει. Η Σοφία
νόμισε πως θα μπορούσε επιτέλους να
βγει· ανυπομονούσε
να δει κόσμο, να περπατήσει, να τινάξει
από πάνω της αυτήν την αθυμία, και ήλπισε
πως ο ήλιος θα στέγνωνε τη βροχή και θα
βασίλευε πάλι στον ουρανό και τη γη·
αλλά το μέγα άστρο κατάλαβε ότι ήθελε
να το μεταμορφώσει σε φανάρι του Διογένη
κι είπε στην βρεγμένη του αχτίδα: “Γύρνα,
γύρνα πίσω σε μένα, αγνή κι αγαθή αχτίδα·
δεν θα την οδηγήσεις εκεί που θέλει η
επιθυμία της. Ας αγαπάει, αν της αρέσει·
ας απαντάει στα ερωτικά σημειώματα –αν
της στέλνουν και δεν τα καίει–, αλλά
μην της χρησιμεύεις εσύ για πυρσός, φως
δικό μου, παιδί των σπλάχνων μου, αχτίδα,
αδέρφι των αχτίδων μου”.
Κι
η αχτίδα υπάκουσε, γύρισε στην κεντρική
εστία, λίγο τρομαγμένη απ' την αυστηρότητα
του ήλιου που έχει δει τόσο πράγματα
συνηθισμένα και ασυνήθιστα. Τότε τα
σύννεφα άπλωσαν πάλι ένα πυκνό και πιο
σκούρο πέπλο, και η βροχή ξανάρχισε να
πέφτει ραγδαία.
Machado
de Assis, Κίνκας
Μπόρμπα (1891),
μετάφραση Μαρίας Παπαδήμα για τις
εκδόσεις Gutenberg
(2017)
No comments:
Post a Comment