Thursday 16 December 2021

Από τις Σάρδεις στην Θράκη, κι έπειτα στη Θήβα

Τα μάυρα νέφη δεν φέρνουν πάντοτε
άσχημα νέα. Το αντίθετο
 
Στην αρχή κάθε άνοιξης το χορτάρι μοσχοβολάει νοτισμένο στο ρημαγμένο γυμνάσιο, δίπλα στον Πακτωλό που, γεμάτος λασπωμένο νερό, διασχίζει το Σαρδιανό πεδίο. Εδώ και εκατονταετίες, στην παλιά πρωτεύουσα της Λυδίας, το κέντρο των δρόμων που σαν πυκνό δίχτυ χαράκωναν τις ανοιχτωσιές της Μικράς Ασίας. Για τις Σάρδεις μιλάω, πόλη θρυλική που γνώρισε μεγάλη δόξα, μέχρις ότου οι Πέρσες κατέλυσαν το κράτος των Λυδών. Αυτό έγινε στα μέσα του 6ου αιώνα, τον καιρό που βασίλευε ο Κροίσος, ο πιο φημισμένος γόνος της δυναστείας των Μερμναδών. Ακόμη πιο φημισμένα κι από τον ίδιο, όμως, ήταν τα πλούτη που είχε μαζέψει από τους φόρους των ελληνικών αποικιών και την εκμετάλλευση των χρυσωρυχείων του Πακτωλού. Ο Κροίσος νόμισε τον εαυτό του τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο στον κόσμο. Η πίστη αυτή είχε αναγκάσει τον Αθηναίο νομοθέτη Σόλωνα, που επισκέφτηκε τη Λυδία το 558 π.Χ., να του πει να μην μακαρίζει κανέναν πριν τον θάνατό του, αφού οι θεοί σε πολλούς θνητούς είχαν χαρίσει ευδαιμονία και χαρές, για να τους καταστρέψουν αργότερα, φθονεροί καθώς ήταν. Τη σοφία του Σόλωνα, που έβαζε πάνω από όλα το τι είδους θάνατο είχε κανείς, διόλου δεν την εκτίμησε ο Κροίσος. Παρόλ’ αυτά, έμελλε να την επικαλεστεί έντεκα χρόνια αργότερα, όταν έπεσε στα χέρια των Περσών.

Τα παθήματα του Κροίσου διηγήθηκε ο Ηρόδοτος, όταν ο στρατός του Κύρου κατέλαβε τις Σάρδεις κι αιχμαλώτισε τον βασιλιά των Λυδών, που βασίλεψε δεκατέσσερα έτη και πολιορκήθηκε δεκατέσσερις ημέρες. Γιατί τόσο έμειναν αρματωμένοι οι Πέρσες έξω από τα τείχη των Σάρδεων, μέχρις ότου κατάφεραν να βρουν ένα αφύλακτο σημείο και να χωθούν στην πόλη, για να την λεηλατήσουν. Ο Κροίσος, απελπισμένος, έπεσε χωρίς να αντισταθεί στα χέρια των κατακτητών, που τον οδήγησαν στον βασιλιά τους, τον Κύρο. Αυτός διέταξε να ετοιμάσουν μια πυρά και να ανεβάσουν επάνω της τον Κροίσο μαζί με δεκατέσσερις Λυδούς σαν προσφορά σε άγνωστο ποιον θεό. Λέγεται, ακόμα, ότι ο Κύρος είχε ακούσει πως ο Κροίσος ήταν θεοσεβούμενος κι ήθελε να δει αν θα σωζόταν από θεϊκή παρέμβαση. Πράγμα που έγινε. Πριν από αυτό, όμως, ο Κροίσος, πάνω στην πυρά, θυμήθηκε τον Σόλωνα κι έπιασε να φωνάζει το όνομά του. Τόσο δυνατές ήταν οι φωνές του που τράβηξαν το ενδιαφέρον του Πέρση, που ζήτησε να μάθει ποιος ήταν ο Σόλων. Όταν οι διερμηνείς του μετέφεραν την ιστορία που διηγήθηκε ο Κροίσος, σκέφτηκε ότι θανάτωνε έναν άνθρωπο, του οποίου η ευτυχία δεν είχε υπάρξει κατώτερη από τη δική του και φοβήθηκε τη θεϊκή εκδίκηση. Διέταξε να σβήσουν αμέσως την φωτιά και να τον κατεβάσουν από την πυρά, μαζί με τους συμπατριώτες του. Μα η φωτιά, θεριεμένη, δεν έσβηνε. Ο Κροίσος, που είχε διαιστανθεί τη μετάνοια του Κύρου, άρχισε να ικετεύει τον Απόλλωνα και να του υπόσχεται προσφορές, αν τον βοηθούσε να γλυτώσει από τις φλόγες. Τα δάκρυα του Κροίσου έτρεχαν στα μάγουλά του και μούσκευαν τα γένια του την ώρα που ο ανέφελος ουρανός άρχισε να σκοτεινιάζει. Βαριά σύννεφα μαζεύτηκαν πάνω από τις Σάρδεις και ταχύτατα ξέσπασε θύελλα. Η άγρια βροχή που έπεφτε με βουητό έσβησε τη φωτιά, χωρίς ο Κροίσος να πάθει τίποτα. Έτσι, γλύτωσε από έναν φριχτό θάνατο κι ο Πέρσης βασιλιάς, που κατάλαβε ότι ήταν αγαπημένος του Απόλλωνα κι άνθρωπος αγαθός, τον κράτησε κοντά του ως σύμβουλο. Κι οι συμβουλές του όλες αποδείχτηκαν σοφές, γιατί ο Κροίσος, σαν άνθρωπος που είχε σταθεί στο κατώφλι του χαμού, είχε νιώσει βαθιά μέσα του τη ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Αφού από τη μια στιγμή στην άλλη είχε βρεθεί ζωσμένος από φονικές φλόγες, με δική του υπαιτιότητα, έχοντας προκαλέσει την οργή του Πέρση, πολύ πριν ο αυτός φτάσει έξω από τα τείχη της πόλης του. 

Κι όμως, η ιστορία του Κροίσου δείχνει ότι είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο, εύκολο να σωθεί κανείς από τον αφανισμό, αρκεί η μεταμέλεια να είναι αληθινή κι η συγκυρία να βολεύει, κυρίως αυτό, γιατί πόσο συχνά να βρέχει, άραγε, στους πρόποδες του Τμώλου. Στην πραγματικότητα, αυτή η ιστορία δεν είναι και τόσο σπάνια, καθώς η εναλλαγή αυτών των καταστάσεων έχει σημαδέψει πολλές ψυχές στα αρχαία χρόνια, αλλά και μέχρι τις μέρες μας. Και τα σημάδια γίνονται ακόμα πιο βαθιά όταν την μετάβαση από τον αφανισμό στη σωτηρία, αλλά και το αντίθετο, ρυθμίζει μία ακατανόητη, τουλάχιστον φαινομενικά, συνθήκη, που οι περισσότεροι σήμερα την αποκαλούμε τύχη, ενώ κάποιοι, λιγότεροι, τη λένε πεπρωμένο.


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


 

 

 

Τέτοια ακραία συναισθήματα έζησε κι η νεαρή Παλλήνη, που σώθηκε από την πυρά με τρόπο αντίστοιχο με αυτόν του Κροίσου, αν και η αιτία που την οδήγησε σε αυτήν ήταν τελείως διαφορετική. Η Παλλήνη ήταν θυγατέρα του βασιλιά των Οδομάντων της Θράκης Σίθωνα. Όταν μεγάλωσε, η ομορφιά της κοπέλας ήταν τόσο μοναδική που προσήλκυε μνηστήρες όχι μόνο από τη Θράκη, αλλά κι από πιο μακριά, από την Ιλλυρία και τις ακτές του Τανάιδος ποταμού, που είναι σήμερα γνωστός ως «Ντον». Ο Σίθων δεν ήθελε να την παντρέψει κι, έτσι, να την χάσει. Προκαλώντας τους επίδοξους γαμπρούς να αγωνιστούν εναντίον του με έπαθλο την κόρη του, κατάφερε να σκοτώσει πολλούς από αυτούς. Πέρασαν, όμως, τα χρόνια, η δύναμή του τον εγκατέλειψε και, τελικά, αποφάσισε να αποδεχτεί την απώλεια της κόρης, καθώς και της εξουσίας του. Κάλεσε δύο μνηστήρες, αυτούς που ενέκρινε περισσότερο, τον Δρύαντα και τον Κλείτο, να μονομαχήσουν μεταξύ τους για να κερδίσουν την Παλλήνη για σύζυγό τους και, μαζί με αυτή, το βασίλειό του. Στο μεταξύ, η Παλλήνη είχε αγαπήσει τον Κλείτο κι αγωνιούσε βουβά για την έκβαση της μονομαχίας, χωρίς κανείς να γνωρίζει τα συναισθήματά της. Παρατηρώντας τα βουρκωμένα της μάτια, ο ηλικιωμένος τροφός της κατάλαβε τι έτρεχε. Επειδή την γνώριζε καλύτερα κι από τον ίδιο της τον πατέρα, κατάφερε να την κάνει να του ομολογήσει την αλήθεια και την παρηγόρησε λέγοντάς της ότι η υπόθεση θα είχε αναμφίβολα την έκβαση που επιθυμούσε. Κατόπιν, πλησίασε τον ηνίοχο του Δρύαντα και τον δωροδόκησε ώστε να μην τοποθετήσει τους πείρους στους τροχούς. Έτσι, ο Δρύας έπεσε από το άρμα του κατά την διάρκεια της μονομαχίας κι ο Κλείτος κατάφερε να τον σκοτώσει με ευκολία. Παρόλο που τα πράγματα εξελίχθηκαν ομαλά, ο Σίθων, άγνωστο πώς, αντιλήφθηκε τον έρωτα της Παλλήνης και το δόλιο σχέδιο που είχε εξυφάνει με την βοήθεια του τροφού. Χολωμένος, ετοίμασε μία τεράστια πυρά για να κάψει το σώμα του Δρύαντα και πάνω σε αυτήν σκόπευε να σφάξει την κόρη του. Και θα το είχε κάνει, αν δεν είχε εμφανιστεί ξαφνικά μία φασματική μορφή που λένε πώς ήταν η θεά Αφροδίτη. Ταυτόχρονα, συννέφιασε, ξέσπασε καταιγίδα και η ραγδαία βροχή έσβησε την πυρά. Τα θεϊκά σημάδια έκαναν τον Σίθωνα να μετανοήσει κι επέτρεψε στον Κλείτο να παντρευτεί την Παλλήνη. Το τέλος της ιστορίας αυτής είναι προφανώς καλύτερο από αυτής του Κροίσου, γιατί η βασιλοπούλα έσμιξε με τον αγαπημένο της, ενώ εμείς μόνο με την φαντασία μας, όσοι διαθέτουν δηλαδή, μπορούμε να ψηλαφήσουμε το βάθος του αχναριού που άφησε στην ψυχή της η τρομερή μετακίνηση από τον ζοφερό προθάλαμο του Άδη στα μυρωμένα δώματα του έρωτα.

 

Τελευταία αναφέρω την Αλκμήνη, γνωστή προπάντων για τον γιο της, στην οποία ήταν γραφτό να γνωρίσει παρόμοια σωτηρία από τις φλόγες. Προερχόταν από ηρωική γενιά, καθώς ήταν κόρη του βασιλιά των Μυκηνών Ηλεκτρύωνα κι εγγονή των μυθικών Περσέα και Πέλοπα. Η Αλκμήνη, ηρωική κι η ίδια, ακολούθησε τον Αμφιτρύονα, ακούσιο φονιά του πατέρα της, στη Θήβα, όπου αυτός είχε εξορισθεί. Επιθυμούσε παθιασμένα να εκδικηθεί τον χαμό των αδελφών της, που τους είχαν σκοτώσει οι Τηλεβόες, γνωστοί και ως «Ταφίοι», όταν είχαν πάει στην Τίρυνθα για να κλέψουν ζώα. Έτσι, έστειλε τον Αμφιτρύονα σε εκστρατεία εναντίον τους, τάζοντάς του ότι θα γινόταν γυναίκα του, αν γύριζε πίσω θριαμβευτής. Παρακινημένος από την γοητεία της Αλκμήνης, ο Αμφιτρύων, που την περνούσε πολλά χρόνια καθώς ήταν αδελφός της μητέρας της, ξεκίνησε με πολλούς άντρες από τη Θήβα εναντίον των ζωοκλεφτών. Κι έτσι, η Αλκμήνη έμεινε μόνη. Ο ασυγκράτητος Δίας, μαγεμένος από την ομορφιά της, πήρε τη μορφή του Αμφιτρύονα και την πλησίασε υποκρινόμενος ότι ήταν εκείνος κι είχε μόλις επιστρέψει από την εκστρατεία. Η Αλκμήνη, χωρίς να καταλάβει τη θεϊκή απάτη, πλάγιασε μαζι του μια νύχτα αξημέρωτη, αφού ο θεός, για να χαρεί τον έρωτα της θνητής και να καταλαγιάσει τον πόθο του είχε διατάξει τον Ήλιο να μην ανατείλει κάνοντας εκείνη τη νύχτα να κρατήσει για τρεις. Μάλιστα, για τον λόγο αυτόν ο Ηρακλής, το παιδί που έφερε η Αλκμήνη στον κόσμο μετά από εκείνη την ερωτική βραδιά, λεγόταν και «τριέσπερος» ή «τρισέληνος». Επιστρέφοντας, την επόμενη μέρα, ο Αμφιτρύων βρήκε την Αλκμήνη αδιάφορη για τις περιπέτειες του στην εκστρατεία που είχε πραγματοποιήσει για χάρη της. Βαριεστημένη του απάντησε πως όλα αυτά τα γνώριζε, αφού της τα είχε διηγηθεί την προηγούμενη βραδιά. Μπερδεμένος, αλλά και ζωσμένος από τα φίδια της ζήλιας, ο άντρας αποφάσισε να ρίξει την Αλκμήνη στην πυρά για να τιμωρήσει την προσβολή. Μόλις, όμως, οι καπνοί της πυράς είχαν αρχίσει να πυκνώνουν κρύβοντας την γυναίκα από τα μάτια των παρευρισκομένων, ο Δίας έστειλε μια δυνατή βροχή που έσβησε τις φλογες που θα κατέκαιαν το αγαπημένο κορμί. Μπροστά σε αυτό το θαύμα, ο Αμφιτρύων δείλιασε και στράφηκε στον μάντη Τειρεσία για να φωτιστεί. Έτσι έμαθε το σμίξιμο της γυναίκας του με τον θεό κι αναγκάστηκε, θέλοντας και μη, να αποδεχτεί τα πράγματα, αφού μετά από εννέα μήνες η Αλκμήνη έφερε στον κόσμο τον Ηρακλή, που έμελλε να γίνει ημίθεος, πλησιάζοντας τον Όλυμπο όσο κανένας άλλος θνητός. 

Το θαύμα που μόλις αφηγήθηκα το έχουν απεικονίσει πολλοί αγγειογράφοι κι είναι γνωστές οι παραστάσεις που δείχνουν την Αλκμήνη, ερυθρόμορφη και θλιμμένη, να κάθεται σε μία στοίβα ξύλα υψώνοντας ικέτισσα το χέρι προς τον ουρανό, από όπου πέφτουν μεγάλες σταγόνες. Μάλιστα, στον κωδονόσχημο κρατήρα, που από την Καμπανία κατέληξε στο Λονδίνο, την βροχή την ρίχνουν δύο κοπέλες, οι περίφημες Υάδες, από υδρίες. Αυτές είναι οι νύμφες που ανέθρεψαν τον Διόνυσο, θεό που στις γιορτές του πάντα έβρεχε. Η ονομασία τους βγαίνει από το ρήμα «ύω», που σημαίνει στέλνω βροχή κι έχει να κάνει με τα κλάματα και τους θρήνους τους για τον χαμό του αδελφού τους Ύαντα. Για να τις ανακουφίσει από την αβάσταχτη θλίψη, ο Δίας, σπλαχνικός σε αυτήν την περίσταση, τις μεταμόρφωσε σε αστέρια, η εμφάνιση των οποίων στο ουράνιο στερέωμα, κοντά στις Πλειάδες, συμπίπτει με την εποχή των ανοιξιάτικων βροχών. Τα πράγματα, όμως, δεν είναι ακριβώς έτσι, εδώ που φτάσαμε πιστεύω πως είναι ξεκάθαρο σε όλους, αφού, όπως δείχνουν οι ιστορίες του Κροίσου, της Παλλήνης και της Αλκμήνης, τα δάκρια των Υάδων δεν είναι πάντα πικρά, ίσως πιο συχνά γλυκά παρά φαρμακωμένα, ή κι από τα δύο, οι πιο κατάλληλοι σύντροφοι για την μετάβαση μεταξύ των καταστάσεων νοτίζοντας τις ακμές, λειαίνοντας, μαλακώνοντας, ρευστοποιώντας και διευκολύνοντας την κίνηση.