Αχ, Μάγα, πάνω σε κάθε γυναίκα που σου έμοιαζε έπεφτε σαν εκκωφαντική σιωπή μία κοφτερή και κρυστάλλινη παύση, που στο τέλος κατέρρεε θλιβερά σαν μουσκεμένη ομπρέλα που κλείνει. Ακριβώς σαν ομπρέλα. Ίσως θα θυμάσαι, Μάγα, εκείνη την παλιά ομπρέλα που θυσιάσαμε σε μια ρεματιά του Παρκ Μονσουρί ένα παγωμένο απόγευμα του Μάρτη. Την πετάξαμε εκεί γιατί την είχες βρει στην Πλας ντε λα Κονκόρντ, ήδη κάπως χαλασμένη, και για ένα διάστημα τη χρησιμοποίησες πολύ, ιδίως για να την μπήγεις στα πλευρά των ανθρώπων στο μετρό ή στα λεωφορεία -πάντοτα αδέξια και αφηρημένη- ενώ χάζευες ή παρατηρούσες τα σχέδια που διέγραφαν δύο μύγες στο ταβάνι του βαγονιού, και εκείνο το απόγευμα άρχισε μια καταιγίδα κι εσύ θέλησες να ανοίξεις, καμαρωτή, την ομπρέλα σου όταν μπήκαμε στο πάρκο και στο χέρι σου ξέσπασε μια θεομηνία από ψυχρές αστραπές και μαύρα σύννεφα, κομμάτια σχισμένου υφάσματος, που έπεφταν απ' τις ξεγυμνωμένες μπαλένες που σπίθιζαν, και γελούσαμε σαν τρελοί ενώ είχαμε γίνει μούσκεμα και σκεφτόμασταν πως μια ομπρέλα που την βρίσκεις σε μια πλατεία πρέπει να πεθάνει αξιοπρεπώς σε ένα πάρκο κι όχι να κυλιστεί στο σιχαμερό κύκλο των σκουπιδιών και του ρείθρου.
Julio Cortasar, Το κουτσό (1963),
μτφρ. Κώστα Κουντούρη για τις εκδόσεις Εξάντας (1988)
No comments:
Post a Comment