Πριν από χρόνια, την Ημέρα των Πεσόντων, ο πατέρας μου και άλλοι
βετεράνοι παρήλαυναν φορώντας τα στρατιωτικά τους χιτώνια. Εγώ έπαιζα
στην μπάντα. Διασχίσαμε συντεταγμένοι το χωριό και φτάσαμε στο
νεκροταφείο. Έβρεχε. Απ' τη θέση μου χάζευα τους οπλίτες που εκτελούσαν
τα παραγγέλματα αγέρωχοι και καμαρωτοί. Τα διαστήματα ανάμεσα στις βολές
ήταν χρονομετρημένα στην εντέλεια· τέσσερις φορές άστραψαν τα όπλα τους
και άλλες τόσες αντήχησε ο ουρανός. Η βροχή μύριζε απ' την αψάδα των
πυρών και απ' το νοτισμένο μαλλί των στολών μας. Έγινε ησυχία, ο
μαέστρος ξερόβηξε. Έκανα ένα βήμα μπροστά και άρχισα να παίζω -κάπως
παράφωνα είν' η αλήθεια- κι ένα παιδί στον απέναντι λόφο απάντησε στα
σαλπίσματά μου. Τέλειωσα πρώτος και κατέβασα την σάλπιγγα. Μόλις έσβησε
στην ομίχλη η τελευταία νότα, ένιωσα ένα τίναγμα και -μα το θεό- άκουσα
τα ακρωτηριασμένα χέρια του Έντι να χτυπούν μέσ' από το φέρετρο για να
πάψουμε.
Breece D'J Pancake, Τριλοβίτες (1983),
μτφρ. Γιάννη Παλαβού για τις εκδόσεις Μεταίχμιο (2015)
No comments:
Post a Comment