Saturday 26 December 2009

[Αναβολή]

10 Ιουνίου 1924
Βρέχει. Βροχή. Βροχή χωρίς σύννεφα. Βρέχει.

12 Ιουνίου 1924
Σήμερα έφαγα στης Αννίκας. Ψητό χοιρινό και για γλυκό ρυζόγαλο. Αννίκα, κοριτσάκι μου. Αννίκα. Έκανε τόσο κόπο να ετοιμάσει το τραπέζι. Είχε και κόκκινο κρασί από την Ιταλία. Με μυρωδιά κανέλας. Δυνατό. Πήγαινε κάτω σα νεράκι. Μετά το φαγητό κουβεντιάσαμε πολύ ώρα. Είχε ανάψει και το τζάκι. Όμορφη Αννίκα. Δεν θύμωσε, όταν της είπα πως ανέβαλε το ταξίδι. Για να μη με ερεθίσει. Μάλλον. Να έχω υπομονή πρέπει λέει. Να πάω να τον βρω εγώ. Πρέπει. Να είμαι δυνατή. Γλυκιά Αννίκα. Δε φάνηκε να ενοχλείται, όταν έκανα εμετό στο καινούριο χαλί της. Μου κράτησε το κεφάλι. Με ξάπλωσε με κρύα κομπρέσα στο μέτωπο. Με συνέφερε με το ζόρι. Της είπα πως αν ξαναπάω εκεί, θα πεθάνω. Από υπερβολική εφίδρωση. Και τσιμπήματα κουνουπιών. Πριν μία ώρα άνοιξε με τα κλειδιά μου την εξώπορτα κατάκοπη. Είπε πως περιμένει μωρό. Το είπε ψιθυριστά. Σα να ντρεπόταν.

13 Ιουνίου 1924
Απόφαση που δεν πρόκειται να πάρω πίσω: δεν πηγαίνω ξανά. Εκεί. Ποτέ. Εκεί. Ναι. Θα πάω. Διάβασα ξανά το γράμμα του.


«Βουνί, 7 Μαΐου 1924
Γλυκιά μου Ίλκε
Ελπίζω η επιστολή μου να σε βρίσκει υγιή και ευδιάθετη. Αυτό το δεύτερο είναι πολύ σημαντικό, αγάπη μου, γιατί τα νέα μου δεν είναι διόλου ευχάριστα. Λατρεμένη μου, φοβάμαι πως πρέπει να αναβάλω το ταξίδι που είχα προγραμματίσει για τον επόμενο μήνα.
Ίλκε, συμπάθα με για τη στενοχώρια που σου φέρνει αυτό το γράμμα. Ξέρω πως δεν είναι εύκολο για σένα. Κι εσύ πιστεύω πως ξέρεις πόσο με στεναχωρεί να είμαι μακριά σου, πόσο μου λείπουν τα μάτια σου, το απαλό σου δέρμα. Πάνε κιόλας πέντε μήνες από τη μέρα που έφυγες. Πόσο γρήγορα πέρασαν. Ο καιρός που ζήσαμε μαζί στο Κούριο είναι ο παράδεισος μου, τον φέρνω στο μυαλό μου κάθε φορά που οι περιστάσεις γίνονται πιο απαιτητικές.
Όπως τώρα, που οι ανασκαφές μας είναι πολύ αποδοτικές, ο συντριπτικός αριθμός των ευρημάτων δε μου επιτρέπει να λείψω ούτε μία ημέρα. Ίλκε, το Βουνί, το μαγικό, ονειρεμένο βουνό που σου έλεγα στο προηγούμενο γράμμα, ήταν μία θαυμαστή αποκάλυψη. Αφού μας βασάνισε τρεις εβδομάδες, αινιγματικό σαν τη Σφίγγα, αποφάσισε να αποκαλύψει τα μυστικά του και να φανερώσει το πολυτελές ανάκτορο που έκρυβε στα σπλάχνα του όλες αυτές τις εκατοντάδες χρόνια. Ίλκε, αγάπη μου, φαντάσου, ένα ολόκληρο αρχαϊκό ανάκτορο!
Η δουλειά μοιάζει να μην έχει τελειωμό. Ο χρόνος μας πιέζει αφόρητα και η χρηματοδότηση δεν μπορεί, όπως καταλαβαίνεις, να διαρκέσει επ’ άπειρον. Μας περιμένουν τουλάχιστον ακόμα έξι θέσεις, -σημειώνω πως τουλάχιστον οι τρεις έχουν μυκηναϊκή φάση- αλλά δεν μπορούμε να αφήσουμε την ανασκαφή εδώ στο Βουνί στη μέση. Έτσι, πήρα την απόφαση να μεταθέσω αυτό το ταξίδι.
Μη με μισήσεις, Ίλκε μου, φοβάμαι πως δεν είμαι σε θέση να πω πότε θα μπορέσω να πετάξω στην αγκαλιά σου. Γιατί δεν έρχεσαι ξανά εσύ, έλα εσύ αντί για εμένα. Έχω να σου δείξω τόσα πράγματα, καινούρια ευρήματα, μέρη και ανθρώπους.
Να με σκέφτεσαι. Σε περιμένω. Έλα.
Σου στέλνω χίλια φιλιά, Έιναρ»


Σταμάτησαν για μεσημέρι λίγο πιο αργά από το συνηθισμένο, κατά τις τρεις. Τα ευρήματα ήταν αμέτρητα, η δουλειά ατελείωτη, δεν γινόταν να διακοπεί, όμως ο ήλιος έκαιγε. Τα τζιτζίκια λυσσομανούσαν πάνω στη χαρουπιά που έστεκε με τα φύλλα ακίνητα. Παρόλη τη ζέστη, στο γεύμα ήπιε δύο ποτηράκια κρασί μαζί με τους άλλους. Γελούσε. Τσούγκριζαν τα ποτήρια με δύναμη και φώναζαν «καλά τελειώματα». Σαράντα λεπτά αργότερα, ζαλισμένος, σύρθηκε στην σκηνή του με το ανασκαφικό ημερολόγιο κάτω από τη μασχάλη. Ξάπλωσε στο αριστερό του πλευρό πάνω στο ράντζο και καθώς ετοιμαζόταν να ανοίξει το σημειωματάριο του, ήρθε εκείνη η νάρκη, στην οποία είχε πάψει τα αντιστέκεται εδώ και μερικές εβδομάδες. Το σκληρό τετράδιο κύλησε κάτω και τα επιστολόχαρτα σκορπίστηκαν στο χώμα.

Το βράδυ κατέβηκε μαζί με τον Έρικ, τον Άλφρεντ και τον Πάμπο στο χωριό για το πανηγύρι της Αγίας Ειρήνης. Είχαν στήσει μεγάλα τραπέζια γύρω-γύρω, στην αυλή της εκκλησίας. Σέρβιραν αρνί ψημένο στη σούβλα και κρασί από τα αμπέλια της Μόρφου. Στο κέντρο της αυλής δύο μουσικοί, ο ένας με βιολί και ο άλλος με λαούτο, έπαιζαν σκοπούς, άλλοτε αργόσυρτους και άλλοτε πιο γρήγορους. Νέοι άντρες και γυναίκες λικνίζονταν με χάρη, μαζί κι η αδελφή του Πάμπου με τα μαύρα της μαλλιά αλογοουρά να τινάζονται στους ώμους της. Ο αέρας ήταν δροσερός, μύριζε γιασεμί και θάλασσα. Καθώς έγειρε πίσω το κεφάλι να στραγγίξει το ποτήρι του, είδε τον ουρανό χαμηλωμένο, τα αστέρια να κρέμονται πάνω από το κεφάλι του. Όσο η τελευταία γουλιά κυλούσε στον φάρυγγά του, υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι δε θα το ανέβαλλε άλλο. Το πρώτο πράγμα που θα έκανε το επόμενο πρωί, θα ήταν να γράψει το γράμμα. Αύριο το δίχως άλλο.

Εργαστήρι τέχνης του λόγου (νουβέλα)
ΕΚΕΒΙ, Δεκέμβριος 2009

No comments:

Post a Comment