Thursday 3 December 2009

[Medelhavsmuseet, Στοκχόλμη]













Βιαστικό δεκάλεπτο περπάτημα μέσα στο κρύο. Ανεβαίνεις τα σκαλιά. Ψιχαλίζει. Βγάζεις τα γάντια σου και γλιστράς το δεξί χέρι στην τσέπη. Στο βάθος της βρίσκεις το κινητό τηλέφωνο. Δεν υπάρχει κανένα μήνυμα. Πατάς το πλήκτρο της αθόρυβης λειτουργίας. Ισιώνεις το παλτό σου και ακουμπάς τα δάχτυλά στο παγωμένο μεταλλικό πόμολο. Σπρώχνοντας με όλο σου το βάρος ανοίγεις την τεράστια πόρτα. Η ζεστή και υγρή ατμόσφαιρα της αίθουσας σε αρπάζει από το λαιμό. Ο υπάλληλος της υποδοχής με τα ανοιχτογάλανα, σχεδόν διάφανα μάτια σε στέλνει στον δεύτερο όροφο.

Ανεβαίνεις με τα πόδια. Θες να ρίξεις μία ακόμα ματιά στην έκθεση του πρώτου ορόφου. Η αίθουσα είναι άδεια, εκτός από έναν φύλακα που στέκεται στην αριστερή παραστάδα της εισόδου. Ο χώρος είναι φωτισμένος με κρυφούς προβολείς, σκιερός κατά τόπους. Περπατάς αργά ανάμεσα στις γυάλινες προθήκες. Αφήνεις τα μάτια σου να αγκαλιάσουν τα αντικείμενα, χωρίς να δίνεις ιδιαίτερη προσοχή σε κανένα από αυτά. Οι μόνοι θόρυβοι που ακούγονται είναι τα βήματα σου και ο ήχος από τα βλέφαρα του φύλακα που ανοιγοκλείνουν. Ο διάδρομος σε οδηγεί σε μία μεγάλη βιτρίνα, πίσω από την οποία στέκονται αμέτρητα πήλινα αγάλματα· μικρά και μεγάλα· πολεμιστές με κράνη, ιππείς σε χοντροπόδαρα άλογα, ιερείς με μακριούς χιτώνες και περίπλοκα περιδέραια, βοσκοί με μοσχαράκια περασμένα στους ώμους, προσκυνητές με φρούτα και λουλούδια στα χέρια. Το ηλεκτρικό φως τινάζεται σαν φίδι πάνω στις πορτοκαλοκόκκινες κοκκώδεις επιφάνειες. Σε μαγνητίζει. Το κεφάλι σου αδειάζει.

Στο πλάι της προθήκης υπάρχει ένα μακροσκελές κείμενο. Ασπρόμαυρες φωτογραφίες σε μεγάλο μέγεθος, τα στάδια της αποκάλυψης του μοναδικού συνόλου. Ο αρχηγός της αποστολής, γονατισμένος στο έδαφος, καθαρίζει με ένα σκουπάκι το χώμα από ένα μικρό κένταυρο. Είναι ξανθωπός, λίγο πιο ανοιχτόχρωμος από σένα. Φοράει φαρδιά βερμούδα, λευκό πουκάμισο, κάλτσες μέχρι το γόνατο, χαμηλά μποτάκια και κάσκα, σαν κι αυτήν που φόραγαν οι εξερευνητές στην Αφρική. Μοιάζει σαραντάρης, μπορεί και νεότερος. Προσηλωμένος στη δουλειά του, φαίνεται πως δεν πήρε είδηση αυτόν που τράβηξε τη φωτογραφία. Δεν τον αγγίζει η ζέστη, ούτε η κούραση. Τα ρούχα του ατσαλάκωτα. Το πρόσωπο προφίλ, η γραμμή της μύτης ολόισια και στο στόμα ένα μικρό χαμόγελο.

Φέρνεις στο μυαλό σου το πορτραίτο του ηλικιωμένου με τα μικρά, ευγενικά μάτια στο εσώφυλλο των απομνημονευμάτων του κι αφήνεις τις δεκαετίες να περάσουν από πάνω σου σαν παλιρροϊκό κύμα. «Η Κύπρος είναι το άλφα και το ωμέγα» κι εσύ διάβασες το βιβλίο τρεις φορές, για να βρεις πόσο μακριά από την πατρίδα βρισκόταν αυτά τα τέσσερα χρόνια. Και είναι αλήθεια πως τα ημερολόγια του, αυτά που σε περιμένουν δερματόδετα στον επάνω όροφο, τα ψάχνεις όχι μόνο για να βρεις πράγματα που δεν δημοσίευσε για τον αποικισμό των Μυκηναίων. Τελικά, το ξέρεις, έτσι είναι.

Ξεθωριασμένο μπλε μελάνι σε λευκό χαρτί που τρίζει από τα χρόνια. Μυρωδιά καφέ από την κούπα του βιβλιοθηκάριου. Κοιτάζεις τα μικρά στρογγυλά γράμματα, τοποθετημένα σε ολόισιες αράδες, σελίδα τη σελίδα. Διαβάζεις. Κρατάς σημειώσεις. Τα δικά σου γράμματα είναι μεγάλα και ακατάστατα. Διαβάζεις ξανά. Αναζητάς λέξεις διορθωμένες, προτάσεις που γράφτηκαν με όχι τόσο σταθερό χέρι, κουβέντες ακυρωμένες, παραγράφους διαγραμμένες, σελίδες κομμένες, αισθήματα ματαιωμένα, σκέψεις αποκηρυγμένες. Καθώς η προσπάθειά σου γίνεται πιο εντατική, πέφτει σα βάρος στους ώμους σου μία απρόσμενη απελπισία. Και ένας εκνευρισμός για την μεθοδικότητά του. Και μία περιφρόνηση για την αυτοσυγκράτησή του. Όμως, στο κάτω μέρος μίας άγραφτης σελίδας βρίσκεις το σκίτσο μίας γυναίκας με μεγάλα μάτια και σκούρα, μακριά μαλλιά. Το φωτογραφίζεις με την μικρή, ψηφιακή σου κάμερα. Κρυφά, χωρίς να σε δει ο βιβλιοθηκάριος.

Βγαίνοντας από την αίθουσα ξανακοιτάζεις το τηλέφωνο. Τίποτα ακόμα. Πατάς το πλήκτρο της απενεργοποίησης. Η κίνηση σε εξουθενώνει. Νιώθεις κατάκοπη. Ψάχνεις να βρεις το ασανσέρ, τα γόνατά σου δε σε σηκώνουν. Χαιρετάς με ένα νεύμα τον υπάλληλο στην υποδοχή. Δεν εμπιστεύεσαι τον ήχο της φωνής σου. Όταν, πριν δέκα λεπτά, είπες στον βιβλιοθηκάριο ότι θα χρειαστείς τους τόμους του ημερολογίου και την επόμενη ημέρα, σου φάνηκε τσιριχτή, αντιπαθητική.

Κοντοστέκεσαι στην είσοδο. Τώρα βρέχει δυνατά. Ξέχασες την ομπρέλα στο ξενοδοχείο. Φοράς βιαστικά τα γάντια σου. Ξεχύνεσαι στο πεζοδρόμιο. Μετά από τέσσερα τετράγωνα χώνεσαι στην εσοχή που δημιουργεί το περιθύρωμα ενός παμπάλαιου κτιρίου. Προφυλαγμένη, βγάζεις το δεξί γάντι και ανοίγεις την τσάντα σου. Βλέπεις ότι το σημειωματάριο είναι εκεί. Ανακουφίζεσαι. Έπειτα βγάζεις το τηλέφωνο και πατάς το πλήκτρο της ενεργοποίησης. Κάποιες αδέσποτες παγωμένες σταγόνες βρίσκουν τα ξαναμμένα μάγουλά σου. Σχηματίζεις τον αριθμό. Παίρνεις βαθιά ανάσα. Η φωνή του ακούγεται βραχνή. Ζητάς συγνώμη που τον ξύπνησες. Ρωτάει τα νέα σου, πως είναι η Στοκχόλμη και αν προχωράς με την έρευνα. Όταν είναι κουρασμένος, η προφορά του γίνεται ακόμα πιο έντονη. Εσύ μιλάς αργά και σιγανά. Του λες πως θες να κουβεντιάσετε. Σοβαρά. Την πρότασή του. Αργεί να απαντήσει. Ιδέα σου είναι. Μάλλον. Μόλις επιστρέψεις στην Αγγλία θα τα πείτε. Τι σε έπιασε τώρα;

Κλείνεις και ξαναφοράς το δεξί γάντι. Σου παίρνει ένα τέταρτο να φτάσεις στο ξενοδοχείο. Έχει ήδη σκοτεινιάσει. Βιάζεσαι. Πρέπει να ετοιμαστείς για το γεύμα με τον καθηγητή Όστρομ και την ομάδα του. Δεν ξέρεις τι να φορέσεις και πρέπει να καθαρίσεις και τα παπούτσια σου από την λάσπη. Ένα τέταρτο της ώρας αργότερα, καθισμένη στον πυθμένα της μπανιέρας, μαζεύεις δύναμη για να λυγίσεις τα γόνατα και στηρίζεις τα χέρια σου στο χείλος του πορσελάνινου αγγείου, να σηκώσεις το κορμί σου πάνω από το χλιαρό νερό. Η ψυχρή υφή σε ανατριχιάζει. Θυμάσαι. Θυμάσαι. Εκείνα τα τσακισμένα ξίφη που είδες προχτές στην αποθήκη του μουσείου. Που βρήκαν οι Σουηδοί θαμμένα σε τάφους της Λαπήθου. Βαριές λάμες με πλάτος τέσσερα δάχτυλα, με διπλό αυλάκι για να κυλάει το αίμα από την κορυφή μέχρι την μύτη, διπλωμένες στη μέση. Θανατωμένες. Τελειωμένες. Μια σκέψη ξεπηδάει. Τα παιδιά του Αγαπήνορα δεν είδαν ποτέ τα μεστά στάχια να παίζουν με τον αέρα στην αργολική πεδιάδα.

Εργαστήρι τέχνης του λόγου (νουβέλα)
ΕΚΕΒΙ, Δεκέμβριος 2009

No comments:

Post a Comment