Έβρεχε
το βράδυ που συναντήθηκαν· ήταν μια
σιγανή Οκτωβριανή βροχή. Η νύχτα θα
έπρεπε κανονικά να είχε φεγγάρι, καθαρό
ουρανό και τσουχτερή παγωνιά, αλλά δεν
ήταν έτσι. Έβρεχε και μικρές λακούβες
γυάλιζαν κάτω από τις λάμπες της Οδού
Μέην. Στα σκοτεινά δάση, πέρα από το Φέαρ
Γκράουντ, τα μαύρα δέντρα έσταζαν. Τα
φύλλα τους στοιβάζονταν στις ρίζες που
εξείχαν από το έδαφος. Οι πίσω κήποι των
σπιτιών στο Ουάινσμπεργκ ήταν γεμάτοι
πατατιές. Όσοι ετοιμάζονταν για βραδινή
έξοδο το μετάνιωναν κι έμεναν μέσα. Ο
Τζωρτζ Ουίλλαρντ περιφερόταν μέσα στη
βροχή· ήταν χαρούμενος που έβρεχε.
Έμοιαζε με τον Ήνοκ Ρόμπινσον που έβγαινε
τα βράδια από το δωμάτιό του και
περιφερόταν στους δρόμους. Μόνο που ο
νεαρός είχε μεγαλώσει και δεν θεωρούσε
ανδρικό να κλαίει και να σαχλαμαρίζει
κανείς. Εδώ κι ένα μήνα η μητέρα του ήταν
σοβαρά άρρωστη, γεγονός που του προξενούσε
μελαγχολία, δίχως όμως να είναι η κύρια
αιτία της. Σκεφτόταν τον εαυτό του και
τέτοιες σκέψεις πάντα προκαλούν θλίψη
στους νέους.
Sherwood
Anderson, Ουάινσμπεργκ, Οχάιο, 1919
(μτφρ.
A. Αποστολίδη για τις
εκδόσεις Μέδουσα, 1991)
No comments:
Post a Comment