Wednesday 11 November 2020

Νύχτα-ξημέρωμα-πρωί

Εμπρός; Εσύ είσαι; Δεν ακούω καλά.  
Όχι, δεν με ξυπνάς, λίγο ξεκουραζόμουν στον καναπέ. Καθόλου δε με ξυπνάς.
Έλα, εμπρός; Στο ξενοδοχείο είσαι, πού είσαι, δεν σε ακούω. Πού είσαι; 
Εγώ ακόμα στο σπίτι. Από προχθές. Χθες είχε λιακάδα από το πρωί, δεν βγήκε κανείς. Σ’ έπαιρνα τηλέφωνο όλη μέρα. Πού χάθηκες; 
Ακόμα σπίτι, ναι, περιμένω. Τα ξημερώματα είπαν. Δεν παρακολουθείς το δελτίο; 
Στέκομαι πίσω από την μπαλκονόπορτα τώρα. Βλέπω τους απέναντι παραταγμένους πίσω από την τζαμαρία. Ο πατέρας, εκείνος ο μελαχροινός με το μουστάκι, μου κουνάει μια ομπρέλα. 
Το ημερολόγιο λέει «σελήνη δώδεκα ημερών», αλλά τα σύννεφα δεν αφήνουν να φανεί τίποτα. Παρ’ όλα αυτά δεν είναι σκοτεινά, τα φώτα όλων των σπιτιών είναι αναμμένα. Και τα φανάρια στους κήπους. Μοιάζει με παραμονή Πρωτοχρονιάς. 
Χωρίς ιδιαίτερο λόγο, νιώθω αισιόδοξος. Το εννοώ, δεν είναι λόγια. Τα σύννεφα έχουν ένα βαθιά μολυβί χρώμα. Σήμερα θα προλάβω. Είπαν θα βρέχει αρκετές ώρες. Μπορεί και μέχρι το μεσημέρι. Μη φοβάσαι, θα πάρω μαζί μου και τη σκούφια. Για κάθε ενδεχόμενο. Μην ανησυχείς για μένα. Πιστεύω πως δεν ανησυχείς στ’ αλήθεια. Οπότε δεν υπάρχει πρόβλημα. 
Τη χθεσινή μέρα την πέρασα κλεισμένος μέσα, τηλεφωνώντας σου. Είχα σφραγίσει τις μπαλκονόπορτες μεθοδικά. Τα μικροσωματίδια θα ήταν «εξαιρετικά αυξημένα καθ όλη τη διάρκεια της ημέρας», έτσι είπανε. 
Εμπρός, δεν σ ακούω, τι λες; 
Δεν θα με ενοχλούσε αν ανησυχούσες πάντως. 
Να την, ξεκινάει. 
Μετά τις πρώτες σταλαγματιές δυναμώνει απότομα. Ακούς το θόρυβο που κάνει στα τζάμια; 
Σε πέντε λεπτά ο αέρας θα έχει καθαρίσει. Θα είναι εντάξει, ναι. Σε δέκα λεπτά θα βγω. Νοιάζεσαι;
Το αδιάβροχό μου το φοράω, το είχα βάλει πριν ξαπλώσω. Θα μου άρεσε να βραχώ. Αφού ξεπλυθούν τα μικροσωματίδια, βέβαια. Θυμάσαι εκείνη τη βραδιά στο λιμάνι; Μη λες ναι, αφού δεν τη θυμάσαι. 
Ακούς τη βοή; 
Πίσω από την εξώπορτα ο δρόμος γυαλίζει βρεγμένος κάτω από τους προβολείς των αυτοκινήτων. Το πεζοδρόμιο έχει αρχίζει να γεμίζει με ανθρώπους. 
Περιμένω στο φανάρι, να περάσω τη διάβαση. Στο βάθος, κατά μήκος της σκοτεινής έκτασης του νεκροταφείου ανάβουν φωτάκια. Φαντάζομαι ανθρώπους σκυφτούς πάνω από τα καντήλια. Δεν τους βλέπω, αλλά ξέρω πως έχουν σχηματίσει ουρά στην είσοδο. Κάθε φορά αυτό γίνεται. Άσχετα με την ώρα ή τη μέρα. Το έχω παρατηρήσει. 
Περνάω τον δρόμο, στρίβω αριστερά. Δεν τρέχω, υπάρχει φόβος να γλιστρήσω. Θα προλάβω σου λέω. 
Προσπερνάω μια γυναίκα που σπρώχνει ένα παιδικό καρότσι κάτω από μια τεράστια ομπρέλα. Κρίμα που δεν υπάρχει φεγγαρόφωτο. Θα σε γοήτευε νομίζω. 
Στην πλατεία, κάποιοι πίνουν καφέ, όρθιοι κάτω από πλαστικές τέντες. Οι περισσότεροι περπατούν βιαστικά. Ομπρέλες συγκρούονται. 
Τα φώτα της βιβλιοθήκης είναι αναμμένα όλα. Εορταστικά, όπως σου είπα πριν. Αποφασίζω να μην σταματήσω. Δεν θα ήταν καλή ιδέα να το ρισκάρω, σωστά; 
Μαζί με το νερό της βροχής, τα μικροσωματίδια παρασύρονται σε ρείθρα, σωλήνες κι υπονόμους. Tο πολυκατάστημα με τους έντεκα ορόφους λαμποκοπάει, ενώ ο συννεφιασμένος ουρανός έχει αρχίζει να φωτίζεται αμυδρά στα ανατολικά. 
Δεν κάνω στάσεις. Έχω απόλυτη συνείδηση του σακιδίου που κρέμεται στους ώμους μου. Κρατάω το βήμα σταθερό. Δεν θέλω να κυλιστώ στο βρεγμένο πεζοδρόμιο. Μη νοιάζεσαι, αυτή τη φορά θα προλάβω. Πόσο γρήγορα νομίζεις ότι μπορώ να περπατήσω μ όλους αυτούς γύρω μου; 
Φθάνω στο πάρκο, που αναδύει μυρωδιά βρεγμένου χώματος. Δεν γίνεται να μην επιβραδύνω, το ξέρεις αυτό. Η μοσχομυριστή μάζα των δέντρων. Επιβραδύνω. 
Η ουρά ξεκινάει στην επόμενη διασταύρωση. Στέκονται εφ’ ενός ζυγού, άντρες, γυναίκες, παιδιά. Με σακίδια σαν το δικό μου, ή και λίγο μεγαλύτερα. Μισοκρυμμένοι, κάτω από τις ομπρέλες. Αν ήσουν εδώ, θα μοιραζόμασταν την ομπρέλα μου. Παρόλο που δεν βλέπω κανένα ζευγάρι. Όλοι μονοί είναι. Παίρνω θέση πίσω από τον τελευταίο, είναι ψηλός, με μακριά μαλλιά, βαμμένα ξανθά. Από εδώ δεν φαίνεται ο σταθμός που είναι τρία τετράγωνα παρακάτω.  
Προχωράμε αργά, σχεδόν ανεπαίσθητα. Ο μπροστινός αλλάζει αδιάκοπα το πόδι όπου ρίχνει το βάρος του. Δεν γίνεται να μην το προσέξω, καθώς μεταφέρει την κίνηση και στην ομπρέλα του. Η παρατήρηση αυτής της εναλλαγής είναι κουραστική.
Προσπαθώ να κοιτάζω γύρω κι όχι ευθεία μπροστά μου. Τα πάντα είναι τυλιγμένα με ένα ασπριδερό φως. Ξημέρωσε. Ο σταθμός εκπέμπει άτονες ανταύγειες στο βάθος. Πίσω μου η ουρά χάνεται στην στροφή. Περιμένουμε, άνθρωποι άυπνοι, με στόματα στεγνά. Και βουβά. Τόσες ώρες δεν έχω ξεστομίσει λέξη. 
Το μεγάλο ρολόι του δημαρχείου χτυπάει εννιά. Πόσες ώρες βρίσκομαι εδώ; Τα πέλματά μου καίνε. Χοροπηδάω επί τόπου. Παρατηρώ ότι δεν βλέπω πια τους μικρούς κρατήρες που αφήνουν οι σταγόνες της βροχής στην υδάτινη επιφάνεια του πεζοδρομίου. Βλέπω τον μπροστινό μου να κοιτάζει κάτω και να φέρνει το ελεύθερο χέρι του στο πηγούνι. 
Όπως αντιλαμβάνεσαι, είναι ζήτημα ελάχιστων δευτερολέπτων. 
Βλέπω την ουρά να διαλύεται. Τα μέλη της να κινούνται προς όλες τις δυνατές κατευθύνσεις. Την απογοήτευση την καταλαβαίνω από τον βηματισμό τους, αν και είναι ταχύς, ώστε να επιστρέψουν σπίτια τους έγκαιρα. Την απελπισία τη βλέπω στον τρόπο που κλείνουν τις ομπρέλες. Δεν χρειάζεται να κοιτάξω τα πρόσωπά τους. 
Η παρατηρητικότητά μου είναι στ’ αλήθεια αυξημένη τον τελευταίο καιρό. Τα μικροσωματίδια, βλέπεις. 
Στρέφομαι κι εγώ προς μία κατεύθυνση. Κλείνω την ομπρέλα μου. Απελπισμένος που φεύγω χωρίς εισιτήριο. Επιστρέφω περπατώντας, απογοητευμένος που δεν πρόλαβα πάλι. Το βήμα μου ταχύτερο τώρα. Παρόλο που φοβάμαι μην πέσω.


 

No comments:

Post a Comment