Μα τι με ρωτάτε τώρα, μήπως νομίζετε πως προχθές ήταν η πρώτη φορά που ανέβηκα στο Γερακαριό; Αστεία πράγματα. Κοιτάξτε, εγώ αυτήν την ανάβαση την πραγματοποιώ κάθε εβδομάδα. Μάλιστα, κύριε, τα τελευταία έξι έτη. Κάθε Κυριακή, μετά το πρόγευμα, απαρεγκλίτως. Βλέπω ότι σας προξενεί κατάπληξη, προφανώς δικαιολογημένα. Νομίζω πως διακρίνω και κάποια δυσπιστία στο βλέμμα σας. Εν τούτοις, μη σας ξεγελά η εμφάνισή μου. Μπορεί να έχω πάρει κάποιο βάρος προσφάτως, αλλά σας διαβεβαιώ πως παραμένω αθλητική σαν έφηβος, ευέλικτη σαν χέλι και, προπάντων ανθεκτική σαν ταύρος. Ρωτήστε και τους μαθητές μου, αν δε με πιστεύετε.
Τέλος πάντων, στο βουνό ανεβαίνω ανεξαρτήτου εποχής, χειμώνα-καλοκαίρι. Εκτός από την απαραίτητη σωματική άσκηση, μου παρέχει την δυνατότητα για ενδοσκόπηση και επικοινωνία με το ούτως ειπείν Θείο. Τα στοιχεία της φύσεως δεν με πτοούν, τουναντίον. Ούτε μία Κυριακή δεν έχω παραλείψει, από τότε που τέλεσα το μνημόσυνο για τον χρόνο του μακαρίτου του συζύγου μου. Επομένως, δεν βλέπω δια τι να μην ανεβώ προχθές. Δεν καταλαβαίνω πώς το εννοείτε. Γιατί θα έπρεπε να με πτοήσει η συννεφιά, όσο βαριά κι αν ήτο; Ξέρετε πόσες φορές έχω αναρριχηθεί μετά από χιονόπτωση ή και κατά την διάρκεια αυτής;
Δεν έχετε καθόλου άδικο, κύριέ μου. Τω όντι καμαρώνω. Είμαι υπερήφανη αφενός μεν για τη φυσική μου κατάσταση, αφετέρου δε για τη συνέπεια του χαρακτήρος μου. Για αυτό το τελευταίο, προπάντων. Και επαναλαμβάνω. Ούτε μία Κυριακή δεν έχει περάσει χωρίς να επισκεφθώ το Γερακαριό. Φροντίζω για την ασφάλειά μου βεβαίως. Με βοηθούν τα ειδικά υποδήματα που προμηθεύτηκα μέσω ταχυδρομείου, καθώς στα εδώ καταστήματα ούτε καν ξέρουν τι σημαίνει «αναρρίχησις». Το καλοκαίρι φορώ ένα αντιανεμικό πανωφόρι, ενώ τον χειμώνα έναν βαρύ επενδύτη στρατιωτικής φύσεως. Με τέτοιον εξοπλισμό γιατί θα έπρεπε, λέτε, να δειλιάσω μπροστά στην πιθανότητα να με βρει η βροχή καθ’ οδόν; Αστεία πράγματα.
Τώρα που το αναφέρετε, ναι, τον συνάντησα τον υιό του ιερέως. Στο πλάτωμα της Καλογριάς, όπου είχα κάνει μία σύντομη στάση, προκειμένου να ξεκουραστώ. Κατερχόταν από το διάσελο, υπέθεσα ότι έκανε περίπατο. Μόλις με είδε όμως, αύξησε την ταχύτητα του και διήλθε δίπλα μου σχεδόν τρέχοντας, χωρίς να μου απευθύνει τον παραμικρό χαιρετισμό. Την ώρα εκείνη εγώ είχα τα μάτια μου κλειστά και απήγγειλα ένα παλαιό ιρλανδικό ποίημα. Ασφαλώς ο αγενέστατος νεαρός πίστεψε ότι δεν τον αντιλήφθηκα. Ρωτάτε πώς και σας απαντώ. Διαθέτω ιδιαίτερα αυξημένη περιφερειακή όραση, η οποία είναι ενεργή και κάτω από τα βλέφαρα. Δυσπιστείτε εκ νέου παρατηρώ. Εμπάσει περιπτώσει, δεν ασχολήθηκα με τον Μανωλάκη και συνέχισα την απαγγελία, διότι το εν λόγω ποίημα απαιτεί μεγάλη αυτοσυγκέντρωση. Οι συνέπειες που είναι δυνατόν να επιφέρει η παράλειψη κάποιων στίχων μπορεί να αποβούν μοιραίες. Όχι, δεν μπορώ να σας εξηγήσω τι εννοώ. Μην επιμένετε, δεν πρόκειται να το συζητήσω περαιτέρω. Εξ άλλου δεν είναι της παρούσης.
Ναι, ίσως είχα υψώσει τα χέρια μου προς τον ουρανό, είναι πολύ πιθανόν. Προς τι η απορία σας; Μήπως παρέβην κάποιον άγνωστο σε εμένα, αν είναι ποτέ δυνατόν, νόμο σχετικά με τις επιτρεπόμενες χειρονομίες; Κοιτάξτε κύριε, ουδόλως σας ειρωνεύομαι. Εν τούτοις, θα ήθελα να μου πείτε αν πιστεύετε πως κάποιος, ευρισκόμενος σε έκσταση, είναι σε θέση να ελέγξει το σώμα του. Ειλικρινώς αδυνατώ να αντιληφθώ τον σκοπό των ερωτήσεων σας. Επιπλέον, κρίνοντας από το ότι αποφύγατε να απαντήσετε στο δικό μου ερώτημα, τείνω να πιστέψω ότι στερείστε στοιχειώδους ευαισθησίας, για καλλιέργεια ούτε λόγος.
Όχι, στο πλάτωμα παρέμεινα μόνο μισή ώρα. Πέντε λεπτά μετά τη διέλευση του νεαρού συνέχισα την πορεία μου. Μάλιστα, το ενθυμούμαι πολύ καλώς, διότι έπρεπε να βρίσκομαι στην κορυφή πριν την μεσημβρία. Ήταν λίγο μετά την ενδεκάτη πρωινή. Ναι, είμαι βεβαία, διότι κατά την διάρκεια των αναβάσεων παρακολουθώ την πορεία του ηλίου, ώστε να προσανατολίζομαι χρονικώς και γεωγραφικώς. Καθώς όμως ήτο αφανής λόγω πυκνής νεφώσεως, παρακολουθούσα τη σκιά μου, η οποία εκείνη την ώρα ήταν εξαιρετικά βραχεία. Τότε ήταν που εμφανίστηκε ο καντηλανάφτης πίσω από ένα μεγάλο πουρνάρι. Μπορείτε να του ζητήσετε να σας επιβεβαιώσει την ώρα, όταν τον εντοπίσετε. Να μου κάνετε την χάρη κύριε, σας το είπα και πριν, δεν σας ειρωνεύομαι. Δεν είναι του τύπου μου.
Με τον καντηλανάφτη δεν διατηρώ διπλωματικές ή άλλες σχέσεις. Κανονικώς θα έπρεπε να τον προπηλακίζω κάθε φορά που τον συναντώ, πλην όμως είμαι πολιτισμένος άνθρωπος. Τον αποφεύγω συστηματικώς, μετά από εκείνη την φρικτή ιστορία που επινόησε. Φανταστείτε ότι επιχείρησε να στρέψει τα μέλη της μικρής αυτής κοινωνίας εναντίον μου, ώστε να με εκδιώξουν από το χωριό. Εις μάτην βεβαίως, καθώς τα παιδιά τους με αγαπούν τόσο πολύ, ώστε η σκέψη αυτή φάνηκε αδιανόητη εις τους πάντες. Τα παιδιά του χωριού είναι κυριολεκτικώς μαγεμένα μαζί μου. Ο καντηλανάφτης, όμως, είναι τύπος όχι μόνο ποταπός, αλλά και αφελής. Όταν είδε το σχέδιο της εκδίωξής μου να αποτυγχάνει, συγκέντρωσε τους γελοίους συντρόφους του, τρεις ανεγκέφαλους ποιμένες που διαβιούν στην στάνη της Κικίτσας, κι αποπειράθηκαν να πυρπολήσουν την οικία μου. Βεβαίως, εγώ, εξαιτίας της οξυδέρκειας με την οποία είμαι προικισμένη εκ φύσεως, είχα αντιληφθεί τον αισχρό τους σκοπό εγκαίρως και είχα ενημερώσει τον αστυνόμο. Το ότι παρέμειναν μόνο μία εβδομάδα στο κρατητήριο οφείλεται αποκλειστικώς στη μεγαλοψυχία μου. Μου προξενεί τεραστία κατάπληξη το ότι δεν σας ενημέρωσε σχετικώς ο αστυνόμος.
Καλώς, συνεχίζω. Ο καντηλανάφτης, όπως σας έλεγα πριν, όρμησε από το πουρνάρι και βρέθηκε σχεδόν έμπροσθεν μου, φράσσοντας το μονοπάτι. Καθόσον δεν τον γνωρίζετε, θα ήθελα να επισημάνω ότι, εκτός από τα άλλα του ελαττώματα, ο αηδής αυτός τύπος είναι και εξεχόντως άσχημος. Κοντός, ραχιτικός, φαλακρός, με ελάχιστα δόντια και σημάδια παντού στο σκουρόχρωμο δέρμα του, το οποίο ομοιάζει με δορά ζώου κατεργασμένη από βυρσοδέψη. Εγώ κύριέ μου, έχω μια συνήθεια, την οποία γνωρίζουν όλοι εδώ. Όταν ένα εξωτερικό ερέθισμα μου προκαλεί φόβο, απέχθεια, κάποια ενόχληση εν γένει, κάνω μία χειρονομία με τα δάχτυλα του αριστερού μου χεριού. Μη φανταστείτε ότι σημαίνει κάτι ή επιτελεί κάποια λειτουργία. Αστεία πράγματα. Πρόκειται απλώς για ένα «χούι» όπως ονομάζεται λαϊκιστί, μία προσωπική ιδιομορφία, ένα νευρικό τικ θα μπορούσατε να πείτε. Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, ποια ήταν η πρώτη μου αντίδραση, μόλις αντίκρισα εκείνο το βδέλυγμα να στέκεται ελάχιστα μέτρα μακριά μου κραυγάζοντας «σε τσάκωσα μωρή καριόλα». Καθώς σήκωσα το χέρι μου, αυτός τινάχτηκε σαν να τον διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα και όρμησε προς εμένα.
Μήπως θα έπρεπε να μην αντιδράσω και να υποστώ την επίθεσή του άπραγη; Μην απαντάτε, ρητορικό ήτο το ερώτημα. Λόγω της εξαιρετικής φυσικής μου κατάστασης τον απώθησα με ευκολία σπρώχνοντάς τον με το δεξί χέρι και κλωτσώντας τον με το αριστερό πόδι, το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, είναι ιδιαιτέρως ισχυρό. Κατέρρευσε στην άκρη του δρόμου ξεστομίζοντας τέτοιες βρισιές, ώστε για να διαβεί ξανά το κατώφλι της εκκλησίας θα πρέπει να του απολυμάνουν το στόμα με χλωρίνη. Ομολογώ ότι δεν του προσέφερα τις πρώτες βοήθειες και πιστεύω πως δεν με αδικείτε. Τον προσπέρασα και συνέχισα την άνοδο προς το Γερακαριό, όπου έφτασα μετά από λίγα λεπτά. Είχε ήδη ξεκινήσει να βρέχει. Η βροχόπτωση εντάθηκε πολύ σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα και οι κραυγές του καντηλανάφτη χάθηκαν από το ακουστικό μου πεδίο ως δια μαγείας.
Παρέμεινα στην κορυφή τρία τέταρτα της ώρας, κατά τα οποία έβρεχε ακαταπαύστως. Μα, θαύμαζα την φύση, τι άλλο να έκανα στο Γερακαριό, κύριε μου;
Κατά την επιστροφή δεν συνάντησα τον καντηλανάφτη, ούτε κανέναν άλλον.
Δεν πιστεύω να έχετε κι άλλη ερώτηση να μου θέσετε;
No comments:
Post a Comment