Ε λοιπόν, όχι. Xίλιες φορές, όχι. Έχει άδικο η Σία. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Δεν επιτρέπονται στην τελική. Μέχρι πότε θα κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις γαμώτο; Να σε περνάνε και για αγαθιάρα από πάνω, δε λέει. Κοίτα τώρα πώς περπατάς, σαν αυτόματο. Το κεφάλι κάτω, ούτε μια ματιά στις αμυγδαλιές. Νεύρα και ταλαιπωρία. Τέσσερις στάσεις με τα πόδια δεν είναι αστεία. Μετά τη δουλειά κιόλας. Δουλειά, καλά ναι. Μα δε γινόταν διαφορετικά. Έπρεπε να κατέβεις. Έτσι που είχες φουντώσει με την ξανθόψειρα. Ρωσίδα, Βουλγάρα, τι σκατά ήταν. Μια να κοιτάζει το σημάδι στο χέρι σου, μια έξω απ’ το παράθυρο. Κι έπειτα πάλι τη δαγκωνιά. Καρφωνόταν, μη πάει και δεν τη δεις. Καλά-καλά δεν το πήρες χαμπάρι ότι πάτησες το κουμπί για στάση. Κι όταν το λεωφορείο περνούσε μπροστά σου, εκείνη σε κοίταξε από το παράθυρο, λυπημένη. Η πουτάνα.
Η αλήθεια να λέγεται όμως. Έχεις μπλέξει χοντρά. Δεν είναι μόνο ο Ορφέας. Κι οι γονείς βλαμμένοι είναι. Το νιώθεις κάθε πρωί. Καθώς τους βλέπεις να γνέφουν στον μικρό από το αυτοκίνητο, όταν φεύγουν για δουλειά. Κουνάνε με ορμή τα χέρια τους, χωρίς σταματημό. Ώσπου να χαθεί το αμάξι στη στροφή. Ακόμα κι ο πατέρας που οδηγάει κουνάει τα χέρια. Η μάνα ανοίγει το παράθυρο και βγάζει το κεφάλι της ολόκληρο έξω. Και τους ώμους. Άσχετα αν έχει κάνει κρύο ή βρέχει. Ποτέ σου δεν είχες σκεφτεί να γίνεις νταντά. Έτυχε η γνωριμία της Σίας και μπλέχτηκες. Την πρώτη φορά που ο Ορφέας ήρθε με το πουλί έξω να σε κατουρήσει εκεί που έπλενες τα πιάτα, είπες να δώσεις μια ευκαιρία. Μετά έδωσες και δεύτερη, γιατί η κυρία σε παρακάλεσε. Την τρίτη την έδωσες γιατί βούρκωσε και ζήτησε να τους καταλάβεις. Την τέταρτη γιατί έπεσε στα γόνατα. Τελικά έχασες τον λογαριασμό με τις φορές. Και να έχεις τη Σία να σε λέει δύσκολη. Και τον άλλο να σηκώνει το τηλέφωνο όποτε του καβλώσει.
Είναι απομεσήμερο και δεν έχει πολύ κόσμο. Αρχίζει να ψιχαλίζει, βλέπεις τα σημάδια από τις στάλες στο τσιμέντο. Στο πατρικό, την βροχή, όταν ερχόταν, την έπιανες με τη μύτη. Εδώ δεν έχει χορτάρι. Ούτε χώμα έχει να μοσχοβολήσει βρεγμένο. Μόνο πεζοδρόμια που γεμίζουν γλίτσα. Ο ουρανός είναι φορτωμένος. Τα πόδια σου έχουν πρηστεί σφιγμένα στις μπότες. Θέλεις να καθίσεις κάπου για λίγο. Να κάνεις ένα γρήγορο διάλειμμα. Είκοσι λεπτά μόνο, προφταίνεις.
Σε αυτήν την καφετέρια δεν έχεις ξανάρθει. Είναι άδεια, εκτός από δύο κοπέλες που κάθονται δίπλα στη τζαμαρία. Έτσι μεγάλη και μισοσκότεινη, η αίθουσα δεν σε τραβάει καθόλου. Ντρέπεσαι να φύγεις. Πιάνεις το τραπεζάκι δίπλα στις γυναίκες. Εκείνες χαμηλώνουν τις φωνές τους, μα δεν κόβουν το κουβεντολόι. Βγάζεις από την τσάντα το κινητό και περιστάνεις πως κοιτάς τα μηνύματα. Τελικά το παρατάς στο τραπέζι. Στον δρόμο, τα αυτοκίνητα σχεδόν ακίνητα κάτω από τη βροχή. Ακούς καθαρά τι συζητάνε οι διπλανές. Στήνεις αυτί. Αυτή που μιλάει πιο βραχνά λέει πως έπιασε τον φίλο της να σαλιαρίζει με μία στην δουλειά. Μετά έψαξε το κινητό του. Βρήκε πολύ υλικό, μηνύματα, ραντεβού και τέτοια. Η άλλη λέει ότι αυτά είναι κατινιές. Παραγγέλνεις τοστ και νεσκαφέ. Η κοπέλα θέλει να χωρίσει, αλλά η φίλη λέει όχι. Μόνο η σκαρταδούρα είναι διαθέσιμη πια. Όταν έρχεται ο σερβιτόρος, η άλλη βάζει τα κλάματα.
Δεν δειλιάζεις ούτε λεπτό. Γέρνεις προς το διπλανό τραπέζι. Συγνώμη που διακόπτω, λες. Θέλεις να τους πεις την ιστορία σου. Δε μιλάνε. Μόνο ρίχνουν ματιές η μία στην άλλη. Αν σε ακούσουν, θα νιώσουν καλύτερα. Γιατί έχει πολύ χειρότερα από αυτά που έφαγε εκείνη στη μάπα. Να παρατήσεις τον τόπο σου, γιατί σ’ το ζήτησε ένας μάγκας. Για να κοιμάστε μαζί, λέει, να γελάτε, να πηγαίνετε εκδρομές. Κι εσύ να τον ακολουθήσεις. Να κάνεις ό,τι δουλειά βρεθεί για να τη βγάλεις. Να σε κατουράνε σκατόπαιδα. Να σε δαγκώνουν. Να σου σηκώνουν το φρύδι μανάδες. Να σε κατασκοπεύουν με κάμερα πατεράδες. Κι εκείνος να φαίνεται στη χάση και στη φέξη. Να σε πηδάει ένα βράδυ. Και μετά να χάνεται για μέρες.
Στυλώνουν τα μάτια στον δρόμο. Σε άλλο σημείο η καθεμιά. Σταματάς να μιλάς. Θα μπορούσαν να σε προσκαλέσουν να κάτσεις μαζί τους. Να σου παραγγείλουν έναν φρέσκο καφέ, γιατί ο δικός σου έχει κρυώσει. Να σου πουν ότι ξέρουν κάποιον που μπορεί να σε βοηθήσει να βρεις δουλειά. Τίποτα από αυτά δε συμβαίνει. Μόνο βουβαμάρα. Ισιώνεις το κορμί μπροστά στο μισοφαγωμένο τοστ. Δίπλα, η κουβέντα έχει πάλι ξεκινήσει. Πιο δυνατά τώρα. Ίσα που δεν φωνάζουν. Χώνεις ένα χαρτονόμισμα κάτω από το φλιτζάνι.
Η βροχή έχει δυναμώσει για τα καλά. Στην στεγασμένη είσοδο της καφετέριας σκαλίζεις την τσάντας σου. Δεν γίνεται να βγεις χωρίς ομπρέλα. Ίσως θα μπορούσες να ορμήσεις στον δρόμο τρέχοντας. Με τα βρεγμένα ρούχα να κολλάνε πάνω σου. Σίγουρα θα μπορούσες. Αν το ήθελες δηλαδή. Όπως λίγο πριν, όταν ένιωσες ότι δεν υπάρχει φόβος. Και ξέχασες τον κρύο ιδρώτα που σε έκοψε, όταν ο Ορφέας, πεσμένος στο πάτωμα, δε σάλευε. Αφού του έριξες και το δεύτερο χαστούκι με το δαγκωμένο σου χέρι. Και το τρέμουλο στα πόδια σου που κράτησε ώρα πολλή, ακόμη και μετά που άνοιξε τα μάτια. Εντάξει, μπορεί η στιγμή που πίστεψες ότι δεν υπάρχει φόβος να πέρασε. Ναι, αλλά βαθιά μέσα σου το ξέρεις. Θα ξανάρθει.
No comments:
Post a Comment