Wednesday 12 May 2021

Γράμμα στο Ν. Καχτίτση

Αγαπημένε μου

Ελπίζω να μην σας πειράζει που σας αποκαλώ έτσι. Νομίζω πως οι μέρες που περάσαμε παρέα αρκούν, ώστε να μου επιτραπεί μια τέτοια οικειότητα. Παραδέχομαι πως δεν χωριστήκαμε και τόσο ειρηνικά εκείνο το βράδυ που σας είχε πιάσει το πείσμα και μου κάνατε τον πολλά βαρύ. Αλλά από τότε πάει πολύς καιρός, πολύ νερό έχει κυλήσει στο ρυάκι όπως λένε εδώ, και βρήκα το θάρρος να σας γράψω. Η αλήθεια είναι πως το σκεφτόμουν μήνες ολόκληρους μα δεν το αποφάσιζα, σαν κάτι να με εμπόδιζε. Ίσως εκείνες οι κουβέντες που μου είχατε πετάξει. Το επιθυμούσα όμως, το ήθελα βαθιά μέσα μου. Λίγο-λίγο έφτασα να περιφρονώ τον εαυτό μου για την ατολμία μου αυτή, πράμα που δεν είναι καθόλου του χαρακτήρος μου. Ώσπου σήμερα το απόγευμα, εκεί που κατηφόριζα τη λεωφόρο, με χτύπησε στη μύτη θαλασσινός αγέρας. Δεν ξέρω πώς, μα ήρθατε στο μυαλό μου αυτοστιγμεί. Σαν να σας έβλεπα μπροστά στα μάτια μου, να βαδίζετε προς το μέρος μου με το μακρύ σας το παλτό, το τσόχινο, γιατί εδώ είναι χειμώνας βαρύς κι έχει πολύ κρύο. Κι έτσι που περπατάγατε, αντί να σταματήσετε κοντά μου, με προσπεράσατε, χωρίς να μου ρίξετε ούτε μια ματιά. Και τότε με έπιασε ένα παράπονο, ήθελα να βάλω τα κλάματα εκεί δα, στη μέση του δρόμου.

Τραβήχτηκα σε μια γωνιά να συνέλθω, για να μπορέσω να πάω στη δουλειά μου. Τυχαία, εκεί δίπλα υπήρχε ένα μπακάλικο, από αυτά που τα λένε «ντέλι». Η βιτρίνα του ήταν όμορφα στολισμένη με κλαδιά δέντρων και φωτάκια. Χωρίς να το πολυσκεφτώ μπήκα μέσα και ρώτησα αν είχαν ούζο. Το θυμόμουν αυτό το ποτό από εκείνη την ιστορία που μου είχατε διηγηθεί. Ο μπακάλης μου είπε ότι είχαν διάφορες μάρκες και, όταν του ζήτησα να μου προτείνει την καλύτερη, μου έδωσε μια φιάλη με ένα καραβάκι στην ετικέτα. Χαμογελώντας χωρίς εμφανή λόγο, είπε ότι με αυτό θα έκανα καλύτερο κεφάλι. Φυσικά, δεν καταδέχτηκα να απαντήσω σε αυτήν την ανοησία, ούτε και τον ευχαρίστησα όταν μου έδωσε τη χαρτοσακούλα. Τώρα που σας γράφω, στο καταφύγιο του μικρού μου διαμερίσματος, έχω πιει ήδη δύο ποτήρια. Φυσικά, πριν πιάσω το πιοτό, ακύρωσα το ραντεβού που είχα προγραμματίσει, γιατί ήταν βέβαιο ότι με την κακοκεφιά που είχα θα ήμουν απαίσια συντροφιά.

Η θαλασσινή αλμύρα που ήρθε απρόσκλητη κατά πάνω μου πριν λίγες ώρες, μου ξύπνησε πολλές αναμνήσεις από τον καιρό που πέρασα μαζί σας. Πιο έντονη από όλες ήταν εκείνη η βόλτα που θα πηγαίναμε με τη βάρκα, μια ξύλινα βάρκα με καμπίνα, όπου θα βρίσκαμε καταφύγιο όταν θα έπιανε να σιγοβρέχει. Στριμωγμένοι αγκαλιά εκεί μέσα θα χαζεύαμε το πως ρυτιδιάζει το νερό με τις ριπές της βροχής. Σκουρογάλαζη θυμάμαι πως μου είπατε πως είναι η θάλασσα στα μέρη σας.

Σκουρογάλαζη μου την περιέγραψε και η εξαδέλφη μου, η οποία ζει στην χώρα σας εδώ και χρόνια. Ερωτεύτηκε τρελά έναν Έλληνα μετανάστη, τον οποίο παντρεύτηκε και ακολούθησε στην Ελλάδα. Στην εξαδέλφη μου αυτή οφείλω και τα νέα σχετικά με το βιβλίο σας. Ολάκερο γράμμα μου έγραψε, όπου μου διηγήθηκε πάνω-κάτω την ιστορία (έχει μάθει τη γλώσσα σας σε ειδικό φροντιστήριο και τώρα τη μιλάει φαρσί) και πιστεύει πως έχει να κάνει με εμένα. ‘Οτι είμαι εγώ η ηρωίδα δηλαδή. Μην απορείτε που ξέρει τόσα πολλά για την ιστορία μας, ήταν αρκετά στενή μας συγγένισσα και κάναμε πολύ παρέα όταν ήμασταν μικρούλες, αλλά και πιο μετά.

Πράγματι, από την αναλυτική περιγραφή της αντιλήφθηκα ότι επιχειρήσατε να καταγράψετε την ιστορία που σας διηγήθηκα το βράδυ της γνωριμίας μας. Η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι έπρεπε να ψάξω να βρω έναν δάσκαλο να μου μάθει ελληνικά, να την διαβάσω μόνη μου. Μου φαινόταν πως θα ήταν η ελάχιστη ανταπόδοση. Η αλήθεια είναι ότι αυτή σας η πράξη με συντάραξε κυριολεκτικώς. Σας σκέφτηκα σκυμμένο πάνω από χαρτιά, με τα χέρια λερωμένα από μελάνι. Να γράφετε, να σβήνετε και να πετάτε τσαλακωμένες κόλλες στο πάτωμα. Με εκείνο το σούρωμα στα χείλη που έδειχνε πως ήσασταν βυθισμένος στις σκέψεις. Αναλογίστηκα πόσες ώρες μοναξιάς θα χρειάστηκε να υπομείνετε μέχρι να ολοκληρώσετε το έργο σας. Αυτήν τη θυσία τη βρήκα τόσο συγκινητική, που αν σας είχα τώρα εδώ, θα γονάτιζα μπροστά σας και θα σας ικέτευα να μου διαβάσετε ένα κομμάτι. Στην γλώσσα σας, στην γλώσσα μου, θα μου ήταν αδιάφορο. Θα σας έβγαζα τα παπούτσια και θα σας φίλαγα τα πόδια. Κι έπειτα θα ακουμπούσα το κεφάλι μου στα γόνατά σας, με το αυτί μου στραμμένο προς το στόμα σας.

Σας εκλιπαρώ να πιστέψετε με ότι έτσι θα έκανα. Μην αντιμετωπίσετε τα λόγια μου με τη δυσπιστία που θα ταίριαζε στις συνθήκες της τελευταίας μας συνάντησης. Συγχωρήστε με, αγαπημένε μου, γίνομαι παρανοϊκή, εκτροχιάζομαι εντελώς. Γιατί πώς θα μπορούσα στ’ αλήθεια να αμφιβάλω για την μεγαλοψυχία του ανθρώπου που μπόρεσε να χωρέσει όλη μου την ουσία σε μία λέξη; Πώς θα μπορούσα να μη νιώσω το χτυποκάρδι σας, αγαπημένε μου, σε κάθε μία από αυτές τις πέντε συλλαβές; Κι επειδή μια εικόνα είναι χίλιες λέξεις, σας εσωκλείω μία φωτογραφία, που μου έβγαλε ένας πλανόδιος φωτογράφος λίγο μετά που διάβασα την επιστολή της εξαδέλφης μου. Προσέξτε την εικόνα, ακόμα κρατάω τη σελίδα στα χέρια μου. Δείτε τα μάτια μου, πόσο διάπλατα ανοιγμένα είναι. Κοιτάξτε το μέτωπό μου πως λάμπει με τη σκέψη σας, την ασχήμια μου πώς ομορφαίνει τους περαστικούς. Δείτε με, ξανά.

Σας περιμένω, αγαπημένε μου. Ελάτε.

Γ.Σ.


 

No comments:

Post a Comment