Wednesday 3 November 2021

Μόνοι πάνω στη γη

H γαλαζωπή ανταύγεια της οθόνης χάνεται μέσα στην αντηλιά, αλλά οι άλλοι δεν θέλουν να κατεβάσουν τα ρολά, η λιακάδα είναι τόσο όμορφη λένε. Αναγκάζεται να φορέσει γυαλιά ηλίου για να βλέπει, έτσι όπως είναι καθισμένη μπροστά στον ηλεκτρονικό της υπολογιστή. Η δουλειά δεν είναι δύσκολη, μόνο λίγο βαρετή, ίσως επειδή έχει αποδειχτεί κατώτερη των ικανοτήτων της. Όχι πως είναι κανένα ψώνιο, αλλά τα παράπονα και οι δυσκολίες των υπολοίπων της φαίνονται υπερβολικά, καμιά φορά ακόμη και παράλογα. Όπως τώρα, που τρεις-τέσσερις έχουν κάνει πηγαδάκι και συζητούν χαμηλόφωνα για τη νέα εγκύκλιο, ρίχνοντάς της που και που ένα βλέμμα, τάχα αδιάφορο.

Περιμένει να τη φωνάξει η κυρία Π., η προϊσταμένη, γυναίκα κακότροπη, αλλά και δίκαιη. Ποτέ δεν παραλείπει να επιβραβεύσει την προσπάθεια των υπαλλήλων, όταν το αξίζουν. Ξέρει πως και σήμερα θα της πει ότι έκανε καλή δουλειά, είναι συνηθισμένο, μα πάντοτε ευχάριστο για αυτήν. Η αλήθεια είναι πως αγαπάει τους επαίνους, συχνά τους αποζητά με πάθος. Θα ήθελε να μην την ενθουσιάζουν τόσο, να είναι πιο αποστασιοποιημένη. Ίσως έχει να κάνει με το ζώδιό της, αν και η Χ., φίλη της από το δημοτικό, λέει ότι φταίνε οι γονείς της που δεν την επιβράβευαν όταν ήταν παιδί.

Οι φωνές που ακούγονται από το γραφείο της κυρίας Π. δείχνουν ότι το πράγμα με τον προηγούμενο θα τραβήξει για πολλή ώρα ακόμα. Αποφασίζει να πεταχτεί μέχρι την κουζίνα για να φτιάξει καφέ. Η παρέα στη γωνία συνεχίζει την κουβέντα, σχεδόν ψιθυριστά. Αναμφίβολα, έχουν πλέον καταλάβει ότι έχει τελειώσει αυτό που της είχαν αναθέσει. Το βλέμμα που της ρίχνει ένας από αυτούς είναι απροκάλυπτα μοχθηρό. Υποκρίνεται πως δεν το προσέχει και βγαίνει από την αίθουσα.

Η κουζίνα είναι ακανόνιστου σχήματος και μικρή, ίσα-ίσα χωράει το μίνι ψυγείο, ένα ντουλάπι, και τον πάγκο με τον ανοξείδωτο νεροχύτη και το φουρνάκι. Πίσω από τον πάγκο υπάρχει ένα μεγάλο παράθυρο, από όπου μπορεί να δει κανείς το άχτιστο οικόπεδο δίπλα, την κεντρική λεωφόρο που περνάει μπροστά από το κτήριο και τον ουρανό. Η εταιρεία βρίσκεται στον τέταρτο όροφο κι η κουζίνα της θυμίζει το εσωτερικό πύργου ελέγχου, από όπου μπορεί κανείς να παρατηρεί τις εναλλαγές του καιρού. Σήμερα είναι αίθριος και ο ουρανός εντελώς ανέφελος γεμίζοντας το κουζινάκι με εκτυφλωτικό φως. Δεν έκανε καλά που άφησε τα μαύρα γυαλιά στο γραφείο της. Παρόλα αυτά, δεν επιστρέφει αμέσως. Η κουζίνα είναι ήσυχη και ο καφές πετυχημένος. Μένει όρθια μπροστά στον πάγκο με τον εσπρέσο στο χέρι. Δεν έχει βρεθεί ποτέ μέσα σε πύργο ελέγχου, αλλά κάπως έτσι τον φαντάζεται.

Βγάζει το κινητό τηλέφωνο από την τσέπη κι ανοίγει την εφαρμογή Facebook. Ελέγχει τα μηνύματα και, έπειτα, αρχίζει να χαζεύει διάφορες καταχωρήσεις με μόνο στόχο το ξεγέλασμα του χρόνου. Μετά από ένα-δύο λεπτά, στην μικρή οθόνη εμφανίζεται μια φωτογραφία τραβηγμένη από επαγγελματία φωτογράφο, μία από τις τρεις εν ζωή αδελφές ψυχές της που έχει καταφέρει να εντοπίσει μέχρι τώρα. Είναι Γάλλος και προτιμά εμφανώς να αποτυπώνει ακραία καιρικά φαινόμενα, κυρίως βροχοπτώσεις και άγριες καταιγίδες. Η φωτογραφία εικονίζει ένα βρεγμένο τζάμι, πιθανότατα παρμπρίζ αυτοκινήτου, πίσω από το οποίο διακρίνεται παραμορφωμένη από την διάθλαση μία μαύρη παραλία με ένα μοναχικό σπίτι. Είναι λευκό με επικλινή στέγη, χτισμένο στην αγκαλιά ενός μεγάλου βράχου που καταλήγει στην ακτή. Ο ουρανός είναι βαρύς κι η θάλασσα ανταριασμένη. Βρέχει. Το σχόλιο κάτω από την φωτογραφία γράφει «Elgol». Κάνει κλικ στην καρδούλα κάτω από την φωτογραφία, ελέγχει την ώρα και βγαίνει από το διαδίκτυο.

Πριν επιστρέψει στη θέση της διαπιστώνει ότι η κουβέντα στης προϊσταμένης καλά κρατεί. Το ίδιο ισχύει και για την συζήτηση των συναδέλφων μέσα στο γραφείο. Παρατηρεί, μάλιστα, ότι ο αριθμός τους έχει αυξηθεί αισθητά, τώρα πρέπει να είναι γύρω στους έντεκα. Δεν τους λέει τίποτα κι αυτοί, απορροφημένοι, δεν την κοιτούν καν. Το φως έχει καταλαγιάσει και δεν είναι τόσο έντονο. Κάθεται στην εργονομική της καρέκλα, ξυπνάει τον υπολογιστή της και του ζητάει πληροφορίες για το Ελγκόλ. Αποδεικνύεται ότι πρόκειται για ένα μικρό ψαροχώρι στα νότια της νήσου Σκάι, στη Σκωτία. Σύμφωνα με το Tripadvisor η πιο δημοφιλής τουριστική δραστηριότητα είναι οι σύντομες κρουαζιέρες στα γύρω νησιά. Τα τρία καραβάκια που χρησιμοποιούνται για αυτήν τη δουλειά ονομάζονται «Ωραία του Ελγκόλ», «Nησί της Ομίχλης» και «Ελγκόλ».

Το φυσικό τοπίο είναι αυτό που έλκει τους επισκέπτες στο Ελγκόλ, όπως φαίνεται στις πολυάριθμες φωτογραφίες που γεμίζουν την οθόνη και την οδηγούν σε μια πιο διεξοδική παρατήρηση. Σκέφτεται ότι πρέπει να θυμηθεί να πει στον Α. ότι στο Ελγκόλ υπάρχει κι ένα ανεμοδαρμένο καρνάγιο. Στη λεζάντα γράφει ότι αρκετοί από τους ντόπιους είναι καραβομαραγκοί, τέχνη που τους κληροδότησαν οι πρόγονοί τους, οι Βίκινγκς.

Αποφασίζει να στείλει μήνυμα στον φωτογράφο, προκειμένου να πάρει περισσότερες πληροφορίες για αυτούς τους μάστορες, και ανοίγει ξανά το Facebook, ενώ ταυτόχρονα ακούγεται το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Σκέφτεται πως θα είναι η κυρία Π. και με μία μηχανική κίνηση απλώνει το χέρι της, χωρίς να κοιτάξει, για να κλείσει το ξυπνητήρι.

Δεν έχει ξημερώσει και το δωμάτιο είναι μισοσκότεινο. Ανασηκώνεται και αφουγκράζεται τη σιωπή με ορθάνοιχτα μάτια. Που και που ακούγεται ήχος παφλασμού, σαν αυτόν που κάνει το κύμα όταν αποτραβιέται από την ακτή γλείφοντας την για να γυρίσει στη θάλασσα. Χωρίς να ανοίξει τα χείλη λέει στον Α. ότι σε λίγο θα αρχίσει να βρέχει. Είναι που το σπίτι είναι γεμάτο από αυτήν την οσμή. Κι από κρύο αέρα. «Περιμένω» τον νιώθει να λέει. Του μιλάει για το Ελγκόλ, το ψαροχώρι στη νήσο Σκάι. Του περιγράφει τα γκριζόμαυρα βότσαλα της παραλίας και το λευκό σπιτάκι.

«Έφτασα» απαντάει εκείνος μετά από μερικά λεπτά. «Είμαι μονάχος και σε περιμένω» στενάζει βαριά στέλνοντας μια θαλασσινή αύρα στο πρόσωπό της. Το κρεβάτι έχει κρυώσει. Σηκώνεται, σχεδόν στα τυφλά. Διψάει, το στόμα της είναι ξερό. Κινείται προς το αμυδρό φως που μπαίνει από την πόρτα. Όσο βαδίζει ακούει τα κύματα να αγριεύουν. Από το υπνοδωμάτιο περνάει σε ένα χώρο που μοιάζει υποδοχής. Είναι πιο φωτεινός κι αναδίδει μία αίσθηση σπιτικής θαλπωρής. Μέσα από τη γυάλινη οροφή μπορεί να δει τα μολυβένια σύννεφα που έχουν κατέβει τόσο χαμηλά, ώστε όταν απλώνει το χέρι της αισθάνεται τις αέριες ίνες τους να το μουσκεύουν.

Ο Α. φωνάζει μέσα στο αφτί της «είναι μαγεία, πού είσαι;» Με τη γλώσσα κολλημένη στον ουρανίσκο, τον παρακαλάει να περιμένει λίγο ακόμα. Πρέπει να ξεδιψάσει. «Σε περιμένω, έλα» αντηχεί ξανά ο πόθος του, πηγαίος κι ανυπόμονος. Κι εκείνη πιάνει να ανοιγοκλείνει τα εντοιχισμένα ντουλάπια στα αριστερά ψάχνοντας εμφιαλωμένο νερό, μια κανάτα παγάκια, ίσως μία βρύση, κάτι υγρό, κάτι, ένα μπουκάλι κρασί ή ακόμα και κάποιο απόσταγμα. Το μόνο που καταφέρνει να βρει είναι μία πήλινη κούπα, εντελώς άδεια. Το παίρνει απόφαση πως δεν υπάρχει τίποτα να πιει, τίποτα απολύτως. Κι έτσι, δεν υπάρχει τίποτα να την κρατάει πια σ’ εκείνο το σπίτι.

Ανοίγει την εξώπορτα κι αρχίζει να βαδίζει στο αμμουδερό μονοπάτι που προχωράει σύριζα με τον βράχο. Κρατάει την κούπα με το δεξί χέρι, που το έχει τεντωμένο μπροστά, ενώ με τα ακροδάχτυλα του αριστερού ψηλαφίζει τα στιλπνά από τα ανθρώπινα αγγίγματα βράχια. Βαδίζει ακούγοντας την ψιθυριστή του απαγγελία στον ρυθμό των βημάτων της, όσο σταγόνες βροχής πέφτουν μέσα στην πήλινη κούπα. Μετά από ώρα, απροσδιόριστο το πόση ακριβώς, το μονοπάτι φαρδαίνει και γίνεται πιο κατηφορικό. Η παραλία στο βάθος διακρίνεται ξεκάθαρα, όπως και το καρνάγιο, και το σκαρί με την κόκκινη καρένα που έχει τραβηχτεί απ’ το νερό και στέκει πάνω σε πασσάλους. Ο ουρανός είναι βαρύς κι η θάλασσα ανταριασμένη. Δίπλα στη βάρκα βλέπει τον Α. με ναυτικό κασκέτο στο κεφάλι, όρθιο να της κουνάει το χέρι. Πάει κι εκείνη να σηκώσει το δικό της για να του απαντήσει, αλλά βλέπει ότι κρατάει την κούπα που είναι γεμάτη ως πάνω. Με τα μάτια καρφωμένα στη μακρινή φιγούρα φέρνει το αγγείο στα χείλη και καταπίνοντας αργά το βρόχινο νερό. Το αδειάζει με μια αναπνοή κι η δίψα της καταλαγιάζει λίγο-λίγο μέχρι που χάνεται. Σαν να μην υπήρξε ποτέ. Κι όμως, ο Α. συνεχίζει να της γνέφει μανιασμένα· και η βροχή να πέφτει καταρρακτωδώς. Δεν μπορεί να προχωρήσει άλλο. Θα επιχειρήσει να επιστρέψει.


 

No comments:

Post a Comment