Ήταν ένα ασυνήθιστο απόγευμα. Η βροχή έπεφτε με το τουλούμι. Οι άνθρωποι φοβόντουσαν να διασχίσουν τους δρόμους που είχαν μετατραπεί σε χειμάρρους. Τα ταξί πήγαιναν αργά, μην τυχόν και ντεραπάρουν. Στα περίπτερα οι εφημερίδες έλιωναν σιγά σιγά απ'τη βροχή.
Και ενώ όλο το Παρίσι λύγιζε από την καταιγίδα και ο κόσμος κατσούφιαζε, και μέχρι και δέκα μαζί στριμώχνονταν στις εισόδους των πολυκατοικιών ή μέσα σε καφενεία μέχρι να κοπάσει λίγο η μπόρα, ο κύριος Ιρ είχε μεταμορφωθεί από χαρά.
Κρατώντας γερά την ομπρέλα του, πηγαινοερχόταν ανάλογα με τα κέφια του, χωρίς να νοιάζεται αν θα λασπωθεί ή θα φτάσει κάπου καθυστερημένα. Χάζευε τις βιτρίνες. Από ένα ζαχαροπλαστείο αγόρασε σοκολατάκια και έβαλε το σακουλάκι στην τσέπη του, απ' όπου έβγαζε πότε πότε ένα και το άφηνε να λιώνει αργά στο στόμα του.
Georges Simenon, Οι αρραβώνες του κυρίου Ιρ (1933),
μτφρ. Α. Μακαρώφ για τις εκδόσεις Άγρα (2008)
No comments:
Post a Comment