Tuesday, 10 November 2009

[Αναχώρηση]

-Γνωρίζεις καλά ότι το νησί έχει ερευνηθεί ελάχιστα. Πραγματική terra incognita. Τα αντικείμενα που έχουν κυκλοφορήσει στους κύκλους των συλλεκτών, αλλά και οι ανασκαφές του Βρετανικού Μουσείου δίνουν μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πρώτη γεύση. Αναλογίσου την πολιτισμική πολυσυλλεκτικότητα, την χρονολογική ποικιλία, την πολλαπλότητα και την ποσότητα του υλικού. Πρέπει να πας.
-Εγώ, κύριε καθηγητά;
-Είμαι πολύ γέρος για να ξεκινήσω κάτι τόσο μεγάλο και μακρινό. Εσύ είσαι ο πιο προικισμένος μαθητής και συνεχιστής μου.
-Με τιμάτε.
-Εκτός του ότι θα σε εκτοξεύσει σε ασύλληπτα ακαδημαϊκά ύψη, αυτό το εγχείρημα θα σου δώσει τη μοναδική ευκαιρία να ελέγξεις ανασκαφικά την πρωτότυπη θεωρία σου για το Μυκηναϊκό αποικισμό της Κύπρου. Ελάχιστοι από εμάς έχουν υπάρξει τόσο τυχεροί.
-Μάλιστα.
-Σε βλέπω λίγο προβληματισμένο, το σκέφτεσαι;
-Θα αστειεύεστε κύριε καθηγητά! Είμαι γεμάτος ενθουσιασμό. Αλήθεια, πόσο πιστεύετε ότι θα πρέπει να μείνω εκεί;
-Τι ερώτηση κι αυτή! Μα φυσικά, όσο χρειαστεί.

Κλείνοντας την πόρτα του γραφείου του καθηγητού Πέρσσον αποφάσισε να μην επιστρέψει στην βιβλιοθήκη, αλλά να κάνει ένα σύντομο περίπατο, καθώς αισθανόταν μία αναστάτωση, έξαψη θα μπορούσε να την χαρακτηρίσει κανείς, που έκανε τους χτύπους της καρδιάς του ταχύτερους. Στην είσοδο του κτιρίου είδε τον Άλφρεντ, τυλιγμένο στο βαρύ χειμερινό του πανωφόρι, όμως προσποιήθηκε πως δεν τον πρόσεξε, σπεύδοντας να κατέβει γρήγορα τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο πεζοδρόμιο, για να δεχτεί μία δυνατή ριπή λεπτών σταγόνων στο πρόσωπο. Κοντοστάθηκε στη βάση της σκάλας, έριξε μία ματιά στον γκρίζο ουρανό και, στρεφόμενος προς τα αριστερά, άρχισε να βαδίζει κατά μήκος της Λεωφόρου της Γνώσεως με κατεύθυνση προς το κάστρο, οι θολοσκεπείς πυργίσκοι του οποίου διαγράφονταν με ακρίβεια στον χαμηλωμένο ορίζοντα. Μόλις συνάντησε τον καθεδρικό, μπήκε στον στενό πλακόστρωτο δρομίσκο που οδηγούσε στην όχθη του Φύρις, στο τέλος του οποίου βρισκόταν η μικρή καφετέρια, όπου πήγαινε μερικές φορές, πάντα μόνος, για να πάρει το μεσημεριανό του γεύμα. Μπαίνοντας στην αίθουσα, αμφιταλαντεύτηκε μεταξύ ενός απομονωμένου τραπεζιού στο βάθος και ενός άλλου δίπλα στη μεγάλη τζαμαρία, η οποία προσέφερε την θέα του κυανόμαυρου ποταμού και των βαρκών που κλυδωνίζονταν στην ταραγμένη επιφάνειά του. Διάλεξε το πρώτο και παράγγειλε καφέ με κονιάκ δίνοντας μονολεκτικές απαντήσεις στο σερβιτόρο που επιχείρησε να του πιάσει κουβέντα. Μία ώρα αργότερα επανέλαβε την παραπάνω πορεία αντιστρόφως και επέστρεψε στο γραφείο του εγκαίρως για την διάλεξη του δόκτορος Μίλλερ.

Το βράδυ, για το δείπνο η Ίλκε σέρβιρε kroppkakor. Έτρωγαν πάντα στις επτά ακριβώς. Εκείνη συνήθως άλλαζε και φόραγε κάτι πιο επίσημο πριν κάτσει στο τραπέζι. Απόψε είχε διαλέξει το πράσινο μάλλινο φόρεμα με το λευκό γιακά που της είχε χαρίσει πριν δύο χρόνια. Τα νέα του φάνηκαν να την ενθουσιάζουν. Μιλούσε δυνατά και ρωτούσε διάφορες λεπτομέρειες. Όταν σηκώθηκε για να του βάλει δεύτερη μερίδα, δεν πεινούσε τόσο πολύ αλλά δεν της το είπε, ένιωσε την ανάγκη, για κάποια ανεξήγητη αιτία, να την πληροφορήσει ότι η απόφαση αυτή θα ήταν μία από τις πιο σημαντικές ολόκληρης της ζωής του και είχε σκοπό να την συλλογιστεί με μεθοδικότητα και ψυχραιμία.

Μετά το δείπνο, πέρασε το υπόλοιπο της βραδιάς κλεισμένος στο γραφείο του, διαβάζοντας για χιλιοστή φορά την αναφορά των ανασκαφών, που είχαν πραγματοποιήσει με τον καθηγητή Πέρσσον στο πυρπολημένο μυκηναϊκό ανάκτορο της Τίρυνθας πριν πέντε χρόνια.


-Άρχοντά μου, με κοροϊδεύεις;
-Όχι. Δεν έμαθες τι έγινε χτες βράδυ;
-Για τη φωτιά λες;
-Ναι.
-Και τι θα βοηθήσει αν φύγουμε;
-Ο τόπος δε μας σηκώνει. Πρέπει να αραιώσουμε.
-Να αραιώσουμε;
-Είμαστε πολλοί. Αυτή η γη δεν μπορεί να μας θρέψει. 

-Τι λες;
-Τα χωράφια είναι ξερά και οι άνθρωποι πεινασμένοι.
-Λες να φύγουμε δηλαδή;
-Ναι. 

-Να φύγουμε;
-Αν δε φύγουμε, ο ένας θα φάει τον άλλο.

Όταν μου το είπε ο Βουχέτας, έμεινα βουβός. Μόλις κατάφερα να βρω τα λόγια μου, τον ρώτησα πότε έπρεπε να ξεκινήσουμε. Σε ένα φεγγάρι, αποκρίθηκε με σιγανή φωνή. Έφυγα με βαριά καρδιά και σύρθηκα μέχρι το σπίτι μου. Ο ήλιος είχε πάρει να βασιλεύει και έστειλα το σκλάβο να κοιμηθεί. Η αλήθεια είναι πως ήθελα να μείνω μόνος μου. Μετά από λίγη ώρα, όμως, κάποιος χτύπησε δυνατά την εξώπορτα. Ήταν ο Μενεπτόλεμος που ερχόταν από του Βουχέτα. Όρμησε στο δωμάτιο φωνάζοντας πως o λαγέτας τα είχε χάσει πια. Σωριάστηκε στο κάθισμα και με ρώτησε αν είχα μάθει τα νέα.

Ναι, τα είχα μάθει. Τα πράγματα ήταν πολύ άσχημα. Όλοι γνωρίζαμε ότι η ξηρασία είχε καταστρέψει τις σοδειές για δύο συνεχόμενα χρόνια και τα αποθέματά μας είχαν σχεδόν σωθεί. Ο άνακτας φοβόταν τους γεωργούς, που είχαν ξεσηκωθεί γιατί πεινούσαν. Μαζεύονταν έξω από το ανάκτορο, απειλούσαν πως θα το κάψουν και χιμούσαν στους άντρες της φρουράς. Έτσι, λήφθηκε η απόφαση να φύγουν μερικές οικογένειες, να βρουν μία νέα πατρίδα, να αλαφρώσει ο τόπος. Και, ίσως, από εκεί που θα πήγαιναν, να μπορούσαν να βοηθήσουν και όσους έμεναν πίσω. Πενήντα φαμίλιες θα πήγαιναν στην Κύπρο, και άλλες τόσες θα ταξίδευαν ανατολικά, στους τόπους της Μιλήτου. Εμείς, έπρεπε πάμε μαζί τους, να τους προστατεύσουμε με το σπαθί μας, να τους οδηγήσουμε. Ήταν άνθρωποι απλοί, δεν ήξεραν πολλά πράγματα πέρα από το να οργώνουν και να σπέρνουν τη γη. Εμένα, τον Μενεπτόλεμο και άλλους δύο ιππείς, που δεν είχαμε οικογένειες, αποφασίστηκε να μας στείλουν στην Κύπρο. Μαζί μας θα ερχόταν και ο Βουχέτας.

Ο Μενεπτόλεμος έμεινε μαζί μου μέχρι το ξημέρωμα. Δεν μας έπιανε ύπνος. Περάσαμε όλη τη νύχτα κουβεντιάζοντας για το μεγάλο ταξίδι και τις ετοιμασίες που έπρεπε να γίνουν μέσα σε τόσο λίγες μέρες. Είχαμε καταλάβει και οι δύο πως δεν γινόταν αλλιώς, δεν μπορούσαμε να το αποφύγουμε με κανένα τρόπο. Όταν ο σύντροφός μου σηκώθηκε να φύγει, τον συνόδευσα μέχρι έξω. Την στιγμή που βγήκα στην αυλή ένιωσα το ευχάριστο ράπισμα της βροχής στο πρόσωπό μου. Από το απέναντι σπίτι ακούγονταν οι θόρυβοι των συνηθισμένων πρωινών εργασιών. Υπήρχε φως στα δωμάτια του πάνω ορόφου. Η όμορφη Κέρκις είχε ξυπνήσει. Πήρα βαθιά ανάσα, γέμισα τα πνευμόνια μου με την λησμονημένη μυρωδιά του βρεγμένου χώματος και προσπάθησα να μετρήσω πόσες φορές ακόμα θα έβλεπα την πρωινή αναλαμπή του λύχνου της.


Εργαστήρι τέχνης του λόγου (νουβέλα)
ΕΚΕΒΙ,Νοέμβριος 2009

No comments:

Post a Comment