Η πιο όμορφη στιγμή της ημέρας ήταν το πρωινό, λίγο μετά το ξύπνημα, όταν έβγαινε στην αυλίτσα με το χωματένιο δάπεδο, για να πιει τον καφέ του και να ετοιμάσει το πρόγραμμα της μέρας στην ψυχρή ατμόσφαιρα της Λαπήθου, πριν αρχίσει η θερμοκρασία να ανεβαίνει και ο αέρας να θολώνει από εκείνη τη διαβολεμένη υγρασία που του έκοβε τα πόδια. Εκείνο το πρωί, χωμένος μέσα στη ζακέτα που του είχε πλέξει η Ίλκε, με τα δάχτυλα να ζεσταίνονται πλεγμένα γύρω από την κούπα με τον καφέ, σκεφτόταν ότι το χώμα θα ήταν υπερβολικά υγρό για ανασκαφή, αφού ψιλόβρεχε από το προηγούμενο βράδυ, ενώ οι οσμές του βρεμένου χώματος και του καμένου ξύλου του έφερναν στο μυαλό το πατρικό του στο Gävle. Ξεφύσησε, καθώς αναλογίστηκε πόσο τον πίεζε ο χρόνος, δεν μπορούσε να χάσει ούτε μέρα, και αποφάσισε ότι έπρεπε σήμερα το δίχως άλλο να προχωρήσει στο άνοιγμα εκείνου του μεγάλου τάφου στη νοτιοδυτική γωνία του αγρού, όπου έσκαβαν.
Δεν ήταν μόνο η λάσπη που τον ενοχλούσε, αλλά και η προοπτική να περάσει ώρες, ή ακόμα και μέρες, περιορισμένος μέσα στον ταφικό θάλαμο με τον Πανίκο, εκείνον τον εργάτη με το τεράστιο μουστάκι και τα θηριώδη μπράτσα, άντρα ικανό και δυνατό, όμως φωνακλά, με ένα τσιγάρο συνεχώς κολλημένο ανάμεσα στα χείλια και μία ανάσα που μύριζε σκόρδο. Αυτός ήταν άλλωστε και ένας από τους λόγους που ανέβαλε αυτήν την ανασκαφή εδώ και τρεις ημέρες, παρόλο που τα ευρήματα από τις γύρω ταφές τον είχαν κάνει να πιστεύει ότι το ξεχωριστό αυτό μνήμα περιείχε τα απομεινάρια κάποιου διακεκριμένου μέλους, ίσως του τοπάρχη, αυτής της κοινωνίας που είχε τώρα τοποθετήσει κάτω από το μεγεθυντικό του φακό, μιας κοινωνίας που έδειχνε εντελώς διαφορετική από αυτή που είχαν αποκαλύψει πέντε χιλιόμετρα πιο δυτικά, πριν ένα μήνα· μιας κοινωνίας που έμοιαζε πολύ περιχαρακωμένη, πολύ αυτόνομη, πολύ μοναδική, πολύ προχωρημένη, και ναι, σε τελική ανάλυση, έμοιαζε πολύ, πάρα πολύ Μυκηναϊκή.
Με μεγάλη προσπάθεια απέφυγε να αφεθεί στον όραμα του εαυτού του στην βιβλιοθήκη να συνθέτει τα αμέτρητα άρθρα που ετοίμαζε στο μυαλό του και συγκεντρώθηκε στην ολοκλήρωση της καταχώρησης στο ημερολόγιο της ανασκαφής. Έπειτα, σηκώθηκε και μπήκε στο δωμάτιο, για να βγάλει τη ζακέτα και να φορέσει το βαμβακερό σακάκι της δουλειάς. Τον Μάρτιο στην Ουψάλλα φόραγε πάντα βαρύ μάλλινο παλτό και χοντρά γάντια, ενώ εδώ το μεσημέρι δεν άντεχε τίποτα περισσότερο από ένα πουκάμισο.
Γύρω στις οκτώ, η βροχή είχε πια σταματήσει, βρισκόταν στο σκάμμα, για να βρει τον Άλφρεντ με τον Πάμπο να έχουν πιάσει δουλειά σε ένα θαλαμωτό τάφο, γύρω στα δέκα μέτρα από τον δικό του. Τον καλημέρισαν με πολλά κέφια, μια γρήγορη ματιά στο σκάμμα τους αρκούσε για να δει ότι είχαν πέσει σε πραγματικό χρυσορυχείο, αφού στο δάπεδο του θαλάμου υπήρχαν τουλάχιστον τέσσερα κρανία, πάνω από εκατόν είκοσι ακέραια αγγεία, χάλκινα όπλα και ένα εντυπωσιακό σύνολο από χρυσά κοσμήματα απλωμένα πάνω σε ένα σκελετό σε ύπτια θέση. Φόρεσε τα γυαλιά του και με ιδρωμένο, ήδη, μέτωπο έσκυψε από πάνω του, για να παρατηρήσει πιο προσεκτικά την μεγάλη χρυσή πόρπη, που ήταν τοποθετημένη λοξά ανάμεσα στα στιλπνά οστά των πλευρών, μία πόρπη σε σχήμα D, πανομοιότυπη με εκείνες που είχε βρει ο καθηγητής Πέρσσον στην Τίρυνθα. Ξαφνιασμένος από τη δύναμη της ίδιας του της φωνής και την ανυπομονησία του να δει το μαυριδερό μούτρο του Πανίκου, κάλεσε τον εργάτη και του ζήτησε βιαστικά να αφαιρέσει, με πολλή προσοχή όμως, το επιφανειακό στρώμα. Αμέσως μόλις τελείωσε αυτή η δουλειά, δεν χρειάστηκε ούτε μία ώρα, γονάτισε στο υγρό χώμα, και μαζί με τον θορυβώδη Κύπριο ξεκίνησαν να αδειάζουν το γέμισμα του τάφου με φτυαράκια.
Όσο γρήγορος κι αν ήταν ο ρυθμός τους, εκείνου του φαινόταν αργός, αν και δεν ένιωθε πια τις γάμπες του από το πολύωρο βαθύ κάθισμα, το δεξί του γόνατο το διαπερνούσαν σουβλιές, η πλάτη του ήταν εντελώς πιασμένη και ο Πανίκος σταματούσε για να καπνίσει ολοένα και πιο συχνά. Αφοσιωμένος με όλες τις αισθήσεις του στην ανασκαφή, ούτε που πρόσεξε την Άντρη που έφερε το μεσημεριανό φαγητό και έφυγε με κατεβασμένο κεφάλι. Μετά το διάλειμμα για γεύμα, συνέχισε με ανανεωμένο σφρίγος, αν και η σπανακόπιτα του είχε πέσει βαριά, στη Σουηδία το σπανάκι δεν το έτρωγαν τσιγαρισμένο, αλλά στον ατμό ή ωμό, και ως τις πέντε το απόγευμα είχαν καταφέρει να σκάψουν το μισό θάλαμο και να εντοπίσουν δύο πλούσια κτερισμένες ταφές. Την ώρα που ο Πανίκος ίσιωνε τα γόνατα του για να καπνίσει το πεντηκοστό ένατο τσιγάρο του, το φτυαράκι του Έιναρ χτύπησε κάτι μεταλλικό προκαλώντας τον χαρακτηριστικό κουδουνιστό ήχο, καθώς και το ηλεκτρισμένο ενδιαφέρον του αρχαιολόγου. Με χέρια που σχεδόν έτρεμαν, έπιασε το σκουπάκι και άρχισε να αφαιρεί λυσσασμένα το χώμα για να αποκαλύψει τη βαριά, καλυμμένη με φύλο χρυσού λαβή ενός ξίφους από αυτά που τοποθετούσαν στους τάφους των Μυκηναίων αρχόντων.
Μου το είχε πει πολλές φορές, όμως ποτέ δεν τον πίστεψα. Κι εκείνο το βράδυ στο πλοίο, που χωρίς ύπνο σερνόμουνα στο κατάστρωμα. Τον βρήκα με τη ράχη ακουμπισμένη στο μεσαίο κατάρτι. Έμοιαζε κατάκοπος, αλλά τα μάτια του σπίθιζαν. Δε μου μένει ούτε ένας χρόνος, με έχει φάει η αρρώστια. Ποια αρρώστια, η στενοχώρια που αφήσαμε το Άργος σκέφτηκα. Όσο χτίζαμε τα σπίτια μας εδώ, στάθηκε δυνατός και ακάματος. Πραγματικός αρχηγός. Γι’ αυτό δε διαλυθήκαμε. Και με αυτούς κατάφερε να συνεννοηθεί, να μην πιάσουνε τα όπλα και αρχίσει ο σκοτωμός. Όσο κι αν μας σιχαίνονται, τον Βουχέτα τον σεβάστηκαν. Έτσι μας παραχώρησαν κι εκείνα τα χωράφια στα δυτικά του λόφου. Και μας άφησαν να δένουμε τις βάρκες στο λιμανάκι του κόλπου.
Πριν δύο μήνες έπεσε στο κρεβάτι. Είχε φρικτούς πόνους στα κόκκαλα, που δεν
έλεγαν να περάσουν. Μπορεί ο αρχιερέας του ανακτόρου, αν είχε έρθει μαζί μας, κάπως να τον είχε βοηθήσει. Με κάλεσε στο σπίτι του. Έμενε ήσυχος, ήξερε πως θα φροντίσω τα αδέλφια μας καλύτερα από κείνον. Μόνο να προσέξω να αποφύγω τις φασαρίες με τους απέναντι, δύσκολα πράγματα ζητάς Βουχέτα… Δεν τον πείραζε που έφευγε. Το μόνο που τον στενοχωρούσε ήταν που δε θα ξεκουραζόταν στην αγκαλιά της αργείτικης γης.
Τον ξαπλώσαμε με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Την ώρα που του σφράγιζα τα χείλια με ένα φύλο από χρυσάφι, άρχισε να βρέχει. Καλό σημάδι, σκέφτηκα, ποτέ δεν βρέχει σε αυτόν τον καταραμένο τόπο· θα βρει καλή υποδοχή ο άρχοντάς μας. Ο σιδεράς λύγισε το βαρύ σπαθί στη μέση και μου το έδωσε, να το τοποθετήσω δίπλα στον αφέντη του. Η δικιά μου λεπίδα, σφυρηλατημένη στην πατρίδα από τον ίδιο μάστορα, χαιρέτησε το θανατωμένο αδέλφι της. Η δυνατή βροχή μου μούσκευε τα μαλλιά και το πρόσωπο. Έτσι, δεν είδε κανείς τα δάκρια μου που έπεφταν στο φρεσκοσκαμμένο χώμα.
Εργαστήρι τέχνης του λόγου (νουβέλα)
ΕΚΕΒΙ,Νοέμβριος 2009
No comments:
Post a Comment