Γονατισμένος, έστρωνε τον πάτο ενός κιβωτίου με χοντρό πριονίδι, όταν άκουσε το απαλό ταπ ταπ στην ξύλινη στέγη της αποθήκης. Ανασήκωσε το κεφάλι του να ρίξει μια ματιά στο παράθυρο και είδε τα λεπτά ρυάκια που είχαν σχηματίσει οι σταγόνες τις βροχής, ανακατεμένες με τη λεπτή σκόνη που είχε καθίσει στα τζάμια κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών. Μέχρι να σηκωθεί όρθιος, να φορτωθεί από τον πάγκο δίπλα τον μεγάλο αμφορέα, να τον τοποθετήσει με προσοχή μέσα στο κασόνι και γεμίσει τα κενά που απόμεναν με παλιές εφημερίδες κομμένες σε λωρίδες, η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος είχε πλημμυρίσει την ευρύχωρη αποθήκη. Ένιωσε έναν οξύ πόνο στο δεξί του γόνατο· στο μυαλό του ήρθαν τα σκουροκόκκινα, σχεδόν μαύρα τσαμπιά στα απέραντα αμπέλια που κάλυπταν την πεδιάδα της Μεσαορίας απ’ άκρη σ’ άκρη, με τις χοντρές ρόγες να γυαλίζουν βρεγμένες. Σταφύλια της ποικιλίας «Μαύρο» που έδιναν το πανάρχαιο κρασί της Κύπρου, παρόμοιο με εκείνο το Négrette που έπιναν φοιτητές στην Ουψάλλα, βολεμένοι γύρω από μαντεμένιες σόμπες. Το έφερναν από την Τουλούζη και ο μύθος ότι η ρίζα αυτή είχε έρθει στη Γαλλία τον 12ο αιώνα μαζί με τους ιππότες του Αγίου Ιωάννη ενθουσίαζε τους μελλοντικούς αρχαιολόγους, που παράγγελναν τις μποτίλιες τρεις-τρεις, παρά την τσουχτερή τιμή τους.
Ο Πάμπος, ένας από τους πιο παλιούς και ικανούς εργάτες του τον είχε καλέσει και φέτος να πάρει μέρος στον τρύγο, την επόμενη εβδομάδα. Τέσσερα χρόνια πριν, όταν του είχε ζητήσει για πρώτη φορά άδεια από την ανασκαφή, γιατί έπρεπε να πάει να τρυγήσει το μικρό του αμπέλι στη Γερμασόγεια, έξω από τη Λεμεσό, ο Έιναρ, του είχε προτείνει να τον συνοδεύσει. Τη δεύτερη χρονιά, μετά τον τρύγο, πήγανε με τον Πάμπο στο πανηγύρι του χωριού. Εκεί ήταν που είχε δει πρώτη φορά την Άντρη να χορεύει τινάζοντας τη μαύρη της χαίτη. Μετά από τέσσερις συνεχείς παρουσίες και με την πιθανότητα η φετινή να είναι και η τελευταία, δεν του πέρναγε καθόλου από το μυαλό να μην πάει. Έτσι, αναρωτιόταν πως θα κατόρθωνε να ξεφύγει για μία ολόκληρη ημέρα από το πακετάρισμα των ευρημάτων, εργασία στην οποία είχε επιδοθεί ολόκληρη η ομάδα τις τελευταίες δύο εβδομάδες. Τώρα που οι ανασκαφές είχαν ολοκληρωθεί, προς το παρόν τουλάχιστον, οι Άγγλοι τους άφηναν να πάρουν μαζί τους στη Σουηδία το ένα τρίτο των ευρημάτων τους. Τα ατέλειωτα αντικείμενα που είχαν φέρει στο φως, επέτρεπαν στη σουηδική αποστολή να γυρίσει στην πατρίδα με έναν πραγματικό θησαυρό που θα εντυπωσίαζε το σουηδικό κοινό, πλούσιο υλικό επιστημονικής μελέτης για την επόμενη δεκαετία και πολυάριθμες αφορμές για αναπόληση. Όπως εκείνο το κολοσσιαίο ασβεστολιθικό άγαλμα του Ηρακλή-Μελκάρτ από την Αμαθούντα, που σίγουρα θα μάζευε γύρω του σμήνη επισκεπτών στο Medelhavsmuseet, ενώ εκείνου θα του έφερνε πάντα στο μυαλό το πρώτο του μεθύσι με ζιβανία, εκείνο το διαβολεμένο κυπριακό απόσταγμα που είχαν φέρει οι εργάτες στο σκάμμα για να γιορτάσουν την ανακάλυψη.
Ξαναέπιασε το πριονίδι και ένα άδειο κιβώτιο, ανακουφισμένος με τη φρέσκια δροσιά που απλωνόταν στην υγρή ατμόσφαιρα του δωματίου. Ναι, στη Σουηδία η σόμπα ήταν αναμμένη σχεδόν όλο το χρόνο. Εδώ πάλι, το καλοκαίρι κρατούσε οκτώ μήνες. Ο Ιούλιος και ο Αύγουστος ήταν αφόρητοι, με μια υγρασία που έφερνε πονοκέφαλο και έκανε τα ρούχα να κολλάνε και θερμοκρασίες τροπικές, ανατολίτικες. Όμως, το σκάψιμο ήταν αδύνατο να σταματήσει για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα· κάτι τέτοιο θα προκαλούσε τη δυσφορία των γενναιόδωρων, αλλά και φιλόδοξων χορηγών στη Σουηδία, οι οποίοι ίσως έκλειναν τη στρόφιγγα της χρηματοδότησης. Προσπαθούσε να μην παραπονιέται –εξάλλου, η Ανατολή δεν ήταν από παλιά το όνειρό του; Τους πρώτους μήνες είχε πιέσει τον εαυτό του να συνηθίσει σε αυτήν την αποπνιχτική ατμόσφαιρα. Μάλιστα, επέμενε να συνεχίζει να δουλεύει καταγράφοντας κεραμική, σχεδιάζοντας ή συμπληρώνοντας το ανασκαφικό ημερολόγιο ακόμα και τις εκείνες τις δύσκολες μεσημεριανές ώρες, ανάμεσα δύο και πέντε, όταν όλοι εξαφανίζονταν στα σπίτια τους για την ιερή σιέστα. Για πολύ καιρό ιδρωκοπούσε πάνω από τα σημειωματάρια μέσα στην σιωπή, μέχρι που αποφάσισε να ενδώσει και αυτός στο μεσημβρινό ανατολίτικο ραχάτι, το οποίο είχε γίνει πλέον μία από τις καθημερινές απολαύσεις του. Η Ίλκε, όταν τον επισκέφτηκε πριν ενάμιση χρόνο, δεν μπορούσε να καταλάβει τη νέα του συνήθεια, αναρωτιόταν αν η εξέλιξη της δουλειάς του έδινε την πολυτέλεια να μένει τόσο χρόνο στο κρεβάτι και πέρναγε τα μεσημέρια διαβάζοντας ξαπλωμένη δίπλα του, τεντωμένη σα σύρμα.
Η βροχή είχε δυναμώσει αρκετά. Ο Έιναρ έσκυψε λυγίζοντας τα γόνατα για να σηκώσει τον βαρύ κρατήρα με την σπάνια γραπτή διακόσμηση που απεικόνιζε άρμα με τον ηνίοχό του και έμοιαζε καταπληκτικά με αυτούς που έφτιαχναν στο Άργος. Και αυτήν την φορά δεν μπόρεσε να αντισταθεί· ακούμπησε το αγγείο στον πάγκο, έβγαλε βιαστικά από την τσέπη του μια λούπα και την κόλλησε στην πήλινη επιφάνεια. Οι μικροί κοκκινωποί κόκκοι, ανακατεμένοι με λεπτότατα πετραδάκια του έδειχναν το ντόπιο χώμα, αλλά το σχήμα και η διακόσμηση του κρατήρα μιλούσαν για χέρι αργείο. Πόσα χρόνια θα περνούσε άραγε μελετώντας χοντρούς τόμους, ή, μακάρι, χωμένος σε βαθιές ανασκαφικές τομές πασχίζοντας να φωτίσει τον θρυλικό Αχαϊκό αποικισμό;
Δεν μπορώ να καταλάβω τι θέλουν πια αυτοί οι άνθρωποι, τι άλλο πρέπει να κάνουμε για να σταματήσουν να μας κοιτούν με σιχασιά. Πριν είκοσι μέρες, στην κηδεία του Ονάσα προσφέραμε πέντε κρατήρες, από αυτούς τους μεγάλους με τις ωραίες ζωγραφιές, γεμάτους κρασί, από τα αμπέλια που με μόχθο καλλιεργούμε πέντε χρόνια τώρα. Τις δεχτήκανε τις προσφορές μας, βέβαια· ο τελετάρχης δεν μπήκε στον κόπο να κρύψει το άπληστο βλέμμα του. Την ώρα που παρέδιδα τα αγγεία στα χέρια του με έπιασε μια μανία να τα πετάξω δυνατά στο χώμα, να γίνουν χίλια κομμάτια και να χυθεί το κρασί. Κατάπια, όμως, το φαρμάκι και κρατήθηκα, γιατί δεν αντέχω άλλο να θυμάμαι τα φύλλα των δέντρων στον κάμπο του Άργους χρυσά, κάθε φορά που βλέπω τον ήλιο να δύει στη θάλασσα του Κουρίου· δεν αντέχω να σκέφτομαι τα μαύρα μακριά μαλλιά της Κέρκιδας να γυαλίζουν περασμένα με δαφνόλαδο, κάθε φορά που εκείνη η μαυρομάλλα, η κόρη του ιερέα, φτύνει όταν αναγκαστεί να μου μιλήσει, λες και είμαι δούλος. Πόσους κρατήρες ακόμα πρέπει να τους φτιάξουμε για να σταματήσουν να μας μισούν;
Άθελά του, άρχισε, για μία ακόμη φορά, να σκαρώνει επιχειρήματα και επιστημονικές δικαιολογίες, τα πιο πολλά προς τον ίδιο του τον εαυτό, προκειμένου να συνεχίσουν τις ανασκαφές. Το έβλεπε καθαρά ότι το κεφάλαιο «Κύπρος» δεν γινόταν να κλείσει, όχι ακόμα τουλάχιστον. Ήταν τόσο απορροφημένος από τις σκέψεις του, που σχεδόν πετάχτηκε πάνω ξαφνιασμένος όταν άκουσε τη φωνή του Άλφρεντ, που είχε μπει στην αποθήκη χωρίς να τον προσέξει: «Μόλις μίλησα με τον καθηγητή Πέρσσον στο τηλέφωνο, δεν άκουσες τον Γιαννάκη που σε φώναζε να έρθεις; Είπε πως είναι πολύ ενθουσιασμένος που ολοκληρώσαμε την αποστολή με τόση επιτυχία, τα πάντα είναι έτοιμα για την υποδοχή των αρχαιοτήτων στη Στοκχόλμη. Όλοι μας περιμένουν ανυπομονησία. Θεέ μου, είναι τόσο μακρύ αυτό το ταξίδι, μέχρι να φτάσουμε θα τρελαθώ!»
Εργαστήρι τέχνης του λόγου (νουβέλα),
ΕΚΕΒΙ, Οκτώβριος 2009
No comments:
Post a Comment