Monday, 30 November 2009
[Ίλκε]
Πέμπτη, 5 Μαΐου 1922
Εδώ και τρεις μέρες βροχή συνέχεια. Μουντός ουρανός και κρύο. Πότε θα ανοίξει λίγο ο καιρός επιτέλους; Τα εμπριμέ βαμβακερά φουστάνια περιμένουν στη ντουλάπα.
Χθες βράδυ, στο δείπνο έβαλα το σκούρο πράσινο φόρεμα με το δαντελένιο γιακαδάκι. Όποτε φορέσω αυτό το ρούχο κάτι συμβαίνει. Κάτι άσχημο: πέρσι το φθινόπωρο, έκοψα το χέρι μου με το μαχαίρι του ψωμιού. Ήμουνα αφηρημένη και η πληγή έγινε πολύ βαθιά. Τρία ράμματα χρειάστηκε. Δεν ήταν εδώ, έλειπε στην Ελλάδα για «ερευνητικό ταξίδι». Στο νοσοκομείο περίμενα πάνω από τρεις ώρες, μέχρι να βρεθεί κάποιος να μου ράψει το δάχτυλο. Ολομόναχη. Τον Φεβρουάριο που μας πέρασε, έσπασα εκείνο το ακριβό βάζο που μου χάρισε η μητέρα μου, όταν παντρεύτηκα. Ήταν αντίκα από το πατρικό της. Αυτός υποσχέθηκε πως θα το κολλήσει και σχεδόν δε θα φαίνεται. Τα κομμάτια ακόμα είναι στο χαρτοκιβώτιο κάτω από το κρεβάτι. Πριν ένα μήνα, ήρθε η Ανίκα. Έκλαιγε, έλεγε πως ήθελε να πεθάνει γιατί την είχε αφήσει ο Νιλς. Και τότε με το πράσινο φουστάνι ήμουνα.
Χθες που ξαναφόρεσα αυτό το κουρέλι, μου πέταξε ότι ο Πέρσσον του ανέθεσε την «διεύθυνση μίας πολύ σημαντικής αρχαιολογικής αποστολής». Στην Κύπρο. Στην Κύπρο. Κύπρο. Κύπρο. Cyprus. Zypern. Πρέπει να κοιτάξω ένα χάρτη. Δεν ήθελε να δείξει τον ενθουσιασμό του. Παρίστανε τον προβληματισμένο. Απαντούσε με μισόλογα και ασάφειες. Ότι ακόμα δεν ξέρει λεπτομέρειες, πότε θα ξεκινήσει, πόσο θα μείνει, με ποιους θα πάει. Είναι μοναδική ευκαιρία, αλλά θα το σκεφτεί πολύ σοβαρά λέει. Ο γεροφαφλατάς δεν θα είναι μαζί τους γιατί γέρασε. Πέντε χρόνια τώρα που τρέχουνε κάθε καλοκαίρι στην Ελλάδα κουράστηκε λέει. Κι εγώ. Πως πάει κανείς στην Κύπρο άραγε;
[…]
Παρασκευή, 12 Ιουλίου 1922
Για μία ακόμη χρονιά, πέρασαν τα γενέθλια μου. Μου χάρισε ένα δαχτυλίδι, είπε να το φοράω συνέχεια και να τον θυμάμαι. Έχει ένα μικρό διαμαντάκι επάνω. Πολύ όμορφο. Δε θα το φοράω, για να μην το χάσω. Τσακωθήκαμε. Του είπα πως δεν θα πήγαινα στη δεξίωση που είχαν οργανώσει για το γέρο. Μου είπε πως είμαι αχάριστη. Ήθελα να με πει σκύλα, να είμαι η σκύλα του.
[…]
Τετάρτη, 20 Δεκεμβρίου 1922
Βουτυράτη ζύμη, κανέλα, μοσχοκάρυδο, γλυκό κρασί. Αναμμένη φωτιά τριζοβολάει. Επιστροφή στο πατρικό. Έχει δίκιο η Ανίκα. Μετά τις γιορτές θα αλλάξω το διπλό κρεβάτι με δύο μονά. Κρυώνω το βράδυ.
[…]
Δευτέρα, 25 Μαρτίου 1923
Σήμερα έφτασε ακόμα μία κάρτα. Δείχνει μία αμμώδη παραλία. Στο κέντρο, μέσα σε ένα μικρό δάσος από φοινικόδεντρα υπάρχει ένα τζαμί, που καθρεφτίζεται όμορφα στα νερά της θάλασσας. Σε δεύτερο πλάνο, πίσω από το δάσος, ένα χαμηλό βουνό απλώνεται από τη μία ως την άλλη άκρη της φωτογραφίας.
Αντιγράφω τι έγραφε από πίσω: «Γλυκιά μου Ίλκε, ελπίζω να είσαι καλά. Εδώ, μπαίνει ήδη η άνοιξη και η διάθεση μου είναι καλύτερη. Ο αέρας είναι ελαφρύς και ζεστός. Τις δύο τελευταίες εβδομάδες σκάβουμε στη Λάπηθο, ένα γραφικό χωριό στη βόρεια ακτή (πρόσεξε όμως, η κάρτα απεικονίζει το Χαλά Σουλτάν Τεκκέ, που είναι στη Λάρνακα). Οι εργασίες προχωρούν με πολύ ικανοποιητικό ρυθμό. Τα ευρήματα ανταμείβουν τους κόπους μας με το παραπάνω. Αρκεί μόνο να σου πω, πως φτάσαμε σε μυκηναϊκά στρώματα! Κάθε μέρα γευματίζουμε με πεντανόστιμα ψαράκια της Μεσογείου, κεχριμπαρένιο κρασί και φρούτα από τα περιβόλια των εργατών μας. Μπροστά από το ύψωμα, όπου γίνεται η ανασκαφή, απλώνεται η θάλασσα πράσινη. Αγάπη μου, πάρ’ το επιτέλους απόφαση να έρθεις, είναι τόσα πράγματα που θέλω να δεις, να ακούσεις και να γευτείς. Περιμένοντας, σου στέλνω χίλια φιλιά, Έιναρ».
Όχι. Δε θέλω να δοκιμάσω τι γεύση έχουν τα πεντανόστιμα μεσογειακά ψαράκια, ούτε να πιω κεχριμπαρένιο κρασί, ούτε να ξαπλώσω σε μυκηναϊκά στρώματα. Θέλω να τρώω συνέχεια μπακαλιάρο, ρέγγα και σκουμπρί. Να πηγαίνουμε τα βράδια σε σπίτια φίλων, να μεθάμε με μπύρα, και τα παιδιά μας να αποκοιμιούνται ανακατεμένα με τα παιδιά των οικοδεσποτών στο παιδικό δωμάτιο. Να πηγαίνουμε για πατινάζ στη λίμνη. Να σου τηγανίζω αυγά και λουκάνικα πρωί Σαββάτου, την ώρα που εσύ διαβάζεις την εφημερίδα.
Δε σταμάτησε να βρέχει ακόμα. Ο ήχος της βροχής είναι παρήγορος. Θα ήθελα να πάω στην Ιαπωνία, να δω τις ανθισμένες κερασιές.
[…]
Σάββατο, 9 Ιουλίου 1923
Τελικά καλοκαίριασε. Σήμερα φόρεσα το γαλάζιο φόρεμα με τα λευκά ανθάκια και με κοιτάξανε πολλοί στο δρόμο. Απόφαση που δεν θα πατήσω: δε θα ξαναπάω για φαγητό με τον Σβεν. Το υπογραμμίζω. Και άλλη μία: θα του γράφω κάθε εβδομάδα, άσχετα που αυτός δεν γράφει τόσο συχνά. Αυτό χωρίς υπογράμμιση.
[…]
Τρίτη, 6 Νοεμβρίου 1923
Φυσικά, βρέχει και σήμερα. Βαριέμαι να σηκωθώ από το κρεβάτι. Δεν έχω διάθεση για τίποτα, ούτε για ζεστή σοκολάτα. Εκτός και κάποιος μου την έφερνε έτοιμη εδώ που είμαι κουρνιασμένη στα ζεστά. Λοιπόν, αποφασίζω: θα σηκωθώ σε σαράντα λεπτά. Πρέπει να φτιάξω τη βαλίτσα.
Τετάρτη, 7 Νοεμβρίου 1923
Σου έλειψε η σκύλα σου, μωρό μου. Σκίσε με.
Παρασκευή, 9 Νοεμβρίου 1923
Τα τρένα με αηδιάζουν. Οι σταθμοί των τρένων μου προκαλούν θλίψη.
[…]
Δευτέρα, 10 Φεβρουαρίου 1924
Ηλιοβασίλεμα στην κυματοδαρμένη παραλία του Αγίου Ερμογένη. Τυλιγμένη σε χοντρό, μάλλινο σακάκι. Τσίγκινα κύπελλα με τσάι μας ζεσταίνουν τα δάχτυλα. Στο αέρα μυρωδιά θάλασσας και καμένου ξύλου. Σιγοσφυρίζει ένα σκοπό δίπλα μου, δεν τον αναγνωρίζω. Αρχίζω να καταλαβαίνω.
[…]
Κυριακή, 20 Απριλίου 1924
Πέρασα ολόκληρη την ημέρα με την Ανίκα και τον Στεφάν. Της είχα υποσχεθεί ότι μόλις επέστρεφα από την Κύπρο, θα την επισκεπτόμουνα στο καινούριο της σπίτι. Εννέα ολόκληρες στάσεις με το τραμ, χαλάλι της όμως. Ο Στέφαν φαίνεται άνθρωπος ειλικρινής και δείχνει να την αγαπάει. Λουλουδιασμένη. Είπε πως είναι χαρούμενη εκεί. Την πιστεύω. Με κοίταγε στα μάτια και ζητούσε να μάθει τα νέα του ταξιδιού. Δε νοιαζόταν να μιλήσει για τον εαυτό της. Ρώταγε για τον Έιναρ, τις ανασκαφές, το ταξίδι, το φαγητό, τους άντρες, τις καμήλες, τα σπίτια, τα δέντρα, τις εκκλησίες, τον καιρό, τις παραλίες, τα ρούχα. Απάντησα πρόθυμα σε όλα τα ερωτήματα. Βέβαια, παρέλειψα να της αναφέρω για τις ατέλειωτες ώρες ανίας τα μεσημέρια, όσο έπαιρνε «τον υπνάκο του». Ούτε για το λάδι μέσα στο οποίο έπλεαν όλα τα φαγητά είπα τίποτα. Ούτε για τα σμήνη των κουνουπιών που έκαναν έφοδο κάθε βράδυ, καθώς ήταν εντελώς αποπνικτικά για να κοιμηθώ με κλειστά παράθυρα. Ούτε για το νέο του φίλο με τη δυνατή φωνή, την αναπνοή που μύριζε και την σεμνότυφη αδελφή, που όλο είχε τα μάτια στο χώμα, όταν άρχιζαν οι μουσικές, όμως, ήταν πρώτη στα κουνήματα.
Άλλο ένα πράγμα που δεν είπα είναι το πόσο διαφορετικός μου φάνηκε. Δε λέω απόμακρος. Λέω διαφορετικός. Αλλαγμένος. Αλλιώτικος. Τροποποιημένος. Καλύτερος ή χειρότερος; Καλύτερος. Χειρότερος. Σίγουρα πιο φλύαρος. Ενίοτε πιο τρυφερός. Πάντως, τη συνήθεια του να πετάει το μαξιλάρι του στο πάτωμα και να στριμώχνει το κεφάλι του πλάι στο δικό μου, δεν την άλλαξε. Άραγε, όσο λείπει, μοιράστηκε το προσκεφάλι καμιάς άλλης;
Απόφαση που πρέπει να πάρω μέσα στον επόμενο μήνα: θα ξαναπάω;
Εργαστήρι τέχνης του λόγου (νουβέλα)
ΕΚΕΒΙ,Νοέμβριος 2009
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment