Saturday, 26 December 2009

Christmas lights in Astoria after rain


Birmingham rain


[Αναβολή]

10 Ιουνίου 1924
Βρέχει. Βροχή. Βροχή χωρίς σύννεφα. Βρέχει.

12 Ιουνίου 1924
Σήμερα έφαγα στης Αννίκας. Ψητό χοιρινό και για γλυκό ρυζόγαλο. Αννίκα, κοριτσάκι μου. Αννίκα. Έκανε τόσο κόπο να ετοιμάσει το τραπέζι. Είχε και κόκκινο κρασί από την Ιταλία. Με μυρωδιά κανέλας. Δυνατό. Πήγαινε κάτω σα νεράκι. Μετά το φαγητό κουβεντιάσαμε πολύ ώρα. Είχε ανάψει και το τζάκι. Όμορφη Αννίκα. Δεν θύμωσε, όταν της είπα πως ανέβαλε το ταξίδι. Για να μη με ερεθίσει. Μάλλον. Να έχω υπομονή πρέπει λέει. Να πάω να τον βρω εγώ. Πρέπει. Να είμαι δυνατή. Γλυκιά Αννίκα. Δε φάνηκε να ενοχλείται, όταν έκανα εμετό στο καινούριο χαλί της. Μου κράτησε το κεφάλι. Με ξάπλωσε με κρύα κομπρέσα στο μέτωπο. Με συνέφερε με το ζόρι. Της είπα πως αν ξαναπάω εκεί, θα πεθάνω. Από υπερβολική εφίδρωση. Και τσιμπήματα κουνουπιών. Πριν μία ώρα άνοιξε με τα κλειδιά μου την εξώπορτα κατάκοπη. Είπε πως περιμένει μωρό. Το είπε ψιθυριστά. Σα να ντρεπόταν.

13 Ιουνίου 1924
Απόφαση που δεν πρόκειται να πάρω πίσω: δεν πηγαίνω ξανά. Εκεί. Ποτέ. Εκεί. Ναι. Θα πάω. Διάβασα ξανά το γράμμα του.


«Βουνί, 7 Μαΐου 1924
Γλυκιά μου Ίλκε
Ελπίζω η επιστολή μου να σε βρίσκει υγιή και ευδιάθετη. Αυτό το δεύτερο είναι πολύ σημαντικό, αγάπη μου, γιατί τα νέα μου δεν είναι διόλου ευχάριστα. Λατρεμένη μου, φοβάμαι πως πρέπει να αναβάλω το ταξίδι που είχα προγραμματίσει για τον επόμενο μήνα.
Ίλκε, συμπάθα με για τη στενοχώρια που σου φέρνει αυτό το γράμμα. Ξέρω πως δεν είναι εύκολο για σένα. Κι εσύ πιστεύω πως ξέρεις πόσο με στεναχωρεί να είμαι μακριά σου, πόσο μου λείπουν τα μάτια σου, το απαλό σου δέρμα. Πάνε κιόλας πέντε μήνες από τη μέρα που έφυγες. Πόσο γρήγορα πέρασαν. Ο καιρός που ζήσαμε μαζί στο Κούριο είναι ο παράδεισος μου, τον φέρνω στο μυαλό μου κάθε φορά που οι περιστάσεις γίνονται πιο απαιτητικές.
Όπως τώρα, που οι ανασκαφές μας είναι πολύ αποδοτικές, ο συντριπτικός αριθμός των ευρημάτων δε μου επιτρέπει να λείψω ούτε μία ημέρα. Ίλκε, το Βουνί, το μαγικό, ονειρεμένο βουνό που σου έλεγα στο προηγούμενο γράμμα, ήταν μία θαυμαστή αποκάλυψη. Αφού μας βασάνισε τρεις εβδομάδες, αινιγματικό σαν τη Σφίγγα, αποφάσισε να αποκαλύψει τα μυστικά του και να φανερώσει το πολυτελές ανάκτορο που έκρυβε στα σπλάχνα του όλες αυτές τις εκατοντάδες χρόνια. Ίλκε, αγάπη μου, φαντάσου, ένα ολόκληρο αρχαϊκό ανάκτορο!
Η δουλειά μοιάζει να μην έχει τελειωμό. Ο χρόνος μας πιέζει αφόρητα και η χρηματοδότηση δεν μπορεί, όπως καταλαβαίνεις, να διαρκέσει επ’ άπειρον. Μας περιμένουν τουλάχιστον ακόμα έξι θέσεις, -σημειώνω πως τουλάχιστον οι τρεις έχουν μυκηναϊκή φάση- αλλά δεν μπορούμε να αφήσουμε την ανασκαφή εδώ στο Βουνί στη μέση. Έτσι, πήρα την απόφαση να μεταθέσω αυτό το ταξίδι.
Μη με μισήσεις, Ίλκε μου, φοβάμαι πως δεν είμαι σε θέση να πω πότε θα μπορέσω να πετάξω στην αγκαλιά σου. Γιατί δεν έρχεσαι ξανά εσύ, έλα εσύ αντί για εμένα. Έχω να σου δείξω τόσα πράγματα, καινούρια ευρήματα, μέρη και ανθρώπους.
Να με σκέφτεσαι. Σε περιμένω. Έλα.
Σου στέλνω χίλια φιλιά, Έιναρ»


Σταμάτησαν για μεσημέρι λίγο πιο αργά από το συνηθισμένο, κατά τις τρεις. Τα ευρήματα ήταν αμέτρητα, η δουλειά ατελείωτη, δεν γινόταν να διακοπεί, όμως ο ήλιος έκαιγε. Τα τζιτζίκια λυσσομανούσαν πάνω στη χαρουπιά που έστεκε με τα φύλλα ακίνητα. Παρόλη τη ζέστη, στο γεύμα ήπιε δύο ποτηράκια κρασί μαζί με τους άλλους. Γελούσε. Τσούγκριζαν τα ποτήρια με δύναμη και φώναζαν «καλά τελειώματα». Σαράντα λεπτά αργότερα, ζαλισμένος, σύρθηκε στην σκηνή του με το ανασκαφικό ημερολόγιο κάτω από τη μασχάλη. Ξάπλωσε στο αριστερό του πλευρό πάνω στο ράντζο και καθώς ετοιμαζόταν να ανοίξει το σημειωματάριο του, ήρθε εκείνη η νάρκη, στην οποία είχε πάψει τα αντιστέκεται εδώ και μερικές εβδομάδες. Το σκληρό τετράδιο κύλησε κάτω και τα επιστολόχαρτα σκορπίστηκαν στο χώμα.

Το βράδυ κατέβηκε μαζί με τον Έρικ, τον Άλφρεντ και τον Πάμπο στο χωριό για το πανηγύρι της Αγίας Ειρήνης. Είχαν στήσει μεγάλα τραπέζια γύρω-γύρω, στην αυλή της εκκλησίας. Σέρβιραν αρνί ψημένο στη σούβλα και κρασί από τα αμπέλια της Μόρφου. Στο κέντρο της αυλής δύο μουσικοί, ο ένας με βιολί και ο άλλος με λαούτο, έπαιζαν σκοπούς, άλλοτε αργόσυρτους και άλλοτε πιο γρήγορους. Νέοι άντρες και γυναίκες λικνίζονταν με χάρη, μαζί κι η αδελφή του Πάμπου με τα μαύρα της μαλλιά αλογοουρά να τινάζονται στους ώμους της. Ο αέρας ήταν δροσερός, μύριζε γιασεμί και θάλασσα. Καθώς έγειρε πίσω το κεφάλι να στραγγίξει το ποτήρι του, είδε τον ουρανό χαμηλωμένο, τα αστέρια να κρέμονται πάνω από το κεφάλι του. Όσο η τελευταία γουλιά κυλούσε στον φάρυγγά του, υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι δε θα το ανέβαλλε άλλο. Το πρώτο πράγμα που θα έκανε το επόμενο πρωί, θα ήταν να γράψει το γράμμα. Αύριο το δίχως άλλο.

Εργαστήρι τέχνης του λόγου (νουβέλα)
ΕΚΕΒΙ, Δεκέμβριος 2009

[Βραδιάζει]



Είχε πάρει να σκοτεινιάζει, όταν έστριψες δεξιά στην Αρσινόης και μπήκες στη Λαϊκή Γειτονιά από την λεωφόρο Λήδρας. Πολύχρωμες ταμπέλες και μουσική από στερεοφωνικό. Οι ταβέρνες είχαν ανάψει τα φώτα τους και οι σερβιτόροι στέκονταν με λευκά πουκάμισα στα κατώφλια. Ηλικιωμένοι τουρίστες με κοκκινισμένα πρόσωπα έπιναν μπύρες γελώντας δυνατά. Ο αέρας μύριζε καμένο λίπος. Τάχυνες το βήμα. Μόλις κατάφερες να βγεις από την τουριστική περιοχή, ερημιά. Οι πόρτες των σπιτιών κλειστές και τα παράθυρα σκοτεινά. Περπατούσες προς την πλατεία Τηλλυρίας, ο φορητός υπολογιστής ένα βαρίδι στον ώμο σου. Χτυπώντας το πλακόστρωτο, τα παπούτσια σου έβγαζαν έναν καθαρό, κοφτό ήχο. Με ρυθμό που βοηθούσε να μπουν σε τάξη νέα δεδομένα και σκέψεις. Ο μιναρές του Ομεριέ φάνηκε στον συννεφιασμένο ορίζοντα ακριβώς την στιγμή που ο μουεζίνης καλούσε τους πιστούς για την βραδινή προσευχή. Ζεσταμένος, ο πόνος του πόθου ξεδιπλώθηκε αργά και άρχισε να κόβει κομμάτια από τα σπλάχνα σου. Ακούμπησες με τον ώμο σε μία τσιμεντένια κολώνα. Βιαστικοί και χωρίς να σε κοιτάξουν, προσπέρασαν δύο μελαμψοί άντρες με φαρδιά παντελόνια και σαγιονάρες.


Είχαν περάσει περισσότερα από είκοσι λεπτά από τη στιγμή που άνοιξε το ανασκαφικό ημερολόγιο. Γερμένος στο αριστερό πλευρό, χάζευε τη λευκή σελίδα του τετραδίου. Ένιωθε τα ρούχα να κολλάνε και το στομάχι του ακόμα βαρύ από το μεσημεριανό φαγητό. Το χέρι που κράταγε την πένα, ακουμπισμένο αφηρημένα πάνω στο χαρτί, είχε αφήσει υγρό αποτύπωμα. Γύρισε σελίδα κι έπιασε να φτιάχνει ένα μικρό σχέδιο στο κάτω μέρος της. Η Άντρη, με τα μαλλιά πλεγμένα και ένα πλατύγυρο ψάθινο καπέλο, όπως ακριβώς ήταν σήμερα, όταν ήρθε στο σκάμμα να του φέρει φρεσκοψημένο ψωμί.

Φορούσε γαλάζιο πουκάμισο με ένα κόκκινο τριανταφυλλάκι κεντημένο πάνω από το αριστερό στήθος. Καθώς έσκυψε δίπλα του να αφήσει το καλάθι, του ήρθε μυρωδιά από πράσινο σαπούνι. Για μία ακόμα φορά ένιωσε, δυνατή, εκείνη την επιθυμία να ξεπλέξει τη μακριά κοτσίδα και να χώσει τα δάχτυλά του μέσα στα γυαλιστερά μαλλιά, να αγκαλιάσουν το στρογγυλό κρανίο της. Να την αναγκάσει να σηκώσει τα μάτια από το χώμα, να τα στρέψει σε αυτόν.

Όσο αναζητούσε ένα μαντήλι να σκουπίσει τον ιδρώτα από το μέτωπο, ένιωσε το πέος του να σκληραίνει μέσα στο λεπτό βαμβακερό παντελόνι. Να τον κοίταζε στα μάτια και αυτό που θα αντίκριζε να την κάνει να κοκκινίσει, αλλά να συνεχίσει να κοιτάει. Να ακουμπήσει τις παλάμες της στους ώμους του και να τον φιλήσει στο στόμα, πολλή ώρα. Άγρια. Νιώθοντας τις ρόγες της να αφήνουν μικρές στρογγυλές στάμπες στο στήθος του, έπιασε το όργανό του με το δεξί χέρι και αφέθηκε στην παλινδρομική κίνηση της λεκάνης της, κολλημένης πάνω στη δική του. Εκείνη, αθόρυβη, γαντζώθηκε πάνω του ανοίγοντας κι άλλο τα πόδια. Ο ρυθμός έγινε πιο γρήγορος. Δεν φορούσε τίποτα κάτω από τη φαρδιά φούστα. Ένιωσε το αιδοίο της τριχωτό, να τον ρουφάει σε μία ηλεκτρισμένη δίνη. Ακόμα πιο γρήγορα τώρα, με το πρόσωπο χωμένο στο λαιμό της και τα δάχτυλα βαθιά μπηγμένα στην σφριγηλή σάρκα, ακόμα πιο γρήγορα, με το ρυθμικό ήχο να τραντάζει συθέμελα το σιωπηλό δωμάτιο. Πράσινο σαπούνι, ιδρώτας και η μεταλλική γεύση του αίματος. Ακόμα πιο γρήγορα. Και δυνατά. Είχε τα μάτια κλειστά και δεν είδε το σπέρμα να τινάζεται ψηλά, για να προσγειωθεί στην λευκή κοιλιά του και δίπλα, στην άγραφη σελίδα, λίγο πάνω από το σκίτσο της. Μερικά λεπτά πριν χτυπήσει την πόρτα ο Άλφρεντ.


Πέρασε μπροστά μου με την πλάτη ολόισια και το κεφάλι γυρισμένο από την άλλη μεριά. Την άφησα να προχωρήσει μερικά βήματα και έτρεξα πίσω της. Στη σκιά και αθόρυβα, χωρίς να με καταλάβει. Με το δεξί μου χέρι άρπαξα την χοντρή πλεξούδα, νοτισμένη από τις στάλες της βροχής, και με το αριστερό χούφτωσα το στήθος της και την τράβηξα με δύναμη προς το μέρος μου. Η σκύλα άρχισε να φωνάζει. Όταν γύρισε και είδε ποιος ήμουν, με έφτυσε κατά πρόσωπο. Η φτυσιά με βρήκε στο μάγουλο, κοντά στο στόμα. Τα μάτια της πέταγαν φωτιές. Έβγαλα τη γλώσσα και έγλυψα τα σάλια. Ούρλιαζε. Δεν καταλάβαινα τι έλεγε. Την έπιασα από τους αγκώνες και την έσυρα στην αποθήκη. Κόλλησα πάνω της. Τιναζόταν ολόκληρη, αγωνιζόταν να ξεφύγει, με χτυπούσε με τις μικρές της γροθιές. Έβαλα το στόμα μου πάνω στο δικό της, τη δάγκωσα. Προσπάθησε να με κλωτσήσει. Είχε ιδρώσει, οι παλάμες μου γλιστρούσαν. Τελικά, την ακινητοποίησα ανάμεσα στον τοίχο και το κορμί μου. Τράβηξα το πουκάμισό της, ένα κομμάτι έμεινε στο χέρι μου. Το στήθος της πετάχτηκε ελεύθερο. Ένιωσα το καυλί μου να σκληραίνει κάτω από το μανδύα. Το ένιωσε κι αυτή· άρχισε να χτυπιέται φρενιασμένα. Μπήκα μέσα της την στιγμή που τα νύχια της χάραζαν αυλάκια στον αριστερό μου ώμο . Άκουγα το αίμα να χτυπάει στα μηνίγγια μου. Έσφιξα τα χέρια μου γύρω από τη μέση της και οι κραυγές μας έσμιξαν. Τέλειωσα δυνατά κι αυτή ακίνητη βουβάθηκε. Έσκυψα να μυρίσω τον σταρένιο της λαιμό, με κλώτσησε δυνατά ανάμεσα στα πόδια, έφτιαξε όπως-όπως τα ρούχα της κι έφυγε δίχως να ρίξει καμία ματιά πίσω της.

Εργαστήρι τέχνης του λόγου (νουβέλα)
ΕΚΕΒΙ, Δεκέμβριος 2009

[Το βουνό των ονείρων μας]

Όπως κάθε πρωί, η δουλειά ξεκίνησε στις εφτά. Το χώμα ήταν υγρό και κολλούσε στα φτυάρια. Έπρεπε να κοσκινίζουν τα χώματα που έβγαζαν. Η διαδικασία αυτή επιβράδυνε αισθητά το ρυθμό τους. Ήταν ήδη δύο εβδομάδες πίσω από το αρχικό πρόγραμμα.

Γύρω στις δώδεκα το μεσημέρι ο Άλφρεντ σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του με ένα βαμβακερό μαντήλι και πέταξε με δύναμη το κασμαδάκι που κρατούσε. Το εργαλείο προσγειώθηκε πάνω στον πλίνθινο τοίχο παρασύροντας δύο μισοτριμμένα τούβλα. Οι εργάτες κοκάλωσαν. Με δύο δρασκελιές βρέθηκε πάνω από την τομή του Άλφρεντ. Ο Πάμπος του χαμογέλασε συγκρατημένα. Ο αέρας ανάμεσα τους ήταν ζεστός και υγρός. «Έλα να πιούμε ένα τσάι» είπε. Ο άλλος βγήκε από το σκάμμα με το κεφάλι κατεβασμένο και τον ακολούθησε μέχρι την τέντα που είχαν στήσει δίπλα στη χαρουπιά.

Σταμάτησαν για το μεσημεριανό γεύμα στις δύο. Ο μάγειρας είχε ετοιμάσει μουτζέντρα, φακές μαγειρεμένες με κρεμμύδια και ρύζι, που έμοιαζε πολύ με ένα βαρύ αραβικό πιάτο που το λέγανε «mujaddara». Μετά το φαγητό ζήτησε να του φτιάξουν ένα κυπριακό καφέ και απομονώθηκε στη σκηνή του με το ημερολόγιο της ανασκαφής. Οι υπόλοιποι αποσύρθηκαν και αυτοί. Στην Κύπρο κανείς δεν εργαζόταν ανάμεσα δύο και πέντε. Κανόνας απαράβατος. «’Ετσι κάνουν και στη Συρία» είχε πει ο Έρικ.

Δύο ώρες αργότερα, με μία μετροταινία στο χέρι και το ημερολόγιο κάτω από τη μασχάλη, βγήκε από τη σκηνή. Κατηφόρισε προς τον χώρο της ανασκαφής με αργό βήμα. Άρχισε να μετράει τους ερειπωμένους τοίχους, σωζόμενο ύψος, μήκος και πλάτος. Με ένα μολύβι σημείωνε τα νούμερα σε ένα πρόχειρο σκαρίφημα. Το ψιλό ασπροκίτρινο χώμα, στεγνό πια, χωνόταν ανάμεσα στις σελίδες του τετραδίου. Είχε σηκώσει αέρα, αλλά ο ήλιος έκαιγε. Δεν ακουγόταν σχεδόν τίποτα. Μόνο το θρόισμα των φύλλων της μεγάλης χαρουπιάς και το απόμακρο μουγκρητό των κυμάτων, που έσκαγαν στην ακτή, στους πρόποδες του Βουνιού.

Στις πέντε ακριβώς εμφανίστηκαν οι εργάτες ακολουθούμενοι από τον Έρικ και τον Άλφρεντ, που ζήτησε την άδεια να ανοίξει μία νέα τομή στα νοτιοανατολικά. Άργησε να του απαντήσει. Ο Έρικ του έγνεψε διαβεβαιώνοντας τον ότι θα ολοκλήρωνε εκείνος την ανασκαφή της τομής που παράταγε στη μέση ο Άλφρεντ.

Πενήντα λεπτά αργότερα το μάτι του πήρε τον νεαρό συνάδελφό του να καπνίζει καθισμένος στο χώμα, στη σκιά της χαρουπιάς, με κλειστά μάτια. Οι εργάτες του είχαν στήσει ψιλοκουβέντα και δεν έβλεπαν τα νοήματα που τους έκανε να ξαναπιάσουν το σκάψιμο. Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί του, από την κορυφή του κεφαλιού μέχρι τα πέλματα.

Συνέχισαν την δουλειά όσο είχε φως. Ο Άλφρεντ με διαλείμματα για κάπνισμα κάθε μισή ώρα. Δυναμωμένος, ο άνεμος μύριζε αρμύρα. Κι άλλα ρίγη.

Κατά τη διάρκεια του δείπνου που σερβιρίστηκε στις οκτώ και μισή, αναγκάστηκε να παίξει ρόλο διαιτητή μεταξύ των δύο συμπατριωτών του. Παρόλο που δεν ήταν ιδιαίτερα ομιλητικός. Ο Άλφρεντ μίλαγε δυνατά. Έλεγε πως ήθελε να επιστρέψουν για συμπληρωματικές ανασκαφές στους Σόλους, όπου «τα ευρήματα θα αντάμοιβαν πλουσιοπάροχα τους κόπους και τον ίδρωτα που χύνουμε σε αυτήν την καταραμένη έρημο». Ήθελε να κατέβουν από το Βουνί. Άμεσα. «Μέχρι πότε θα κοροϊδευόμαστε;». Ο Έρικ, όμως, επιθυμούσε να συνεχίσει και κατηγορούσε τον μικρό για έλλειψη επαγγελματικής συνείδησης και, ακόμα πιο σημαντικό, υπομονής, που είναι μία από τις πιο αναγκαίες αρετές για έναν αρχαιολόγο. Και έναν άνδρα. Προσπάθησε να αποφύγει τον τσακωμό υπενθυμίζοντας τους ότι την απόφαση θα την έπαιρνε ο ίδιος. Όμως, δεν είχε καταλήξει κάπου. Ακόμα. Τα μάτια του, ελαφρώς κόκκινα, είχαν μία πυρετική λάμψη. Ήπιε ένα ποτηράκι ζιβανία και θύμισε στον Άλφρεντ ότι θα έπρεπε να ταξιδέψει στη Λευκωσία την μεθεπόμενη ημέρα, για να φέρει την αλληλογραφία τους. Ο Άλφρεντ μουρμούρισε «κάτι είναι κι αυτό».

Στις έντεκα παρά τέταρτο βρισκόταν ξαπλωμένος στο στενό ράντζο. Τυλιγμένος σε μία ολόμαλλη κουβέρτα, που τον έγδερνε όπου ακουμπούσε το δέρμα του γυμνό. Μακριά από τους συνεργάτες του, έμοιαζε να έχει εγκαταλείψει την προσπάθεια να συγκαλύψει τα δυνατά ρίγη που τον διαπερνούσαν. Τα μακριά άκρα του τινάζονταν ανεξέλεγκτα. Το πρόσωπό του καιγόταν. Με τις αισθήσεις τεταμένες, όσο οι εξωτερικοί θόρυβοι και τα φώτα στις διπλανές σκηνές έσβηναν. Έμεινε να αφουγκράζεται τον ήχο του αέρα ανάμεσα στα φύλλα της χαρουπιάς. Τα μάτια, καρφωμένα στην οροφή, είχαν θολώσει. Μετά από πολλή ώρα, έκλεισε αργά τα βλέφαρα.

Τον ξύπνησε ο ήχος που έκαναν οι βαριές σταγόνες της βροχής πέφτοντας πάνω στο καναβάτσο. Από τα μικρά σκισίματα και τα ανοίγματα στις ραφές του αντίσκηνου έμπαινε ένα αχνό φως. Ξημέρωνε. Πρέπει να ήταν γύρω στις πέντε. Ο πυρετός είχε υποχωρήσει. Το μέτωπο του ήταν δροσερό και το κορμί του γαληνεμένο. Ο αέρας είχε πέσει και η χαρουπιά στεκόταν βουβή. Κανένας χρησμός, καμιά προφητεία, τίποτα. Σιωπή. Γύρισε στο αριστερό πλευρό και προσπάθησε να βολευτεί καλύτερα. Αποφάσισε ότι σήμερα, αν ο καιρός δεν χειροτέρευε, θα έβαζε τον Άλφρεντ να συνεχίσει την επέκταση της ανασκαφής προς τα νοτιοανατολικά. Θα πήγαινε και αυτός μαζί.


«Υπάρχει ένα όρος στην Κύπρο, το όνομά του είναι Βουνί, το βουνό των βουνών, το οποίο συχνά ατενίζαμε με λαχτάρα κατά τη διάρκεια των ανασκαφών στους Σόλους. Σαν σκέψη περήφανη και όμορφη, το βουνό υψώνεται κατευθείαν από τα βάθη της θάλασσας, αδάμαστο και απόμακρο, ένας μοναχικός βράχος δίπλα στην άγρια θάλασσα.
Είχαμε ανέβει στο βουνό θαυμάζοντας το μεγαλείο του, είχαμε δει το αρχαϊκό άγαλμα, που μας είχε αναφέρει ο Πρόδρομος, απρόσεχτα τοποθετημένο σε ένα τοίχο από ξερολιθιά και πιστεύαμε ότι στην κορυφή αυτού του βουνού υπήρχαν τα ερείπια ενός αρχαϊκού οχυρού. Έτσι, αποφασίσαμε να πραγματοποιήσουμε μία ανασκαφή εκεί και αρχίσαμε τις ετοιμασίες για το ταξίδι.
Το ελληνικό Πάσχα είχε περάσει και ξεκινήσαμε, ανηφόρα την ανηφόρα. Υπήρχαν ακόμα σημεία με ανοιξιάτικα ζωηρόχρωμα λουλούδια στις σχισμές των βράχων στο Βουνί. Οι ψιθυριστοί ήχοι από τους πευκώνες της Πάφου και το μουρμουρητό των κυμάτων αντάμωναν στις βραχώδεις σπηλιές του Βουνιού, δημιουργώντας μία φωτεινή νότα ελπίδας.
Στο χώρο της ανασκαφής υψωνόταν επιδεικνύοντας περήφανα το πλούσιο στέμμα της μία χαρουπιά. Στεκόταν φρουρός των μυστικών της «επικράτειάς» της, με της φυλλωσιά της να παίζει στην αέρα, σαν μαντικό δέντρο. «Η χαρουπιά θα μας φέρει τύχη» είπαν οι εργάτες. Όμως, η τύχη αργούσε να έρθει. Σκάψαμε μία εβδομάδα, σκάψαμε δύο εβδομάδες, αποτέλεσμα μηδέν. Οι τομές αποκάλυπταν διάφορα τμήματα τοίχων χωρίς προφανή σύνδεση μεταξύ τους, ούτε ενδιαφέρον.
Δε συνέβαινε τίποτα. Ο άνεμος έπαιζε με τα φύλλα της χαρουπιάς και η θάλασσα μούγκριζε στα πόδια του βουνού.
Πήγα να ξαπλώσω στη σκηνή μας. Η ελονοσία είναι μια αρρώστια που δεν ικανοποιείται τιμωρώντας το σώμα σου· προχωρά πιο βαθιά και καταπιέζει το μυαλό σου. Εκείνο το βράδυ μου επιτέθηκε και οι σκέψεις μου σκορπίστηκαν. Μήπως μας κορόιδευε το βουνό; Μήπως το όνειρο μας, ήταν απλά ένα όνειρο; Μήπως το ψιθύρισμα της χαρουπιάς ήταν μία απάτη;
Όχι, το βουνό δε μας κορόιδευε. Μια μέρα, ήρθε η ώρα που το όνειρό μας έγινε πραγματικότητα, η μεγάλη ώρα που προφήτευσε η ψιθυρίζουσα χαρουπιά.»
(Einar Gjerstad, Ages and days in Cyprus, Göteborg 1980, σελ. 86-87)

Εργαστήρι τέχνης του λόγου (νουβέλα)
ΕΚΕΒΙ, Δεκέμβριος 2009

Thursday, 3 December 2009

[Medelhavsmuseet, Στοκχόλμη]













Βιαστικό δεκάλεπτο περπάτημα μέσα στο κρύο. Ανεβαίνεις τα σκαλιά. Ψιχαλίζει. Βγάζεις τα γάντια σου και γλιστράς το δεξί χέρι στην τσέπη. Στο βάθος της βρίσκεις το κινητό τηλέφωνο. Δεν υπάρχει κανένα μήνυμα. Πατάς το πλήκτρο της αθόρυβης λειτουργίας. Ισιώνεις το παλτό σου και ακουμπάς τα δάχτυλά στο παγωμένο μεταλλικό πόμολο. Σπρώχνοντας με όλο σου το βάρος ανοίγεις την τεράστια πόρτα. Η ζεστή και υγρή ατμόσφαιρα της αίθουσας σε αρπάζει από το λαιμό. Ο υπάλληλος της υποδοχής με τα ανοιχτογάλανα, σχεδόν διάφανα μάτια σε στέλνει στον δεύτερο όροφο.

Ανεβαίνεις με τα πόδια. Θες να ρίξεις μία ακόμα ματιά στην έκθεση του πρώτου ορόφου. Η αίθουσα είναι άδεια, εκτός από έναν φύλακα που στέκεται στην αριστερή παραστάδα της εισόδου. Ο χώρος είναι φωτισμένος με κρυφούς προβολείς, σκιερός κατά τόπους. Περπατάς αργά ανάμεσα στις γυάλινες προθήκες. Αφήνεις τα μάτια σου να αγκαλιάσουν τα αντικείμενα, χωρίς να δίνεις ιδιαίτερη προσοχή σε κανένα από αυτά. Οι μόνοι θόρυβοι που ακούγονται είναι τα βήματα σου και ο ήχος από τα βλέφαρα του φύλακα που ανοιγοκλείνουν. Ο διάδρομος σε οδηγεί σε μία μεγάλη βιτρίνα, πίσω από την οποία στέκονται αμέτρητα πήλινα αγάλματα· μικρά και μεγάλα· πολεμιστές με κράνη, ιππείς σε χοντροπόδαρα άλογα, ιερείς με μακριούς χιτώνες και περίπλοκα περιδέραια, βοσκοί με μοσχαράκια περασμένα στους ώμους, προσκυνητές με φρούτα και λουλούδια στα χέρια. Το ηλεκτρικό φως τινάζεται σαν φίδι πάνω στις πορτοκαλοκόκκινες κοκκώδεις επιφάνειες. Σε μαγνητίζει. Το κεφάλι σου αδειάζει.

Στο πλάι της προθήκης υπάρχει ένα μακροσκελές κείμενο. Ασπρόμαυρες φωτογραφίες σε μεγάλο μέγεθος, τα στάδια της αποκάλυψης του μοναδικού συνόλου. Ο αρχηγός της αποστολής, γονατισμένος στο έδαφος, καθαρίζει με ένα σκουπάκι το χώμα από ένα μικρό κένταυρο. Είναι ξανθωπός, λίγο πιο ανοιχτόχρωμος από σένα. Φοράει φαρδιά βερμούδα, λευκό πουκάμισο, κάλτσες μέχρι το γόνατο, χαμηλά μποτάκια και κάσκα, σαν κι αυτήν που φόραγαν οι εξερευνητές στην Αφρική. Μοιάζει σαραντάρης, μπορεί και νεότερος. Προσηλωμένος στη δουλειά του, φαίνεται πως δεν πήρε είδηση αυτόν που τράβηξε τη φωτογραφία. Δεν τον αγγίζει η ζέστη, ούτε η κούραση. Τα ρούχα του ατσαλάκωτα. Το πρόσωπο προφίλ, η γραμμή της μύτης ολόισια και στο στόμα ένα μικρό χαμόγελο.

Φέρνεις στο μυαλό σου το πορτραίτο του ηλικιωμένου με τα μικρά, ευγενικά μάτια στο εσώφυλλο των απομνημονευμάτων του κι αφήνεις τις δεκαετίες να περάσουν από πάνω σου σαν παλιρροϊκό κύμα. «Η Κύπρος είναι το άλφα και το ωμέγα» κι εσύ διάβασες το βιβλίο τρεις φορές, για να βρεις πόσο μακριά από την πατρίδα βρισκόταν αυτά τα τέσσερα χρόνια. Και είναι αλήθεια πως τα ημερολόγια του, αυτά που σε περιμένουν δερματόδετα στον επάνω όροφο, τα ψάχνεις όχι μόνο για να βρεις πράγματα που δεν δημοσίευσε για τον αποικισμό των Μυκηναίων. Τελικά, το ξέρεις, έτσι είναι.

Ξεθωριασμένο μπλε μελάνι σε λευκό χαρτί που τρίζει από τα χρόνια. Μυρωδιά καφέ από την κούπα του βιβλιοθηκάριου. Κοιτάζεις τα μικρά στρογγυλά γράμματα, τοποθετημένα σε ολόισιες αράδες, σελίδα τη σελίδα. Διαβάζεις. Κρατάς σημειώσεις. Τα δικά σου γράμματα είναι μεγάλα και ακατάστατα. Διαβάζεις ξανά. Αναζητάς λέξεις διορθωμένες, προτάσεις που γράφτηκαν με όχι τόσο σταθερό χέρι, κουβέντες ακυρωμένες, παραγράφους διαγραμμένες, σελίδες κομμένες, αισθήματα ματαιωμένα, σκέψεις αποκηρυγμένες. Καθώς η προσπάθειά σου γίνεται πιο εντατική, πέφτει σα βάρος στους ώμους σου μία απρόσμενη απελπισία. Και ένας εκνευρισμός για την μεθοδικότητά του. Και μία περιφρόνηση για την αυτοσυγκράτησή του. Όμως, στο κάτω μέρος μίας άγραφτης σελίδας βρίσκεις το σκίτσο μίας γυναίκας με μεγάλα μάτια και σκούρα, μακριά μαλλιά. Το φωτογραφίζεις με την μικρή, ψηφιακή σου κάμερα. Κρυφά, χωρίς να σε δει ο βιβλιοθηκάριος.

Βγαίνοντας από την αίθουσα ξανακοιτάζεις το τηλέφωνο. Τίποτα ακόμα. Πατάς το πλήκτρο της απενεργοποίησης. Η κίνηση σε εξουθενώνει. Νιώθεις κατάκοπη. Ψάχνεις να βρεις το ασανσέρ, τα γόνατά σου δε σε σηκώνουν. Χαιρετάς με ένα νεύμα τον υπάλληλο στην υποδοχή. Δεν εμπιστεύεσαι τον ήχο της φωνής σου. Όταν, πριν δέκα λεπτά, είπες στον βιβλιοθηκάριο ότι θα χρειαστείς τους τόμους του ημερολογίου και την επόμενη ημέρα, σου φάνηκε τσιριχτή, αντιπαθητική.

Κοντοστέκεσαι στην είσοδο. Τώρα βρέχει δυνατά. Ξέχασες την ομπρέλα στο ξενοδοχείο. Φοράς βιαστικά τα γάντια σου. Ξεχύνεσαι στο πεζοδρόμιο. Μετά από τέσσερα τετράγωνα χώνεσαι στην εσοχή που δημιουργεί το περιθύρωμα ενός παμπάλαιου κτιρίου. Προφυλαγμένη, βγάζεις το δεξί γάντι και ανοίγεις την τσάντα σου. Βλέπεις ότι το σημειωματάριο είναι εκεί. Ανακουφίζεσαι. Έπειτα βγάζεις το τηλέφωνο και πατάς το πλήκτρο της ενεργοποίησης. Κάποιες αδέσποτες παγωμένες σταγόνες βρίσκουν τα ξαναμμένα μάγουλά σου. Σχηματίζεις τον αριθμό. Παίρνεις βαθιά ανάσα. Η φωνή του ακούγεται βραχνή. Ζητάς συγνώμη που τον ξύπνησες. Ρωτάει τα νέα σου, πως είναι η Στοκχόλμη και αν προχωράς με την έρευνα. Όταν είναι κουρασμένος, η προφορά του γίνεται ακόμα πιο έντονη. Εσύ μιλάς αργά και σιγανά. Του λες πως θες να κουβεντιάσετε. Σοβαρά. Την πρότασή του. Αργεί να απαντήσει. Ιδέα σου είναι. Μάλλον. Μόλις επιστρέψεις στην Αγγλία θα τα πείτε. Τι σε έπιασε τώρα;

Κλείνεις και ξαναφοράς το δεξί γάντι. Σου παίρνει ένα τέταρτο να φτάσεις στο ξενοδοχείο. Έχει ήδη σκοτεινιάσει. Βιάζεσαι. Πρέπει να ετοιμαστείς για το γεύμα με τον καθηγητή Όστρομ και την ομάδα του. Δεν ξέρεις τι να φορέσεις και πρέπει να καθαρίσεις και τα παπούτσια σου από την λάσπη. Ένα τέταρτο της ώρας αργότερα, καθισμένη στον πυθμένα της μπανιέρας, μαζεύεις δύναμη για να λυγίσεις τα γόνατα και στηρίζεις τα χέρια σου στο χείλος του πορσελάνινου αγγείου, να σηκώσεις το κορμί σου πάνω από το χλιαρό νερό. Η ψυχρή υφή σε ανατριχιάζει. Θυμάσαι. Θυμάσαι. Εκείνα τα τσακισμένα ξίφη που είδες προχτές στην αποθήκη του μουσείου. Που βρήκαν οι Σουηδοί θαμμένα σε τάφους της Λαπήθου. Βαριές λάμες με πλάτος τέσσερα δάχτυλα, με διπλό αυλάκι για να κυλάει το αίμα από την κορυφή μέχρι την μύτη, διπλωμένες στη μέση. Θανατωμένες. Τελειωμένες. Μια σκέψη ξεπηδάει. Τα παιδιά του Αγαπήνορα δεν είδαν ποτέ τα μεστά στάχια να παίζουν με τον αέρα στην αργολική πεδιάδα.

Εργαστήρι τέχνης του λόγου (νουβέλα)
ΕΚΕΒΙ, Δεκέμβριος 2009

Monday, 30 November 2009

Here comes the rain again, Eurythmics (1984)

Here comes the rain again,
falling on my head like a memory,
falling on my head like a new emotion

I want to walk in the open wind,
I want to talk like lovers do,
want to dive into your ocean,
is it raining with you

Talk to me like lovers do
Walk with me like lovers do
Talk to me like lovers do

Here comes the rain again,
raining in my head like a tragedy,
tearing me apart like a new emotion

I want to breathe in the open wind,
I want to kiss like lovers do,
want to dive into your ocean,
is it raining with you

Here comes the rain again από τους Eurythmics

[Ίλκε]


















Πέμπτη, 5 Μαΐου 1922
Εδώ και τρεις μέρες βροχή συνέχεια. Μουντός ουρανός και κρύο. Πότε θα ανοίξει λίγο ο καιρός επιτέλους; Τα εμπριμέ βαμβακερά φουστάνια περιμένουν στη ντουλάπα.
Χθες βράδυ, στο δείπνο έβαλα το σκούρο πράσινο φόρεμα με το δαντελένιο γιακαδάκι. Όποτε φορέσω αυτό το ρούχο κάτι συμβαίνει. Κάτι άσχημο: πέρσι το φθινόπωρο, έκοψα το χέρι μου με το μαχαίρι του ψωμιού. Ήμουνα αφηρημένη και η πληγή έγινε πολύ βαθιά. Τρία ράμματα χρειάστηκε. Δεν ήταν εδώ, έλειπε στην Ελλάδα για «ερευνητικό ταξίδι». Στο νοσοκομείο περίμενα πάνω από τρεις ώρες, μέχρι να βρεθεί κάποιος να μου ράψει το δάχτυλο. Ολομόναχη. Τον Φεβρουάριο που μας πέρασε, έσπασα εκείνο το ακριβό βάζο που μου χάρισε η μητέρα μου, όταν παντρεύτηκα. Ήταν αντίκα από το πατρικό της. Αυτός υποσχέθηκε πως θα το κολλήσει και σχεδόν δε θα φαίνεται. Τα κομμάτια ακόμα είναι στο χαρτοκιβώτιο κάτω από το κρεβάτι. Πριν ένα μήνα, ήρθε η Ανίκα. Έκλαιγε, έλεγε πως ήθελε να πεθάνει γιατί την είχε αφήσει ο Νιλς. Και τότε με το πράσινο φουστάνι ήμουνα.
Χθες που ξαναφόρεσα αυτό το κουρέλι, μου πέταξε ότι ο Πέρσσον του ανέθεσε την «διεύθυνση μίας πολύ σημαντικής αρχαιολογικής αποστολής». Στην Κύπρο. Στην Κύπρο. Κύπρο. Κύπρο. Cyprus. Zypern. Πρέπει να κοιτάξω ένα χάρτη. Δεν ήθελε να δείξει τον ενθουσιασμό του. Παρίστανε τον προβληματισμένο. Απαντούσε με μισόλογα και ασάφειες. Ότι ακόμα δεν ξέρει λεπτομέρειες, πότε θα ξεκινήσει, πόσο θα μείνει, με ποιους θα πάει. Είναι μοναδική ευκαιρία, αλλά θα το σκεφτεί πολύ σοβαρά λέει. Ο γεροφαφλατάς δεν θα είναι μαζί τους γιατί γέρασε. Πέντε χρόνια τώρα που τρέχουνε κάθε καλοκαίρι στην Ελλάδα κουράστηκε λέει. Κι εγώ. Πως πάει κανείς στην Κύπρο άραγε;

[…]

Παρασκευή, 12 Ιουλίου 1922
Για μία ακόμη χρονιά, πέρασαν τα γενέθλια μου. Μου χάρισε ένα δαχτυλίδι, είπε να το φοράω συνέχεια και να τον θυμάμαι. Έχει ένα μικρό διαμαντάκι επάνω. Πολύ όμορφο. Δε θα το φοράω, για να μην το χάσω. Τσακωθήκαμε. Του είπα πως δεν θα πήγαινα στη δεξίωση που είχαν οργανώσει για το γέρο. Μου είπε πως είμαι αχάριστη. Ήθελα να με πει σκύλα, να είμαι η σκύλα του.

[…]

Τετάρτη, 20 Δεκεμβρίου 1922
Βουτυράτη ζύμη, κανέλα, μοσχοκάρυδο, γλυκό κρασί. Αναμμένη φωτιά τριζοβολάει. Επιστροφή στο πατρικό. Έχει δίκιο η Ανίκα. Μετά τις γιορτές θα αλλάξω το διπλό κρεβάτι με δύο μονά. Κρυώνω το βράδυ.

[…]

Δευτέρα, 25 Μαρτίου 1923
Σήμερα έφτασε ακόμα μία κάρτα. Δείχνει μία αμμώδη παραλία. Στο κέντρο, μέσα σε ένα μικρό δάσος από φοινικόδεντρα υπάρχει ένα τζαμί, που καθρεφτίζεται όμορφα στα νερά της θάλασσας. Σε δεύτερο πλάνο, πίσω από το δάσος, ένα χαμηλό βουνό απλώνεται από τη μία ως την άλλη άκρη της φωτογραφίας.
Αντιγράφω τι έγραφε από πίσω: «Γλυκιά μου Ίλκε, ελπίζω να είσαι καλά. Εδώ, μπαίνει ήδη η άνοιξη και η διάθεση μου είναι καλύτερη. Ο αέρας είναι ελαφρύς και ζεστός. Τις δύο τελευταίες εβδομάδες σκάβουμε στη Λάπηθο, ένα γραφικό χωριό στη βόρεια ακτή (πρόσεξε όμως, η κάρτα απεικονίζει το Χαλά Σουλτάν Τεκκέ, που είναι στη Λάρνακα). Οι εργασίες προχωρούν με πολύ ικανοποιητικό ρυθμό. Τα ευρήματα ανταμείβουν τους κόπους μας με το παραπάνω. Αρκεί μόνο να σου πω, πως φτάσαμε σε μυκηναϊκά στρώματα! Κάθε μέρα γευματίζουμε με πεντανόστιμα ψαράκια της Μεσογείου, κεχριμπαρένιο κρασί και φρούτα από τα περιβόλια των εργατών μας. Μπροστά από το ύψωμα, όπου γίνεται η ανασκαφή, απλώνεται η θάλασσα πράσινη. Αγάπη μου, πάρ’ το επιτέλους απόφαση να έρθεις, είναι τόσα πράγματα που θέλω να δεις, να ακούσεις και να γευτείς. Περιμένοντας, σου στέλνω χίλια φιλιά, Έιναρ».
Όχι. Δε θέλω να δοκιμάσω τι γεύση έχουν τα πεντανόστιμα μεσογειακά ψαράκια, ούτε να πιω κεχριμπαρένιο κρασί, ούτε να ξαπλώσω σε μυκηναϊκά στρώματα. Θέλω να τρώω συνέχεια μπακαλιάρο, ρέγγα και σκουμπρί. Να πηγαίνουμε τα βράδια σε σπίτια φίλων, να μεθάμε με μπύρα, και τα παιδιά μας να αποκοιμιούνται ανακατεμένα με τα παιδιά των οικοδεσποτών στο παιδικό δωμάτιο. Να πηγαίνουμε για πατινάζ στη λίμνη. Να σου τηγανίζω αυγά και λουκάνικα πρωί Σαββάτου, την ώρα που εσύ διαβάζεις την εφημερίδα.
Δε σταμάτησε να βρέχει ακόμα. Ο ήχος της βροχής είναι παρήγορος. Θα ήθελα να πάω στην Ιαπωνία, να δω τις ανθισμένες κερασιές.

[…]

Σάββατο, 9 Ιουλίου 1923
Τελικά καλοκαίριασε. Σήμερα φόρεσα το γαλάζιο φόρεμα με τα λευκά ανθάκια και με κοιτάξανε πολλοί στο δρόμο. Απόφαση που δεν θα πατήσω: δε θα ξαναπάω για φαγητό με τον Σβεν. Το υπογραμμίζω. Και άλλη μία: θα του γράφω κάθε εβδομάδα, άσχετα που αυτός δεν γράφει τόσο συχνά. Αυτό χωρίς υπογράμμιση.

[…]

Τρίτη, 6 Νοεμβρίου 1923
Φυσικά, βρέχει και σήμερα. Βαριέμαι να σηκωθώ από το κρεβάτι. Δεν έχω διάθεση για τίποτα, ούτε για ζεστή σοκολάτα. Εκτός και κάποιος μου την έφερνε έτοιμη εδώ που είμαι κουρνιασμένη στα ζεστά. Λοιπόν, αποφασίζω: θα σηκωθώ σε σαράντα λεπτά. Πρέπει να φτιάξω τη βαλίτσα.

Τετάρτη, 7 Νοεμβρίου 1923
Σου έλειψε η σκύλα σου, μωρό μου. Σκίσε με.

Παρασκευή, 9 Νοεμβρίου 1923
Τα τρένα με αηδιάζουν. Οι σταθμοί των τρένων μου προκαλούν θλίψη.

[…]

Δευτέρα, 10 Φεβρουαρίου 1924
Ηλιοβασίλεμα στην κυματοδαρμένη παραλία του Αγίου Ερμογένη. Τυλιγμένη σε χοντρό, μάλλινο σακάκι. Τσίγκινα κύπελλα με τσάι μας ζεσταίνουν τα δάχτυλα. Στο αέρα μυρωδιά θάλασσας και καμένου ξύλου. Σιγοσφυρίζει ένα σκοπό δίπλα μου, δεν τον αναγνωρίζω. Αρχίζω να καταλαβαίνω.

[…]

Κυριακή, 20 Απριλίου 1924
Πέρασα ολόκληρη την ημέρα με την Ανίκα και τον Στεφάν. Της είχα υποσχεθεί ότι μόλις επέστρεφα από την Κύπρο, θα την επισκεπτόμουνα στο καινούριο της σπίτι. Εννέα ολόκληρες στάσεις με το τραμ, χαλάλι της όμως. Ο Στέφαν φαίνεται άνθρωπος ειλικρινής και δείχνει να την αγαπάει. Λουλουδιασμένη. Είπε πως είναι χαρούμενη εκεί. Την πιστεύω. Με κοίταγε στα μάτια και ζητούσε να μάθει τα νέα του ταξιδιού. Δε νοιαζόταν να μιλήσει για τον εαυτό της. Ρώταγε για τον Έιναρ, τις ανασκαφές, το ταξίδι, το φαγητό, τους άντρες, τις καμήλες, τα σπίτια, τα δέντρα, τις εκκλησίες, τον καιρό, τις παραλίες, τα ρούχα. Απάντησα πρόθυμα σε όλα τα ερωτήματα. Βέβαια, παρέλειψα να της αναφέρω για τις ατέλειωτες ώρες ανίας τα μεσημέρια, όσο έπαιρνε «τον υπνάκο του». Ούτε για το λάδι μέσα στο οποίο έπλεαν όλα τα φαγητά είπα τίποτα. Ούτε για τα σμήνη των κουνουπιών που έκαναν έφοδο κάθε βράδυ, καθώς ήταν εντελώς αποπνικτικά για να κοιμηθώ με κλειστά παράθυρα. Ούτε για το νέο του φίλο με τη δυνατή φωνή, την αναπνοή που μύριζε και την σεμνότυφη αδελφή, που όλο είχε τα μάτια στο χώμα, όταν άρχιζαν οι μουσικές, όμως, ήταν πρώτη στα κουνήματα.
Άλλο ένα πράγμα που δεν είπα είναι το πόσο διαφορετικός μου φάνηκε. Δε λέω απόμακρος. Λέω διαφορετικός. Αλλαγμένος. Αλλιώτικος. Τροποποιημένος. Καλύτερος ή χειρότερος; Καλύτερος. Χειρότερος. Σίγουρα πιο φλύαρος. Ενίοτε πιο τρυφερός. Πάντως, τη συνήθεια του να πετάει το μαξιλάρι του στο πάτωμα και να στριμώχνει το κεφάλι του πλάι στο δικό μου, δεν την άλλαξε. Άραγε, όσο λείπει, μοιράστηκε το προσκεφάλι καμιάς άλλης;
Απόφαση που πρέπει να πάρω μέσα στον επόμενο μήνα: θα ξαναπάω;

Εργαστήρι τέχνης του λόγου (νουβέλα)
ΕΚΕΒΙ,Νοέμβριος 2009

Friday, 13 November 2009

Sultans of Swing, Dire Straits (1978)

You get a shiver in the dark
It's raining in the park but meantime
South of the river you stop and you hold everything
A band is blowin' Dixie double four time
You feel alright when you hear that music ring

And now you step inside but you don't see too many faces
Comin' in out of the rain you hear the jazz go down
Competition in other places
Oh but the horns they blowin' that sound
Way on down south, way on down south, London town

You check out Guitar George, he knows all the chords
Mind he's strictly rhythm he doesn't wanna make it cry or sing
Yes and an old guitar is all he can afford
When he gets up under the lights to play his thing

And Harry doesn't mind if he doesn't make the scene
He's got a daytime job, he's doin' alright
He can play the honky tonk like anything
Savin' it up for Friday night
With the Sultans, with the Sultans of Swing

And a crowd of young boys they're fooling around in the corner
Drunk and dressed in their best brown baggies and their platform soles
They don't give a damn about any trumpet playing band
It ain't what they call rock and roll
And the Sultans, yeah the Sultans play Creole

And then the man he steps right up to the microphone
And says at last just as the time bell rings
'Goodnight, now it's time to go home'
And he makes it fast with one more thing
'We are the Sultans, we are the Sultans of Swing'

Sultans of Swing από τους Dire Straits

Tuesday, 10 November 2009

[Αναχώρηση]

-Γνωρίζεις καλά ότι το νησί έχει ερευνηθεί ελάχιστα. Πραγματική terra incognita. Τα αντικείμενα που έχουν κυκλοφορήσει στους κύκλους των συλλεκτών, αλλά και οι ανασκαφές του Βρετανικού Μουσείου δίνουν μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πρώτη γεύση. Αναλογίσου την πολιτισμική πολυσυλλεκτικότητα, την χρονολογική ποικιλία, την πολλαπλότητα και την ποσότητα του υλικού. Πρέπει να πας.
-Εγώ, κύριε καθηγητά;
-Είμαι πολύ γέρος για να ξεκινήσω κάτι τόσο μεγάλο και μακρινό. Εσύ είσαι ο πιο προικισμένος μαθητής και συνεχιστής μου.
-Με τιμάτε.
-Εκτός του ότι θα σε εκτοξεύσει σε ασύλληπτα ακαδημαϊκά ύψη, αυτό το εγχείρημα θα σου δώσει τη μοναδική ευκαιρία να ελέγξεις ανασκαφικά την πρωτότυπη θεωρία σου για το Μυκηναϊκό αποικισμό της Κύπρου. Ελάχιστοι από εμάς έχουν υπάρξει τόσο τυχεροί.
-Μάλιστα.
-Σε βλέπω λίγο προβληματισμένο, το σκέφτεσαι;
-Θα αστειεύεστε κύριε καθηγητά! Είμαι γεμάτος ενθουσιασμό. Αλήθεια, πόσο πιστεύετε ότι θα πρέπει να μείνω εκεί;
-Τι ερώτηση κι αυτή! Μα φυσικά, όσο χρειαστεί.

Κλείνοντας την πόρτα του γραφείου του καθηγητού Πέρσσον αποφάσισε να μην επιστρέψει στην βιβλιοθήκη, αλλά να κάνει ένα σύντομο περίπατο, καθώς αισθανόταν μία αναστάτωση, έξαψη θα μπορούσε να την χαρακτηρίσει κανείς, που έκανε τους χτύπους της καρδιάς του ταχύτερους. Στην είσοδο του κτιρίου είδε τον Άλφρεντ, τυλιγμένο στο βαρύ χειμερινό του πανωφόρι, όμως προσποιήθηκε πως δεν τον πρόσεξε, σπεύδοντας να κατέβει γρήγορα τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο πεζοδρόμιο, για να δεχτεί μία δυνατή ριπή λεπτών σταγόνων στο πρόσωπο. Κοντοστάθηκε στη βάση της σκάλας, έριξε μία ματιά στον γκρίζο ουρανό και, στρεφόμενος προς τα αριστερά, άρχισε να βαδίζει κατά μήκος της Λεωφόρου της Γνώσεως με κατεύθυνση προς το κάστρο, οι θολοσκεπείς πυργίσκοι του οποίου διαγράφονταν με ακρίβεια στον χαμηλωμένο ορίζοντα. Μόλις συνάντησε τον καθεδρικό, μπήκε στον στενό πλακόστρωτο δρομίσκο που οδηγούσε στην όχθη του Φύρις, στο τέλος του οποίου βρισκόταν η μικρή καφετέρια, όπου πήγαινε μερικές φορές, πάντα μόνος, για να πάρει το μεσημεριανό του γεύμα. Μπαίνοντας στην αίθουσα, αμφιταλαντεύτηκε μεταξύ ενός απομονωμένου τραπεζιού στο βάθος και ενός άλλου δίπλα στη μεγάλη τζαμαρία, η οποία προσέφερε την θέα του κυανόμαυρου ποταμού και των βαρκών που κλυδωνίζονταν στην ταραγμένη επιφάνειά του. Διάλεξε το πρώτο και παράγγειλε καφέ με κονιάκ δίνοντας μονολεκτικές απαντήσεις στο σερβιτόρο που επιχείρησε να του πιάσει κουβέντα. Μία ώρα αργότερα επανέλαβε την παραπάνω πορεία αντιστρόφως και επέστρεψε στο γραφείο του εγκαίρως για την διάλεξη του δόκτορος Μίλλερ.

Το βράδυ, για το δείπνο η Ίλκε σέρβιρε kroppkakor. Έτρωγαν πάντα στις επτά ακριβώς. Εκείνη συνήθως άλλαζε και φόραγε κάτι πιο επίσημο πριν κάτσει στο τραπέζι. Απόψε είχε διαλέξει το πράσινο μάλλινο φόρεμα με το λευκό γιακά που της είχε χαρίσει πριν δύο χρόνια. Τα νέα του φάνηκαν να την ενθουσιάζουν. Μιλούσε δυνατά και ρωτούσε διάφορες λεπτομέρειες. Όταν σηκώθηκε για να του βάλει δεύτερη μερίδα, δεν πεινούσε τόσο πολύ αλλά δεν της το είπε, ένιωσε την ανάγκη, για κάποια ανεξήγητη αιτία, να την πληροφορήσει ότι η απόφαση αυτή θα ήταν μία από τις πιο σημαντικές ολόκληρης της ζωής του και είχε σκοπό να την συλλογιστεί με μεθοδικότητα και ψυχραιμία.

Μετά το δείπνο, πέρασε το υπόλοιπο της βραδιάς κλεισμένος στο γραφείο του, διαβάζοντας για χιλιοστή φορά την αναφορά των ανασκαφών, που είχαν πραγματοποιήσει με τον καθηγητή Πέρσσον στο πυρπολημένο μυκηναϊκό ανάκτορο της Τίρυνθας πριν πέντε χρόνια.


-Άρχοντά μου, με κοροϊδεύεις;
-Όχι. Δεν έμαθες τι έγινε χτες βράδυ;
-Για τη φωτιά λες;
-Ναι.
-Και τι θα βοηθήσει αν φύγουμε;
-Ο τόπος δε μας σηκώνει. Πρέπει να αραιώσουμε.
-Να αραιώσουμε;
-Είμαστε πολλοί. Αυτή η γη δεν μπορεί να μας θρέψει. 

-Τι λες;
-Τα χωράφια είναι ξερά και οι άνθρωποι πεινασμένοι.
-Λες να φύγουμε δηλαδή;
-Ναι. 

-Να φύγουμε;
-Αν δε φύγουμε, ο ένας θα φάει τον άλλο.

Όταν μου το είπε ο Βουχέτας, έμεινα βουβός. Μόλις κατάφερα να βρω τα λόγια μου, τον ρώτησα πότε έπρεπε να ξεκινήσουμε. Σε ένα φεγγάρι, αποκρίθηκε με σιγανή φωνή. Έφυγα με βαριά καρδιά και σύρθηκα μέχρι το σπίτι μου. Ο ήλιος είχε πάρει να βασιλεύει και έστειλα το σκλάβο να κοιμηθεί. Η αλήθεια είναι πως ήθελα να μείνω μόνος μου. Μετά από λίγη ώρα, όμως, κάποιος χτύπησε δυνατά την εξώπορτα. Ήταν ο Μενεπτόλεμος που ερχόταν από του Βουχέτα. Όρμησε στο δωμάτιο φωνάζοντας πως o λαγέτας τα είχε χάσει πια. Σωριάστηκε στο κάθισμα και με ρώτησε αν είχα μάθει τα νέα.

Ναι, τα είχα μάθει. Τα πράγματα ήταν πολύ άσχημα. Όλοι γνωρίζαμε ότι η ξηρασία είχε καταστρέψει τις σοδειές για δύο συνεχόμενα χρόνια και τα αποθέματά μας είχαν σχεδόν σωθεί. Ο άνακτας φοβόταν τους γεωργούς, που είχαν ξεσηκωθεί γιατί πεινούσαν. Μαζεύονταν έξω από το ανάκτορο, απειλούσαν πως θα το κάψουν και χιμούσαν στους άντρες της φρουράς. Έτσι, λήφθηκε η απόφαση να φύγουν μερικές οικογένειες, να βρουν μία νέα πατρίδα, να αλαφρώσει ο τόπος. Και, ίσως, από εκεί που θα πήγαιναν, να μπορούσαν να βοηθήσουν και όσους έμεναν πίσω. Πενήντα φαμίλιες θα πήγαιναν στην Κύπρο, και άλλες τόσες θα ταξίδευαν ανατολικά, στους τόπους της Μιλήτου. Εμείς, έπρεπε πάμε μαζί τους, να τους προστατεύσουμε με το σπαθί μας, να τους οδηγήσουμε. Ήταν άνθρωποι απλοί, δεν ήξεραν πολλά πράγματα πέρα από το να οργώνουν και να σπέρνουν τη γη. Εμένα, τον Μενεπτόλεμο και άλλους δύο ιππείς, που δεν είχαμε οικογένειες, αποφασίστηκε να μας στείλουν στην Κύπρο. Μαζί μας θα ερχόταν και ο Βουχέτας.

Ο Μενεπτόλεμος έμεινε μαζί μου μέχρι το ξημέρωμα. Δεν μας έπιανε ύπνος. Περάσαμε όλη τη νύχτα κουβεντιάζοντας για το μεγάλο ταξίδι και τις ετοιμασίες που έπρεπε να γίνουν μέσα σε τόσο λίγες μέρες. Είχαμε καταλάβει και οι δύο πως δεν γινόταν αλλιώς, δεν μπορούσαμε να το αποφύγουμε με κανένα τρόπο. Όταν ο σύντροφός μου σηκώθηκε να φύγει, τον συνόδευσα μέχρι έξω. Την στιγμή που βγήκα στην αυλή ένιωσα το ευχάριστο ράπισμα της βροχής στο πρόσωπό μου. Από το απέναντι σπίτι ακούγονταν οι θόρυβοι των συνηθισμένων πρωινών εργασιών. Υπήρχε φως στα δωμάτια του πάνω ορόφου. Η όμορφη Κέρκις είχε ξυπνήσει. Πήρα βαθιά ανάσα, γέμισα τα πνευμόνια μου με την λησμονημένη μυρωδιά του βρεγμένου χώματος και προσπάθησα να μετρήσω πόσες φορές ακόμα θα έβλεπα την πρωινή αναλαμπή του λύχνου της.


Εργαστήρι τέχνης του λόγου (νουβέλα)
ΕΚΕΒΙ,Νοέμβριος 2009

Thursday, 5 November 2009

[Λάπηθος-Κάστρος]

Η πιο όμορφη στιγμή της ημέρας ήταν το πρωινό, λίγο μετά το ξύπνημα, όταν έβγαινε στην αυλίτσα με το χωματένιο δάπεδο, για να πιει τον καφέ του και να ετοιμάσει το πρόγραμμα της μέρας στην ψυχρή ατμόσφαιρα της Λαπήθου, πριν αρχίσει η θερμοκρασία να ανεβαίνει και ο αέρας να θολώνει από εκείνη τη διαβολεμένη υγρασία που του έκοβε τα πόδια. Εκείνο το πρωί, χωμένος μέσα στη ζακέτα που του είχε πλέξει η Ίλκε, με τα δάχτυλα να ζεσταίνονται πλεγμένα γύρω από την κούπα με τον καφέ, σκεφτόταν ότι το χώμα θα ήταν υπερβολικά υγρό για ανασκαφή, αφού ψιλόβρεχε από το προηγούμενο βράδυ, ενώ οι οσμές του βρεμένου χώματος και του καμένου ξύλου του έφερναν στο μυαλό το πατρικό του στο Gävle. Ξεφύσησε, καθώς αναλογίστηκε πόσο τον πίεζε ο χρόνος, δεν μπορούσε να χάσει ούτε μέρα, και αποφάσισε ότι έπρεπε σήμερα το δίχως άλλο να προχωρήσει στο άνοιγμα εκείνου του μεγάλου τάφου στη νοτιοδυτική γωνία του αγρού, όπου έσκαβαν.

Δεν ήταν μόνο η λάσπη που τον ενοχλούσε, αλλά και η προοπτική να περάσει ώρες, ή ακόμα και μέρες, περιορισμένος μέσα στον ταφικό θάλαμο με τον Πανίκο, εκείνον τον εργάτη με το τεράστιο μουστάκι και τα θηριώδη μπράτσα, άντρα ικανό και δυνατό, όμως φωνακλά, με ένα τσιγάρο συνεχώς κολλημένο ανάμεσα στα χείλια και μία ανάσα που μύριζε σκόρδο. Αυτός ήταν άλλωστε και ένας από τους λόγους που ανέβαλε αυτήν την ανασκαφή εδώ και τρεις ημέρες, παρόλο που τα ευρήματα από τις γύρω ταφές τον είχαν κάνει να πιστεύει ότι το ξεχωριστό αυτό μνήμα περιείχε τα απομεινάρια κάποιου διακεκριμένου μέλους, ίσως του τοπάρχη, αυτής της κοινωνίας που είχε τώρα τοποθετήσει κάτω από το μεγεθυντικό του φακό, μιας κοινωνίας που έδειχνε εντελώς διαφορετική από αυτή που είχαν αποκαλύψει πέντε χιλιόμετρα πιο δυτικά, πριν ένα μήνα· μιας κοινωνίας που έμοιαζε πολύ περιχαρακωμένη, πολύ αυτόνομη, πολύ μοναδική, πολύ προχωρημένη, και ναι, σε τελική ανάλυση, έμοιαζε πολύ, πάρα πολύ Μυκηναϊκή.
Με μεγάλη προσπάθεια απέφυγε να αφεθεί στον όραμα του εαυτού του στην βιβλιοθήκη να συνθέτει τα αμέτρητα άρθρα που ετοίμαζε στο μυαλό του και συγκεντρώθηκε στην ολοκλήρωση της καταχώρησης στο ημερολόγιο της ανασκαφής. Έπειτα, σηκώθηκε και μπήκε στο δωμάτιο, για να βγάλει τη ζακέτα και να φορέσει το βαμβακερό σακάκι της δουλειάς. Τον Μάρτιο στην Ουψάλλα φόραγε πάντα βαρύ μάλλινο παλτό και χοντρά γάντια, ενώ εδώ το μεσημέρι δεν άντεχε τίποτα περισσότερο από ένα πουκάμισο.

Γύρω στις οκτώ, η βροχή είχε πια σταματήσει, βρισκόταν στο σκάμμα, για να βρει τον Άλφρεντ με τον Πάμπο να έχουν πιάσει δουλειά σε ένα θαλαμωτό τάφο, γύρω στα δέκα μέτρα από τον δικό του. Τον καλημέρισαν με πολλά κέφια, μια γρήγορη ματιά στο σκάμμα τους αρκούσε για να δει ότι είχαν πέσει σε πραγματικό χρυσορυχείο, αφού στο δάπεδο του θαλάμου υπήρχαν τουλάχιστον τέσσερα κρανία, πάνω από εκατόν είκοσι ακέραια αγγεία, χάλκινα όπλα και ένα εντυπωσιακό σύνολο από χρυσά κοσμήματα απλωμένα πάνω σε ένα σκελετό σε ύπτια θέση. Φόρεσε τα γυαλιά του και με ιδρωμένο, ήδη, μέτωπο έσκυψε από πάνω του, για να παρατηρήσει πιο προσεκτικά την μεγάλη χρυσή πόρπη, που ήταν τοποθετημένη λοξά ανάμεσα στα στιλπνά οστά των πλευρών, μία πόρπη σε σχήμα D, πανομοιότυπη με εκείνες που είχε βρει ο καθηγητής Πέρσσον στην Τίρυνθα. Ξαφνιασμένος από τη δύναμη της ίδιας του της φωνής και την ανυπομονησία του να δει το μαυριδερό μούτρο του Πανίκου, κάλεσε τον εργάτη και του ζήτησε βιαστικά να αφαιρέσει, με πολλή προσοχή όμως, το επιφανειακό στρώμα. Αμέσως μόλις τελείωσε αυτή η δουλειά, δεν χρειάστηκε ούτε μία ώρα, γονάτισε στο υγρό χώμα, και μαζί με τον θορυβώδη Κύπριο ξεκίνησαν να αδειάζουν το γέμισμα του τάφου με φτυαράκια.

Όσο γρήγορος κι αν ήταν ο ρυθμός τους, εκείνου του φαινόταν αργός, αν και δεν ένιωθε πια τις γάμπες του από το πολύωρο βαθύ κάθισμα, το δεξί του γόνατο το διαπερνούσαν σουβλιές, η πλάτη του ήταν εντελώς πιασμένη και ο Πανίκος σταματούσε για να καπνίσει ολοένα και πιο συχνά. Αφοσιωμένος με όλες τις αισθήσεις του στην ανασκαφή, ούτε που πρόσεξε την Άντρη που έφερε το μεσημεριανό φαγητό και έφυγε με κατεβασμένο κεφάλι. Μετά το διάλειμμα για γεύμα, συνέχισε με ανανεωμένο σφρίγος, αν και η σπανακόπιτα του είχε πέσει βαριά, στη Σουηδία το σπανάκι δεν το έτρωγαν τσιγαρισμένο, αλλά στον ατμό ή ωμό, και ως τις πέντε το απόγευμα είχαν καταφέρει να σκάψουν το μισό θάλαμο και να εντοπίσουν δύο πλούσια κτερισμένες ταφές. Την ώρα που ο Πανίκος ίσιωνε τα γόνατα του για να καπνίσει το πεντηκοστό ένατο τσιγάρο του, το φτυαράκι του Έιναρ χτύπησε κάτι μεταλλικό προκαλώντας τον χαρακτηριστικό κουδουνιστό ήχο, καθώς και το ηλεκτρισμένο ενδιαφέρον του αρχαιολόγου. Με χέρια που σχεδόν έτρεμαν, έπιασε το σκουπάκι και άρχισε να αφαιρεί λυσσασμένα το χώμα για να αποκαλύψει τη βαριά, καλυμμένη με φύλο χρυσού λαβή ενός ξίφους από αυτά που τοποθετούσαν στους τάφους των Μυκηναίων αρχόντων.

Μου το είχε πει πολλές φορές, όμως ποτέ δεν τον πίστεψα. Κι εκείνο το βράδυ στο πλοίο, που χωρίς ύπνο σερνόμουνα στο κατάστρωμα. Τον βρήκα με τη ράχη ακουμπισμένη στο μεσαίο κατάρτι. Έμοιαζε κατάκοπος, αλλά τα μάτια του σπίθιζαν. Δε μου μένει ούτε ένας χρόνος, με έχει φάει η αρρώστια. Ποια αρρώστια, η στενοχώρια που αφήσαμε το Άργος σκέφτηκα. Όσο χτίζαμε τα σπίτια μας εδώ, στάθηκε δυνατός και ακάματος. Πραγματικός αρχηγός. Γι’ αυτό δε διαλυθήκαμε. Και με αυτούς κατάφερε να συνεννοηθεί, να μην πιάσουνε τα όπλα και αρχίσει ο σκοτωμός. Όσο κι αν μας σιχαίνονται, τον Βουχέτα τον σεβάστηκαν. Έτσι μας παραχώρησαν κι εκείνα τα χωράφια στα δυτικά του λόφου. Και μας άφησαν να δένουμε τις βάρκες στο λιμανάκι του κόλπου.

Πριν δύο μήνες έπεσε στο κρεβάτι. Είχε φρικτούς πόνους στα κόκκαλα, που δεν
έλεγαν να περάσουν. Μπορεί ο αρχιερέας του ανακτόρου, αν είχε έρθει μαζί μας, κάπως να τον είχε βοηθήσει. Με κάλεσε στο σπίτι του. Έμενε ήσυχος, ήξερε πως θα φροντίσω τα αδέλφια μας καλύτερα από κείνον. Μόνο να προσέξω να αποφύγω τις φασαρίες με τους απέναντι, δύσκολα πράγματα ζητάς Βουχέτα… Δεν τον πείραζε που έφευγε. Το μόνο που τον στενοχωρούσε ήταν που δε θα ξεκουραζόταν στην αγκαλιά της αργείτικης γης.


Τον ξαπλώσαμε με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Την ώρα που του σφράγιζα τα χείλια με ένα φύλο από χρυσάφι, άρχισε να βρέχει. Καλό σημάδι, σκέφτηκα, ποτέ δεν βρέχει σε αυτόν τον καταραμένο τόπο· θα βρει καλή υποδοχή ο άρχοντάς μας. Ο σιδεράς λύγισε το βαρύ σπαθί στη μέση και μου το έδωσε, να το τοποθετήσω δίπλα στον αφέντη του. Η δικιά μου λεπίδα, σφυρηλατημένη στην πατρίδα από τον ίδιο μάστορα, χαιρέτησε το θανατωμένο αδέλφι της. Η δυνατή βροχή μου μούσκευε τα μαλλιά και το πρόσωπο. Έτσι, δεν είδε κανείς τα δάκρια μου που έπεφταν στο φρεσκοσκαμμένο χώμα.


Εργαστήρι τέχνης του λόγου (νουβέλα)
ΕΚΕΒΙ,Νοέμβριος 2009

Monday, 26 October 2009

[Πρωτοβρόχι]

Γονατισμένος, έστρωνε τον πάτο ενός κιβωτίου με χοντρό πριονίδι, όταν άκουσε το απαλό ταπ ταπ στην ξύλινη στέγη της αποθήκης. Ανασήκωσε το κεφάλι του να ρίξει μια ματιά στο παράθυρο και είδε τα λεπτά ρυάκια που είχαν σχηματίσει οι σταγόνες τις βροχής, ανακατεμένες με τη λεπτή σκόνη που είχε καθίσει στα τζάμια κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών. Μέχρι να σηκωθεί όρθιος, να φορτωθεί από τον πάγκο δίπλα τον μεγάλο αμφορέα, να τον τοποθετήσει με προσοχή μέσα στο κασόνι και γεμίσει τα κενά που απόμεναν με παλιές εφημερίδες κομμένες σε λωρίδες, η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος είχε πλημμυρίσει την ευρύχωρη αποθήκη. Ένιωσε έναν οξύ πόνο στο δεξί του γόνατο· στο μυαλό του ήρθαν τα σκουροκόκκινα, σχεδόν μαύρα τσαμπιά στα απέραντα αμπέλια που κάλυπταν την πεδιάδα της Μεσαορίας απ’ άκρη σ’ άκρη, με τις χοντρές ρόγες να γυαλίζουν βρεγμένες. Σταφύλια της ποικιλίας «Μαύρο» που έδιναν το πανάρχαιο κρασί της Κύπρου, παρόμοιο με εκείνο το Négrette που έπιναν φοιτητές στην Ουψάλλα, βολεμένοι γύρω από μαντεμένιες σόμπες. Το έφερναν από την Τουλούζη και ο μύθος ότι η ρίζα αυτή είχε έρθει στη Γαλλία τον 12ο αιώνα μαζί με τους ιππότες του Αγίου Ιωάννη ενθουσίαζε τους μελλοντικούς αρχαιολόγους, που παράγγελναν τις μποτίλιες τρεις-τρεις, παρά την τσουχτερή τιμή τους.

Ο Πάμπος, ένας από τους πιο παλιούς και ικανούς εργάτες του τον είχε καλέσει και φέτος να πάρει μέρος στον τρύγο, την επόμενη εβδομάδα. Τέσσερα χρόνια πριν, όταν του είχε ζητήσει για πρώτη φορά άδεια από την ανασκαφή, γιατί έπρεπε να πάει να τρυγήσει το μικρό του αμπέλι στη Γερμασόγεια, έξω από τη Λεμεσό, ο Έιναρ, του είχε προτείνει να τον συνοδεύσει. Τη δεύτερη χρονιά, μετά τον τρύγο, πήγανε με τον Πάμπο στο πανηγύρι του χωριού. Εκεί ήταν που είχε δει πρώτη φορά την Άντρη να χορεύει τινάζοντας τη μαύρη της χαίτη. Μετά από τέσσερις συνεχείς παρουσίες και με την πιθανότητα η φετινή να είναι και η τελευταία, δεν του πέρναγε καθόλου από το μυαλό να μην πάει. Έτσι, αναρωτιόταν πως θα κατόρθωνε να ξεφύγει για μία ολόκληρη ημέρα από το πακετάρισμα των ευρημάτων, εργασία στην οποία είχε επιδοθεί ολόκληρη η ομάδα τις τελευταίες δύο εβδομάδες. Τώρα που οι ανασκαφές είχαν ολοκληρωθεί, προς το παρόν τουλάχιστον, οι Άγγλοι τους άφηναν να πάρουν μαζί τους στη Σουηδία το ένα τρίτο των ευρημάτων τους. Τα ατέλειωτα αντικείμενα που είχαν φέρει στο φως, επέτρεπαν στη σουηδική αποστολή να γυρίσει στην πατρίδα με έναν πραγματικό θησαυρό που θα εντυπωσίαζε το σουηδικό κοινό, πλούσιο υλικό επιστημονικής μελέτης για την επόμενη δεκαετία και πολυάριθμες αφορμές για αναπόληση. Όπως εκείνο το κολοσσιαίο ασβεστολιθικό άγαλμα του Ηρακλή-Μελκάρτ από την Αμαθούντα, που σίγουρα θα μάζευε γύρω του σμήνη επισκεπτών στο Medelhavsmuseet, ενώ εκείνου θα του έφερνε πάντα στο μυαλό το πρώτο του μεθύσι με ζιβανία, εκείνο το διαβολεμένο κυπριακό απόσταγμα που είχαν φέρει οι εργάτες στο σκάμμα για να γιορτάσουν την ανακάλυψη.

Ξαναέπιασε το πριονίδι και ένα άδειο κιβώτιο, ανακουφισμένος με τη φρέσκια δροσιά που απλωνόταν στην υγρή ατμόσφαιρα του δωματίου. Ναι, στη Σουηδία η σόμπα ήταν αναμμένη σχεδόν όλο το χρόνο. Εδώ πάλι, το καλοκαίρι κρατούσε οκτώ μήνες. Ο Ιούλιος και ο Αύγουστος ήταν αφόρητοι, με μια υγρασία που έφερνε πονοκέφαλο και έκανε τα ρούχα να κολλάνε και θερμοκρασίες τροπικές, ανατολίτικες. Όμως, το σκάψιμο ήταν αδύνατο να σταματήσει για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα· κάτι τέτοιο θα προκαλούσε τη δυσφορία των γενναιόδωρων, αλλά και φιλόδοξων χορηγών στη Σουηδία, οι οποίοι ίσως έκλειναν τη στρόφιγγα της χρηματοδότησης. Προσπαθούσε να μην παραπονιέται –εξάλλου, η Ανατολή δεν ήταν από παλιά το όνειρό του; Τους πρώτους μήνες είχε πιέσει τον εαυτό του να συνηθίσει σε αυτήν την αποπνιχτική ατμόσφαιρα. Μάλιστα, επέμενε να συνεχίζει να δουλεύει καταγράφοντας κεραμική, σχεδιάζοντας ή συμπληρώνοντας το ανασκαφικό ημερολόγιο ακόμα και τις εκείνες τις δύσκολες μεσημεριανές ώρες, ανάμεσα δύο και πέντε, όταν όλοι εξαφανίζονταν στα σπίτια τους για την ιερή σιέστα. Για πολύ καιρό ιδρωκοπούσε πάνω από τα σημειωματάρια μέσα στην σιωπή, μέχρι που αποφάσισε να ενδώσει και αυτός στο μεσημβρινό ανατολίτικο ραχάτι, το οποίο είχε γίνει πλέον μία από τις καθημερινές απολαύσεις του. Η Ίλκε, όταν τον επισκέφτηκε πριν ενάμιση χρόνο, δεν μπορούσε να καταλάβει τη νέα του συνήθεια, αναρωτιόταν αν η εξέλιξη της δουλειάς του έδινε την πολυτέλεια να μένει τόσο χρόνο στο κρεβάτι και πέρναγε τα μεσημέρια διαβάζοντας ξαπλωμένη δίπλα του, τεντωμένη σα σύρμα.

Η βροχή είχε δυναμώσει αρκετά. Ο Έιναρ έσκυψε λυγίζοντας τα γόνατα για να σηκώσει τον βαρύ κρατήρα με την σπάνια γραπτή διακόσμηση που απεικόνιζε άρμα με τον ηνίοχό του και έμοιαζε καταπληκτικά με αυτούς που έφτιαχναν στο Άργος. Και αυτήν την φορά δεν μπόρεσε να αντισταθεί· ακούμπησε το αγγείο στον πάγκο, έβγαλε βιαστικά από την τσέπη του μια λούπα και την κόλλησε στην πήλινη επιφάνεια. Οι μικροί κοκκινωποί κόκκοι, ανακατεμένοι με λεπτότατα πετραδάκια του έδειχναν το ντόπιο χώμα, αλλά το σχήμα και η διακόσμηση του κρατήρα μιλούσαν για χέρι αργείο. Πόσα χρόνια θα περνούσε άραγε μελετώντας χοντρούς τόμους, ή, μακάρι, χωμένος σε βαθιές ανασκαφικές τομές πασχίζοντας να φωτίσει τον θρυλικό Αχαϊκό αποικισμό;

Δεν μπορώ να καταλάβω τι θέλουν πια αυτοί οι άνθρωποι, τι άλλο πρέπει να κάνουμε για να σταματήσουν να μας κοιτούν με σιχασιά. Πριν είκοσι μέρες, στην κηδεία του Ονάσα προσφέραμε πέντε κρατήρες, από αυτούς τους μεγάλους με τις ωραίες ζωγραφιές, γεμάτους κρασί, από τα αμπέλια που με μόχθο καλλιεργούμε πέντε χρόνια τώρα. Τις δεχτήκανε τις προσφορές μας, βέβαια· ο τελετάρχης δεν μπήκε στον κόπο να κρύψει το άπληστο βλέμμα του. Την ώρα που παρέδιδα τα αγγεία στα χέρια του με έπιασε μια μανία να τα πετάξω δυνατά στο χώμα, να γίνουν χίλια κομμάτια και να χυθεί το κρασί. Κατάπια, όμως, το φαρμάκι και κρατήθηκα, γιατί δεν αντέχω άλλο να θυμάμαι τα φύλλα των δέντρων στον κάμπο του Άργους χρυσά, κάθε φορά που βλέπω τον ήλιο να δύει στη θάλασσα του Κουρίου· δεν αντέχω να σκέφτομαι τα μαύρα μακριά μαλλιά της Κέρκιδας να γυαλίζουν περασμένα με δαφνόλαδο, κάθε φορά που εκείνη η μαυρομάλλα, η κόρη του ιερέα, φτύνει όταν αναγκαστεί να μου μιλήσει, λες και είμαι δούλος. Πόσους κρατήρες ακόμα πρέπει να τους φτιάξουμε για να σταματήσουν να μας μισούν;

Άθελά του, άρχισε, για μία ακόμη φορά, να σκαρώνει επιχειρήματα και επιστημονικές δικαιολογίες, τα πιο πολλά προς τον ίδιο του τον εαυτό, προκειμένου να συνεχίσουν τις ανασκαφές. Το έβλεπε καθαρά ότι το κεφάλαιο «Κύπρος» δεν γινόταν να κλείσει, όχι ακόμα τουλάχιστον. Ήταν τόσο απορροφημένος από τις σκέψεις του, που σχεδόν πετάχτηκε πάνω ξαφνιασμένος όταν άκουσε τη φωνή του Άλφρεντ, που είχε μπει στην αποθήκη χωρίς να τον προσέξει: «Μόλις μίλησα με τον καθηγητή Πέρσσον στο τηλέφωνο, δεν άκουσες τον Γιαννάκη που σε φώναζε να έρθεις; Είπε πως είναι πολύ ενθουσιασμένος που ολοκληρώσαμε την αποστολή με τόση επιτυχία, τα πάντα είναι έτοιμα για την υποδοχή των αρχαιοτήτων στη Στοκχόλμη. Όλοι μας περιμένουν ανυπομονησία. Θεέ μου, είναι τόσο μακρύ αυτό το ταξίδι, μέχρι να φτάσουμε θα τρελαθώ!»

Εργαστήρι τέχνης του λόγου (νουβέλα),
ΕΚΕΒΙ, Οκτώβριος 2009

Tuesday, 12 May 2009

Ανάμεσα στις ράγες και τη βροχή

Όταν το φως μέσα στο βαγόνι έσβησε ξαφνικά, ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά και να ανεβαίνει στον οισοφάγο. Τα χέρια του υπέκυψαν στο τρέμουλο που τα απειλούσε από την στιγμή που μπήκε στο τρένο, ενώ ένα λεπτό φιλμ ιδρώτα εμφανίστηκε στο μέτωπό του. Η διακοπή ρεύματος δεν κράτησε πάνω από σαράντα δευτερόλεπτα, ήταν, όμως, αρκετή για να του ανακατέψει το στομάχι και να τον φέρει στα πρόθυρα της λιποθυμίας.
Τελικά, το ρεύμα επέστρεψε και ο συρμός άρχισε να κινείται αργά, προκαλώντας του μηδαμινή ανακούφιση και μία ακόμα αναγούλα. Κοίταξε τις μακριές σταγόνες που χαράκωναν τα βρώμικα τζάμια και προσπάθησε να πλησιάσει το πρόσωπο του στο μισάνοιχτο παράθυρο, ώστε να μυρίσει τη βροχή. Ήλπιζε, μάταια όμως, πως θα τον έκανε να ξεχάσει την διαπεραστική οσμή όλων αυτών των ανθρώπων, που καθόταν βαριά πάνω στο δέρμα του, όλων αυτών των ανθρώπων που έτρωγαν, γέλαγαν δυνατά, μίλαγαν ασταμάτητα και τον κοιτούσαν στα μάτια με αδιακρισία. Έπρεπε να κατέβει στον επόμενο σταθμό, παρόλο που ήταν αρκετά μακριά από το σπίτι του. Αναλογιζόταν πόσο λάθος είχε κάνει να δεχτεί την πρόταση του εκδότη του να γράψει ένα σπονδυλωτό, εμπορικό και οπωσδήποτε ανούσιο, μυθιστόρημα με τίτλο Ιστορίες βαγονιών ή κάτι τέτοιο, ενώ τα λίγα λεπτά που τον χώριζαν από την επόμενη στάση του φαινόταν αιώνας. Όσες φορές είχε δοκιμάσει να χρησιμοποιήσει τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο, προκειμένου να «συλλέξει υλικό», είχε αναγκαστεί να κατέβει στα μισά της διαδρομής, ή και νωρίτερα. Μπαϊλντισμένος, σκεφτόταν με εκνευρισμό, που άγγιζε τα όρια της απέχθειας, την προοπτική να καθίσει να γράψει, ενώ ταυτόχρονα συνειδητοποιούσε με απογοήτευση ότι οι κρίσεις πανικού, που τόσο σκληρά είχε αγωνιστεί να νικήσει πριν δύο χρόνια, είχαν κάνει θριαμβευτική επιστροφή. Το θέμα δεν το είχε λύσει, απλά το είχε προσπεράσει, όπως τόσα άλλα, επιλέγοντας να χρησιμοποιεί ταξί.
Καθώς στεκόταν μπροστά στην πόρτα με τα γόνατα κομμένα, έτοιμος να πεταχτεί έξω, και στρέφοντας νευρικά το κεφάλι δεξιά-αριστερά, πρόσεξε στο πίσω μέρος του βαγονιού εκείνον τον τύπο με τα μωβ γυαλιά. Τον έβλεπε συχνά μέσα στο τρένο, καθόταν πάντα δίπλα στο παράθυρο με μία πλαστική, παραφορτωμένη σακούλα ανάμεσα στα πόδια του κι ένα τετράδιο στα χέρια να σημειώνει με ταχύτητα. Θα έπρεπε να είναι περίπου συνομίλικός του και του έδινε μία ακαθόριστη εντύπωση φυγάδα, όχι όμως κυνηγημένου. Ποτέ δεν είχαν ανταλλάξει ούτε ματιά, ο τύπος φαινόταν απορροφημένος σε όσα έγραφε. Αυτός, από την άλλη, ίδρωνε παλέυοντας να διατηρήσει τις αισθήσεις του, οπότε δεν είχε περιθώριο για παρατηρήσεις, όσο για επαφές ούτε λόγος.
Βγαίνοντας, επιτέλους, από το βαγόνι, πήρε μία βαθιά αναπνοή γεμίζοντας τα πνευμόνια του με τον ψυχρό και υγρό αέρα, ενώ τα πόδια του πατούσαν με σιγουριά στο στέρεο τσιμεντένιο έδαφος. Βγήκε στο δρόμο και άρχισε να περπατάει βιαστικά προς το σπίτι. Έφτασε μετά από τρία τέταρτα της ώρας, κατάκοπος και μουσκεμένος, είχε ξεχάσει την ομπρέλα του, αναθεματίζοντας την τύχη και την ανάγκη του, όμως, αισθητά άδειος και γαληνεμένος. Έπρεπε να πιάσει αμέσως δουλειά, γιατί αυτή η πορεία μέσα στη βροχή τον είχε οδηγήσει σε μία παράδοξη κατάσταση ευεξίας και ετοιμότητας. Άνοιξε, λοιπόν, τον κομψό φορητό υπολογιστή, που είχε πρόσφατα αγοράσει με τα χρήματα της προκαταβολής του καταραμένου βιβλίου των βαγονιών, και άρχισε να γράφει, ενώ έξω η βροχή δυνάμωνε δίνοντας του κουράγιο να συνεχίσει να πατάει τα γυαλιστερά πλήκτρα (:)

(«) Ο βαθύς αναστεναγμός που άφησες, μόλις ένιωσες το τρένο να κινείται ανακοίνωσε την μεγάλη σου ανακούφιση στους επιβάτες που κάθονταν σε αρκετά κοντινή απόσταση, ώστε να σε ακούσουν. Αυτό το τράνταγμα του βαγονιού πριν ξεκινήσει ο συρμός ήταν το σύνθημα να χαλαρώσεις και να βολευτείς με περισσότερη άνεση στο πλαστικό κάθισμα, αφού η ενοχλητική αναμονή είχε τελειώσει. Με το τετράδιο στο χέρι, τα μάτια ορθάνοιχτα και τα αυτιά τεντωμένα ετοιμάστηκες να εντοπίσεις, να αρπάξεις, να καταγράψεις ο,τιδήποτε συμβεί, ο,τιδήποτε θα μπορούσε να σε φέρει λίγο πιο κοντά σε αυτό που καταδιώκεις εδώ και δύο χρόνια. Αλήθεια, έχουν περάσει κιόλας δύο χρόνια από τότε που άφησες πίσω σου αυτό που οι άλλοι θα αποκαλούσαν «ζωή σου» και ήρθες σε αυτήν την πόλη κρυφά σαν κλέφτης, η φωτογραφία σου πάνω από τη λέξη «αναζητείται» με κεφαλαία γράμματα, φιγουράρει σε όλους τους σταθμούς του τρένου, αλλά και σε στάσεις λεωφορείου και τρόλλεϋ, καθώς και πιάτσες ταξί. Παράτησες δουλειά και οικογένεια, γιατί ήθελες να αποτινάξεις όλα τα βαρίδια, ώστε να καταφέρεις επιτέλους να πεις, όλα όσα πασχίζεις να βγάλεις από μέσα σου χρόνια τώρα, να κατακτήσεις αυτό το μαγευτικό πράγμα που λέγεται ανθρώπινη καθημερινότητα και να γράψεις, επιτέλους, το βιβλίο, που ονειρεύεσαι από έφηβος, για να μην πούμε από παιδί.
Το γνώριζες, βέβαια, ότι σε κάθε εμπνευσμένη προσπάθεια υπάρχουν απώλειες. Η «εξορία» σου προέκυψε κάπως δύσκολη. Οι συνεπιβάτες σου έγιναν απόλυτα αναγκαίοι. Ο χρόνος που είσαι αναγκασμένος να περνάς έξω από τα βαγόνια, αφού, ατυχώς, ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος δεν λειτουργεί ολόκληρο το εικοσιτετράωρο, έχει καταντήσει μαρτυρικός. Η ακινησία του δαπέδου του σπιτιού σου αβάσταχτη. Η ησυχία που επικρατεί στα δωμάτια ανυπόφορη. Κάθε νύχτα, ανεξαιρέτως, την περνάς αδημονώντας να ακούσεις τους επιβάτες του συρμού να τιτιβίζουν γύρω σου και να νιώσεις το ρυθμικό, πραγματικά αρμονικό τράνταγμα του τρένου. Έτσι, κάθε πρωί, λίγο μετά τις πέντε, περιμένεις με ανυπομονησία στο σταθμό, πανέτοιμος, με τα εφόδια σου -φαγώσιμα, νερό, κάποια ρούχα και βιβλία- τοποθετημένα τακτικά σε μία πλαστική σακούλα. Πάντα κάθεσαι δίπλα στο παράθυρο, ώστε να μπορείς να τοποθετείς τα τεκτενόμενα σε ένα ευρύτερο περιβάλλον, ώστε να μην παρασύρεσαι στο μικρόκοσμό τους. Παραμένεις εκεί, μέχρι το βράδυ, όταν τα τρένα κλείνονται στο γκαράζ. Οι μόνες στάσεις που επιτρέπεις στον εαυτό σου είναι οι απολύτως απαραίτητες, για να ικανοποιήσεις τις φυσικές σου ανάγκες, πράγμα ιδιαίτερα ενοχλητικό όταν έχεις καταφέρει να πιάσεις μία καλή θέση.
Η εργασία σου, παρόλα αυτά, δεν σημειώνει την πρόοδο που υπολόγιζες. Αν και έχεις γεμίσει με σημειώσεις δεκάδες τετράδια, αυτό το κάτι που αναμένεις, δεν έρχεται. Ξέρεις, όμως, πως είναι εκεί, σε περιμένει, αδημονεί να το φτάσεις. Αυτές τις σκέψεις, που σε βασάνιζαν σήμερα, αργά το απόγευμα, διέκοψε το καμπανάκι που ήχησε δυνατά, όταν είδες πάλι εκείνον τον ψηλό άντρα με τα μαύρα μαλλιά. Όπως και τις άλλες φορές έμοιαζε αλαφιασμένος, στεκόταν όρθιος, ίδρωνε και αναστέναζε. Το ότι υπέφερε όντας μέσα στο βαγόνι σου φαινόταν από τις νευρικές ματιές που έριχνε γύρω, τον τρόπο που άλλαζε το κέντρο βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο, και το τρέμουλο των χεριών του. Έξω έβρεχε και ο επίμονος ήχος που κάνουν οι σταγόνες της βροχής στη λαμαρίνα δε σε άφηνε να συγκεντρωθείς ολοκληρωτικά στον στοιχειωμένο αρχάγγελο που στεκόταν μπροστά στην πόρτα του βαγονιού. Ήταν κι εκείνη η μυρωδιά του νοτισμένου αέρα που σε αρρώσταινε. Πάντως, όταν τελικά ο συρμός σταμάτησε και εκείνος όρμησε έξω, ήταν αδύνατο να κατανικήσεις τη μανία που σε οδήγησε να αρπάξεις το τετράδιο και να αρχίσεις να γράφεις σαν δαιμονισμένος. (»)

Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής,
Μεταίχμιο, Μάιος 2009

Tuesday, 5 May 2009

Σύννεφο καπνού



Και όταν την είδε, μέσα σε ένα σύννεφο καπνού, να βγάζει τα γαλάζια τούλια και τα φτερά, λευκά αυτά και τυλιγμένα γύρω από το λαιμό της σε ένα μακρύ μποά, ένιωσε μια δυνατή επιθυμία για τη ζεστασιά του γυναικείου δέρματος. Από την μπαλκονόπορτα μπορούσε να την κοιτάζει στο απέναντι διαμέρισμα να βγάζει νωχελικά τα βραδινά της ρούχα μέσα στην ανοιξιάτικη νύχτα, ώσπου έμεινε με μία κοντή κομπινεζόν στο χρώμα της σαμπάνιας. Το επιδεικτικό λίκνισμα των γοφών της, καθώς, ψηλή και μακρυμαλλούσα, πήγαινε από δωμάτιο σε δωμάτιο με ένα ποτήρι στο χέρι, σε μία παράσταση που ήλπιζε να δίνεται για χάρη του, αν και δεν είχε κανένα λόγο να πιστέψει ότι συνέβαινε πραγματικά κάτι τέτοιο, τον έκανε, για μία στιγμή, σαφώς αργόσυρτη, να ξεχάσει τις ψηλές φλόγες, που ξεπετάγονταν από τα παράθυρα του διαμερίσματος στον πρώτο όροφο της απέναντι πολυκατοικίας.
Εκείνη, όντας στον τρίτο, σίγουρα είχε δει τον πυκνό καπνό που γέμιζε τον αέρα ανάμεσα τους. Σίγουρα είχε ακούσει την δυνατή έκρηξη πριν μισή ώρα και τη σειρήνα της πυροσβεστικής, που ούρλιαζε εδώ και αρκετά λεπτά. Παρόλα αυτά, δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται για ό, τι συνέβαινε εκτός των ορίων του μικρού και κομψού διαμερίσματος, όπου είχε μετακομίσει πριν πέντε χρόνια, και, για την ακρίβεια, ένα μήνα αφού είχε εγκατασταθεί κι εκείνος στο δικό του, εξίσου μικρό, αλλά πολύ πιο άδειο και ακατάστατο διαμέρισμα. ‘Όπως θα περίμενε κανείς, αυτή η αλλόκοτη αταραξία της τον παραξένεψε και σταδιακά ένιωσε τα μάγια της, όπως τόσες φορές στο παρελθόν, να του ορθανοίγουν τα βλέφαρα και να μαγνητίζουν τους βολβούς των ματιών του.
Σχεδόν έτσι γινόταν όλα αυτά τα χρόνια, όλες αυτές τις ατελείωτες ώρες στην πολυθρόνα του σαλονιού με τα φώτα σβηστά και με το βλέμμα προσηλωμένο στα παράθυρά της. Κι άλλες πάλι ώρες αμέτρητες στημένος απέναντι από την είσοδο της πολυκατοικίας της περιμένοντας την να βγει, έχοντας παρατηρήσει προετοιμασίες εξόδου, βραδινά φορέματα να βγαίνουν από την ντουλάπα και κοσμήματα με πέτρες που έλαμπαν σαν αστραπή από την κοσμηματοθήκη. Φυσικά, ποτέ δεν κατάφερε να την συναντήσει στο δρόμο, και όταν ανέβαινε στο διαμέρισμά του εξουθενωμένος, μετά από δύο ή τρεις ώρες ορθοστασίας, έβρισκε τα φώτα της ήταν σβηστά και τα δωμάτια της άδεια. Και πόσο χρόνο, αλήθεια, δεν είχε αναλώσει στο να καταστρώνει σενάρια, που θα του έδιναν την αφορμή να της χτυπήσει την πόρτα και να της μιλήσει, επιτέλους, χωρίς να τους χωρίζουν οι τζαμαρίες, η σκόνη και ο θόρυβος του δρόμου!
Από όλα αυτά τα σχέδια κανένα δεν είχε πραγματοποιήσει, πράγμα που τον βασάνιζε, βάρος ασήκωτο στην συνείδησή του. Θεωρούσε τον εαυτό του δειλό πέρα από κάθε θεραπεία και τον περιφρονούσε. Το μόνο πράγμα που τον έκανε να αισθάνεται κάπως καλύτερα ήταν η σκέψη ότι ο άπειρος χρόνος που της είχε αφιερώσει δεν κόστιζε ιδιαίτερα, αφού η δουλειά του, αν και εξαιρετικά βαρετή, δεν ήταν απαιτητική, κάποιες φορές που δεν εμφανίστηκε στο γραφείο δεν είχε γίνει μεγάλο θέμα, ενώ οι ελάχιστοι συγγενείς και φίλοι δεν ήταν καθόλου φορτικοί. Μάλιστα, αφότου μετακόμισε σε αυτό το σπίτι, είχαν ένας-ένας ξεκόψει, προσφέροντας του έτσι την μοναδική δυνατότητα να απολαμβάνει άπλετο ελεύθερο χρόνο. Πραγματικά, του αρκούσε ένα πέρασμά της από το μπάνιο στην κρεβατοκάμαρα μέσα στο παχύ σκούρο κόκκινο μπουρνούζι της, για να μεταφερθεί στον πλανήτη της λευκής κοιλιάς της και, επομένως, να ξεχάσει τον παλιόφιλο που δεν απαντούσε στα τηλεφωνήματά του εδώ και δύο εβδομάδες, αλλά και την προαγωγή, που, και φέτος, έχασε μέσα από τα χέρια του. Για να πάρει τα μάτια του από αυτήν, χρειαζόταν κάτι πολύ ισχυρό, κάτι αδύνατο να αγνοηθεί, όπως το ξημέρωμα, η ανάγκη να αδειάσει την ουροδόχο κύστη του, η πείνα, ασφαλώς μέχρι λιποθυμίας, ένας οξύς πόνος στη μέση, πράγμα ιδιαίτερα συχνό τον τελευταίο καιρό, το χτύπημα του διαχειριστή στην πόρτα, προκειμένου να εισπράξει τα καθυστερημένα κοινόχρηστα, και αυτό αρκετά συνηθισμένο.
Όπως τώρα, η φωνή του πυροσβέστη, δυναμωμένη πολλές φορές από τον τηλεβόα, που ζητούσε από τους ενοίκους όλων των οικημάτων στο μικρό δρομάκι να τα εκκενώσουν άμεσα, καθώς υπήρχε σοβαρή πληροφορία για δεύτερη βόμβα. Κοίταξε κάτω στο δρόμο και είδε τον κόσμο να μυρμηγκιάζει, ενώ άντρες με στολές προσπαθούσαν να ρυθμίσουν το χάος με φωνές και σφυρίχτρες. Έπειτα, έστρεψε πάλι το βλέμμα του στο διαμέρισμά της. Την είδε να παρακολουθεί με προσήλωση, εν τω μεταξύ είχε φορέσει ένα πράσινο κιμονό, πρέπει να ήταν μεταξωτό, μπορούσε να νιώσει τη δροσιά του μεταξιού στα δάχτυλά του, κάτι στην τηλεόραση. Σκέφτηκε ότι μπορεί η ένταση της συσκευής να μην της επέτρεπε να ακούσει την προειδοποίηση και με πρωτόγνωρο, εκπληκτικό θάρρος βγήκε στο μικρό μπαλκόνι. Κούναγε τα χέρια του μανιασμένα και φώναζε, καθώς δεν ήξερε το όνομά της, «κοπέλα με το κιμονό, κοπέλα με το κιμονό!».
Δεν ήξερε πόση ώρα είχε περάσει, τα χέρια του τα ένιωθε κουρασμένα, όταν εκείνη γύρισε το κεφάλι προς την κατεύθυνσή του με κάτι στο πρόσωπό της, που του φάνηκε σαν χαμόγελο. Όσο την κοίταζε να βολεύει τα υπέροχα πόδια της σε ένα ζευγάρι λεπτά σανδάλια, πάντα χαμογελώντας, η πόρτα του άνοιξε με έναν γδούπο και δύο πυροσβέστες ξεχύθηκαν στο μπαλκόνι. Κύριε, πρέπει να φύγετε αμέσως, είναι πολύ επικίνδυνο να παραμένετε. Μα, κοιτάξτε, απέναντι είναι κάποια… Δεν υπάρχει πρόβλημα, όλα είναι υπό έλεγχο, μην ανησυχείτε κύριε. Και προτού καταλάβει τι συνέβαινε και προλάβει να της στείλει μία τελευταία ματιά, τον σήκωσαν από τους αγκώνες, αφού ξεγάντζωσαν ένα-ένα και με ταχύτητα τα δάχτυλά του από την κουπαστή, και τον έσυραν έξω, ίσα που πρόλαβε να αρπάξει το σακάκι του από την κρεμάστρα. Στο δρόμο, στρατηγικά τοποθετημένοι αστυνομικοί οδηγούσαν τον κόσμο στην έξοδο του μικρού δρόμου, όπου ειδικά ναυλωμένα λεωφορεία θα τους οδηγούσαν στον δημοτικό ξενώνα. Εκεί θα διανυκτέρευαν. Όσο κι αν τον τραβολογούσαν και τον έσπρωχναν από όλες τις μεριές, εκείνος καθυστερούσε στην πολυάνθρωπη ουρά στρέφοντας το κεφάλι δεξιά-αριστερά σαν περισκόπιο. Μάταια όμως, η κοπέλα με το κιμονό δε φαινόταν πουθενά.
Εκείνο το βράδυ ελάχιστα κατάφερε να κοιμηθεί στο σκληρό κρεβάτι του ξενώνα, δίπλα σε ένα αδύνατο νεαρό, που μίλαγε στον ύπνο του. Στις τρεις το πρωί ανακάλυψε ότι, όταν του μιλούσε, ο κοιμισμένος απαντούσε κανονικά, σα να ήταν ξύπνιος. Λίγο πριν ξημερώσει άκουσε βαριές τις σταγόνες μίας καταιγίδας στη στέγη και σκέφτηκε ότι όλα είχαν τελειώσει. Δύο ώρες αργότερα, μπροστά στα συντρίμμια των ισοπεδωμένων πολυκατοικιών κατά μήκος της δεξιάς, αλλά και της αριστερής πλευράς του δρόμου, στον οποίο κατοικούσε τα τελευταία πέντε χρόνια, ενός δρόμου που δεν ήταν πλέον τίποτα περισσότερο από μία μαύρη ρηχή τρύπα, κάτω από μία βροχή από χλιαρό νερό και στάχτη, με την εμετική οσμή του λιωμένου πλαστικού και τη γλυκιά μυρωδιά του καμένου ξύλου, έμελλε να νιώσει την πιο αχαλίνωτη ελευθερία (και τίποτε άλλο).

Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής.
Μεταίχμιο, Μάιος 2009

This one goes out to the one I love by REM

Monday, 27 April 2009

Ιστορία σε τέσσερις σκηνές με βροχή



[σκηνή πρώτη, κρεβατοκάμαρα της Μάντυ σε διαμέρισμα στην γωνία της 87ης με την λεωφόρο Amsterdam στο Upper West Side, φωτισμός από τα αμπαζούρ στα κομοδίνα, απαλός ήχος βροχής στα τζάμια των παραθύρων]

Σκυμμένη πάνω από το συρτάρι με τα εσώρουχα και κρατώντας στο χέρι μία μωβ μεταξωτή κιλότα, άκουσε την πόρτα της εισόδου να ανοιγοκλείνει και τα βήματα του Τζον στο διάδρομο. Η ώρα ήταν οκτώμισι το βράδυ. Έξω έριχνε μία χλιαρή βροχή, πράγμα πολύ συνηθισμένο το Μάιο στη Νέα Υόρκη. Η Μάντυ έστρωσε το μπουρνούζι πάνω της, κλάσματα του δευτερολέπτου πριν εκείνος μπει στο υπνοδωμάτιο. Τον ένιωθε να στέκεται αδρανής στην είσοδο, καθώς είχε γυρισμένη την πλάτη της στην πόρτα. Έτσι, δεν είδε το χαμόγελο στο πρόσωπό του, αποτέλεσμα μίας εξαιρετικά αποδοτικής ημέρας στο γραφείο, να παγώνει. Έφερα κινέζικο από το take-away που σου αρέσει. Ξέχασα πως είναι Πέμπτη σήμερα. Κάθε Πέμπτη, εδώ και τέσσερις μήνες, η Μάντυ έβγαινε μόνη της, δηλαδή χωρίς αυτόν, πιθανόν με κάποιες φίλες της, αλλά ο Τζον είχε αποφύγει να μάθει λεπτομέρειες. Έριξε μία ματιά στο αμάνικο μπλε ελεκτρίκ φόρεμα που είχε κρεμάσει στην πόρτα της ντουλάπας. Εκείνη, καθισμένη στο κρεβάτι, φόραγε τις λεπτές κάλτσες της. Ναι αγαπούλα, θα βγω. Άφησε μου λίγο chow mein, αν θες. Εντάξει γλυκιά μου, απάντησε εκείνος, ενώ παρακολουθούσε την αντανάκλασή της στον καθρέφτη να χώνει το στήθος σιλικόνης στην αριστερή άδεια θήκη του μωβ σουτιέν, που ταίριαζε με το απειροελάχιστο κιλοτάκι που φόραγε. Δεκατρία χρόνια μαζί, πάντα ερεθιζόταν όταν την έβλεπε γυμνή, ακόμα και μετά τη μαστεκτομή, που είχε κάνει πριν ένα χρόνο περίπου, αν και η περίπτωση ήταν τόσο δύσκολη που δεν είχαν καταφέρει να κάνουν ανάπλαση στήθους. Η Μάντυ δεν τον πρόσεχε, για την ακρίβεια δεν είχε γυρίσει ούτε μία φορά να τον κοιτάξει, αφοσιωμένη στο ντύσιμο και το μακιγιάζ της. Δεν την πλησίασε, γιατί ήξερε πως θα έβαζε τις φωνές, πρόσεχε, θα μου τσαλακώσεις το φόρεμα, θα μου χαλάσεις τα μαλλιά, και άλλα παρόμοια. Παρόλα αυτά, έμεινε στην κρεβατοκάμαρα, βολεμένος στην άκρη του κρεβατιού. Όταν ολοκλήρωσε την ετοιμασία της, του έστειλε ένα φιλί από μακριά, αγαπούλα να ξαπλώσεις, μη με περιμένεις, και έφυγε βιαστική. Τα στιλέτο τακούνια της Μάντυ ηχούσαν ακόμα στο παρκέ του διαδρόμου, όταν ο Τζον έριχνε το φαγητό, έτσι όπως ήταν στη συσκευασία του, στον σκουπιδοτενεκέ.


[σκηνή δεύτερη, ταξί με νοτιο-ανατολική κατεύθυνση, τα φώτα του δρόμου, ο απαλός ήχος της βροχής στα τζάμια]

Καθώς η κίνηση στο κέντρο είναι συνήθως σχετικά περιορισμένη τα βράδια της Πέμπτης, το ταξί διέσχιζε με άνεση τη λεωφόρο Broadway. Η Μάντυ κρύωνε αρκετά μέσα στο αυτοκίνητο με τα υγρά καθίσματα. Σφίχτηκε μέσα στο λεπτό πανωφόρι, αλλά όχι πολύ, για να μην τσαλακώσει το φουστάνι της. Ο οδηγός, σιωπηλός, ανέδιδε δυνατή μυρωδιά κάρυ. Έτσι της άρεσαν οι ταξιτζίδες την Πέμπτη το βράδυ, σιωπηλοί. Στο πεζοδρόμιο δύο γυναίκες μίλαγαν με ένταση, καυγάδιζαν δηλαδή, και οι δύο ντυμένες με την τελευταία λέξη της μόδας, ενώ ο άντρας που στεκόταν ανάμεσα τους και κράταγε και τις δύο από τη μέση, κοιτούσε τα παπούτσια του.


[σκηνή τρίτη, Thom Bar στο Soho, χαμηλός φωτισμός από απλίκες τοίχου, «Hung up in your love» του Barry White και άλλα soul κομμάτια της δεκαετίας του 1970]

Υπήρχε αρκετός κόσμος στο μπαρ εκείνη την Πέμπτη, αλλά όχι τόσος, ώστε η κατάσταση να είναι ασφυκτική για την Μάντυ, που είχε αναπτύξει μία κάποια αγοραφοβία μετά την επέμβαση. Η μουσική ήταν ευχάριστη και η ατμόσφαιρα σχετικά δροσερή, γεμάτη από αρώματα, ακριβά και φτηνά, και πολυάριθμες φωνές. Καθισμένη σε ένα ψηλό σκαμνί στο μπαρ, έπινε αργά, απολάμβανε θα λέγαμε, ένα μαρτίνι. Απέναντι της, ένας πανύψηλος νέγρος, σαραντάρης, με τεράστιες πλάτες και σινιέ κοστούμι έπινε ουίσκι με σόδα. Οι ματιές που αντάλλασσαν μέσα από τους καπνούς των τσιγάρων τους, που έσμιγαν στον αέρα πάνω από τα κεφάλια τους, ήταν ιδιαίτερα εύγλωττες, πράγμα που θα παραδεχόταν ο καθένας, ακόμη και αν δεν τους γνώριζε προσωπικά. Όταν, μετά από ένα τέταρτο, ο άνδρας της έστειλε ένα κερασμένο ποτό, η Μάντυ πήρε το τσαντάκι και το ποτήρι της και κατευθύνθηκε προς το μέρος του, προκειμένου να καθίσει στο άδειο σκαμπό που, ω του θαύματος, είχε μόλις αδειάσει δίπλα του. Η συζήτηση που ξεκίνησαν ήταν ιδιαίτερα χαμηλόφωνη, τόσο που ούτε ο καλοβαλμένος μεσήλικας, προφανώς μεγαλοεπιχειρηματίας Ασιατικής καταγωγής και μοναχικός, δίπλα στην Μάντυ, δεν μπορούσε να την παρακολουθήσει. Το μόνο που άκουσε τελικά αυτός ο τύπος ήταν τα δυνατά γέλια τους, πέντε λεπτά πριν εγκαταλείψουν το μπαρ, για να βγουν στη βροχερή νύχτα του Soho.


[σκηνή τέταρτη, Broadway Plaza Hotel στην γωνία της 27ης με την λεωφόρο Broadway, φωτισμός από τη λάμπα του μπάνιου που μπαίνει στο δωμάτιο από μία μισάνοιχτη πόρτα, απαλός ήχος βροχής στα τζάμια των παραθύρων]

Ξαπλωμένη στο αριστερό της πλευρό, μύριζε το φτηνό μαλακτικό στα σεντόνια. Εκτός από τον πανταχού παρόντα ήχο που έκαναν οι σταγόνες της βροχής χτυπώντας στο τζάμι, η Μάντυ άκουγε τη ρυθμική ανάσα του καλοφτιαγμένου άντρα, που ήταν ξαπλωμένος πίσω της. Επρόκειτο για άνθρωπο μορφωμένο και ευγενικό, με ωραίο γούστο και καλούς τρόπους. Επίσης ευκατάστατο, πετυχημένο επαγγελματία, δυναμικό και προσφάτως χωρισμένο. Στην ουσία ήταν ένα σπάνιο άτομο, που δεν τρόμαξε, αποτροπιάστηκε, αηδίασε ή κάτι τέτοιο όταν είδε την μεγάλη ουλή, στο σημείο όπου κανονικά θα έπρεπε να βρίσκεται ο αριστερός μαστός της. Όταν της έβγαλε το σουτιέν και το στήθος από σιλικόνη έφυγε από τη θέση του και έπεσε με ένα πλαφ στο κρεβάτι, δεν αντέδρασε, τουλάχιστον όχι φανερά. Πέρασε τη γλώσσα του πάνω από την ουλή πολλές φορές και μετά της έκανε έρωτα με τρυφερότητα και συγκρατημένο πάθος.
Το ημίωρο που την κράτησε στην αγκαλιά του μετά τη συνουσία ήταν εκ διαμέτρου αντίθετο με το πεντάλεπτο, κατά το οποίο οι άλλοι άντρες, που είχε γνωρίσει στο Thom, ντύνονταν βιαστικά και έφευγαν, σχεδόν τρέχοντας, αφού την είχαν πηδήξει στα γρήγορα και με όλα τα φώτα σβηστά. Φυσικά, για να ζητήσουν το τηλέφωνό της ούτε λόγος. Η Μάντυ αντιλαμβανόταν πως θα έπρεπε να εκτιμήσει αυτήν την πρωτόγνωρη ζεστασιά, αλλά έβρισκε τα χάδια του, που επικεντρώνονταν στο στενόμακρο σημάδι στο αριστερό μισό του κορμού της, για ώρα μετά την ολοκλήρωση της ερωτικής πράξης, ιδιαίτερα ενοχλητικά. Ντράπηκε να πει κάτι, όμως γύρισε στο αριστερό πλευρό, ώστε να μην φτάνει το υπέροχο, στιβαρό χέρι του. Κι ενώ εκείνος έπεφτε σταδιακά σε ένα ελαφρύ ύπνο, η Μάντυ συλλογιζόταν πόσο έμοιαζε ο τρόπος που τη χάιδευε αυτός εδώ ο άγνωστος με αυτόν του Τζον. Με μία βασική διαφορά βέβαια.
Τελικά σηκώθηκε και ντύθηκε στο μισοσκόταδο, προσπαθώντας να κάνει όσο γινόταν λιγότερο θόρυβο. Καθώς έκλεινε την πόρτα του δωματίου αναρωτήθηκε αν ο Τζον θα ήταν ακόμα ξύπνιος. Λίγα λεπτά αργότερα, ενώ στεκόταν με τα πονεμένα από τα τακούνια πόδια της στο πεζοδρόμιο της Broadway ψάχνοντας ταξί και με τη βροχή, σαφώς δυναμωμένη, να της χαλάει το χτένισμα, η Μάντυ αποφάσισε ότι δεν θα άφηνε ποτέ ξανά τον εαυτό της εκτεθειμένο στην ταπείνωση του οίκτου, γνωστών και αγνώστων. Ακόμη κι αν αυτό σήμαινε ότι δε θα ξαναπήγαινε ποτέ στο Thom Bar και, έτσι, δεν θα ένιωθε ξανά την άγρια ικανοποίηση να παίρνει αυτό που της άξιζε, δηλαδή ένα περιφρονητικό αντρικό βλέμμα στο κολοβωμένο της κορμί, στη άδεια θέση, που κάποτε καταλάμβανε το αριστερό της στήθος. Όπως της έλεγε και ο Τζόννυ, τα πράγματα δεν ήταν και τόσο τραγικά τελικά.

Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής
Μεταίχμιο, Απρίλιος 2009

Tuesday, 14 April 2009

Σάββατο, 21 Φεβρουαρίου 2009, παραμονή της Απόκρεω



Όπως κάθε τέτοιο Σάββατο του χρόνου, μπήκα από την μπροστινή πόρτα, γύρω στις έξι παρά, το απόγευμα. Είχε σχεδόν βραδιάσει και έβρεχε. Το σπίτι ήταν μισοσκότεινο, εκτός από ένα φως που άναβε στο βάθος. Προσπέρασα το σαλόνι με τα σκονισμένα έπιπλα και τη νοτισμένη ατμόσφαιρα για να ακολουθήσω το διάδρομο, που οδηγούσε στην κουζίνα.

Εκεί συνάντησα τη μητέρα μου, όρθια μπροστά στην ηλεκτρική κουζίνα. Την ώρα που μπήκα στο δωμάτιο, με το ένα χέρι γύριζε το διακόπτη του μεγάλου ματιού και με το άλλο κράταγε την μέση της. Έπειτα, τοποθέτησε μία μεγάλη κατσαρόλα στο μάτι και έριξε λίγο λάδι, τρεις κουταλιές της σούπας το υπολόγισα. Πήγα κοντά της και ακούμπησα τα χέρια μου τους ώμους της, αλλά εκείνη συνέχισε απτόητη να μαγειρεύει. Έπιασε να ψιλοκόβει το κρεμμύδι, όχι σε ξύλο παρακαλώ, αλλά στον αέρα πάνω από την κατσαρόλα, όπου είχε πια κάψει το λάδι, κι εγώ στάθηκα αρκετά δευτερόλεπτα κολλημένη πίσω της, να μυρίζω το γλυκό άρωμα του σαμπουάν της καθώς ανακατευόταν με την οσμή του τσιγαρισμένου κρεμμυδιού.

Έμεινα αρκετή ώρα εκεί. Καθισμένη δίπλα στο τραπέζι της κουζίνας κοιτούσα αφηρημένα τα πλακάκια στο πάτωμα. Με τα χρόνια είχαν χάσει την αρχική τους λάμψη, και όσο κι αν είχε προσπαθήσει η μητέρα μου με διάφορα καθαριστικά να τα κάνει να γυαλίσουν, δεν είχε καταφέρει σχεδόν τίποτα. Είχαν παλιώσει αρκετά. Τα συμμετρικά τους σχέδια, σχηματοποιημένους ρόδακες σε κεραμιδί και σπασμένο πράσινο, τα ήξερα απέξω, τόσες φορές που τα σχεδίασα με το χέρι μου, όταν παιδί έπαιζα στο πάτωμα, δίπλα σε εκείνη, όσο μαγείρευε. Όπως ακριβώς έκανε και τώρα, αν και με πιο αργό ρυθμό. Είχε την πόρτα της αυλής ανοιχτή, κατά την πάγια συνήθεια της, για να μην τσικνίσει το σπίτι και άκουγα την βροχή να χτυπάει με δύναμη την κουρελιασμένη τέντα μας. Το κρύο και η υγρασία δεν μας ενοχλούσαν. Απολάμβανα τις αγαπημένες μου μυρωδιές, το βρεγμένο χώμα και το τσιγαρισμένο κρεμμύδι και τη θαύμαζα να ανακατεύει γρήγορα τον κιμά, περασμένο μόνο μία φορά από τη μηχανή παρακαλώ, που είχε προσθέσει.

Αφού είχε ρίξει το πιπέρι, και πάνω που άπλωνε το χέρι της να πιάσει το αλάτι, άκουσα την εξώπορτα να ανοίγει και μετά από λίγο να κλείνει, αλλά εκείνη δεν έδειξε να το πρόσεξε καθόλου. Βήματα ακούστηκαν στον διάδρομο και το κεφάλι του πατέρα μου ξεπρόβαλε στην πόρτα. -Τι γίνεται; ρώτησε σε μέτρια ένταση για να λάβει μόνο ένα κούνημα του κεφαλιού ως απάντηση. -Έφερα γιαούρτι και ψωμί, πρόσθεσε και ακούμπησε μία νάιλον σακούλα πάνω στο τραπέζι. Αμέσως μετά βγήκε από το δωμάτιο και σε λίγο ακούστηκε ο βόμβος της τηλεόρασης, ήταν η ώρα των ειδήσεων, τις οποίες εκείνος ποτέ δεν έχανε. Χωρίς να το θέλω, η αιώνια ερώτηση ήρθε πάλι στο μυαλό μου: πως θα ήταν οι ζωές μας, αν οι γονείς μου είχαν κάνει ένα δεύτερο παιδί.

Στον κιμά, η μητέρα μου έριξε ψιλοκομμένη φρέσκια ντομάτα και δύο μεγάλες κουταλιές πελτέ αραιωμένες σε χλιαρό νερό. Ταυτόχρονα έβαλε αλατισμένο νερό να βράσει σε μία βαθιά κατσαρόλα. Όταν έριξε τα μακαρόνια, βεβαιώθηκα για αυτό που είχα υποθέσει από την αρχή, ότι δηλαδή έφτιαχνε το αγαπημένο μου φαγητό, μακαρόνια με κιμά, και με πλημμύρισε μία οδυνηρή νοσταλγία. Ταυτόχρονα, όμως, προβληματίστηκα, αφού ήξερα πως, καθώς ήταν διαβητική, εκείνη δεν θα έτρωγε, ενώ στον πατέρα μου δεν πολυάρεσαν τα ζυμαρικά. Προσπάθησα να συγκεντρωθώ, να διαβάσω το μυαλό της, εξασκώντας αυτό το υπέροχο, αλλά συχνά και βασανιστικό προνόμιο που μου είχε δοθεί αμέσως μετά το θάνατό μου. Βέβαια, πάντα με τα συγγενικά ή πολύ κοντινά πρόσωπα ήταν πιο δύσκολο και χρειαζόταν πολύ περισσότερη εξάσκηση, απ’ ότι με τους απλούς φίλους και γνωστούς.

Είχε ήδη σουρώσει τα μακαρόνια, όταν κατάφερα να διακρίνω κάτι στην υγρή και θολή δίνη της σκέψης της, που με τραβούσε μέσα της όπως ο μαγνήτης το σίδερο. Την είδα την να βγαίνει από την κουζίνα και μετά από λίγο άκουσα να ανοίγει την πόρτα του δωματίου του πατέρα μου και να λέει: -Έφτιαξα μακαρόνια με κιμά. Να σου βάλω; -Όχι, έχω φάει, απάντησε εκείνος. Χωρίς σχόλιο έκλεισε την πόρτα του. Τα βήματα της στο διάδρομο δεν την έφεραν πίσω στην κουζίνα, όπου βρισκόμουνα, έτοιμη να την αγκαλιάσω, να την ευχαριστήσω, που φέτος, δέκα χρόνια μετά, είχε αποφασίσει να φτιάξει μακαρόνια με κιμά αντί για κόλλυβα. Πήγε στο δωμάτιο της να ξεκουραστεί, αποκαμωμένη από την προσπάθεια του μαγειρέματος. Είχα στήσει αυτί, αφουγκραζόμουν προσεκτικά τις κινήσεις της, κι έτσι άκουσα τον ανεπαίσθητο αναστεναγμό που άφησε, καθώς ξάπλωνε. Ταυτόχρονα, με τα χέρια χωμένα μέσα στην κατσαρόλα, προσπαθούσα, έσπαγα το κεφάλι μου, πάσχιζα, παρακάλαγα, αγωνιζόμουνα να βρω ένα τρόπο να βάλω στο στόμα μου και να γευτώ τα μακαρόνια της μαμάς μου

Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής
Μεταίχμιο, Απρίλιος 2009

Βροχή από τον Μάνο Χατζιδάκι